«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Στό Συναξάριο τής 27ης Ιουνίου υπάρχει καί μία Διήγησις τοῦ Συνεσίου Επισκόπου Κυρήνης γιά κάποιον φίλο του καί φιλόσοφο, ονόματι Εύάγριο. Ή ιστορία αύτή έχει ώς εξής συνοπτικά:
Κατά τίς ήμέρες τοῦ Πατριάρχου Αλεξανδρείας Θεοφίλου (411) έγινε Επίσκοπος Κυρήνης ό Συνέσιος ό φιλόσοφος, ό όποιος ερχόμενος στήν έπαρχία του έφερε μαζί του καί τόν φιλόσοφο φίλο του Εύάγριο. Μέ κάθε τρόπο έπάσχιζε νά τόν φέρει στήν χριστιανική πίστι, άλλά ό Εύάγριος δέν έστεργε καθόλου, ούτε δεχόταν τούς λόγους του.
Κάποια ήμέρα λέγει ό Εύάγριος στόν Επίσκοπο:
Αλήθεια σοῦ λέγω, κύριε Επίσκοπε, ότι δέν μοῦ αρέσει κοντά στά άλλα πού διαφωνώ, νά λέγετε έσεΐς οί χριστιανοί ότι θά γίνη ή συντέλεια τοῦ κόσμου, ότι όλοι οί άνθρωποι θά άναστηθοΰν μέ τό ίδιο σώμα, τό όποιο μέλλει νά γίνη άφθαρτο καί άθάνατο καί ότι θά λάβουν τότε τήν άνταπόδοσι, κατά τά έργα τους. Επίσης δέν μοῦ άρέσει νά λέγετε ότι ό έλεών πτωχόν δανείζει στόν Θεό, καί όποιος σκορπίζει τά χρήματά του στούς πτωχούς τά θησαυρίζει στούς ούρανούς καί στήν κοινή άνά στασι θέλει νά λάβη αύτά έκατονταπλάσια καί αιώνιο ζωή. Όλα αύτά μοΰ φαίνονται παραμύθια, πλάνη καί εμπαιγμός.
Ό μακάριος Συνέσιος τόν έβεβαίωσε ότι όλα αύτά είναι άληθινά καί σέ λίγο καιρό τόν κατέπεισε καί βαπτίσθηκε μαζί μέ όλους τούς οικείους του. Άφοῦ λοιπόν βαπτίσθηκε ό Εύάγριος, παρέδωσε στόν Επίσκοπο τριακόσιες λίτρες χρυσού γιά νά τίς διαμοιράση στούς πτωχούς, λέγοντας:
Πάρε αύτά καί μοίρασέ τα στούς πτωχούς καί γράψε μου ένα ιδιόχειρο χρεωστικό γράμμα σου, ότι θά μοῦ τά άνταποδώση αύτά ό Ίησοΰς Χριστός.
Ό Συνέσιος δέχθηκε τό χρυσάφι, έγραψε πρόθυμα τό γράμμα πού ζητούσε ό Εύάγριος καί τοΰ τό έδωσε. Μετά άπό αρκετό χρόνο άσθένησε ό Εύάγριος και φθάνοντας στό τέλος τοΰ βίου του, έδωσε τό γράμμα στά παιδιά του νά τό βάλουν στά χέρια του, όταν πεθάνη καί έτσι μέ τό γράμμα νά τόν θάψουν, χωρίς γι' αύτό νά ξέρη κανείς τίποτε.
Μετά τρεις ήμέρες άπό τόν θάνατο του, παρουσιάσθηκε ό Εύάγριος τήν νύκτα στόν Επίσκοπο καί τοΰ λέγει:
"Ανοιξε τόν τάφο μου καί πάρε τό ιδιόχειρο γράμμα σου, διότι άπόλαυσα τό χρέος μου καί δέν τό ζητώ πλέον άπό εσένα καί ιδού πρός πληροφορία σου τό υπέγραψα μέ τό ίδιο μου τό χέρι.
Ό Επίσκοπος δέν ήξερε ότι μαζί μέ τόν νεκρό έντα φιάσθηκε καί τό γράμμα του. Τό πρωΐ λοιπόν έκάλεσε τά παιδιά τοΰ Εύαγρίου καί τά ερώτησε, έάν έβαλαν στόν τάφο τοΰ πατέρα τους κάτι άλλο, εκτός άπό τά άνα γκαία ροΰχα του. Εκείνα είπαν:
Ναι, Δέσποτα, όταν ό πατέρας μας έπρόκειτο νά πεθάνη, μάς έδωσε ένα χαρτί παραγγέλοντας, όταν πεθάνη, νά τό βάλουμε στά χέρια του, χωρίς νά τό φανερώσουμε σέ κανέναν. Τότε ό Συνέσιος έφανέρωσε τό όραμα πού είδε εκείνη τήν νύκτα.
Παίρνοντας λοιπόν τά παιδιά τοΰ Εύαγρίου, πολλούς κληρικούς καί χριστιανούς έπήγαν καί άνοιξαν τόν τάφο καί εύρήκαν τόν νεκρό νά κρατά στά χέρια του τό γράμμα τοΰ Επισκόπου. Τό άνοιξαν καί, ώ τοΰ θαύματος, εύρήκαν καί άλλα γράμματα γραμμένα άπό τόν Εύά γριο καί μέ τήν ύπογραφή του τά όποια έλεγαν: «Έγώ ό Εύάγριος ό φιλόσοφος, λέγω σέ εσένα τόν όσιώτατο Έ πίσκοπο κύριο Συνέσιο νά χαίρης. Άπήλαυσα άπό τόν Κύριο ήμών Ιησού Χριστό τό χρέος, τό όποιο είναι γραμμένο σ' αύτό τό χαρτί σου καί άπήλαυσα έκατοντα πλασίονα θησαυρό στόν ούρανό καί ζωή αιώνιο, όπως μοΰ υποσχέθηκες. Γι' αύτό τώρα δοξάζω τόν Θεό καί ευχαριστώ τήν Όσιότητά σου διότι μέ ώδήγησες στό φώς».
Τότε, όσοι παρευρίσκοντο στόν τάφο, άκουσαν αύτά καί είδαν τά γράμματα νά είναι φρεσκογραμμένα, έμειναν έκστατικοί καί έπί πολλή ώρα έψαλαν τό «Κύριε έλέησον».
Ἀπό π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου