ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Δευτέρα 9 Μαΐου 2022

ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΜΕ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ

Ὑπό Γέροντος Κλεόπα Ἠλίε

Σπουδαστής: Μερικοί χριστιανοί ἀπορον, γιατί ἐμεῖς προσκυνοῦμε τίς γιες εἰκόνες;

Ἱερεύς: Ή Ἁγία Γραφή ἀπαγορεύει τήν προσκύνησι τῶν γλυπτῶν μορφῶν καί τῶν ἄλλων παρομοίων θεοτή­των ('Έξοδ. 20,4" Λευίτ. 26,1' Δευτ. 5,8 καί Πράξ. 7,9). Αὐτή ἡ ἀπαγόρευσις ἀφορᾶ στήν προσκύνησι τῶν εἰδώλων. Δέν ἀπαγορεύει ὅμως ὁ νόμος τήν τιμή μερικῶν σημείων καί παραστάσεων τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων, διότι αὐτή ἡ τιμή δέν ἀναφέρεται στήν λη ἀπό τήν ὁποία κα­τασκευάσθηκαν, ἀλλά ή σκέψις μας μέσῳ τοῦ ἁγίου προ­σώπου πού εἰκονίζεται ἀνεβαίνει στόν Θεό. Εἴδαμε τήν τιμή πού ἀπέδωσαν μερικοί στήν ζώνη καί τό προσόψιο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Στήν Παλαιά Διαθήκη μαθαί­νουμε γιά τά δύο γλυπτά Χερουβείμ πού εἶχαν τοποθετηθῆ πάνω ἀπό τήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης στούς τάπητες τού ἱερο ἐκεῖνου τόπου (Έξοδ. 25, 18-22 καί 26,32). νώπιον αὐτῶν έθυμιάτιζαν καί ἔκαναν μετάνοιες ("Εξοδ. 40,25). πως βοηθούμεθα ἀπό τόν λόγο νά ὑψωθοῦμε περάνω τοῦ λόγου, ἔτσι ἀκριβῶς ὠφελούμεθα καί ἀπό τίς εἰκόνες, διότι ὑψωνόμεθα πάνω ἀπό τίς εἰκόνες. Καί, ὅπως ὁ Θεός θέλει ἡ ἀκοή μας νά ἁγιάζεται μέ τά πνευμα­τικά λόγια, ἔτσι θέλει καί ἡ ρασίς μας νά ἁγιάζεται μέ τίς γιες εἰκόνες, ὥστε νά εἰσέρχονται στήν ψυχή καθα­ροί λογισμοί μ' αὐτές τίς δύο ἀνώτερες αισθήσεις.

Σπουδαστής: Μερικοί λέγουν ὅτι δέν πρέπει νά προ­σκυνοῦμε τίς εἰκόνες, διότι ὁ Θεός εἶναι έξ ὁλοκλήρου διαφορετικός ἀπό τίς εἰκόνες ὁποιάσδήποτε τιμῆς ἄξια κι ν ἦταν τά ὑλικά ἀπό τά ὁποῖα κατασκευάσθηκαν ἤ τά καλλιτεχνικά μέ τά ὁποῖα διακοσμήθηκαν. ἀπόστο­λος τοῦ Κυρίου λέγει σαφέστατα: «Γένος ον ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ φείλομεν νομίζειν χρυσώ ργύρω ή λίθω, χαράγματι τέχνης καί ένθυμήσεως ἀνθρώπου, τό θειον εἶναι ὅμοιο ν» (Πράξ. 17,29).

Ἱερεύς: δῶ ὁ ἀπόστολος δέν ἀπαγορεύει τήν προ­σκύνησι τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἀλλά τήν εσφαλμένη ἀντίληψι τῶν εἰδωλολατρῶν, οἱ ὁποῖοι ἐταύτιζαν τόν Θεό μέ τήν χαραγμένη καλλιτεχνικά μορφή τῶν εἰδώλων, αὐτά πού ἐπίστευαν ὡς Θεούς ο θηναοι θνικοί. Θέλει νά δείξη στούς διδασκάλους τῶν Αθηναίων, ὅταν μίλησε στόν ρειο Πάγο, ὅτι, ἐάν ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, πρᾶγμα πού καί οί ἴδιοι τό ἐπίστευαν, εἴμεθα γένος τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἔχουμε ϋλο ψυχή, ἡ ὁποία  εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ σ' ἐμᾶς, ἀπό ἐδῶ μποροῦμε νά συμπεράνουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι καί Αὐτός ϋλος, ὅπως καί ἡ ψυχή μας, τήν ὁποία ἐλάβαμε π' Αὐτόν καί συγγενεύουμε μαζί Του. Θεός δέν μπορεῖ νά θεωρηθῆ ταὐτόσημος μέ τήν ὕλη μερικῶν γλυπτῶν θεοτήτων, πού ὑπῆρχαν στούς εἰδωλολατρικούς ναούς τῶν θηνν. Εἶναι ἑτερογενής μπροστά σέ ὁποιαδήποτε ὕλη καί εἶναι παράλογο νά Τόν ταυτίσουμε μέ ἕνα οποιοδήποτε ἄγαλμα, ὁποιασδήποτε ἀξίας καί νά ἦταν τό ὑλικό τῆς κατασκευῆς του ἤ ὁ γλύπτης πού τό κατεσκεύασε.

Στήν Ὀρθοδοξία πιστεύουμε στήν ἑξῆς ἀλήθεια: ­χουμε γιασμένες εἰκόνες ἀπό χρυσό, ἄργυρο κλπ. πού κατασκευάσθηκαν μέ ἐπιδεξιότητα καί ταλέντο, ἀλλά ποτέ δεν λέγομεν ὅτι ὁ Θεός εἶναι ταὐτόσημος καί τῆς ἰδίας κατηγορίας μέ τόν ἄργυρο τῆς εἰκόνος πού καλύπτει τήν μορφή Του. Διδάσκουμε ὅτι ὑπάρχει ἕνας μόνο Θεός, ἐνῶ οἱ ἱερές εἰκόνες ἔχουν μία τελείως διαφορετική σημα­σία ἀπό ἐκείνη τῆς ταυτίσεως μέ τόν Θεό ἤ τόν γιο τοῦ ὁποίου τήν μορφή πεικονίζουν. άν ὁ ἄνθρωπος εἶναι πολύ ανώτερος καί ἄλλης φύσεως ἀπό ὅλα τά γάλματα καί τίς εἰκόνες πού παρουσιάζουν τήν μορφή του, ἄλλο τόσο καί ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά εἶναι τῆς ἰδίας φύσεως μέ τίς εἰκόνες τῆς μορφῆς Του.

Σπουδαστής: Οί εἰκόνες καί τά εἴδωλα εἶναι ἁπλά λικά άντικείμενα. Ὁ Θεός ὅμως ἐτιμώρησε αὐτούς πού ἔχουν τήν ελπίδα τους σ' αὐτά, διότι λέγει ὁ ψαλμός: «Τά εἴδωλα τῶν ἐθνῶν άργύριον καί χρυσίον, ἔργα χειρν ἀνθρώπων. Στόμα ἔχουσι καί ού λαλήσουσιν, οφθαλμούς έχουσι καί οὐκ ψονται, ώτα ἔχουσι καί οὐκ ένωτισθήσονται, ούδέ γάρ έστι Πνεῦμα ἐν τῶ στόματι αὐτῶν. "Ομοιοι αὐτοίς γένοιντο οί ποιοντες αὐτά καί πάντες οί πεποιθότες έπ' αὐτοίς» (Ψαλμ. 134, 15-18 καί 113, 12-16).

Ἱερεύς: Τό χωρίο αὐτό ἀναφέρεται μόνο στά εἴδωλα. άν τά δύο Χερουβείμ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού εἶχαν τοποθετηθῆ στό καταπέτασμα, ορίστηκαν ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό, δέν εἶναι δυνατόν οἱ ἱερές εἰκόνες νά ἀπαγορεύτηκαν άπ' Αὐτόν. Καί, ἐάν αὐτοί πού έτίμησαν καί έπρο- σκύνησαν τίς μορφές τῶν Χερουβείμ στήν Παλαιά Διαθήκη - σέ περίοδο δηλαδή πού ή εἰδωλολατρία ἀπαγορευόταν αστηρά ἀπό τόν Θεό - δέν τιμωρήθηκαν, ἔτσι καί αὐτοί πού προσκυνούν τίς εἰκόνες δέν πρόκειται νά τιμω­ρηθοῦν. Εἶναι βέβαια ἀλήθεια, ὅτι τά εἴδωλα εἶναι νίκανα, ἐνῶ ο εἰκόνες συχνά ἀποδεικνύονται καί θαυματουρ­γικές, προκαλώντας μερικές φορές έκπληξι σ' ὁλόκληρο τόν κόσμο. Καί αὐτά τά θαύματα εἶναι πολύ ενδεικτικά τῆς στάσεως πού πρέπει νά ἔχουμε άπέναντι στίς ἱερές εἰκόνες.

Σπουδαστής: κουσα μερικούς νά λέγουν ὅτι ἡ προσκύνησις τοῦ Θεοῦ διά μιας εἰκόνος Του καί ἰδιαίτερα ἡ τιμή πού ἀποδίδεται στίς εἰκόνες Του ἴσως νά εἶναι εἰδωλολατρικό ἔθιμο, διότι μόνο οί εδωλολάτραι έφτιαξαν ο­μοιώματα τοῦ Θεοῦ μέ διάφορα υλικά καί τά προσκυνοῦσαν, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά τούς εδωλολάτρας: «λλαξαν τήν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτο νθρώπου καί πετεινν καί τετραπόδων καί ἑρπετῶν» (Ρωμ. 1,23). Ἑπομένως εἶναι παράλογο νά ἐπιστρέφουμε στά εἴδωλα ἤ σέ μία παρό­μοια εἰδωλολατρεία.

Ἱερεύς: δῶ γίνεται λόγος περί τῶν εἰδώλων καί τῆς πλάνης τῶν εἰδωλολατρῶν ἐν σχέσει πρός τήν πίστι τοῦ Θεοῦ καί ὄχι πρός τίς ἱερές εἰκόνες τῶν χριστιανῶν, οἱ ὁποῖες εἶναι ἐντελῶς κάτι ἄλλο. Οὐδέποτε οί χριστιανοί φαντάσθηκαν τόν εικονιζόμενο στίς εἰκόνες Θεό ὡς κάτι τό φθαρτό ή τετράποδο ζώο ή πτηνό, ἀλλά ἀντιθέτως Τόν έζωγράφισαν, ὅπως ἀποκαλύφθηκε ὁ "ἴδιος στούς ἀνθρώπους. "Ετσι λοιπόν, οί χριστιανοί ἐδημιύὐργησαν μία καθαρά καί ἀκριβή ιδέα γιά τόν σαρκωθέντα Θεό. Γι' αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο οἱ εἰκόνες ἦταν πάντοτε τό πλέον κατάλληλο μέσον βαθειάς εὐλαβείας καί «τά βιβλία τῶν άγραμμάτων», κατά τήν γνώμη τῶν Πατέρων.

Σπουδαστής: Θεός δέν γίνεται ὁρατός ἀπό τούς ἀνθρώπους καί γι' αὐτό κανείς δέν γνωρίζει Πῶς εἶναι καί δέν μπορεῖ νά ζωγραφίση τήν μορφή Του σέ εἰκόνα ἤ νά φτιάξη τό ἀληθινό ὁμοίωμα τοῦ Προσώπου Του. ἴδιος εἶπε: «Ο μή γάρ ίδη ἄνθρωπος τό πρόσωπον μου καί ζήσεται» (Έξοδ. 33,20). Τό ἴδιο λέγει καί ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «Θεόν οδείς ἑώρακε πώποτε» (Ίωάν. 1,18). Παρόμοια λέγει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φς οικών απρόσιτο ν, ὁν εἶδεν ούδείς ἀνθρώπων ούδέ ίδεν δύναται" τιμή καί κράτος αἰώνιον" ἀμήν» (Α' Τιμ. 6,16).

Ἱερεύς: Εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν μπορεῖ νά ἴδη κανείς τόν Θεό κατά τήν οὐσία Του, δηλαδή, ἔτσι ὅπως εἶναι, διότι εἶναι Πνεῦμα (Ίωάν. 4,24), ἀόρατος στά αἰσθητά μά­τια τοῦ ἀνθρώπου καί πειρος. "Οχι μόνο μάτι νθρώπου, ἀλλά οὔτε ὁ νος καί ἡ σκέψις του δέν μποροῦν νά Τόν χωρέσουν. Τά ρια τῆς ὑπάρξεώς Του κτείνονται στό ἄπειρο. τσι, δέν ἀπορομε ἐπειδή εἶναι τελείως δύνατο νά Τόν δομε στήν μορφή πού εἶναι. Ο ρχιερες τῶν Ἑβραίων στήν Παλαιά Διαθήκη μπαιναν στά για τῶν γίων μία φορά τόν χρόνο. Σύμφωνα μέ τήν παρά­δοσι τους, θυμιάτιζαν πολύ, διότι φοβοντο μήπως ἰδούν τόν Θεό καί ἀποθάνουν (Έξοδ. 30,10 καί Λευϊτ. 16,2 καί 12-13). Οί τρεῖς Ἀπόστολοι ἔπεσαν κάτω στό ἔδαφος, ὅταν ὁ Ἰησοῦς έφανέρωσε στό ρος Θαβώρ τήν θεϊκή λαμπρότητα τοῦ σώματος Του (Ματθ. 13,6). Οί φύ­λακες τοῦ τάφου τοῦ Κυρίου «έγένοντο ὡσεί νεκροί», ὅταν εἶδαν νά κατεβαίνη ἐπάνω στό μνήμα ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου (Ματθ. 28,4). ἀπόστολος Παῦλος ἔπεσε τυ­φλός στήν γῆ, ὅταν τοῦ φανερώθηκε ὁ Χριστός στόν δρό­μο του πρός τή Δαμασκό (Πράξ. 9, 3-8). "Ετσι λοιπόν, ή θέα τοῦ Θεοῦ θά παραμείνη γιά τούς θνητούς καί πεπερα­σμένους ἀνθρώπους ἀδύνατος.

πίσης ή Παλαιά Διαθήκη καί ἡ ἱστορία ἀκόμη μᾶς ἀναφέρουν ὅτι ὑπῆρξαν ἐμφανίσεις τοῦ Θεοῦ Πατρός, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ τοῦ Θείου Πνεύματος. Μήπως ὅμως άντιφάσκουμε μέ τά ἀνωτέρω; "Οχι, καθόλου. άν στούς ἀνθρώπους εἶναι ἀδύνατο νά βλέπουν τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὅμως δυνατόν νά ἰδοῦν τόν Θεό μέ τά αἰσθητά τους μάτια ἤ τόν νοῦ τους σέ μορφές ή σχῆματα πού θά θελήση νά ἐμφανισθῆ ὁ Θεός σ' αὐτούς. Αὐτό γίνεται οἰκονομικς γιά νά μή πεθάνη ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν θέα τοῦ Θεοῦ. τσι, ὁ Ἀβραάμ εἶδε τόν Τριαδικό Θεό μέ τήν μορφή τριν δοιπόρων παρά τήν δρν τοῦ Μαμβρή (Γέν. 18, 1-3). Ἰακώβ πού Τόν εἶδε, εἶπε: «Εδον γάρ τόν Θεόν πρόσωπον πρός πρόσωπον, καί ἐσώθη μου ἡ ψυχή» (Γεν. 32,30). Τόν εἶδε ὁ Μωϋσῆς μέ ἀνθρώπινη ἐπίσης μορφή συνομιλώντας μαζί Του «ἐνώπιος νωπίω, ὡς ε τις λαλήσει πρός τόν ἑαυτοῦ φίλον» ("Εξοδ. 33,11). ἴδιος Τόν εἶδε στό ὄρος Χωρήβ: «Έν πυρί φλογός έκ τοῦ βάτου καί ὁρ ὅτι ὁ βάτος καίεται πυρί, ὁ δέ βάτος ο κατεκαίετο» ('Έξοδ. 3, 2-4). Προφήτης Ἡσαΐας εἶπε ὅτι Τόν εἶδε ὡς ἑξῆς: «'Ω τάλας ἐγώ, ὅτι κατανένυγμαι, ὅτι ἄνθρωπος ν καί ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος ἐγώ οκ καί τόν βασιλέα Κύριον Σαββαώθ εδον τοις ὀφθαλμος μου» (Ήσ. 6,5). Προ­φήτης Δανιήλ Τόν εἶδε μέ τήν μορφή γέροντος ἀνθρώπου καθήμενον ἐπάνω σέ ἕνα θρόνο θαυμαστό (Δαν. 7, 9-10). Προφήτης Ἀμώς μᾶς λέγει τά ἑξῆς: «Εἶδον τόν Κύ­ριον φεστώτα ἐπί τοῦ θυσιαστηρίου» (9,1). ἴδιος ὁ Θεός εἰδοποίησε τόν Ἀαρών καί τήν ἀδελφή του Μαριάμ ὅτι θά φανερωθῆ σέ μερικούς μέ ὁρατή μορφή: «Καί εἶπε πρός αὐτούς: ἀκούσατε τῶν λόγων μου,  ἐάν γένηται προ­φήτης ὑμῶν Κυρίω, έν ὁράματι αὐτῶ γνωσθήσομαι καί ν ὕπνῳ λαλήσω αὐτ οὐχ οὕτως ὁ θεράπων μου Μωϋσῆς... στόμα κατά στόμα λαλήσω αὐτῶ, ν εἴδει καί ού δι' αἰνιγμάτων, καί τήν δόξαν Κυρίου εἶδε...» (Ἀριθμ. 12, 6-8).

Τόν Υἱό Θεό εἶδε μέ ὑπερένδοξο καί ἀνθρώπινη μορφή ὁ Προφήτης Δανιήλ (Δαν. 7, 13-15), ὁ διάκονος Στέφανος (Πράξ. 7, 55-56), ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν δρόμο του πρός τή Δαμασκό (Πράξ. 9, 3-5) καί ὁ Θεῖος Εὐαγγελιστής Ἰωάννης (ἀποκ. 1,8, 12-13,20) κλπ. Τό ἅγιον Πνεῦμα - Θεόν εἶδε ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής στήν Βάπτισι τοῦ Κυρίου μέ τήν μορφή περιστερς (Ματθ. 3,16 καί Λουκ. 3,21-22), οἱ Ἀπόστολοι τήν ἡμέρα τῆς Πεντη­κοστῆς μέ τήν μορφή πυρίνων γλωσσῶν (Πράξ. 2, 1-4).

Σπουδαστής: άν οἱ εἰκόνες εἶναι εὐἄρεστες στόν Θεό καί ἔχουν θεία δύναμι, γιατί ὁ Θεός δέν τιμωρεῖ αὐτούς πού τίς βλασφημοῦν, τίς βεβηλώνουν καί τίς κατα­στρέφουν;

Ἱερεύς: Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ εἰκόνα ἔχει ὡς πεικόνισμα τήν ἀνθρώπινη μορφἡ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ὡς ἄνθρωπος ἦλθε ἐν μέσῳ τῶν ἀνθρώπων μέ τούς ὁποίους καί συνἔζησε. ὁ Θεός δέν τιμωρεῖ τούς ἁμαρτωλούς καί βεβηλωτάς Του, διότι μακροθυμεκαί θέ­λει τήν σωτηρία τους. Γι' αὐτό τούς παρέχει καιρό μετα­νοίας ἀφήνοντάς τους στήν ζωή. Οὔτε ἀκόμη παιδεύει άμέσῳς αὐτούς πού βλασφημοῦν διαβάλλουν τήν Ἐκκλησία Του. λλωστε καί αὐτούς πού Τόν σταύρωσαν δέν τούς ἐτιμώρησε ἀμέσῳς έλπίζοντας στήν μετάνοια τους.

Πέραν τοῦ τάφου ὅμως μᾶς περιμένει τό δικαστήριο τῆς Μελλούσης Κρίσεως, ὅπου ὁ καθένας μας θά πληρωθῆ κατά τά ἔργα του (Ρωμ. 14,10 καί Β' Κορ. 5,10 καί Ψαλμ. 61,11).

Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης

 Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου