«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τό παρόν βιβλίο περιέχει κείμενα ἑνός μοναχοῦ, πού ἀπευθύνονται σέ μοναχούς. Ὁ μοναχός, ὁ ὁποῖος ἔγραψε αὐτά πού ἀκολουθοῦν στό βιβλίο αὐτό εἶναι ὁ π. Ἀρσένιος Μπόκα, μεγάλος καθοδηγητής τῶν ψυχῶν κατά τόν 20ον αἰῶνα. Ἀνάμεσα στά γραπτά του πού ἄφησε, περιλαμβάνονται κι αὐτά μέ τόν τίτλο: «Βαθμοί τῆς μοναχικῆς πολιτείας», τό ὁποῖο παρουσιάζουμε ἐδῶ. Σ᾿ αὐτό καταγράφθηκαν οἱ σκέψεις τοῦ π. Ἀρσενίου προοριζόμενες γιά τούς μοναχούς, σάν μαθήματα τῆς μοναχικῆς σχολῆς. Αὐτά τά κείμενα ἔφθασαν σέ μένα, μέσῳ τῆς μοναχῆς Ἀμβροσίας Στόϊκα, πού εἶναι τώρα στό μοναστήρι Πρισλόπ, στό ὁποῖο τό ἔτος 1960, βάσει τοῦ κυβερνητικοῦ διατάγματος 410, ὑποχρεώθηκε ν᾿ ἀναχωρήση ἀπό τό μοναστήρι Χουρέζι, στό ὁποῖο ζοῦσε μέχρι τότε. Ἀναχωρώντας ἀπό τό μοναστήρι της ἡ μοναχή Ἀμβροσία, ἐγκαταστάθηκε στό χωριό πού γεννήθηκε, Ντραγκούσι τῆς περιοχῆς τοῦ Φαγκαρᾶς.
Ἐπειδή ζοῦσε πλησίον στό μοναστήρι μας Σίμπατα ντε Σιούς, ἐρχόταν πάντοτε. Τότε μᾶς γνωστοποίησε τά κείμενα αὐτά γιά τήν μοναχική πολιτεία, πού γράφθηκαν ἀπό τόν μακαριστό π.Ἀρσενιο. Ἐμεῖς χαρήκαμε ἀπ᾿ αὐτά τά γραπτά καί τά ἀντιγράψαμε. Τώρα, ὅταν μοῦ ζητήθηκαν, διεπίστωσα ὅτι εἶχαν ἀντιγραφῆ ἀπό τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1961. Κατόπιν τά ἐκτύπησαν στήν γραφομηχανή μερικοί ἐραστές τῆς μοναχικῆς ζωῆς, δικά μου πνευματικά παιδιά. Καί μόλις, μετά ἀπό 40 χρόνια, τυπώνονται γιά νά φθάσουν στά χέρια ὅλων τῶν εὐλαβῶν ἀναγνωστῶν.
Τά κείμενα αὐτά, πού ἀπευθύνονται σέ μοναχούς, εἶναι κατάλληλα ἀκόμη καί γιά τούς εὐλαβεῖς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται νά πλησιάσουν τήν ζωή τους καί τίς μοναχικές ἀρετές. Κι αὐτό εἶναι πολύ καλό, διότι δέν εἶναι καλεσμένοι γιά τήν χριστιανική τελειότητα μόνο οἱ μοναχοί, ἀλλά ὅλοι οἱ Χριστιανοί.
Γιά νά γίνη κάποιος μοναχός, θά πρέπει νά ξεπεράση τήν συνηθισμένη χριστιανική ζωή. Ὁ συνηθισμένος τύπος Χριστιανοῦ εἶναι κι αὐτός καλεσμένος σέ μιά πληρότητα χριστιανικῆς βιοτῆς, ἰδιαίτερα τῆς ἀγάπης καί ταπεινώσεως. Ὅλοι ἔχουμε τόν ἴδιο σκοπό: Τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καί ὅλοι πρέπει ν᾿ ἀκολουθοῦμε αὐτόν τόν σκοπό: Τήν καθαρότητα ἀπό τά πάθη. Συνεπῶς μέ τήν καθαρότητα τῶν παθῶν πρέπει νά προχωρήσουμε πρός τήν χριστιανική μας τελειοποίησι, εἴτε εἴμεθα μοναχοί εἴτε ὄχι.
Πρός αὐτή τήν προοπτική μᾶς κατευθύνουν καί τά διδάγματα αὐτά, τά ὁποῖα, ἠμποροῦμε νά εἰποῦμε ὅτι ἀπευθύνονται πρός ὅλους τούς ἀγωνιζομένους Χριστιανούς. Ὁ Καθένας θά λάβη ἀπό τό βιβλίο αὐτό ὅ,τι χρειάζεται στήν προσωπική του ζωή καί τήν ψυχική του κατάστασι.
Κατάλαβα ἀπό τά λόγια τῆς μοναχῆς Ἀμβροσίας, ὅτι ὁ π. Ἀρσένιος ἐπιθυμοῦσε τά μοναχικά αὐτά μαθήματα νά τά μάθουν ἀπό στήθους, ὅσοι ἀγαποῦν τήν σωτηρία τους. Ἐπιθυμοῦσε νά τ᾿ ἀποκτήσουν ὅλοι καί διαβάζοντάς τα νά μή τά ξεχνοῦν καί νά λαμβάνουν τίς συμβουλές καί κατευθύνσεις, πού ζητοῦν νά μάθουν.
Ὅσοι κρατοῦν στήν μνήμη τους αὐτές τίς ὁδηγίες, θά λάβουν ὠφέλεια, πού ἀλλοῦ ἴσως δέν εὑρῆκαν. Καταγράφω μερικές συνθηματικές συμβουλές του:
«Ἡ ἐπίπληξις νικᾶ, ἀλλά δέν πείθει».
«Ἐμεῖς ἔχουμε τόν νοῦ μας, ὁ ὁποῖος συνομιλεῖ μέ τόν Θεό, σέ στάσι ὑποταγῆς, χωρίς συνομιλία».
«Ἡ θρησκεία δέν εἶναι ἐπιστήμη, ἀλλά συνείδησις».
«Ἡ σωτηρία ἐργάζεται μόνον ἐπάνω στά ἐρείπια τοῦ ἐγωϊσμοῦ».
«Μία ψυχή λυπημένη, εἶναι μία ψυχή μέ σβησμένα φῶτα».
Ἰδού μερικές σκέψεις, τίς ὁποῖες εἶναι καλό νά φέρουμε συχνά στόν νοῦ μας καί ν᾿ ἀποτελοῦν συχνά-πυκνά σημεῖα ἀναφορᾶς μας στήν πνευματική μας ζωή.
Ἐκτυπώνοντας αὐτό τό βιβλίο ὁ ἐκδοτικός οἶκος «Θεόγνωστος» μᾶς δίνει τήν ἀφορμή καί τήν δυνατότητα νά πλουτίσουμε ψυχικά καί μᾶς προσανατολίζει πρός μία ἀνώτερη ζωή, πρός μία ὁλοκλήρωσι τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς μας σέ ὑψηλότερες ἀναβάσεις πρός δόξα Θεοῦ καί πρός ὠφέλεια ὅλων μας, γιά τό καλό ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου, τόν ὁποῖον στηρίζουν στήν ἀνοδική πορεία του ὅλοι οἱ δίκαιοι καί οἱ συχνά προσευχόμενοι, ἐφ᾿ ὅσον ἡ προσευχή εἶναι ἡ δύναμις τοῦ κόσμου».
Κλίνουμε λοιπόν τήν κεφαλή μας μέ ἐμπιστοσύνη, μέ ἐλπίδα καί μέ χαρά ἐπάνω στίς σελίδες αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, ἀπό τό ὁποῖο παίρνουμε κάθε τι τό ξεχωριστό γιά τήν πνευματική μας πρόοδο πρός τόν Θεό καί πρός ὑπέρβασι τῆς καταστάσεώς μας στήν ὁποία εὑρισκόμεθα. Καί, ὅταν θά αἰσθανθοῦμε τήν ὠφέλεια ἀπ᾿ αὐτά τά ὁποῖα ἐμάθαμε καί ἐζήσαμε, νά στρέφουμε τήν προσοχή μας μέ εὐγνωμοσύνη καί σ᾿ αὐτούς πού συνήργησαν εὐνοϊκά γιά νά ἐκδοθῆ αὐτό τό βιβλίο πρός ψυχική μας ὠφέλεια.
Ἀρχιμανδρίτης Θεόφιλος Παραϊάν
Ἱερά Μονή Σίμπατα ντε Σιούς
Φαγκαρᾶς Σιμπίου Ρουμανίας
Ἡ ζωή τοῦ Ὁσίου Γέροντος Ἀρσενίου Μπόκα
Ὁ Πανοσιώτατος πατήρ Ἀρσένιος Μπόκα γεννήθηκε τό 1910 στό χωριό Βάτσα ντέ Σούς, δίπλα στήν περιοχή Μπράντ τοῦ νομοῦ Χουνεντοάρα ἀπό ὀρθοδόξους καί εὐσεβεῖς γονεῖς, τόν Ἰωσήφ καί τήν Χριστίνα.
Ὅταν ἡ μητέρα του, ἔμεινε ἔγκυος στόν Ἰωάννη, (διότι αὐτό τό ὄνομα ἔλαβε στό βάπτισμά του ὁ π. Ἀρσένιος) ὠνειρεύθηκε ὅτι ἔλαμπε στήν κοιλιά της πότε ὁ ἥλιος καί πότε ἡ σελήνη καί πάντοτε σκεπτόταν καί ἀναρρωτιόταν τί παιδί θά εἶναι αὐτό πού θά γεννηθῆ.
Κάποιο καιρό ἀπέθανε ὁ πατέρας του Ἰωσήφ, ἡ μητέρα του ἔμεινε χήρα σέ νέα ἡλικία, ἐνῶ ἡ μητέρα της τήν ἐπίεζε νά ὑπανδρευθῆ γιά δεύτερη φορά.
Αὐτός ὁ δεύτερος γάμος τῆς μητέρας του στενοχωροῦσε πολύ τόν υἱό της Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος πλέον δέν ἤθελε νά πηγαίνη στό σπίτι του, γι᾿ αὐτό καί ἡ μητέρα του γιά πολλά χρόνια δέν ἤξερε τίποτε γι᾿ αὐτόν.
Ὁ Πατήρ μᾶς ἐδιηγεῖτο ὅτι ὁ πατέρας του, ὁ ὁποῖος ἐγνώριζε τήν τέχνη τοῦ ὑποδηματοποιοῦ, τόν ἐμάθαινε κι αὐτόν νά καρφώνη καρφιά στό ξύλο, ἀλλά αὐτός μή ἔχοντας τήν ἀναγκαία δεξιοτεχνία, τά ἔσπαζε ἤ τοῦ ἐλύγιζαν καί τότε ὁ πατέρας του τόν κτυποῦσε μέ τό λουρί πού ἀκόνιζε τίς φαλτσέτες τοῦ μαγαζιοῦ του.
Εἶχε καί μία ἀδελφή, πού ὠνομαζόταν Κωνσταντινιά, ἀλλά ἀπέθανε νέα. Ἡ γιαγιά του Ἄννα, ἦτο καί αὐτή πολύ πιστή χριστιανή καί ἔθαψε τήν ἐγγόνα της σ᾿ ἕνα τόπο πολύ ὡραῖο καί ὑψηλό. Ἐκεῖ στόν τάφο της ἔκτισε καί ἐκκλησούλα, λέγοντας ὅτι, ἐάν ὁ ἀδελφός της Ἰωάννης γίνη ἱερεύς, θά λειτουργῆ στήν ἐκκλησούλα καί θά ἔχη δίπλα καί τήν ἀδελφή του.
Ἔτσι, ὅταν ὁ Ἰωάννης μεγάλωσε καί τελείωσε καί τό σχολεῖο, μετέβη στό φημισμένο λύκειο «Ἀβραάμ Γιάνκου» τῆς πόλεως Μπράντ, πού εἶναι ἕνα ἀπό τά πέντε κτιτορικά σχολεῖα τοῦ μεγάλου μητροπολίτου τοῦ Ἀρντεάλ Ἀνδρέα Σαγκούνα.
Τό ἔτος 1929 τελείωσε αὐτό τό Λύκειο ἄριστος μεταξύ τῶν ἀρίστων καί ἐπονομαζόμενος μεταξύ τῶν συμμαθητῶν τους ὡς «"ὁ ἅγιος» γιά τήν ἀποφασιστικότητα, σταθερότητα καί ἐπιμέλεια τῆς ζωῆς του. Τόσος ἦτο ὁ σεβασμός τῶν συμμαθητῶν του πρός τό πρόσωπό του, ὥστε μέ τήν εὐκαιρία κάποιας ἑορτῆς στήν πλατεῖα τῆς πόλεως, οἱ ἀριστοῦχοι ἐκείνου τοῦ ἔτους μέ ἐπικεφαλῆς τόν Ἰωάννη καί τόν διευθυντή τους, καθηγητή Κάνδιδο Τσιοκάν, ἐπιστρέφοντες στήν πύλη τοῦ Λυκείου τους ἐστεφάνωσαν τόν Ἰωάννη μέ ἕνα κλαδί ἐλιᾶς σάν δεῖγμα τῆς ἁγίας ζωῆς του καί τῆς ἐπιδόσεώς του στά μαθήματα. Ὅταν κάποτε ἕνας ἀπό τούς μαθητές ἑτοιμαζόταν νά πάρη ἕνα φυντάνι καί νά τό φυτεύση τιμῆς ἕνεκεν, ὁ διευθυντής τόν σταμάτησε καί τοῦ εἶπε: «Ὄχι, ἀλλά ὁ Ἰωάννης Μπόκα θά φυτεύση τό δενδρύλλιο».
Μ᾿ αὐτήν τήν προετοιμασία καί τίς λαμπρές σπουδές πού ἔκαμε, στήν συνέχεια γράφτηκε στήν θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Σιμπίου, πού λέγεται «Ἀνδρεϊάνα», πρός τιμήν τοῦ μητροπολίτου Ἀνδρέου.
Ἐκεῖ ὄχι μόνο σπούδασε τήν θεολογία, ἀλλά ἐπεδόθη καί μέ ἀσυνήθη ζῆλο στήν προσωπική πνευματική του ζωήἘπί πλέον ἀγάπησε καί τίς τέχνες. Ἔμαθε τήν ἐκκλησιαστική μουσική, νά παίζη λαοῦτο καί ἀσκήθηκε ἐπιμελῶς στήν ἁγιογραφία. Μέ τήν ἁγιογραφία ἀσχολεῖτο ἰδιωτικά σάν φοιτητής σ᾿ ἕνα δωματιάκι πλησίον τοῦ φαρμακείου τῆς Ἀκαδημίας. Ἐδῶ τόν ἀνεκάλυψε γιά τά προσόντα του ὁ διαπρεπής καθηγητής Νικόλαος Ποποβίτσι, μετέπειτα ἐπίσκοπος τῆς ἐπαρχίας Ὀράντεα, ὁ ὁποῖος τόν ἔστειλε μέ ὑποτροφία τῆς Μητροπόλεως Σιμπίου στή σχολή Καλῶν Τεχνῶν τοῦ Βουκουρεστίου.
Ἐκεῖ ἀκολούθησε καί μαθήματα ἰατρικῆς. Ἀλλ᾿ ὅμως δέν ἀπουσίαζε ποτέ ἀπό τά ἐνδιαφέροντα μαθήματα ὀρθοδόξου πνευματικότητος τοῦ π. Νικηφόρου Κραϊνίκ, μέ τόν ὁποῖον εἶχε συνδεθῆ πολύ. Ὁ μητροπολίτης Νικόλαος Μπάλαν τότε ἀσχολήθηκε μέ τήν ἵδρυσι καί λειτουργία, δίπλα στό μοναστήρι Σίμπαντα ντε Σιούς, ἑνός μοναχικοῦ σεμιναρίου, ὅπου ἐγένοντο δεκτοί, ἐκτός τῶν μοναχῶν, κατ᾿ ἐξαίρεσι καί μερικοί εὐσεβεῖς λαϊκοί νέοι.
Ὁ π. Ἀρσένιος μέ πρότασι τοῦ ἀνωτέρω Μητροπολίτου Νικολάου, ἐκάρη μοναχός στό μοναστήρι Σίμπαντα ντέ Σιούς τό 1939, ὅπου καί χειροτονήθηκε ἱερεύς ἀπό τόν ἴδιο.
Μετά ἀπό ἕνα χρόνο, ὁ Μητροπολίτης τόν ἔστειλε στήν Ἑλλάδα, στό Ἄγιον Ὄρος γιά νά τελειοποιήση τίς γνώσεις του γύρω ἀπό τήν μοναχική τάξι καί τήν ἐν πνεύματι ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Φθάνοντας ἐκεῖ καί μή γνωρίζοντας κανέναν-ἔλεγε ὁ ἴδιος-μπῆκε σ᾿ ἕνα δάσος καί προσευχόταν πολύ στόν Σωτῆρα Χριστόν νά τοῦ στείλη στόν δρόμο του ἕνα πνευματικό ὁδηγό, ἀλλά ὁ Κύριος ἀπό θεία οἰκονομία δέν τοῦ ἔστειλε. Γνωρίζοντας ὁ π. Ἀρσένιος ὅτι ὁ Κύριος ἔχει μία καλή Μητέρα, ἡ ὁποία προσεύχεται γιά ὅλο τόν κόσμο, τήν παρεκάλεσε μέ δάκρυα νά τοῦ ὑποδείξη ἕνα ἄνθρωπο-ὁδηγό γιά νά τόν διδάξη τά τῆς καλογερικῆς ζωῆς γιά τήν σωτηρία του, ὅπως μᾶς ἔλεγε ὁ ἴδιος. Καί πράγματι ἦλθε ἡ ἴδια ἡ Κυρία Θεοτόκος, τόν ἐπῆρε ἀπό τό χέρι, τόν ἀνέβασε σ᾿ ἕνα ὑψηλό βουνό, τό ὁποῖον ἦτο ἀνάμεσα σέ δύο μεγάλες χαράδρες, ὅπου ἦτο φοβερό νά βλέπη κανείς κάτω. Ἦτο τόσο ἀπόκρημνο καί κοφτερό, ὥστε δέν ἠμποροῦσε ἄνθρωπος νά περπατήση μέ γυμνά τά πόδια του. Ἡ Κυρία Θεοτόκος τόν ἀνέβασε στήν κορυφή τοῦ ὄρους ἐκείνου καί τόν ἄφησε στήν ποιμαντική φροντίδα ἑνός ἁγίου πού ζοῦσε ἐκεῖ σ᾿ αὐτόν τόν τόπο, πρίν ἀπό 100 χρόνια. Κατόπιν ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄφαντη. Ἡ Κυρία Θεοτόκος τόν ἐνίσχυσε νά μείνη νηστικός ἐπί 40 ἡμέρες καί στό διάστημα αὐτό διδάχθιηκε ἀπό τόν Ἅγιο ὅ,τι εἶχε ἀνάγκη γιά τήν μοναχική ζωή.
Μετά ἀπό τό διάστημα αὐτό τῶν 40 ἡμερῶν ἐπάνω στήν κορυφή ἐκείνη τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐπέστρεψε στήν Ρουμανία, στό μητροπολιτικό Κέντρο τοῦ Σιμπίου, ὅπου ἔμεινε περισσότερο ἀπό ἕνα χρόνο.
Στήν Ἀκαδημία αὐτή ὑπηρετοῦσε τότε ὡς διευθυντής καί ὁ καταγόμενος ἀπό ἐκείνη τήν ἐπαρχία π. Δημήτριος Στανιλοάε, μέ τόν ὁποῖον ὁ π. Ἀρσένιος κατά τρόπον οἰκεῖον καί φιλικόν συζητοῦσε γιά τήν γραμμή τοῦ Ἀθωνικοῦ Ἡσυχασμοῦ. Τοῦ ἔφερε πολλά φιλοκαλικά χειρόγραφα ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, τά ὁποῖα μελετοῦσε μέ λαχτάρα ὁ π. Δημήτριος Στανιλοάε, τά μετέφρασε καί τά ἐσχολίασε, πραγματοποιώντας μέ τήν βοήθεια τοῦ π. Ἀρσενίου τήν ἐκτύπωσι τῶν πρώτων τόμων τῆς Φιλοκαλίας, τῶν ὁποίων τό ἐξώφυλλο ἐφιλοτέχνησε ὁ π. Ἀρσένιος. Ὁσάκις ἱερεῖς τῶν γειτονικῶν ἐνοριῶν τῆς Μονῆς Σίμπαντα ντε΄Σιούς ἤρχοντο νά ἰδοῦν καί νά ἀκούσουν τόν π. Ἀρσένιο, ἐκεῖνος ἔπιανε αὐτή τήν εὐκαιρία καί τούς ὡμιλοῦσε γιά τήν φιλοκαλία καί τούς ἔδινε τά πρῶτα ἐκτυπωθέντα βιβλία. Αὐτοί οἱ ἱερεῖς ἦσαν καί οἱ πρῶτοι ἀναγνῶστες τῆς Φιλοκαλίας.
Στό μοναστήρι τοῦ μάρτυρος Κωνσταντίνου Μπρινκοβεάνου (Σίμπατα ντε Σιούς) φωτίσθηκε ἀπό τήν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί προικίσθηκε μέ τό χάρισμα τῆς προοράσεως. Καί μόνο πού θά σέ ἀντίκρυζε, αἰσθανόσουν ὅτι ἔμπαινε στά βάθη τῆς ψυχῆς σου σάν τό ἠλεκτρικό ρεῦμα. Σέ καθήλωνε καί σοῦ ἀπεκάλυπτε τούς λογισμούς σου, τίς ἁμαρτίες καί τά ἔργα πού εἶχες κάνει. Δηλαδή ἐγνώριζε ὅλη τήν ζωή σου καί σέ καλοῦσε μέ τό ὄνομά σου.
Στήν μονή αὐτή ἐργάσθηκε μέχρι τό 1948. Ὅλοι οἱ Πιστοί τόν ἀνεγνώριζαν σάν ἕνα ἐξαιρετικό κληρικό, στολισμένον μέ ἰδιαίτερα χαρίσματα ἀπό τόν Θεό.
Ὁ λόγος του ἦτο ἀποφασιστικός, ἡ ματιά του διεισδυτική, τό μάτι τῆς ψυχῆς του διορατικό καί εἶχε τέτοια φυσικά χαρίσματα, τά ὁποῖα ἔθεσε στήν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Στό μοναστήρι αὐτό ὁ π. Ἀρσένιος ἐχρημάτισε ἡγούμενος, ἀλλά δέν ἐπιθυμοῦσε νά ἔχη κάποιο ἐπίσημο ὄνομα. Ὁπωσδήποτε ἦτο μεγάλος πατήρ γιά ὅλα τά θαυμαστά ἔργα τά ὁποῖα ἠμποροῦσε μέ τήν θεία βοήθεια νά κάνη. Ξεπερνοῦσε τούς πάντες ἀπό πάσης ἀπόψεως καί στήν μόρφωσι καί στήν ἀντίληψι καί στίς δυνατότητες γνώσεως καί ἐρεύνης. Πραγματικά ἦτο ἕνας ἄνθρωπος χαρισματοῦχος καί ἀνώτερος ὅλων.
Στά βουνά τῆς μονῆς Σίμπαντα ντέ Σιούς, μέ τήν βοήθεια μερικῶν χριστιανῶν, ἐσκάλισε ὁ Πατήρ, ἕνα πέτρινο κελλί. Σέ ἕνα τόσο μεγάλο ὑψόμετρο 1700 μέτρων φυσικά δέν ὑπῆρχε νερό. Τότε ἐπῆρε ὁ π. Ἀρσένιος ἕνα τρυπάνι καί τρυπώντας τόν βράχο, ἐξῆλθε ἄφθονο καί γευστικό νερό, ὅπως βγῆκε μέ τήν προσευχή τοῦ προφήτου Μωϋσέως στήν ἔρημο. Αὐτό τό νερό τρέχει μέχρι σήμερα. Ἀκόμη καί κάτω στήν πεδιάδα, ὅπου εἶναι τό μοναστήρι, ἔδωσε ἐντολή ὁ Πατήρ καί ἔσκαψαν ἐργάτες. Ἐξῆλθε νερό μέ τίς προσευχές του, τό ὁποῖο πίνουν οἱ ἄνθρωποι καί δοξάζουν τόν Θεό. Πολλοί μέ τήν πίστι στόν Θεό, πίνοντας ἀπ᾿ αὐτό τό νερό, θεραπεύονται ἀπό διάφορες ἀρρώστειές τους. Αὐτό γίνεται μέχρι σήμερα. Ἐκεῖ δίπλα ἔκτισαν καί ἕνα μικρό ἐκκλησάκι, ὅπου πηγαίνουν οἱ Πιστοί γιά νά προσκυνήσουν καί νά προσευχηθοῦν.
Οἱ Πιστοί τακτοποιοῦσαν τά θέματα τῆς ζωῆς τους σύμφωνα μέ τήν γνώμη τοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος εἶχε τήν ἀπάντησι ἕτοιμη γιά τόν καθένα μέ τόν θεῖο φωτισμό.
Τώρα νά ἐξιστορήσουμε μερικά ἀπό τά θαυμαστά ἔργα του (θά ἠμποροῦσα νά τά ὀνομάσω θαύματα), διά τῶν ὁποίων ὁ Θεός ἀπεκάλυψε σέ πολλούς εὐλαβεῖς Χριστιανούς ὅτι ὁ π. Ἀρσένιος ἦτο προφήτης τῶν ἡμερῶν μας.
Ἀφ᾿ ὅτου χειροτονήθηκε ἱερεύς καί ἔλαβε καί τήν εὐλογία νά ἐξομολογῆ, συχνά στήν ἐξομολόγησι ἔλεγε στούς ἀνθρώπους πού ἤρχοντο τά ἀνεξομολόγητα ἁμαρτήματά τους (τά ὁποῖα αὐτοί τά ἔκρυβαν ἤ τά ξεχνοῦσαν) καί μόνο σέ μερικούς ἔδινε τήν εὐλογία νά κοινωνήσουν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Εἶχε τό χάρισμα ἀπό τόν Θεό ὁ π. Ἀρσένιος καί ἔβλεπε τήν ἐσωτερική κατάστασι τῶν ἀνθρώπων κι αὐτά πού εἶχαν κάνει στήν ζωή τους καί αὐτά πού θά τούς συμβοῦν.
Βλέποντας ὅμως ὁ Πατήρ ὅτι πολλοί ἀπ᾿ αὐτούς, πού ἐξωμολογοῦντο, δέν ἄλλαζαν τόν τρόπο τῆς ζωῆς τους, ἀλλά συνέχιζαν μέ τίς κακές ἐπιθυμίες τους καί τά ἁμαρτήματά τους καί γνωρίζοντας ὅτι θά εἶναι ἐγγυητής γιά τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους στήν Μέλλουσα Κρίσι, παρεκάλεσε τόν Θεό νά τοῦ ἀποκαλύψη γιά ποιά αἰτία οἱ ἄνθρωποι δέν ἀφήνουν τίς ἁμαρτίες τους.
Καί μία ἡμέρα, καθήμενος σ᾿ ἕνα κάθισμα στόν κῆπο τοῦ μοναστηριοῦ καί κυττάζοντας πρός τό βουνό, βλέπει ὅτι ἐμφανίσθηκε στήν κορυφή τοῦ βουνοῦ ἕνα μεγάλο σύννεφο, μαῦρο καί σκοτεινό καί μέσα σ᾿ αὐτό ἀκουγόταν φασαρία καί πολύς θόρυβος. Ἀντικρύζοντας μέ περισσότερη προσοχή, παρετήρησε ὅτι ξαφνικά τό σύννεφο χωρίσθηκε σέ δύο μέρη καί στό μέσον τοῦ συννέφου, φάνηκε ἡ κορυφή τοῦ βουνοῦ, ὅπου ὑπῆρχε βασιλικός θρόνος περικυκλωμένος ἀπό φωτιά καί ὁ σατανᾶς νά κάθεται ἐκεῖ ἔχοντας γύρω του πολλούς δαίμονες. Ἄκουσε τότε ὁ π. Ἀρσένιος τόν Ἑωσφόρο νά λέγη στούς δαίμονες:
-Ποιός ἀπό ἐσᾶς εἶναι ἐπιτήδειος νά εὕρη ἕνα πονηρό λογισμό, τόν ὁποῖον νά ψιθυρίσουμε στόν νοῦ τῶν ἀνθρώπων γιά νά τούς ἑλκύσουμε πρός τό μέρος μας κι ἔτσι νά κερδίσουμε πολλές ψυχές, νά κάνουμε μία βασιλεία μεγαλύτερη ἀπό ἐκείνη τοῦ Θεοῦ, διότι ὀλίγος καιρός ἀκόμη μᾶς ἔμεινε.
Τότε ἐμφανίζεται ἕνας διάβολος. Προσκύνησε τόν ἀρχηγό του μέχρι τοῦ ἐδάφους καί τοῦ εἶπε:
-Ἔξοχε τοῦ σκότους ἀρχηγέ, εὑρῆκα κατάλληλο νά ψιθυρίσω στούς ἀνθρώπους τόν λογισμό ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός.
Τότε ὁ ἀρχισατανᾶς τοῦ εἶπε: Δέν εἶναι πολύ καλή αὐτή ἡ πονηριά σου, διότι ἠμποροῦμε νά κερδίσουμε περισσότερους μέ ἄλλο τρόπο. Ἄς ἔλθη κάποιος ἄλλος.
Ἦλθε ὁ δεύτερος καί τοῦ εἶπε:
-Ἔξοχε τοῦ σκότους ἀρχηγέ, ἐγώ προτείνω, νά τούς ἀφήσουμε νά πιστεύουν στόν Θεό, ἀλλά νά τούς ψιθυρίσουμε ὅτι δέν ὑπάρχει, οὔτε παράδεισος οὔτε κόλασις καί ὅτι ἡ ζωή αὐτή ὑπάρχει μόνο μέχρι τοῦ τάφου.
Ὁ ἀρχισατανᾶς, μετά ἀπό ἀρκετή περίσκεψι τοῦ εἶπε:
Οὔτε μ᾿ αὐτή τήν πονηρή σκέψι θά ἠμπορέσουμε νά κερδίσουμε πάρα πολλούς, διότι ὁ Χριστός, ὅταν ἀνυψώθηκε στούς οὐρανούς, εἶπε στούς μαθητές Του: «Ἐν τῷ οἰκίᾳ τοῦ Πατρός μου μοναί πολλαί εἰσι...καί ἐάν πορευθῶ καί ἑτοιμάσω ὑμῖν τόπον, πάλιν ἔρχομαι καί παραλήψομαι ὑμᾶς πρός ἐμαυτόν...» (Ἰωάν.14,2-3). Ἀκόμη εἶναι ἀρκετά ριζωμένη αὐτή ἡ πίστις στό νοῦ τῶν ἀνθρώπων ὅτι ὑπάρχει Θεός καί Αὐτός θά τούς ἀνταμείψη κατά τά ἔργα τους. Λοιπόν, ἄς ἔλθη ἄλλος.
Ἔρχεται ὁ τρίτος καί λέγει, ἀφοῦ πρῶτα τόν προσκύνησε μέχρι τοῦ ἐδάφους:
- Ἔξοχε τοῦ σκότους ἀρχηγέ, ἐγώ προτείνω καλλίτερα νά ἐπαινοῦμε τούς ἀνθρώπους γιά τήν πίστι τους στόν Θεό, στήν ὕπαρξι τοῦ παραδείσου καί τῆς κολάσεως, στήν τελική Κρίσι, ἀλλά ταυτόχρονα, χωρίς διακοπές νά τούς ψιθυρίζουμε: «Μή βιάζεσθε νά μετανοήσετε. Ἀφῆστε αὐτό τό ἔργο στά γεράματά σας, διότι ὁ θάνατος θ᾿ ἀργήση. Τώρα νά χαίρεσθε τίς ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς, νά ἱκανοποιῆτε ὅλες τίς σαρκικές σας ἐπιθυμίες, διότι ἔχετε ἀρκετό χρόνο μπροστά σας»! Καί κάνοντας ἐμεῖς τά δελεαστικά μαγικά μας ἔργα, δέν θά καταλαβαίνουν αὐτοί πότε περνάει ὁ καιρός καί ἔρχεται τό τέλος τους. Ὁ θάνατος θά ἔρχεται ξαφνικά καί θά τούς εὑρίσκει ἀπροετοίμαστους καί τότε αὐτοί θά εἶναι γιά πάντα ἰδικοί μας.
Τότε ὁ ἀρχισατανᾶς ἐκούνησε τό κεφάλι του ἱκανοποιητικά. Ἐγρύλισε ἀπό μία διαβολική χαρά καί μέ μία βιαστική λαχτάρα τούς εἶπε:
-Πηγαίνετε καί κάνετε, ὅπως ἀκούσατε ἀπό τόν συνάδελφό σας!
Ἔτσι, μόνο τυπικά καί γιά τά μάτια τοῦ κόσμου ἐκπληρώνουν οἱ ἄνθρωποι τά χριστιανικά τους καθήκοντα, ἐφ᾿ ὅσον σέ κάθε στιγμή οἱ πονηροί δαίμονες τούς ψιθυρίζουν δελεαστικά γιά τίς ἀπολαύσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί οἱ ἄνθρωποι ὑπακούουν. Δέν ἀλλάζουν τήν τακτική τους καί συνεχίζουν νά ἱκανοποιοῦν τίς ἐπιθυμίες τους καί τίς ἁμαρτίες τους, περιφρονώντας τίς πατρικές συμβουλές καί τήν ἀληθινή μετάνοια, ἔστω καί στά γεράματά τους.
Μέ τό χάρισμα τῆς προοράσεως μέ τό ὁποῖον τόν ἐπροίκισε ὁ Θεός ἐπρόσεχε στά βάθη τῶν καρδιῶν τῶν ἀνθρώπων μέ μία μοναδική ἀκρίβεια σ᾿ αὐτούς πού ἤρχοντο νά τόν συμβουλευθοῦν.
Κάποια ἡμέρα ἦλθε σ᾿ αὐτόν μία κοπέλλα μέ τόν λογισμό νά τόν πειράξη, ἀλλά ὁ πατήρ τῆς εἶπε: «Ἐσύ, κορίτσι μου, βλέπε ὅτι σέ ζητεῖ ὁ Νυμφίος καί ἑτοιμάσου διότι εἶναι καθ᾿ ὁδόν καί ἔρχεται νά σέ πάρη». Καί μετά ἀπό μερικές ἡμέρες ἦλθε ὁ Νυμφίος (διά τοῦ θανάτου) καί τήν παρέλαβε.
Σέ δύο νέους πού ἤθελαν νά νυμφευθοῦν τούς εἶπε: Νά μή νυμφευθῆτε διότι εἶσθε ἀδέλφια. Καί πράγματι ἦσαν ἀδέλφια κατά σάρκα.
Ἄλλοτε, στό τέλος μιᾶς Θείας Λειτουργίας, πού λειτουργοῦσε σ᾿ ἕνα ἐκκλησάκι τοῦ δάσους, ἦλθαν δύο οἰκογένειες ἀπό τό γειτονικό ὁμώνυμο χωριό Σίμπατα ντέ Σιούς. Ἡ μία εἶχε ἕνα γυιό καί ἡ ἄλλη μία κόρη καί εἶπαν στόν π.Ἀρσένιο:
-Πάτερ, οἱ νέοι αὐτοί θέλουν νά νυμφευθοῦν.
Ἀντικρύζοντάς τους καί τούς δύο εἶπε στόν νέο ὁ Πατήρ:
-Παιδί μου, ψάξε νά εὕρης ἄλλη κοπέλλα, διότι πολύ ὁμοιάζεις μ᾿ αὐτή τήν κοπέλλα.
Ἐπιστρέφοντας ὁ Πατήρ στά γειτονικά ἐκεῖνα χωριά, εἶπε στούς γονεῖς τῶν δύο παιδιῶν:
-Ἐσεῖς δέν βλέπετε ὅτι ὁμοιάζουν πολύ σάν ἀδέλφια; Εἶναι μεγάλη ἁμαρτία νά νυμφευφθοῦν, ἐνῶ εἶναι ἀδέλφια.
Τότε ὁ νέος εἶπε πρός τόν π.Ἀρσένιο:
-Τήν ἁμαρτία αὐτή θά τήν πάρουμε ἐπάνω μας ἐμεῖς, πάτερ!
Τί συνέβη στήν συνέχεια; Ἐνυμφεύθηκαν καί τό πρῶτο παιδί τους γεννήθηκε εὔρωστο, τό δεύτερο καί τό τρίτο κωφάλαλα, τό ἄλλο, εἶχε ἐπιληψία καί μετά ἀπό ὀλίγο καιρό ἀπέθανε. Μετά ἀπό ὀλίγα χρόνια τό πρῶτο παιδί τους σκοτώθηκε σέ τροχαῖο ἀτύχημα πού συνέβη ἔξω ἀπό τό μοναστήρι Σίμπατα ντε Σιούς. Ἡ σύζυγος τοῦ νέου ἐκείνου, πού εἶπε ὅτι θά ἀψηφήση τήν ἁμαρτία, ἀρρώστησε καί πάντοτε ἐρωτοῦσε τόν ἑαυτό της: «Γιατί ὑποφέρω τόσο πολύ;» Ἦλθε στό μοναστήρι Σίμπατα ντέ Σιούς γιά νά ἐπιτελέση 40 Λειτουργίες καί νά ἀποκαλύψη ὁ Θεός ποιά εἶναι ἡ ἐνοχή της καί ἡ αἰτία αὐτῶν τῶν μεγάλων παιδεύσεων, πού έξέσπασαν ἐπάνω τους. Ὅταν συνεπληρώθησαν οἱ 20 Λειτουργίες σκέφθηκαν νά φέρουν καί τά ὑπόλοιπα χρήματα γιά νά κάνουν καί τίς ὑπόλοιπες. Βλέποντας ἡ πενθερά της ὅτι ἀνεχώρησε ἡ νύμφη της ἀπό τό μοναστήρι, βγῆκε μπροστά της νά τήν συναντήση. Ὅταν συναντήθηκαν, ἡ νύμφη τῆς εἶπε:
-Μαμά, γιατί ἦλθες μπροστά μου;
Ἡ πενθερά της, ἐλεγχομένη ἀπό τήν συνείδησί της τῆς εἶπε:
-Ἐσύ, Βιορίκα, ἔφυγες τώρα ἀπό τό μοναστήρι καί πᾶς νά φέρης χρήματα γιά τίς ὑπόλοιπες Λειτουργίες, λόγῳ τῶν πολλῶν συμφορῶν σου! Ἐγώ ὅμως δέν ἠμπορῶ ἄλλο νά ὑπομείνω καί ἦλθα νά σοῦ εἰπῶ, ὅτι ἐσύ καί ὁ ἄνδρας σου εἶσθε κατά σάρκα ἀδέλφια!
Τότε ἡ κοπέλλα ἄρχισε νά κλαίη καί τῆς εἶπε:
-Γιατί δέν μέ κατέστησες προσεκτική τότε καί δέν μοῦ εἶπες τήν ἀλήθεια; Βλέπεις, ὅτι ἐπαληθεύθηκαν τά λόγια τοῦ π. Ἀρσενίου;
Μιά ἄλλη φορά ἦλθε μία γυναῖκα καί εἶπε στόν Γέροντα ὅτι ἔχασε ἤ ὅτι τῆς ἔκλεψαν 20.000 λέϊ. Ἀλλά ὁ Πατήρ, πρίν τοῦ εἰπῆ ἐκείνη τό πρόβλημά της, τῆς τό ἀνεκοίνωσε ὁ ἴδιος ὅτι μέ τά χρήματα αὐτά ἔπρεπε νά πληρώση γιά νά γεννηθοῦν δύο παιδιά της, καί τά δύο κορίτσια, καί ὅτι ἀπό τότε καί στό ἑξῆς δέν θά ἔχη προκοπή τό σπίτι της, διότι οἱ ψυχές τῶν παιδιῶν αὐτῶν, τά ὁποῖα ἐσκότωσε μέ ἔκτρωσι, ζητοῦν τήν ἐκδίκησι ἀπό τούς γονεῖς τους.
Αὐτούς πού κλέπτουν χρήματα, τούς ἀπεκάλυπτε. Τίς γυναῖκες πού βάφονται τίς ἐμάλωνε σκληρά. Τούς καπνιστές τούς ἀπηγόρευε πάλι νά καπνίζουν. Τούς ἱερεῖς, πού ἐκάπνιζαν τούς ἐμάλωνε πολύ αὐστηρά καί τούς ἔλεγε:
-Ἐσεῖς εἶσθε οἱ χριστοφόροι πού κοινωνεῖτε τόν Χριστό καί Τόν ἔχετε πάντοτε μέσα σας; Καί πῶς βάζετε τσιγάρο στό στόμα σας, ἐνῶ πρό ὀλίγου μεταλάβατε τόν Χριστό; Φωτιά δίνετε στόν Χριστό, φωτιά θά σᾶς δώση καί θά σᾶς καύση καί Ἐκεῖνος!
Στόν καιρό τοῦ πολέμου ἤρχοντο νέοι, οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νά ἀναχωρήσουν γιά τό μέτωπο. Σέ μερικούς ἔδινε νά τοῦ φιλήσουν τό χέρι, πρίν ἀναχωρήσουν, ἐνῶ σέ ἄλλους δέν τούς τό ἔδινε. Σ᾿ αὐτούς πού δέν τούς τό ἔδινε, τόν ἐρωτοῦσαν:
-Πάτερ, γιατί σ᾿ ἐμᾶς δέν ἔδωσες τό χέρι νά τό ἀσπασθοῦμε; Καί ὁ Πατήρ τούς ἀπαντοῦσε:
-Μ᾿ ἐσᾶς θά συναντηθῶ πάλι, ἀλλά μέ τούς ἄλλους ὄχι.
Καί πράγματι, ὅσοι τοῦ ἠσπάζοντο τό χέρι, ἀπέθνησκον στόν πόλεμο.
Ἡ μητέρα τοῦ π. Ἀρσενίου, ἡ ὁποία δέν ἐγνώριζε τίποτε γι᾿ αὐτόν, ἀκούοντας ὅτι στό μοναστήρι Σίμπατα ντέ Σιούς εἶναι ἕνας πατήρ, ὁ ὁποῖος κατάγεται ἀπό τήν περιοχή Μπράντ τῆς Χουνεντοάρας, ἔλεγε: Σίγουρα αὐτός εἶναι τό παιδί μου καί ἐπῆρε τό τραῖνο νά τόν συναντήση. Ὁ Πατήρ μέ τό προορατικό χάρισμα πού εἶχε, τήν εἶδε νά ἔρχεται καί ἔστειλε ἕνα χριστιανό μέ τό κάρρο στόν σταθμό. Τοῦ εἶπε ἐν τῷ μεταξύ τί ὥρα φθάνει τό τραῖνο καί σέ ποιό τροχιόδρομο θά σταματήση. Ὅταν ἔφθασε τό τραῖνο, ἡ πόρτα τοῦ βαγονιοῦ μέ τό ὁποῖο ἐρχόταν ἡ μητέρα του, σταμάτησε ἀκριβῶς ἐκεῖ πού περίμενε ὁ καροτσιέρης. Κατεβαίνοντας ἡ μητέρα του, τόν ἐρώτησε πῶς ἠμπορεῖ νά πάη στό τάδε μοναστήρι καί ἐκεῖνος τῆς εἶπε: «Ἔλα μαζί μου, διότι γιά ἐσᾶς μ᾿ ἔστειλε ὁ Πατήρ»!
Τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔρχεται πολύς κόσμος καί ἕνα ἄγημα στρατοῦ στό μοναστήρι, πού ἑορτάζει. Ἐτέλεσαν τόν ὄρθρο μέσα στήν μικρή ἐκκλησία τῆς μονῆς καί ὁ Πατήρ εἶπε, ἐπειδή οἱ Χριστιανοί ἦσαν πολλοί, νά τελεσθῆ ἡ Θ. Λειτουργία ἔξω, σέ εἰδικό Βῆμα πού ὑπῆρχε γιά τόν σκοπό αὐτό. Ὅταν ὁ Πατήρ εὑρίσκεττο στήν ὡραία πύλη , ἕνας ψάλτης, πού στεκόταν δίπλα του, ἐξεπλάγη κάποια στιγμή καί τόν ἐφώναξε:
-Ἀλλοίμονό σου, Πάτερ!
-Ὁ Πατήρ τόν σταμάτησε λέγοντάς του:
-Τί εἶναι;
-Πάτερ, εἶσαι περικυκλωμένος ἀπό φωτιά.
Ἦτο τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν. Καί τοῦ εἶπε κατόπιν ὁ Πατήρ: «Κι ἐγώ αἰσθανόμουν ὅτι εὑρισκόμουν μέσα σέ φλόγες»!
Ὅταν κάποτε ἐδιάβασε τήν εὐχή τῆς μεταβολῆς τῶν Θείων Δώρων σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, ἦλθε ἕνα πουλάκι καί ἐμελώδησε τρεῖς φορές ἐπάνω στήν Ἅγία Τράπεζα καί κατόπιν ἐπέταξε ἔξω.
Ὅπως εἴπαμε ἐσπούδασε καί τήν ἁγιογραφία. Ἁγιογράφησε μία ἐκκλησία πάρα πολύ ὡραία στήν περιοχή Ντραγκανέσκου τοῦ Βουκουρεστίου, ὅπου πολύς κόσμος πηγαίνει ἐκεῖ νά προσκυνήση καί νά θαυμάση αὐτή τήν ἱερά τέχνη του.
Κάποιος Χριστιανός πού τόν ἐγνώριζε τότε καί πολύ τόν ἀγάπησε ἔγραψε τά ἐξῆς γιά τό πρόσωπό του: «Τό ἔτος 1959 ὁ π. Ἀρσένιος Μπόκα μεταφέρθηκε μέ κρατική ἐντολή δίπλα στό Βουκουρέστι, γιά νά ἁγιογραφήση τήν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ Ντραγκανέσκου. Στό χωριό αὐτό ἔμεινε ὁ Πατήρ 10 χρόνια, ὅπως καί στίς Μονές Σίμπαντα καί Πρισλόπ, ὅπου ἔμεινε ἀπό 10 χρόνια. Κατέβαιναν οἱ γυναῖκες ἀπό τά ὀρεινά τους σπίτια καί τοῦ ἔφερναν φαγητό. Οἱ ἄνδρες ἄφηναν τίς δουλειές τους καί ἤρχοντο νά τόν βοηθήσουν στήν ἁγιογράφησι καί ἀνακαίνισι τῆς ἐκκλησίας...
Ὁ Πατήρ εὑρίσκετο σέ συνεχῆ ἐπιτήρησι ἀπό τήν ἐθνική ἀσφάλεια. Ἀκόμη, κι ἄν τόν ἔβλεπαν νά μᾶς κάνη κάποιο νεῦμα μέ τήν ματιά του, ἐμεῖς ἐξέραμε ὅτι ἐκεῖνο τό βράδυ δέν θά ἦτο δυνατόν νά συναντηθοῦμε μαζί του μυστικά. Στό διαμέρισμα, πού τόν εἶχαν καί ἔμενε, σέ ἕνα οἰκοδομικό τετράγωνο τοῦ Βουκουρεστίου, ἐπηγαίναμε ἐκεῖ, ὁσάκις ἦτο δυνατόν. Καί ἐκεῖνος μᾶς ἐδίδασκε πῶς νά προσευχώμεθα, μᾶς ἔδινε αὐστηρές ἐντολές νά μήν ἀφήνουμε τίς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας, νά μή ξεχνᾶμε τά ἐκκλησιαστικά μας καθήκοντα καί ἔλεγε στόν καθένα μας τί ἔπρεπε νά κάνη...»
Ἤρχοντο ἐπίσης πολλοί φοιτητές τῆς θεολογικῆς σχολῆς, καί τόν ἐρωτοῦσαν:
-Πάτερ, ὁ κόσμος εἶναι πολύ ἀδύνατος στήν πίστι καί, ἐάν ἐμεῖς γίνουμε ἱερεῖς, θά μᾶς ζητοῦν ἐπιχειρήματα γιά τήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ. Πῶς ἐμεῖς ἠμποροῦμε νά τούς δίνουμε καλές καί σαφεῖς ἀποδείξεις;
Καί ὁ Πατήρ τούς ἀπαντοῦσε:
Οἱ καλλίτερες ἀποδείξεις γιά τήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ πρέπει νά εἶναι οἱ ζωές μας, ἔτσι ὅπως τό ἀπεδείκνυαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί μᾶς λέγει καί ὁ Ἀπόστολος Πέτρος: «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι» (Α΄Πέτρ.1,16) καί «ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ ἀναγαγών ὑμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου εἶναι ὑμῶν Θεός, καί ἔσεσθε ἅγιοι, ὅτι ἅγιος εἰμι ἐγώ Κύριος» (Λευϊτ.11,45).
Ὁ π. Ἀρσένιος ἐγνώριζε, μόνο ἀπό τήν ἐξωτερική τους μορφή, τήν ἐσωτερική κατάστασι τῶν ἀνθρώπων καί ποιοί σώζονται. Σ᾿ αὐτούς πού προσεύχονται ἀδιάκοπα καί ἔχουν νοῦ Χριστοῦ, ζωγραφιζόταν στήν μορφή τους ἡ μορφή τοῦ Χριστοῦ καί ὁ Πατήρ ἔβλεπε τόν Χριστό στά μάτια αὐτῶν τῶν πιστῶν Χριστιανῶν.
Μετά τό ἔτος 1948 ἀπό τό Σίμπαντα ντέ Σιούς ἀνεχώρησε γιά τό μοναστήρι Πρισλόπ κατ᾿ ἐντολήν τοῦ μητροπολίτου Μπάνατ κ. Νικολάου Μπάλαν. Τό μοναστήρι αὐτό εἶναι κτίσμα τοῦ ὁσίου Νικοδήμου ἀπό τήν Μονή Τισμάνα, ὁ ὁποῖος ἐχρημάτισε καί Πρωτεπιστάτης τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὄντας τότε μοναχός στήν Μονή Χιλιανδαρίου.
Στό μοναστήρι Πρισλόπ ἔμεινε ὁ π. Ἀρσένιος μέχρι τό 1959. Κατόπιν μέ τό διάταγμα περί ὑποχρεωτικῆς ἐξώσεως ὅλων τῶν μοναχῶν ἀπό τά μοναστήρια τους, συνελήφθη, καταδιώχθηκε, φυλακίσθηκε καί κατόπιν μεταφέρθηκε νά ἐργασθῆ στά οἰκοδομικά ἔργα γιά τήν κατασκευή καναλιοῦ στόν Δούναβι ποταμό. Μετά τόν διωγμό αὐτόν πού κράτησε περί τά τρία περίπου χρόνια, ὁ π. Ἀρσένιος ἀπελευθερώθηκε καί μέ ἐντολή τοῦ μητροπολίτου Νικολάου ἦλθε στό πρῶτο μοναστήρι του, τό Σίμπαντα ντε Σιούς. Μετ᾿ ὀλίγον ὁ Πατήρ παρεκάλεσε τόν Μητροπολίτη νά τόν ἀφήση νά ἐπιστρέψη στό Πρισλόπ, πρᾶγμα πού ἔγινε. Ἐκεῖ ὁ π. Ἀρσένιος ἦτο ἐφημέριος καί Πνευματικός στίς μοναχές. Τό ἀθεϊστικό καθεστώς, πού παρακολουθοῦσε τά πάντα, ἀνησύχησε γιά τίς δραστηριότητές του καί τόν διέταξε νά κλεισθῆ στό σπίτι του. Ἐπειδή ὅμως δέν εἶχε σπίτι, ἀνεχώρησε γιά τό Βουκουρέστι καί ἐργάσθηκε στό ἐργαστήριο ἁγιογραφίας τοῦ Πατριαρχείου σάν ἁγιογράφος.
Στό Βουκουρέστι ἔμεινε μέχρι τό 1989, ἔτος τῆς ὁσίας κοιμήσεώς του. Τρία χρόνια πρίν ἀπό τήν ὁσία κοίμησί του ὁ π. Ἀρσένιος εἶπε, ὅτι ἀπομένουν ἀκόμη τρία Πασχάλια καί πράγματι, μετά ἀπό τρία χρόνια ἐκοιμήθη. Ἐπροφήτευσε τήν πτῶσι τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος, τήν ἐξέγερσι τοῦ ρουμανικοῦ λαοῦ ἐναντίον τῶν ἀθέων καί ἕνα μῆνα πρίν τήν ἐξέγερσι, ἐκοιμήθη. Δηλαδή ἡ ἐπανάστασις ἔγινε τέλη Δεκεμβρίου τοῦ 1989 καί αὐτός ἐκοιμήθη στίς 29 Νοεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους σέ ἡλικία 79 ἐτῶν στήν μονή Σινάϊα. Ἐτάφη στήν μονή Πρισλόπ στίς 4 Δεκεμβρίου. Καί μετά τήν ὁσία κοίμησί του ἔμεινε στίς ψυχές καί στίς μνῆμες τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι μέχρι τώρα τόν μνημονεύουν καθημερινά σ᾿ ὅλες τίς ἱερές Λειτουργίες.
Δέν εἶχε ποτέ τήν πρόθεσι νά μονοπωλῆ τήν ποιμαντική διακονία του γιά τήν ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἀλλά ἀντιθέτως, χαιρόταν νά ἀκούη ὅτι ὁ ἕνας ἤ ὁ ἄλλος ἀπό τούς λειτουργούς τῆς Ἐκκλησίας διεκρίνοντο στήν διαποίμανσι τῶν ψυχῶν καί ζοῦσαν μέ πολύ ζῆλο τήν ἱερωσύνη τους.
Στό ἀνδρικό μοναστήρι Σίμπαντα καί κατόπιν στό γυναικεῖο Πρισλόπ, πολλές φορές ἐρωτοῦσε τά πλήθη τῶν Πιστῶν πού ἤρχοντο:
-Ἀπό ποῦ εἶσθε;
Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπαντοῦσαν καί ἐκεῖνος πάλι:
-Γιατί ἤλθατε ἐδῶ; Πηγαίνετε στόν π. Ν. ἤ στόν π. Μ. Εἶναι καλοί κληρικοί καί μάλιστα καλλίτεροι ἀπό μένα.
Πόσο μεγάλη ἦτο ἡ ταπείνωσις καί ἡ μετριοφροσύνη του!
Ἐτάφη μέ τήν συμμετοχή χιλιάδων λαοῦ καί δεκάδων Κληρικῶν στό μοναστήρι τῶν Καλογραιῶν του. Ἕνα θαυμαστό καί συνεχές σημεῖο πού συμβαίνει στόν τάφο του, ὁδηγεῖ χιλιάδες Χριστιανούς ἐκεῖ γιά νά προσευχηθοῦν καί νά λάβουν τήν θεραπεία καί τή λύσι στά προβλήματά τους. Ποιό εἶναι αὐτό τό σημεῖο; Ἐνῶ τόν χειμῶνα ἡ παγωνιά ἐκεῖ φθάνει στούς 20 βαθμούς ὑπό τό μηδέν, τά λουλούδια πού ἔχουν φυτρώσει στόν τάφο του οὐδέποτε μαραίνονται ἤ καίγονται ἀπό τήν παγωνιά! Χειμῶνα-καλοκαίρι ὁ τάφος του εἶναι πάντα ἀνθισμένος καί μυρωμένος ἀπό τά πολύχρωμα λουλούδια. Συνδιασμένες καί οἱ μυρωμένες προσευχές τῶν Πιστῶν συγκινοῦν τόν Πολυεύσπλαγχνο Θεό μας, ὁ Ὁποῖος ἐδόξασε τόν δοῦλο Του ἱερομόναχο Ἀρσένιο γιά νά γίνη καί μετά θάνατον ὁ τάφος του κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, ὄχι μέ ἕνα θεραπευμένο κατ᾿ ἔτος, ἀλλά κατά δεκάδες...
Ὁ π. Ἀρσένιος ἦτο ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἦτο καί θά παραμείνη ἕνα φῶς στόν οὐρανό τῆς ὀρθοδόξου ρουμανικῆς Ἐκκλησίας. Ἐγοήτευε τά πλήθη τῶν Πιστῶν, ὅλων τῶν ἡλικιῶν καί τῶν κοινωνικῶν τάξεων. Ἰδιαίτερα τόν ἀγάπησε ἡ σπουδάζουσα νεολαία, ἡ ὁποία ἐπιθυμοῦσε νά γευθῆ τά πνευματικά του βιώματα καί ἐνεργήματα τῆς θείας Χάριτος γιά τήν διατήρησι τῆς ἀνθρωπίνης ἀξιοπρέπειας καί γιά τόν ἀγῶνα ἐναντίον κάθε ἐμποδίου πού τούς ἔκλεινε τήν ὁδό γιά τήν βίωσι τῆς Ἀληθείας.
Πολλές διδαχές καί ἔργα θαυμαστά, πού ἔκαμε ὁ Πατήρ μέ τήν θεία Χάρι, ἀποκαλύπτονται καί θά ἀποκαλυφθοῦν στόν καιρό τους. Ἐμεῖς ἠμποροῦμε νά βεβαιώσουμε ὅτι ὁ Πατήρ ἦτο προορατικός καί θαυματουργός ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας, ὅτι βασανίσθηκε πολύ στίς φυλακές καί, ὅταν ἐξῆλθε, ἐργάσθηκε σάν ποιμήν ἀληθινός ὑπέρ σωτηρίας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἐδημιούργησε μεγάλο πνευματικό δεσμό μέ τά πλήθη τῶν Πιστῶν, οἱ ὁποῖοι δέν τόν ἐγκατέλειψαν καθόλου, διότι μέ τά ὑπερφυσικά δῶρα πού τοῦ εἶχε χαρίσει ὁ Θεός, ἐνίσχυε τούς Χριστιανούς στήν πίστι καί τούς ἐφώτιζε τήν ψυχή μέ τίς θεόσοφες συμβουλές του. Ὁ μακαριστός π. Δημήτριος Στανιλοάε μέ τόν ὁποῖον πολύ στενά συνδεόταν, ἔλεγε γι᾿ αὐτόν ὅτι: «ὁ π. Ἀρσένιος εἶναι ἕνα μοναδικό φαινόμενο στήν ἱστορία τοῦ ὀρθοδόξου ρουμανικοῦ μοναχισμοῦ».
Ἔγραψε ἕνα θαυμάσιο βιβλίο, στό ὁποῖο περιέχει τίς γνώσεις καί ἐμπειρίες του. Τό ἐπωνόμασε: «Ἡ ὁδός τῆς Βασιλείας». Τό ἔγραψε στήν ἡλικία τῶν 39 ἐτῶν.Ὅσο ζοῦσε δέν ἐδημοσίευσε οὔτε αὐτό, οὔτε κανένα ἄλλο βιβλίο του. Τώρα ὅμως δημοσιεύθηκαν καί θά εἶναι εὐχῆς ἔργο νά μεταφρασθῆ καί στήν γλῶσσα μας τό μνημειῶδες αὐτό ἔργο του «Ἡ ὁδός τῆς Βασιλείας». Ἀκόμη δέν δεχόταν νά φωτογραφηθῆ· γι᾿ αὐτό κι ἔχουμε λίγες φωτογραφίες του, κυρίως ἀπό τήν νεανική του ἡλικία.
Πολλά θαυμάσια ἐπετέλεσε, τά ὁποῖα συγκεντρώνονται, γράφονται καί δημοσιεύονται. Καί χορούς ἀγγέλων ἤκουσε καί μέ τόν νοῦ του στούς οὐρανούς ἀνέβηκε καί τά οὐράνια σκηνώματα ἐθεώρησε. Ἐνῶ τήν στιγμή τοῦ θανάτου του εἶπε: «Τώρα γνωρίζω ποῦ πηγαίνω...». Καί ἔτσι παρέδωσε τό πνεῦμα του στά χέρια τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ, τόν Ὁποῖον ἀγάπησε ἀπό τήν παιδική του ἡλικία.
Ὁ Καλός Θεός, γνωρίζουμε, ὅτι τόν κατέταξε μεταξύ τῶν Ἁγίων Του. Εἴθε νά τόν δοξάση καί ἐπί τῆς γῆς μέ τήν ἐπίσημη ἀνακήρυξί του σέ ἅγιο τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος τῆς Ὀρθοδόξου Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας.
Μέ τίς ἅγιες προσευχές τοῦ ἐκλεκτοῦ Σου δούλου π. Ἀρσενίου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον καί ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς. Ἀμήν.
Ἱεροδιάκονος Δομέτιος
Ἱερά Μονή Σίμπαντα ντε Σιούς
11ῃ Ἰουνίου 1990
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου