Ὑπό Γέροντος Κλεόπα Ἠλίε
Σπουδαστής: Μερικοί χριστιανοί ἀποροῦν, γιατί ἐμεῖς προσκυνοῦμε τίς ἅγιες εἰκόνες;
Ἱερεύς: Ή Ἁγία Γραφή ἀπαγορεύει τήν προσκύνησι τῶν γλυπτῶν μορφῶν καί τῶν ἄλλων παρομοίων θεοτήτων ('Έξοδ. 20,4" Λευίτ. 26,1' Δευτ. 5,8 καί Πράξ. 7,9). Αὐτή ἡ ἀπαγόρευσις ἀφορᾶ στήν προσκύνησι τῶν εἰδώλων. Δέν ἀπαγορεύει ὅμως ὁ νόμος τήν τιμή μερικῶν σημείων καί παραστάσεων τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων, διότι αὐτή ἡ τιμή δέν ἀναφέρεται στήν ὕλη ἀπό τήν ὁποία κατασκευάσθηκαν, ἀλλά ή σκέψις μας μέσῳ τοῦ ἁγίου προσώπου πού εἰκονίζεται ἀνεβαίνει στόν Θεό. Εἴδαμε τήν τιμή πού ἀπέδωσαν μερικοί στήν ζώνη καί τό προσόψιο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Στήν Παλαιά Διαθήκη μαθαίνουμε γιά τά δύο γλυπτά Χερουβείμ πού εἶχαν τοποθετηθῆ πάνω ἀπό τήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης ἤ στούς τάπητες τού ἱεροῦ ἐκεῖνου τόπου (Έξοδ. 25, 18-22 καί 26,32). Ἐνώπιον αὐτῶν έθυμιάτιζαν καί ἔκαναν μετάνοιες ("Εξοδ. 40,25). Ὅπως βοηθούμεθα ἀπό τόν λόγο νά ὑψωθοῦμε ὑπεράνω τοῦ λόγου, ἔτσι ἀκριβῶς ὠφελούμεθα καί ἀπό τίς εἰκόνες, διότι ὑψωνόμεθα πάνω ἀπό τίς εἰκόνες. Καί, ὅπως ὁ Θεός θέλει ἡ ἀκοή μας νά ἁγιάζεται μέ τά πνευματικά λόγια, ἔτσι θέλει καί ἡ ὅρασίς μας νά ἁγιάζεται μέ τίς ἅγιες εἰκόνες, ὥστε νά εἰσέρχονται στήν ψυχή καθαροί λογισμοί μ' αὐτές τίς δύο ἀνώτερες αισθήσεις.
Σπουδαστής: Μερικοί λέγουν ὅτι δέν πρέπει νά προσκυνοῦμε τίς εἰκόνες, διότι ὁ Θεός εἶναι έξ ὁλοκλήρου διαφορετικός ἀπό τίς εἰκόνες ὁποιάσδήποτε τιμῆς ἄξια κι ἄν ἦταν τά ὑλικά ἀπό τά ὁποῖα κατασκευάσθηκαν ἤ τά καλλιτεχνικά μέ τά ὁποῖα διακοσμήθηκαν. Ὁ ἀπόστολος τοῦ Κυρίου λέγει σαφέστατα: «Γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσώ ἤ ἀργύρω ή λίθω, χαράγματι τέχνης καί ένθυμήσεως ἀνθρώπου, τό θειον εἶναι ὅμοιο ν» (Πράξ. 17,29).
Ἱερεύς: Ἐδῶ ὁ ἀπόστολος δέν ἀπαγορεύει τήν προσκύνησι τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἀλλά τήν εσφαλμένη ἀντίληψι τῶν εἰδωλολατρῶν, οἱ ὁποῖοι ἐταύτιζαν τόν Θεό μέ τήν χαραγμένη καλλιτεχνικά μορφή τῶν εἰδώλων, αὐτά πού ἐπίστευαν ὡς Θεούς οἱ Ἀθηναῖοι ἐθνικοί. Θέλει νά δείξη στούς διδασκάλους τῶν Αθηναίων, ὅταν ὡμίλησε στόν Ἄρειο Πάγο, ὅτι, ἐάν ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, πρᾶγμα πού καί οί ἴδιοι τό ἐπίστευαν, εἴμεθα γένος τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἔχουμε ἄϋλο ψυχή, ἡ ὁποία εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ σ' ἐμᾶς, ἀπό ἐδῶ μποροῦμε νά συμπεράνουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι καί Αὐτός ἄϋλος, ὅπως καί ἡ ψυχή μας, τήν ὁποία ἐλάβαμε ἀπ' Αὐτόν καί συγγενεύουμε μαζί Του. Ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά θεωρηθῆ ταὐτόσημος μέ τήν ὕλη μερικῶν γλυπτῶν θεοτήτων, πού ὑπῆρχαν στούς εἰδωλολατρικούς ναούς τῶν Ἀθηνῶν. Εἶναι ἑτερογενής μπροστά σέ ὁποιαδήποτε ὕλη καί εἶναι παράλογο νά Τόν ταυτίσουμε μέ ἕνα οποιοδήποτε ἄγαλμα, ὁποιασδήποτε ἀξίας καί νά ἦταν τό ὑλικό τῆς κατασκευῆς του ἤ ὁ γλύπτης πού τό κατεσκεύασε.
Στήν Ὀρθοδοξία πιστεύουμε στήν ἑξῆς ἀλήθεια: Ἔχουμε ἁγιασμένες εἰκόνες ἀπό χρυσό, ἄργυρο κλπ. πού κατασκευάσθηκαν μέ ἐπιδεξιότητα καί ταλέντο, ἀλλά ποτέ δεν λέγομεν ὅτι ὁ Θεός εἶναι ταὐτόσημος καί τῆς ἰδίας κατηγορίας μέ τόν ἄργυρο τῆς εἰκόνος πού καλύπτει τήν μορφή Του. Διδάσκουμε ὅτι ὑπάρχει ἕνας μόνο Θεός, ἐνῶ οἱ ἱερές εἰκόνες ἔχουν μία τελείως διαφορετική σημασία ἀπό ἐκείνη τῆς ταυτίσεως μέ τόν Θεό ἤ τόν Ἅγιο τοῦ ὁποίου τήν μορφή ἀπεικονίζουν. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος εἶναι πολύ ανώτερος καί ἄλλης φύσεως ἀπό ὅλα τά ἀγάλματα καί τίς εἰκόνες πού παρουσιάζουν τήν μορφή του, ἄλλο τόσο καί ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά εἶναι τῆς ἰδίας φύσεως μέ τίς εἰκόνες τῆς μορφῆς Του.
Σπουδαστής: Οί εἰκόνες καί τά εἴδωλα εἶναι ἁπλά ὑλικά άντικείμενα. Ὁ Θεός ὅμως ἐτιμώρησε αὐτούς πού ἔχουν τήν ελπίδα τους σ' αὐτά, διότι λέγει ὁ ψαλμός: «Τά εἴδωλα τῶν ἐθνῶν άργύριον καί χρυσίον, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων. Στόμα ἔχουσι καί ού λαλήσουσιν, οφθαλμούς έχουσι καί οὐκ ὄψονται, ώτα ἔχουσι καί οὐκ ένωτισθήσονται, ούδέ γάρ έστι Πνεῦμα ἐν τῶ στόματι αὐτῶν. "Ομοιοι αὐτοίς γένοιντο οί ποιοῦντες αὐτά καί πάντες οί πεποιθότες έπ' αὐτοίς» (Ψαλμ. 134, 15-18 καί 113, 12-16).
Ἱερεύς: Τό χωρίο αὐτό ἀναφέρεται μόνο στά εἴδωλα. Ἐάν τά δύο Χερουβείμ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού εἶχαν τοποθετηθῆ στό καταπέτασμα, ορίστηκαν ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό, δέν εἶναι δυνατόν οἱ ἱερές εἰκόνες νά ἀπαγορεύτηκαν άπ' Αὐτόν. Καί, ἐάν αὐτοί πού έτίμησαν καί έπρο- σκύνησαν τίς μορφές τῶν Χερουβείμ στήν Παλαιά Διαθήκη - σέ περίοδο δηλαδή πού ή εἰδωλολατρία ἀπαγορευόταν αὐστηρά ἀπό τόν Θεό - δέν τιμωρήθηκαν, ἔτσι καί αὐτοί πού προσκυνούν τίς εἰκόνες δέν πρόκειται νά τιμωρηθοῦν. Εἶναι βέβαια ἀλήθεια, ὅτι τά εἴδωλα εἶναι ἀνίκανα, ἐνῶ οἱ εἰκόνες συχνά ἀποδεικνύονται καί θαυματουργικές, προκαλώντας μερικές φορές έκπληξι σ' ὁλόκληρο τόν κόσμο. Καί αὐτά τά θαύματα εἶναι πολύ ενδεικτικά τῆς στάσεως πού πρέπει νά ἔχουμε άπέναντι στίς ἱερές εἰκόνες.
Σπουδαστής: Ἄκουσα μερικούς νά λέγουν ὅτι ἡ προσκύνησις τοῦ Θεοῦ διά μιας εἰκόνος Του καί ἰδιαίτερα ἡ τιμή πού ἀποδίδεται στίς εἰκόνες Του ἴσως νά εἶναι εἰδωλολατρικό ἔθιμο, διότι μόνο οί εἰδωλολάτραι έφτιαξαν ομοιώματα τοῦ Θεοῦ μέ διάφορα υλικά καί τά προσκυνοῦσαν, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά τούς εἰδωλολάτρας: «Ἤλλαξαν τήν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καί πετεινῶν καί τετραπόδων καί ἑρπετῶν» (Ρωμ. 1,23). Ἑπομένως εἶναι παράλογο νά ἐπιστρέφουμε στά εἴδωλα ἤ σέ μία παρόμοια εἰδωλολατρεία.
Ἱερεύς: Ἐδῶ γίνεται λόγος περί τῶν εἰδώλων καί τῆς πλάνης τῶν εἰδωλολατρῶν ἐν σχέσει πρός τήν πίστι τοῦ Θεοῦ καί ὄχι πρός τίς ἱερές εἰκόνες τῶν χριστιανῶν, οἱ ὁποῖες εἶναι ἐντελῶς κάτι ἄλλο. Οὐδέποτε οί χριστιανοί φαντάσθηκαν τόν εικονιζόμενο στίς εἰκόνες Θεό ὡς κάτι τό φθαρτό ή τετράποδο ζώο ή πτηνό, ἀλλά ἀντιθέτως Τόν έζωγράφισαν, ὅπως ἀποκαλύφθηκε ὁ "ἴδιος στούς ἀνθρώπους. "Ετσι λοιπόν, οί χριστιανοί ἐδημιύὐργησαν μία καθαρά καί ἀκριβή ιδέα γιά τόν σαρκωθέντα Θεό. Γι' αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο οἱ εἰκόνες ἦταν πάντοτε τό πλέον κατάλληλο μέσον βαθειάς εὐλαβείας καί «τά βιβλία τῶν άγραμμάτων», κατά τήν γνώμη τῶν Πατέρων.
Σπουδαστής: Ὁ Θεός δέν γίνεται ὁρατός ἀπό τούς ἀνθρώπους καί γι' αὐτό κανείς δέν γνωρίζει Πῶς εἶναι καί δέν μπορεῖ νά ζωγραφίση τήν μορφή Του σέ εἰκόνα ἤ νά φτιάξη τό ἀληθινό ὁμοίωμα τοῦ Προσώπου Του. Ὁ ἴδιος εἶπε: «Οὐ μή γάρ ίδη ἄνθρωπος τό πρόσωπον μου καί ζήσεται» (Έξοδ. 33,20). Τό ἴδιο λέγει καί ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε» (Ίωάν. 1,18). Παρόμοια λέγει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οικών απρόσιτο ν, ὁν εἶδεν ούδείς ἀνθρώπων ούδέ ίδεῖν δύναται" ὧ τιμή καί κράτος αἰώνιον" ἀμήν» (Α' Τιμ. 6,16).
Ἱερεύς: Εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν μπορεῖ νά ἴδη κανείς τόν Θεό κατά τήν οὐσία Του, δηλαδή, ἔτσι ὅπως εἶναι, διότι εἶναι Πνεῦμα (Ίωάν. 4,24), ἀόρατος στά αἰσθητά μάτια τοῦ ἀνθρώπου καί ἄπειρος. "Οχι μόνο μάτι ἀνθρώπου, ἀλλά οὔτε ὁ νοῦς καί ἡ σκέψις του δέν μποροῦν νά Τόν χωρέσουν. Τά ὅρια τῆς ὑπάρξεώς Του ἐκτείνονται στό ἄπειρο. Ἔτσι, δέν ἀποροῦμε ἐπειδή εἶναι τελείως ἀδύνατο νά Τόν ἰδοῦμε στήν μορφή πού εἶναι. Οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Ἑβραίων στήν Παλαιά Διαθήκη ἔμπαιναν στά Ἅγια τῶν Ἁγίων μία φορά τόν χρόνο. Σύμφωνα μέ τήν παράδοσι τους, ἐθυμιάτιζαν πολύ, διότι ἐφοβοῦντο μήπως ἰδούν τόν Θεό καί ἀποθάνουν (Έξοδ. 30,10 καί Λευϊτ. 16,2 καί 12-13). Οί τρεῖς Ἀπόστολοι ἔπεσαν κάτω στό ἔδαφος, ὅταν ὁ Ἰησοῦς έφανέρωσε στό ὄρος Θαβώρ τήν θεϊκή λαμπρότητα τοῦ σώματος Του (Ματθ. 13,6). Οί φύλακες τοῦ τάφου τοῦ Κυρίου «έγένοντο ὡσεί νεκροί», ὅταν εἶδαν νά κατεβαίνη ἐπάνω στό μνήμα ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου (Ματθ. 28,4). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔπεσε τυφλός στήν γῆ, ὅταν τοῦ φανερώθηκε ὁ Χριστός στόν δρόμο του πρός τή Δαμασκό (Πράξ. 9, 3-8). "Ετσι λοιπόν, ή θέα τοῦ Θεοῦ θά παραμείνη γιά τούς θνητούς καί πεπερασμένους ἀνθρώπους ἀδύνατος.
Ἐπίσης ή Παλαιά Διαθήκη καί ἡ ἱστορία ἀκόμη μᾶς ἀναφέρουν ὅτι ὑπῆρξαν ἐμφανίσεις τοῦ Θεοῦ Πατρός, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ τοῦ Θείου Πνεύματος. Μήπως ὅμως άντιφάσκουμε μέ τά ἀνωτέρω; "Οχι, καθόλου. Ἐάν στούς ἀνθρώπους εἶναι ἀδύνατο νά βλέπουν τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὅμως δυνατόν νά ἰδοῦν τόν Θεό μέ τά αἰσθητά τους μάτια ἤ τόν νοῦ τους σέ μορφές ή σχῆματα πού θά θελήση νά ἐμφανισθῆ ὁ Θεός σ' αὐτούς. Αὐτό γίνεται οἰκονομικῶς γιά νά μή πεθάνη ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν θέα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὁ Ἀβραάμ εἶδε τόν Τριαδικό Θεό μέ τήν μορφή τριῶν ὁδοιπόρων παρά τήν δρῦν τοῦ Μαμβρή (Γέν. 18, 1-3). Ὁ Ἰακώβ πού Τόν εἶδε, εἶπε: «Εἶδον γάρ τόν Θεόν πρόσωπον πρός πρόσωπον, καί ἐσώθη μου ἡ ψυχή» (Γεν. 32,30). Τόν εἶδε ὁ Μωϋσῆς μέ ἀνθρώπινη ἐπίσης μορφή συνομιλώντας μαζί Του «ἐνώπιος ἐνωπίω, ὡς εἰ τις λαλήσει πρός τόν ἑαυτοῦ φίλον» ("Εξοδ. 33,11). Ὁ ἴδιος Τόν εἶδε στό ὄρος Χωρήβ: «Έν πυρί φλογός έκ τοῦ βάτου καί ὁρᾶ ὅτι ὁ βάτος καίεται πυρί, ὁ δέ βάτος οὐ κατεκαίετο» ('Έξοδ. 3, 2-4). Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας εἶπε ὅτι Τόν εἶδε ὡς ἑξῆς: «'Ω τάλας ἐγώ, ὅτι κατανένυγμαι, ὅτι ἄνθρωπος ὤν καί ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος ἐγώ οἰκῶ καί τόν βασιλέα Κύριον Σαββαώθ εἶδον τοις ὀφθαλμοῖς μου» (Ήσ. 6,5). Ὁ Προφήτης Δανιήλ Τόν εἶδε μέ τήν μορφή γέροντος ἀνθρώπου καθήμενον ἐπάνω σέ ἕνα θρόνο θαυμαστό (Δαν. 7, 9-10). Ὁ Προφήτης Ἀμώς μᾶς λέγει τά ἑξῆς: «Εἶδον τόν Κύριον ἑφεστώτα ἐπί τοῦ θυσιαστηρίου» (9,1). Ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἰδοποίησε τόν Ἀαρών καί τήν ἀδελφή του Μαριάμ ὅτι θά φανερωθῆ σέ μερικούς μέ ὁρατή μορφή: «Καί εἶπε πρός αὐτούς: ἀκούσατε τῶν λόγων μου, ἐάν γένηται προφήτης ὑμῶν Κυρίω, έν ὁράματι αὐτῶ γνωσθήσομαι καί ἐν ὕπνῳ λαλήσω αὐτῶ οὐχ οὕτως ὁ θεράπων μου Μωϋσῆς... στόμα κατά στόμα λαλήσω αὐτῶ, ἐν εἴδει καί ού δι' αἰνιγμάτων, καί τήν δόξαν Κυρίου εἶδε...» (Ἀριθμ. 12, 6-8).
Τόν Υἱό Θεό εἶδε μέ ὑπερένδοξο καί ἀνθρώπινη μορφή ὁ Προφήτης Δανιήλ (Δαν. 7, 13-15), ὁ διάκονος Στέφανος (Πράξ. 7, 55-56), ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν δρόμο του πρός τή Δαμασκό (Πράξ. 9, 3-5) καί ὁ Θεῖος Εὐαγγελιστής Ἰωάννης (ἀποκ. 1,8, 12-13,20) κλπ. Τό ἅγιον Πνεῦμα - Θεόν εἶδε ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής στήν Βάπτισι τοῦ Κυρίου μέ τήν μορφή περιστερᾶς (Ματθ. 3,16 καί Λουκ. 3,21-22), οἱ Ἀπόστολοι τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς μέ τήν μορφή πυρίνων γλωσσῶν (Πράξ. 2, 1-4).
Σπουδαστής: Ἐάν οἱ εἰκόνες εἶναι εὐἄρεστες στόν Θεό καί ἔχουν θεία δύναμι, γιατί ὁ Θεός δέν τιμωρεῖ αὐτούς πού τίς βλασφημοῦν, τίς βεβηλώνουν καί τίς καταστρέφουν;
Ἱερεύς: Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ εἰκόνα ἔχει ὡς ἀπεικόνισμα τήν ἀνθρώπινη μορφἡ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ὡς ἄνθρωπος ἦλθε ἐν μέσῳ τῶν ἀνθρώπων μέ τούς ὁποίους καί συνἔζησε. ὁ Θεός δέν τιμωρεῖ τούς ἁμαρτωλούς καί βεβηλωτάς Του, διότι μακροθυμεῖ καί θέλει τήν σωτηρία τους. Γι' αὐτό τούς παρέχει καιρό μετανοίας ἀφήνοντάς τους στήν ζωή. Οὔτε ἀκόμη παιδεύει άμέσῳς αὐτούς πού βλασφημοῦν ἤ διαβάλλουν τήν Ἐκκλησία Του. Ἄλλωστε καί αὐτούς πού Τόν ἐσταύρωσαν δέν τούς ἐτιμώρησε ἀμέσῳς έλπίζοντας στήν μετάνοια τους.
Πέραν τοῦ τάφου ὅμως μᾶς περιμένει τό δικαστήριο τῆς Μελλούσης Κρίσεως, ὅπου ὁ καθένας μας θά πληρωθῆ κατά τά ἔργα του (Ρωμ. 14,10 καί Β' Κορ. 5,10 καί Ψαλμ. 61,11).
Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά Μον. Δαμασκηνός ΓρηγοριάτηςΜέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου