π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
Σύμφωνα με την ορθόδοξη πίστη η Εκκλησία δεν θεμελιώνεται πάνω σε γραπτά κείμενα, αλλά στην ομολογία πώς ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος, πώς δηλαδή στο πρόσωπο του Χριστού ενώθηκε ο Θεός με τον άνθρωπo «αδιαιρέτως, ατρέπτως, ασυγχύτως, αχωρίστως», και ο άνθρωπoς ήλθε σε πραγματική κοινωνία με τον Θεό, στο πρόσωπο τού Χριστού ενώθηκε υποστατικά, δηλαδή σε μία και μοναδική υπόσταση, ο Θεός και ο άνθρωπoς.
Ο Υιός και Λόγος τού Θεού συνεχίζει να είναι υποστατικά ενωμένος με το σώμα Του και σαν κεφαλή της Εκκλησίας είναι πάντοτε ενωμένος μαζί μας (Ματθ. ιη’ 20. κη’ 20). Την παρουσία τού Χριστού ενεργοποιεί το Άγιο Πνεύμα στη Ζωή της Εκκλησίας (Α’ Κορ. ιβ’ 3), γι’ αυτό και η Εκκλησία είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α’ Τιμ. γ’ 15. Πρβλ Α’ Κορ. β’ 7-11).
Στο σώμα τού Χριστού, «στους αγίους» παραδόθηκε η αγία μας πίστη «άπαξ», μία για πάντα, όποιος δεν ανήκει σ’ αυτό το σώμα, δεν μπορεί να ερμηνεύσει σωστά την αγία Γραφή (Β’ Θεσ. γ’ 6. Β’ Πέτ. γ’ 16. Ιούδα 3-4). Μ’ αυτή την έννοια ή ιερή παράδοση είναι ή εμπειρία της Εκκλησίας, η ιερή μνήμη της Εκκλησίας, πού διαφυλάσσεται σαν πολύτιμος θησαυρός (Β’ Τιμ. α’ 13-14).
Η αγία Γραφή δεν περιλαμβάνει την πληρότητα της θείας αποκάλυψης. Ήδη από την Παλαιά Διαθήκη υπογραμμίζεται η σημασία της προφορικής παράδοσης και η φροντίδα για τη μετάδοσή της από γενεά σε γενεά (Ψαλμ. μγ’ 2 / μδ’ 1. Ιωήλ α’ 3). Η Καινή Διαθήκη σημειώνει πώς δεν περιέχει την πληρότητα των λόγων και των έργων τού Χριστού (Ιω. κα’ 25).
Η ίδια η αγία Γραφή κάνει χρήση της παράδοσης (Αριθ. κα’ 14-15. Ματθ. β’ 23. Πράξ. κ’ 35. Β’ Τιμ. γ’ 8. Ιούδα 14). Ο Χριστός δεν παρακίνησε τούς μαθητές του να γράψουν βιβλία, αλλά να κηρύξουν, υποσχόμενος πώς θα βρίσκεται για πάντα μαζί τους (Ματθ. κη’ 20) και ότι θα τούς αποστείλει το Πνεύμα το Άγιο για να μείνει μαζί τους (Ίω.lδ’ 16), να τούς διδάξει και να τούς υπενθυμίσει το κήρυγμά Του (Ιω. ιδ’ 25-26) να τούς οδηγήσει «εις όλην την αλήθεια», αποκαλύπτοντας σ’ αυτούς το βαθύτερο νόημα των λόγων του Χριστού, όλα εκείνα πού με τις δικές τους δυνάμεις δεν μπορούσαν να «βαστάξουν» (Ιω. lστ’ 12-15).
Αλλά και οι απόστολοι δεν περιορίσθηκαν στα γραπτά κείμενα, μετέδωσαν στους πρώτους χριστιανούς πολύ περισσότερα από εκείνα πού κατέγραψαν «δια χάρτου και μελάνης» (Β’ Ιω. 12. Γ’ Ιω. 13-14. Α’ Κορ. ια’ 34). Μερικά από τα γραφόμενα αποδείχθηκαν ότι έχουν καιρική σημασία, γιατί δεν διατηρήθηκαν στην Εκκλησία: ο αριθμός των διακόνων (Πραξ. στ’ 3), το τάγμα των χηρών (Α’ Τιμ. ε’ 9), το κάλυμμα των γυναικών (Α’ Κορ. ια’ 5), το νίψιμο των ποδιών (Ιω. lγ’ 14).
Στο κέντρο της αγίας Γραφής είναι το πρόσωπο του Χριστού (Ίω. ε’ 38-39. Γαλ γ’ 24), χωρίς το Χριστό δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την αγία Γραφή (Β’ Κορ. γ΄ 14). Έτσι η ενότης στο σώμα του Χριστού, δηλαδή στην Εκκλησία, εξασφαλίζει την καθαρότητα της ευαγγελικής αλήθειας (Α’ Τιμ. γ’ 15).
Η αγία Γραφή δεν απευθύνεται σε διασκορπισμένα άτομα, αλλά σε πιστούς, πού είναι συγκροτημένοι σε ένα σώμα. Η ιερή παράδοση είναι η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία το σώμα ζει και κατανοεί ορθά την αλήθεια, είναι η διαρκής εμπειρία της Εκκλησίας, η συνείδησή της, όχι προσωπικές γνώμες, διδασκαλίες, εντάλματα ανθρώπων (πρβλ Ήσ. κθ’ 13. Ματθ. ιε’ 3.4.9. Μάρκ. ζ’ 8. Κολ β’ 8).
Με βάση το θησαυρό της ιερής μνήμης της Εκκλησίας, η μελέτη της αγίας Γραφής οδηγεί στην ενότητα, όχι στη διάσπαση της Εκκλησίας.
Μ’ αυτό τον τρόπο εκπληρώνεται η επιθυμία του Χριστού για ενότητα των πιστών (Ιω. Ιζ’ 20-21). Γι’ αυτό και οι απόστολοι συνιστούσαν τούς χριστιανούς να κρατούν τις παραδόσεις, δηλαδή τον θησαυρό πού τούς εμπιστεύθηκαν (Α’ Κορ. ια’ 2. Φιλιπ. δ’ 9), «είτε δια λόγου, είτε δι’ επιστολής» (Β’ Θεσ. β’ 15. πρβλ β’ Τιμ. α’ 13).
Οι ποιμένες της Εκκλησίας τοποθετήθηκαν στη θέση αυτή για να αγρυπνούν, να είναι δηλαδή Φύλακες (= επίσκοποι) της καθαρότητας της ζωής και της διδασκαλίας της Εκκλησίας (Πράξ. κ’ 28-31): «να αναζωπυρής το χάρισμα του Θεού, το οποίον είναι εν σοι διά της επιθέσεως των χειρών μου… Κράτει το υπόδειγμα των υγιαινόντων λόγων, τούς οποίους ήκουσας παρ’ εμού… την καλήν παρακαταθήκην φύλαξον διά του Πνεύματος του Αγίου του ενοικούντος εν ημίν». (Β’ Τιμ. α’ 6. 13. 14) «και όσα ήκουσας παρ’ εμού δια πολλών μαρτύρων, ταύτα παράδος εις πιστούς ανθρώπους, οι οποίοι θα είναι ικανοί να διδάξουν και άλλους» (Β’ Τιμ. β’ 2).
Με αλλά λόγια η αποστολική διαδοχή συμβαδίζει με την αποστολική διδαχή. Με αυτή την έννοια κατανοούμε τούς λόγους του αγίου Ιγνατίου (†110): «Διότι ο Ιησούς Χριστός, η αληθινή μας Ζωή, είναι η γνώμη του Πατρός, όπως επίσης και οι επίσκοποι οι οποίοι έχουν κατασταθεί εις τα πέρατα της γης είναι με την γνώμη του Ιησού Χριστού «εν Ιησού Χριστού γνώμη». Λοιπόν, πρέπει και σεις να παρακολουθείτε τη γνώμη του επισκόπου, πράγμα το οποίο και κάμνετε, διότι το άξιον του ονόματός του πρεσβυτέριό σας, το οποίον είναι και του Θεού άξιο, είναι συνηρμοσμένο με τον επίσκοπο, όπως οι χορδές εις την κιθάρα» (Ίγν., ΕΦεσ. ΠΙ, 2-IV,l).
Η διδασκαλία αυτή δεν είναι σημερινή, είναι πρωτοχριστιανική πεποίθηση: «Από τα δόγματα και τας αληθείας πού φυλάσσει η Εκκλησία, άλλα μεν τα έχομε πάρει από την γραπτήv διδασκαλίαν, άλλα δε πού μυστικώς έφθασαν μέχρις ημών τα έχομε κάμει δεκτά εκ της παραδόσεως των αποστόλων. Και τα δύο στοιχεία, και η γραπτή και η προφορική παράδοσις, έχουν την αυτήν σημασίαν δια την πίστιν. Και κανείς εξ όσων έχουν και μικράν γνώσιν των εκκλησιαστικών θεσμών δεν εγείρει αντίρρησιν επ’ αυτών. Διότι αν επιχειρούσαμε να εγκαταλείψωμεν όσα εκ των εθών είναι άγραφα, διότι δήθεν δεν έχουν μεγάλην σημασίαν, χωρίς να το καταλάβωμε θα εζημιώναμε το ευαγγέλιον εις την ουσίαν του ή μάλλον θα μεταφέραμε το κήρυγμα εις κενόν νοήματος όνομα» (Μ. Βασιλ., Περί Αγίου Πνεύμαιος, κζ’ 66).
Στην εποχή λοιπόν του Μεγάλου Βασιλείου, όποιος είχε ακόμη και, «μικράν γνώσιν των εκκλησιαστικών θεσμών», παραδεχόταν πώς η θεία αποκάλυψη διαφυλάχθηκε μυστικά στην Εκκλησία σε όλη της την πληρότητα. Για παράδειγμα ο Μ. Βασίλειος αναφέρει τη συνήθεια «οι ελπίζοντες εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» να φανερώνουν την πίστη τους «με το να κάνουν το σημείο του Σταυρού».
Εδώ λοιπόν έχουμε βασική διαφορά με τον προτεσταντικό κόσμο. Το αξίωμα «μόνη η Γραφή» αφήνει ακάλυπτη και αυτή την ίδια τη Γραφή, εκτεθειμένη στην «ερμηνευτική αυθεντία και στο αλάθητο του καθενός πάστορα.
Η αγία Γραφή δεν είναι δυνατόν να απολυτοποιηθεί, γιατί αυτό θα αντικαθιστούσε το Ζωντανό Χριστό με το γράμμα της Βίβλου, πού θεοποιείται ξεκομμένο από τη Ζωή τού σώματος του Χριστού, από τη ζωή των αγίων (Ιούδα 3). Η αγία Γραφή είναι «λόγος για τον Θεό πού πέρασε από την καρδιά των αγίων, είναι ο περί Θεού λόγος του Θεού» (Γ. Μεταλληνός), η αλήθεια πού παραδόθηκε «άπαξ» στους αγίους (Ιούδα 3) και μάλιστα όχι ολόκληρη Η αλήθεια, αλλά μέρος της. Δεν μπορεί να νοηθεί ξεκομμένη από την Εκκλησία (Α’ Τιμ. γ’ 15).
Η Εκκλησία, λέγει η κίνηση (ομιλεί για Προτεσταντικές ομάδες), αποτελείται από όσους στηρίζουν τη Ζωή τους στο γράμμα της Βίβλου. Ταυτόχρονα όμως υπογραμμίζει την απόλυτη αυτονομία της κάθε κοινότητας, ακόμη και σε θέματα πού αφορούν την πίστη και τη ζωή. Αυτό σημαίνει πώς ή κάθε κοινότητα, και ειδικότερα ο κάθε ποιμένας, αναγνωρίζει σαν ανωτάτη ερμηνευτική αυθεντία της Γραφής μόνο τον εαυτό του. Στο όνομα αυτού του «αλάθητου» μπορεί να χαρακτηρίζει τούς άλλους, πού διαφωνούν μαζί του, σαν «εκτός Εκκλησίας». Με αυτό τον τρόπο ερμηνεύεται το γεγονός ότι οι λεγόμενες «ελεύθερες εκκλησίες» διασπώνται συνεχώς, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται νέα σχίσματα. Η καθεμιά από τις σχισματικές ομάδες φρονεί πώς μόνο αυτή κατέχει την «πληρότητα της αλήθειας».
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΙΡΕΣΕΩΝ & ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ