«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ὑπό ἱερομ. Ἀρσενίου Μπόκα
Ἡ εἴσοδος διά τῆς ἀκολουθίας τῆς κουρᾶς στόν μοναχισμό ἐπιτελεῖται μέσα στήν Θεία Λειτουργία, ἀμέσως μετά τήν Μικρή Εἴσοδο τοῦ Εὐαγγελίου. Πρός γνῶσιν, ἐν συντομίᾳ, μερικῶν πού δέν γνωρίζουν πολλά, ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ βασικώτερη ἀκολουθία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, στήν ὁποία παρουσιάζεται ἡ ζωή καί ἡ διδασκαλία τοῦ Σωτῆρος, καθώς καί τό ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, διά τῆς θυσίας τοῦ Ἰησοῦ στόν Γολγοθᾶ. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ ἐπανάληψις ἤ ἡ συνέχεια στούς αἰῶνες τῆς ἰδίας τῆς Θυσίας καί τοῦ Μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἀδελφός, ὁ ὁποῖος εἰσέρχεται στήν μοναχική ζωή, εἶναι καρπός αὐτῆς τῆς θυσίας. Οἱ πατρικές ἀγκάλες τόν περιμένουν ἀνοικτές ἐπί τοῦ σταυροῦ. Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη πρόσκλησις, τήν ὁποία ἠμπορεῖ ποτέ νά δεχθῆ ὁ ἄνθρωπος. Χάριν αὐτῆς τῆς κλήσεως, ἐγκαταλείπουμε τήν εὔκολη φυσική μας ζωή καί ἐπιθυμοῦμε νά δώσουμε περιεχόμενο στήν ἄλλη ζωή. Ἐνῶ ὁ λειτουργός τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ (Ἀκολουθία τῆς κουρᾶς) ἱερεύς ἤ ἀρχιερεύς, ὑποδέχεται τόν ὑποψήφιο ἀδελφό μπροστά ἀπό τήν Ὡραία Πύλη, ἀνοίγοντάς του τά αὐτιά τῆς καρδίας του γιά νά ἀκούση τόν λόγο τοῦ Κυρίου: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι-μέ ἁμαρτίες-κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματ.11,28). Ἁμαρτίες, πάθη, βάσανα καί δοκιμασίες ἀδυνατίζουν καί καταθλίβουν τήν ψυχή πού ζῆ μέσα στό σκοτάδι. Ὁ πόθος γιά ἀνάπαυσι ἀπό αὐτά εἶναι θεμελιώδης ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς. Σ᾿ αὐτό τόν πόθο κανείς καί τίποτε δέν ἠμπορεῖ ν᾿ ἀπαντήση, παρά μόνο ὁ Ἰησοῦς. Ἀπ᾿ Αὐτόν διδασκόμεθα τήν ταπείνωσι καί λαμβάνουμε τήν ἀνάπαυσι, δηλαδή τήν ἀπάθεια.
Ἡ Ἀκολουθία συνεχίζεται καί ὁ Ἀδελφός μεταφέρεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, κατά τήν ἐπιθυμία του. Ἐνώπιον τῆς ἁγιότητος τοῦ Θεοῦ ἔχουμε ταυτόχρονα ἀλληλοσυγκρουόμενα τά αἰσθήματα, χαρᾶς καί φόβου, ἀπομακρύνσεως καί προσεγγίσεως. Ἀλλά, ὄχι μόνο ὁ Σωτήρ εἶναι ἀοράτως παρών, ἀλλά καί ἡ ὑπερένδοξος Μητέρα Του, οἱ ἄγγελοι καί ὅλοι οἱ ἅγιοι, πού κυκλοφοροῦν ἀοράτως μεταξύ τῶν ἀνθρώπων κάι τώρα συνοδεύουν τόν μοναχό στήν ὁριστική ἀπόφασί του. Ὁλόκληρος ὁ κόσμος, ὁρατός καί ἀόρατος, στέκεται μέ τά μάτια χαμηλωμένα μπροστά σ᾿ αὐτό τό μυστήριο. Αὐτοί εἶναι οἱ μάρτυρές μας τήν ἡμέρα τῆς ἀνταποδόσεως, ὅταν ὁ Σωτήρ μας θά ἔλθη νά κρίνη ζῶντας καί νεκρούς, ὄχι μόνο ὅσα θά ὑποσχεθοῦμε ὁμολογώντας μέ τό στόμα, ἀλλά ἐάν ἐφυλάξαμε καί ἐκπληρώσαμε, ὅσα μέ τό στόμα ὑποσχεθήκαμε.
Στήν συνέχεια ἐρωτᾶται ὁ Ἀδελφός, γιατί ἦλθε ἐνώπιον τοῦ Ἱεροῦ Βήματος καί τοῦ Θυσιαστηρίου τοῦ Κυρίου. Καί ὁ Ἀδελφός ἀπαντᾶ ὅτι ἐπιθυμεῖ τόν μοναχικό βίο τῆς ἀσκήσεως. Ἡ ἐπιθυμία του αὐτή εἶναι ὅμως καί μία πεποίθησις. Ὁ ἱερεύς ἐπικροτεῖ τήν καλή διάθεσι καί μακαρία ἐπιλογή τοῦ Ἀδελφοῦ. Ὁ Ἀδελφός ἐπέλεξε τήν νίκη ἐναντίον τῆς φύσεώς του, τήν ὁποία ἐπιζητεῖ νά ἀποκτήση μέ πολλούς κόπους καί δοκιμασίες. Μία τέτοια ἀπόφασι, γιά νά φέρη τό ποθούμενο ἀποτέλεσμα, πρέπει νά ἐκπληρώνη καί μία ἄλλη οὐσιαστική προϋπόθεσι: Νά εἶναι ἀπόφασι τῆς ἐλευθέρας βουλήσεώς του. Ἡ ἐλευθερία τῆς συνειδήσεώς του εἶναι τό βαθύτερο πνευματικό ἀγαθό, τό ὁποῖον πρέπει νά ἔχουμε συνεχῶς στήν ζωή μας. Αὐτή εἶναι ὁ βασικός παράγων ἀπό τόν ὁποῖον στηρίζεται ἡ Ἐκκλησία καί ἐγγυᾶται τήν σοβαρότητα τῆς πεποιθήσεώς του, τῆς ἐπιλογῆς του καί τῆς σταθερότητός του.
Ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τούς γύρω μας, ἡ ἀποστροφή πρός τίς ἀδυναμίες μας καί ἡ ἀποφυγή τῶν λαθῶν μας, ἐάν δέν πραγματοποιηθοῦν μέ καλή θέλησι, δέν ἀποτελοῦν ἐγγύησι γιά τήν μοναχική πολιτεία. Οἱ ὑποσχέσεις πού ἐδόθησαν ἀπό τόν μοναχό ὁδηγοῦν στήν ζωή. Στήν ζωή ἐκείνη πού δέν γνωρίζει ἄλλη πόρτα ἀπό τήν πόρτα εἰσόδου καί ἐξόδου τῆς μονῆς του.
Ἀκολουθοῦν ἐρωτήσεις καί ἀπαντήσεις, πού εἶναι ἀπαντήσεις στίς μοναχικές ὑποσχέσεις. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ παρθενία, ἡ δεύτερη ἡ ὑπακοή στόν Γέρονται καί στούς ἀδελφούς καί ἡ τρίτη ἡ ἑκούσια πτωχεία. Μετά ἀπ᾿ αὐτές τίς τρεῖς ὑποσχέσεις πού δίνει ὁ Ἀδελφός, ὁ λειτουργός τοῦ μυστηρίου ἱερεύς, ἐπεξηγεῖ σαφέστερα σέ τί συνίστανται αὐτές οἱ ὑποσχέσεις. Κατ᾿ ἀρχήν ὅτι δίδονται ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, ὅτι γράφθηκαν ἀπό τούς ἀγγέλους καί ὅτι θά ἀπολογηθοῦμε γι᾿ αὐτές στήν τελευταία κρίσι τοῦ κόσμου. Βιώνοντας αὐτές τίς τρεῖς ὑποσχέσεις, δι᾿ αὐτῶν φαίνεται στήν ζωή μας ἡ ζωή τοῦ Κυρίου, δεδομένου ὅτι Αὐτός εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Ἡ μοναχική ζωή δέν εἶναι μία σωματική ζωή. Οἱ σαρκικές ἐπιθυμίες πρέπει νά σβήσουν.
Στό πρόσωπο τοῦ μοναχοῦ πρέπει νά διαχέεται ἡ σεμνότητα καί ὁ νοῦς νά καθαρίζεται συνεχῶς διά τῶν διαφόρων ἀσκήσεων, διότι τό σῶμα εἶναι καλεσμένο στήν ἁγιότητα καί τήν αἰώνια ζωή. Γι᾿ αὐτό καί ὁ μοναχός πρέπει νά γίνη τέλειος ὑποτακτικός τοῦ Θεοῦ, διά τοῦ πνευματικοῦ του Πατρός. Ἡ νηστεία, ὁ κόπος, ἡ ἀγρυπνία τοῦ χαρίζουν τήν πραότητα. Ἡ ὑπακοή του κατευθύνεται πρός ὅλους. Ἐνῶ τό διακόνημά του θά πρέπει νά τό ἐπιτελῆ χωρίς μεμψιμοιρία καί ἀντιλογία. Ἔτσι τοῦ συνιστᾶ ὁ λειτουργός ἱερεύς διά τῆς προσευχῆς τῆς Κατηχήσεως πού τήν διαβάζει μπροστά του. Νά ὑπομένη τούς κακούς λογισμούς, πού θέλουν νά τοῦ κλονίσουν τήν ἀπόφασι τῆς πορείας του μέσα ἀπό δυσκολίες ἐπί τά ἴχνη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτοί οἱ λογισμοί εἶναι ἱκανοί νά τόν ἐπιστρέψουν ὀπίσω καί μακράν ἀπό τήν ζωή τοῦ Πνεύματος στήν φυσική ζωή τοῦ κόσμου. Ἡ φύσις θεραπεύεται μέ τόν θεῖο φόβο μπροστά στήν κάθε δοκιμασία. Γιά τήν ἀπόκτησι τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὁ μοναχός πρέπει νά νικήση ὅλη τήν ἀγάπη τῆς φύσεως, ἀκόμη καί τήν ἀγάπη του πρός τούς φυσικούς του γονεῖς καί ἀδελφούς. Οὔτε τήν παράλογη ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ του, μά οὔτε καί τήν ἀγάπη πρός τήν δόξα θά πρέπει νά ἀφήση τήν ψυχή του νά ρέπη. Νά μήν ἀφήνη τήν ψυχή του νά σκορπίζεται, ἀλλά νά τήν συγκεντρώνη ἀπό ὅλα τά ἐξωτερικά καί νά τήν κατευθύνη ὁλόκληρη πρός τόν Χριστό. Γι᾿ αὐτό ὁ μοναχός πρέπει νά εἶναι πτωχός γιά νά μή δεσμεύεται μέ τίποτε, παρά μόνο μέ τόν Χριστό. Οἱ ἄνθρωποι θά τόν περιφρονήσουν, μή αἰσθανόμενοι τό μεγαλεῖο τῆς ζωῆς του, ἀλλά ἐκεῖνος, ἄς μή ξεχνᾶ, ὅτι οὔτε τήν ζωή τοῦ Ἰησοῦ ἐγνώριζαν αὐτοί πού Τόν ἐσταύρωσαν.
Οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι δεμένοι μέ τήν φυσική ζωή, δέν καταλαβαίνουν τίποτε ἀπό τήν ὑπερφυσική ζωή, γι᾿ αὐτό καί τήν φοβοῦνται νομίζοντας ὅτι εἶναι κάτι κακό καί τήν καταδικάζουν μέ τά λόγια καί τά ἔργα τους. Ἀλλά οἱ Ὅσιοι τήν ἔζησαν αὐτή τήν ζωή, μία ζωή μαρτυρίου. Οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων μᾶς δίνουν πνευματική τροφή καί κουράγιο στήν πορεία ὀπίσω τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Χριστός γενόμενος ἄνθρωπος ὁ Ἴδιος, μᾶς ἔδωσε αὐτή τήν δυνατότητα.
Παρ᾿ ὅλα αὐτά ἡ κατά Χριστόν ζωή δέν εἶναι μία ὀνειρώδης ζωή καί γιά ὀνειροπόλους, οὔτε μία ζωή γεμάτη ἀπό θαύματα. Ἡ ἀπάρνησις τοῦ ἑαυτοῦ μας καί ὁ σταυρός συνοψίζουν ὅλες τίς δυσκολίες, τίς ὁποῖες θά ἔχουμε ἀπό τήν παρά φύσιν ζωή μας-τήν ζωή τῆς ἁμαρτίας-καί μᾶς προειδοποιοῦν ὅτι θά ἔχουμε πολλή ἐξουδένωσι σ᾿ αὐτό τόν κόσμο. Καί, ὅταν ὅλα αὐτά θά τά ἐκπληρώσουμε, τότε ἡ ζωή μας θά εἶναι ζωή κατά Θεόν. Μέσα ἀπ᾿ αὐτή τήν ζωή πηγάζει ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ, χάριν τῆς ὁποίας θά χαιρώμεθα στούς πειρασμούς καί στίς συμφορές μας. Σωματικά πικραινόμεθα, λόγῳ τῆς δυσκολίας ἀποκτήσεως τῶν ἀρετῶν, ἀλλά ψυχικά χαιρόμεθα γιά τόν μισθό, τόν ὁποῖο θά λάβουμε.
Ὁ Ἀδελφός πού κείρεται, στήν συνέχεια ἐρωτᾶται, ἐάν εἰλικρινά ὁμολογεῖ αὐτά μέ ὅλες τίς συνέπειες αὐτῆς τῆς ζωῆς. Καί ἀπαντᾶ ὅτι μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ εἶναι δυνατό αὐτό τό εἶδος τῆς ζωῆς. Ὁ ἱερεύς κατόπιν προσεύχεται στόν Θεό, ὑπενθυμίζοντας στόν Ἀδελφό ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μπροστά καί στόν πιό μεγάλο ἁμαρτωλό εἶναι πολύ μεγάλη, ἀπό ὅ,τι εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ μεγαλυτέρου ἁγίου γιά τόν Θεό. Γι᾿ αὐτό ὁ Θεός δέν ξεχνᾶ τόν ἄνθρωπο, ὅπως καί ὁ ἄνθρωπος δέν ξεχνᾶ τόν Θεό. Γι᾿ αὐτό Αὐτός γνωρίζει τόν πόθο τοῦ Ἀδελφοῦ καί προσφέρει σ᾿ αὐτόν τήν δύναμί Του, γιά νά ἐκπληρώση τίς ἐντολές Του.
Οἱ εὐαγγελικές συμβουλές μέ τίς ὑποσχέσεις γίνονται ἐπίσημα ἐντολές. Τό ὡραιότερο δῶρο, τό ὁποῖο ἠμποροῦμε νά κάνουμε στόν Θεό εἶναι νά δωρίσουμε ὁλόκληρο τόν ἑαυτό μας καί τήν ζωή μας σ᾿ Αὐτόν. Ὁ Θεός μᾶς δέχεται καί μᾶς ἀγκαλιάζει, μᾶς προστατεύει καί μᾶς ἐνισχύει μέ παρόμοια ἄλλα δῶρα. Μόλις Τοῦ προσφέρουμε αὐτό τό δῶρο τῆς ἀγάπης μας, νοιώθουμε τήν δύναμί Του ἐπάνω στίς δυσκολίες μας, ἐπάνω στίς ἀδυναμίες μας καί λαμβάνουμε κουράγιο στόν ἀσκητικό μας ἀγῶνα. Ἕνα νέο πνεῦμα στεγάζεται μέσα μας ἀπ᾿ αὐτή τήν στιγμή. Τό εἴχαμε ἀπό παλαιότερα, ἀλλά τώρα αὐτό ἐκυρίευσε τήν καρδιά μας καί τήν ἐφώτισε μέ τίς ἀκτίνες του. Διότι θεῖο πνεῦμα εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ ὁποία κάνει τούς ἀνθρώπους ἁγίους.
Ἔχοντας ὁ Ἀδελφός τό κεφάλι του σκυμμένο καί ἐπάνω σ᾿ αὐτό ὁ ἱερεύς ἔχοντας τό βιβλίο τῆς Ἀκολουθίας, προσεύχεται στόν Θεό νά δεχθῆ τόν δοῦλο Του στήν χορεία αὐτῶν πού ἐγκατέλειψαν ὅλα τά κοσμικά καί ἔγιναν ἄξιοι τῆς κλήσεως τοῦ Θεοῦ. Ἐνισχυμμένος ἀπό τήν Ἀλήθεια, περιφραγμένος ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ ἀπόφασις τοῦ Ἀδελφοῦ εἶναι ἀκλόνητος στόν πόλεμο μέ τίς μηχανουργίες τοῦ νοεροῦ ἐχθροῦ. Ἡ νίκη κερδίζεται μέ τήν ὑπομονή, ἐνισχύεται ἀπό τόν Θεό διά τῆς Χάριτός Του καί τῶν πρεσβειῶν τῆς Μητέρας Του, τήν ὑπερενδόξου Δεσποίνης Θεοτόκου καί ὅλων τῶν Ἁγίων, διά τῶν ὁποίων προσκυνεῖται καί δοξάζεται ὁ Τριαδικός Θεός.
Ὅλοι κλίνουν τίς κεφαλές τους. Ὁ ἱερεύς πάλι προσεύχεται στόν Θεό γιά νά ὑποδεχθῆ τό νεόκουρο Ἀδελφό, ὁ ὁποῖος ἀπό ὅλα τά εἴδη τῆς σωτηρίας, ἐξέλεξε αὐτό τό εἶδος τῆς θυσίας τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἡ εὐχή συνεχίζει νά λέγη ὅτι οἱ κακές ἐπιθυμίες καί οἱ πονηροί λογισμοί θά πρέπει νά ἀπομακρυνθοῦν μαζί μέ τήν κοπή τῶν μαλλιῶν του, πού εἶναι καί ἡ συμβολική τους πρᾶξις. Ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν ὁδηγοῦν τήν φύσι τοῦ ἀνθρώπου στήν ἁγιότητα Αὐτοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔδωσε τίς ἐντολές. Ὁ ἱερεύς πάλι ζητεῖ ἀπό τόν Θεό γιά τόν Ἀδελφό καί τό χάρισμα τῆς ἀσαλεύτου ἀποφασιστικότητος, τῆς ἀτσάλινης θελήσεώς του, ἡ ὁποία καί χαρακτηρίζει τούς ἀγωνιστές.
Μέ ὅλα αὐτά, ὁ λειτουργός τῆς Θείας Λειτουργίας πλησιάζει τόν Ἀόρατο Χριστό, πού θά ἐπιτελέση τό Μυστήριο. Ἁπλώνει τό χέρι του ἐπάνω στό Εὐαγγέλιο, πού εἶναι τοποθετημένο μπροστά ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος καί λέγει: «Ἰδού ὁ Χριστός εὑρίσκεται μπροστά μας ἀοράτως». Καί ὁ ἱερεύς ἐρωτᾶ μία ἀκόμη φορά τόν Ἀδελφό, ἐάν ἔρχεται πρός τήν ζωή αὐτή μέ τήν θέλησί του, τελείως ἐλεύθερος ἀπό ἄλλες ἀνάγκες, ἐπειδή αὐτός εἶναι ὁ βασικός παράγων, πού ἀποφασίζει μόνος του γιά τήν καινούργια αὐτή πορεία τῆς ζωῆς του. Στό βάθος τῆς ὑπάρξεώς του ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐλευθερία. Αὐτό εἶναι τό δῶρο τοῦ Θεοῦ πού προσφέρεται στόν ἄνθρωπο καί διά τοῦ ὁποίου διακρίνεται σ᾿ ὅλη τήν ὁρατή δημιουργία καί ὅτι ἔγινε πλέον συγγενής τῶν ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι καί θά τόν ἐνδυναμώσουν νά βαδίση αὐτή τήν ἀγγελική πολιτεία.
Ὁ μοναχισμός λοιπόν, εἶναι ἕνας ἀρραβῶνας, κατά τρόπο ὑπερφυσικό, τῆς αἰωνίου ἀγγελικῆς ζωῆς.
Ὁ Ἀδελφός διατρανώνει ἀποφασιστικά τήν ἐλευθερία τῆς συνειδήσεώς του ἐνώπιον Αὐτοῦ, ὁ Ὁποῖος θά τόν βοηθήση νά εὕρη τήν πνευματική του ἐλευθερία. Ὁ ἀρραβῶνας αὐτός ἀρχίζει ἀπό τό ψαλίδι, ἐργαλεῖο μέ τό ὁποῖο κόπτει τό πέπλο τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ψυχή ἤ τά δίκτυα τῶν νοερῶν παθῶν, πού ἔχουν περιτυλίξει τήν ψυχή. Σ᾿ αὐτή τήν κουρά τῆς κόμης, ὄχι μόνο συγκατατίθεται, ἀλλά ἀσπάζεται ἀκόμη καί τό ψαλίδι, πού εἶναι τό φυσικό ἤ τό ἠθικό μέσο μέ τό ὁποῖο κάνει αὐτή τήν κοπή τῆς ψυχῆς καί τοῦ νοῦ ἀπό τά βδελυρά πάθη. Αὐτή ἦτο καί ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του, στήν ὁποία εἶχε προσωπική γνώμη καί ἰδιωτικό θέλημα. Ἀπό τόν ἀρραβῶνα μέ τόν ἀγγελικό αὐτό τρόπο τῆς ζωῆς μπαίνει στήν ὑποταγή ὁ Ἀδελφός ἑνός νέου νόμου: τήν ἐκκοπή τοῦ θελήματός του καί ὅλων τῶν προσωπικῶν του γνωμῶν. Αὐτόν τόν νόμο τόν λαμβάνει ἀπό τό χέρι τοῦ Χριστοῦ, διότι ἔτσι λέγει ὁ λειτουργός στόν Ἀδελφό: «Ἰδού ἀπό τῆς χειρός τοῦ Χριστοῦ λαμβάνεις αὐτό...». Στόν ἀόρατο κόσμο χιλιάδες καί ἑκατομμύρια εἶναι οἱ οὐράνιες ὑπάρξεις καί ἡ θέλησις τοῦ Θεοῦ εἶναι μία καί μοναδική. Διά τῆς καλογερικῆς ζωῆς εἰσερχόμεθα σ᾿ αὐτό τόν κόσμο γιά νά συμπληρώσουμε τόν τόπο τῆς δευτέρας ἀγγελικῆς χορείας, τήν ὁποία ὁ Θεός ἀπεφάσισε νά τήν γεμίση μέ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ εἶναι δυσκίνητοι στό σῶμα, νικοῦν σέ μάχη τούς ἀγγέλους, πού ἐξέπεσαν ἐξ αἰτίας τῆς παρακοῆς τους πρός τόν Θεό. Γι᾿ αὐτό, ὁ μοναχός, ἐάν θέλη νά ἀνυψωθῆ, μετά τό τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς του σ᾿ αὐτό τόν οὐράνιο προορισμό, πρέπει νά διδαχθῆ ἐδῶ ἐπί τῆς γῆς, ὅτι δέν θά ἔχη δικό του θέλημα, παρά θά ὑποτάσσεται μόνο στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως καί στόν οὐρανό τό θέλημά Του εἶναι μόνο ἕνα γιά ὅλους τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους.
Ποιό ἄλλο νόημα ἔχει τό ψαλίδι; Οἱ συμβουλές, οἱ ἐπιπλήξεις, συκοφαντίες, ὀνειδισμοί ἔχουν σάν σκοπό τήν ἐκκοπή τῶν παθῶν, διότι μέ τήν ἐκκοπή τοῦ θελήματος, κόπτονται ὅλα τά πάθη. Ἰδού ὅτι τό δεύτερο νόημα τῆς χρήσεως τοῦ ψαλιδιοῦ εἶναι ἡ γνῶσις τῆς ἀληθείας, πού εἶναι ὁ Χριστός.
Ἡ Ἀλήθεια εἶναι ζωντανή ὕπαρξις. Ἔμεῖς εἴμεθα μέν ὕπαρξις, ἀλλά αἰχμαλωτισμένη στήν ἀπάτη τοῦ κόσμου. Πρέπει νά βγάλουμε τήν ἀπατηλή νοοτροπία μας γιά νά συνυπάρξουμε μέ τήν Ἀλήθεια, δηλαδή μέ τόν Χριστό. Αὐτός εἶναι ἡ «Θύρα» στήν «οἰκία τοῦ Πατρός, ἐνῶ τό Πνεῦμα εἶναι τό «κλειδί» μέ τό ὁποῖο ἀνοίγει τήν οἰκία. Μ᾿ αὐτή τήν ἔννοια ὁ ἀγωνιστής μοναχός λαμβάνει καί νέο ὄνομα, κάποιου ἁγίου, ὁ ὁποῖος ἁγίασε διά τῆς ἀσκήσεως γιά νά τόν ἔχη πρότυπό του. Ἀρχίζοντας ἀπ᾿ ἐδῶ ὁ μοναχός καί μέ τό δῶρο τοῦ νέου ὀνόματος, λαμβάνει τό νέο Βάπτισμα, τοῦ ὁποίου μόνο ὁ ἴδιος καταλαβαίνει τίς ἐμπειρίες. Αὐτό δέν εἶναι ἡ ἐπανάληψις τοῦ πρώτου βαπτίσματος, ἀλλά ἡ ἀνανέωσίς του. Ἡ μετέπειτα ζωή του, λοιπόν, συνεχίζεται ἐπί τῆς γῆς καί θά εἶναι πρός δόξαν τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Τριάς κατοικεῖται σ᾿ ἕνα πλέον ἐκλεκτό δοχεῖο, στήν καρδιά του. Καλεσμένοι στήν πορεία αὐτή εἶναι πολλοί, ἀλλά μπαίνουν καί παραμένουν οἱ πιό ἐκλεκτοί. Μετά ἀπ᾿ αὐτά τά γεγονότα ἀρχίζει ἡ ἐνδυμασία ἐν Χριστῷ τοῦ νέου μοναχοῦ, μέ τά ἐξωτερικά ἐνδύματα. Τό κεφάλαιο αὐτό εἶναι στήν συνέχεια
Ἡ νέα ἐνδυμασία τοῦ μοναχοῦ
Ὁ ἄσπρος χιτώνας
Κατ᾿ ἀρχήν ὁ διά τήν κουρά μοναχός πλησιάζει καί στέκεται ἐνώπιον τοῦ Ἱεροῦ Βήματος μέ ἄσπρα ροῦχα. Αὐτά εἶναι τά ἐνδύματα τοῦ φωτισμοῦ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἡ Χάρις τοῦ θείου φωτός, σβήνει γιά πάντα ἐν δυνάμει τήν σκυθρωπότητα καί τήν λύπη τῆς ψυχῆς, λόγῳ τῶν παθῶν της καί φωτίζεται ἡ φύσις της μέ τήν δόξα τοῦ θείου φωτός. Τώρα ἀρραβωνίζεται μέ τό δῶρο τοῦ φωτός τοῦ Θαβώρ, οὕτως ὥστε, ὄχι μόνο ἡ ψυχή, ἀλλά καί τό σῶμα νά λάβουν σταδιακῶς καί κρατήσουν μέσα τους τό θεῖο τοῦτο φῶς.
Αὐτό εἶναι τό ἔνδυμά μας, ἔνδυμα φωτός γιά ἐκείνη τήν ἡμέρα τῶν γάμων μετά τοῦ Υἱοῦ, πού θά γίνη στό τέλος αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος καί στήν ἀρχή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Ὁ Ἀνάλαβος
Ἀκολουθεῖ ὁ Ἀνάλαβος, τοῦ ὁποίου δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε τήν σημασία, πού εἶναι γραμμένη ἀπό τόν Ἴδιο τόν Χριστό: «Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾶος εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ...ὁ γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» (Ματ.11,29-30). Ἰδού τί λέγει καί ὁ προφήτης Ἡσαΐας διά τοῦ τροπαρίου τῆς Μεγάλης Πέμπτης: «Τόν νῶτον μου ἔδωκα εἰς μαστίγωσιν, τό δέ πρόσωπόν μου οὐκ ἀπεστράφη ἀπό ἐμπτυσμάτων...». Ὁ Ἰησοῦς φανερώθηκε ἀποκαλυπτικά στόν Ἡσαΐα σάν «ὁ μεγάλης βουλῆς Ἄγγελος», σάν ὁ μοναδικός ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀπεκάλυψε τήν ὁδό τῆς σωτηρίας. Μέ αὐτή τήν Ὁδό τοῦ Μεγάλου Ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ ἀρραβωνιζόμεθα καί γι᾿ αὐτή τήν αἰτία ἡ ὁδός, εἶναι γραμμένη στόν Ἀνάλαβο πού ὀνομάζεται Μεγάλο Σχῆμα. Τά λόγια τοῦ Ἀγγελικοῦ Σχήματος δέν εἶναι γραμμένα ἀνάμεσα σέ ἄλλα λόγια γιά τούς οὐρανίους ἀγγέλους, ἀλλά γιά τούς ἐπιγείους ἀγγέλους, τούς μοναχούς.
Ὁ Σταυρός
Ὁ Σταυρός μᾶς ὑπενθυμίζει κάθε ἔργο πού σχετίζεται μέ τήν σωτηρία μας, μέ τήν ταπείνωσι τήν ὁποία ἐπέρασε ὁ ἀθῶος Ἰησοῦς, μέ τήν τελειότητα τῆς θυσίας Του. Τήν ἴδια ὁδό ὑποσχόμεθα καί ἐμεῖς ζώντας ἀνάμεσα σέ περιφρονήσεις καί ἐμπτυσμούς, διότι πραγματικά εἴμεθα ἄξιοι τέτοιας ἐξουδενώσεως ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἡ Θυσία τοῦ Σωτῆρος ἔδωσε στόν Σταυρό τήν δύναμι τῆς ἀπομακρύνσεως τῶν παγίδων τοῦ ἐναντίου γιά τήν σωτηρία μας ἐχθροῦ. Ὁ Σταυρός εἶναι τό κόσμημα τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι τῶν πιστῶν τό στήριγμα καί τῶν δαιμόνων τό τραῦμα...Τό ὅπλον ἐναντίον τοῦ διαβόλου τό ὁποῖον μᾶς ἐχάρισε ἡ Ἐκκλησία, ὅπως λέγει σχετικά καί τό τροπάριο.
Μαῦρος χιτώνας (ζωστικό)
Τό ζωστικό ἤ καί ἀντερί, ὅπως λέγεται στήν πατρίδα μας δέν ἔχει κάποιο συμβολισμό παρά μόνο ὅτι τό μαῦρο χρῶμα του εἶναι ἐνδεικτικό σημεῖο ἀπαρνήσεως τοῦ κόσμου. Ὁ κόσμος ἐνδύεται πολύχρωμα ροῦχα, ὁ μοναχός σβήνει ἀπό τόν ἑαυτό του τά χρώματα αὐτά μέ τήν καθαρά του ζωή, τήν ὁποία ἐπιτελεῖ διά τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας.
Ἡ Ζώνη
Τήν ἀνεκάλυψαν οἱ ἀγωνιστές γιά νά συγκροτίσουν τίς δυνάμεις τους κατά τοῦ ἐχθροῦ. Ὁ μοναχός ἔχει αὐτή τήν μάχη: Τήν ἀπαλλαγή ἀπό τόν παλαιό ἄνθρωπο καί τήν ἄσκησι γιά τήν ἀνακαίνισι τοῦ πνεύματός του.
Ὁ σκοῦφος
Ὁ σκοῦφος εἶναι ἕνα σκέπασμα πού σκεπάζει τόν ἀγωνιστή μέ σκοπό νά τοῦ προστατεύη τό κεφάλι ἀπό τίς σαΐτες τοῦ νοητοῦ ἐχθροῦ. Σημαίνει ἀκόμη καί τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας του. Στήν μάχη μέ τά πάθη του, μέ τήν φύσι, μέ τούς πονηρούς λογισμούς συχνά δέχεται ὁ ἀγωνιστής τίς σαΐτες τῆς ἀπελπισίας στό κεφάλι του. Ἐάν ὅμως εἶναι ἐσωτερικά ὀχυρωμένος μέ τήν πίστι, τήν ἐλπίδα καί τήν ἀγάπη -αὐτές εἶναι οἱ τρεῖς ἀσπίδες τοῦ ἁγίου Πνεύματος: μία τοῦ νοῦ, ἡ ἄλλη τῆς καρδίας καί ἡ ἄλλη τῆς θελήσεως-τότε οἱ πυρωμένες σαΐτες τοῦ πονηροῦ δέν τόν ἀγγίζουν, ἀλλά φεύγουν μακριά του. Διότι στούς ταπεινούς ὑπόσχεται ὁ Θεός ὅτι θά καύση τόν πονηρό μέ τήν σπάθη τοῦ Πνεύματος.
Τό ράσο
Τό ράσο εἶναι τό ἔνδυμα μέ τό ὁποῖο σκεπάζεται τό στῆθος καί ὅλο τό σῶμα τοῦ μοναχοῦ. Εἶναι ἔνδυμα τῶν ὁσίων, τό ὁποῖον σβήνει τούς κακούς λογισμούς καί τά προσωπικά θελήματα τοῦ ἀγωνιστοῦ, βοηθώντας τον νά ἔχη μνήμη καί σκέψεις θανάτου. Τό ἔνδυμα αὐτό τῆς μάχης εἶναι μαύρου χρώματος. Μέ τόν λογισμό τοῦ θανάτου, φονεύονται οἱ ἐμπαθεῖς κινήσεις τοῦ σώματος καί ἡ κενοδοξία. Τό μαῦρο χρῶμα μέσα στόν μοναχισμό δέν ἔχει τήν σημασία, πού ἔχει, ὅταν τό φοροῦν οἱ λαϊκοί σέ περίοδο πένθους γιά τόν θάνατο κάποιου συγγενοῦς τους.
Τά σανδάλια
Τά σανδάλια εἶναι ἐλαφρά ὑποδήματα γιά νά τρέχη στή μάχη μέ εὐκολία ὁ ἀγωνιστής, διότι θά χρειασθῆ νά τρέξη πολύ γιά νά ἐπιτελέση τήν προετοιμασία τοῦ Εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης. Μέχρι τήν εἰρήνη τῆς ἀπαθείας εἶναι πολύ τό τρέξιμο καί πρέπει νά φθάση στήν εὐαγγελική εἰρήνη σέ κάποια προθεσμία. Ἡ προθεσμία ἀποκτήσεως τῆς νίκης ἐπάνω στά πάθη εἶναι μέχρις ὅτου ὑπάρχη ἡμέρα, δηλαδή πρίν ἀπό τήν νύκτα τῆς ζωῆς. Γιά νά γνωρίζουμε πῶς νά χωρίζουμε τόν χρόνο μας ἤ τό στάδιο τῆς ζωῆς αὐτῆς, φέρομεν ἐδῶ τόν λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος: «Στούς ἀρχαρίους ἡ γνῶσις, ὅτι εἶναι κατά Θεόν, τούς παρέχεται ἀπό τά βήματα πού κάνουν, τά ὁποῖα εἶναι οἱ καρποί τῆς ταπεινώσεως. Ὅσοι φθάνουν στό μέσον τοῦ δρόμου ἀπελπιζόμενοι ἐγκαταλείπουν τήν μάχη, ἐνῶ οἱ τέλειοι παρουσιάζουν ἐκδηλώσεις πλουσίας τῆς θείας Χάριτος.
Ὁ Μανδύας
Ὁ μανδύας φαίνεται στίς ἁγιογραφίες τῶν ἁγίων μαρτύρων, πού ἐμφανίζονται μέ τήν ἐνδυμασία στρατιωτῶν. Μέ τήν ἀπόκτησι τῆς ἀπαθείας τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως χαίρονται, λόγῳ τῆς χάριτος τοῦ θείου φωτός, ὅπως καί οἱ ἄγγελοι. Ἐάν θέλης νά γίνης μοναχός, νά γίνης ὅλος φωτιά. Ὁ μανδύας, παρότι εἶναι μαῦρος, δέν συμβολίζει τήν μνήμη τοῦ θανάτου, καίτοι οἱ κοιμηθέντες Ὅσιοι ἐνδύονται ἐξωτερικά μέ τόν μανδύα. Ὁ μανδύας εἶναι ἕνα ἔνδυμα μέ πολλές πιέτες καί συμβολίζει τίς ἀκτῖνες τοῦ ἀκτίστου φωτός, πού ξεπετάγονται σάν ἀστραπές ἀπό τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὅπως ἀξιώθηκαν καί τό εἶδαν στό ὄρος Θαβώρ οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος, Ἰάκωβος και Ἰωάννης. Καί τό εἶδαν τόσο, ὅσο τούς ἐπέτρεπε ἡ ἀνθρώπινη φύσις τους. Αὐτό εἶναι τό ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας καί ἁγιότητος, τό θεῖο φῶς, μέ τό ὁποῖο πολλοί ἅγιοι ἀκτινοβόλησαν, «ἄνθρωποι κατά τήν φύσι καί θεοί κατά χάριν»(ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος).
Τό Κουκούλιο
Τό κουκούλιο εἶναι ἕνα ἐλαφρό πέπλο, σχεδόν διαφανές, τό ὁποῖο κατέρχεται ἀπό τό κεφάλι πρός τό σῶμα πίσω. Εἶναι κι αὐτό μαύρου χρώματος καί δέν σημαίνει τήν μνήμη τοῦ θανάτου. Αὐτό εἶναι σύμβολο τοῦ νοῦ, ὁ ὁποῖος μέ τήν καθαρτική δύναμι τῆς θείας Χάριτος γίνεται διαφανής, παίρνει τό χρῶμα τοῦ οὐρανοῦ καί φαίνεται μέσα του τό νοερό φῶς. Αὐτό εἶναι ἕνα μεγάλο μυστήριο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Τό βῆμα τοῦ νοῦ, στό ὁποῖο στεγάσθηκε μέ τό Βάπτισμα ὁ Χριστός γίνεται τελείως φωτεινό. Τό θεῖο φῶς τοῦ Ἰησοῦ διαπερνᾶ τό καταπέτασμα, πού εἶναι τό σῶμα του ὁλόκληρο καί ἔτσι ὁ νοῦς ἑνώνεται μέ τόν νοῦ τοῦ Ἰησοῦ-ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος-καί ὅλο τό σῶμα μας γίνεται δεκτικό τοῦ νοεροῦ φωτός. Ἰδού ποῦ ἠμπορεῖ νά φθάση ἡ νοερά προσευχή, νά ξεπεράση ὄχι μόνο τόν πόλεμο μέ τούς δαίμονες, ἀλλά καί νά φθάση στήν ἀπάθεια. Σέ μιά τέτοια φάσι πληρότητος τοῦ Πνεύματος ὁ ἀγωνιστής μοναχός δέν ἠμπορεῖ νά ἔχη κακούς καί ἐσφαλμένους λογισμούς ἤ κακίες, ἀλλά συναντᾶται μέ τόν Θεό στόν ἴδιο χῶρο, σέ μιά ὑπερφυσική γνωριμία καί πέραν ἀπό φυσικούς χώρους τοῦ νοῦ. Ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών καί πανταχοῦ ἀόρατος καί ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη εἶναι τό ἀντικείμενο τῆς σκέψεως τοῦ Θεοῦ· ὁπότε ὁ Θεός σκέπτεται τόν κόσμο καί ἡ δημιουργία Τόν ἀναγνωρίζει ὡς Θεό καί Τόν ὑπακούει. Κατ᾿ αὐτό τόν τρόπο γίνεται ὁ Θεός τροφή τοῦ νοῦ μας, διότι σ᾿ αὐτόν ἐμφυτεύεται δυνάμει ἡ ἕνωσις ἀνθρώπου καί Θεοῦ.
Τό Κομβοσχοίνιο
Τό κομβοσχοίνιο συμβολίζει τό σπαθί τοῦ ἀγωνιστοῦ μοναχοῦ. Ἡ προσευχή τοῦ νοῦ εἶναι ἡ σπάθη τοῦ Πνεύματος, ἡ ὁποία κόπτει τούς κακούς λογισμούς μέ τήν ἐπίκλησι τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ. Ἁπλᾶ ἠμποροῦμε νά εἰποῦμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς μᾶς λυτρώνει ἀπό τόν πόλεμο τοῦ νοητοῦ ἐχθροῦ. Μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ νά κτυπᾶς τούς ἐχθρούς, διότι δέν ὑπάρχει δυνατώτερο ὅπλο ἐναντίον τοῦ διαβόλου, ἀπό τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί στόν οὐρανό καί στήν γῆ, μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος.
Ὁ σταυρός
Ὁ σταυρός στόν νέο ὁμολογητή τοῦ Χριστοῦ μᾶς ὑπενθυμίζει τήν αὐταπάρνησι καί τήν ἄρσι τοῦ σταυροῦ, πού εἶναι ἕνα παντοτεινό ἔργο σ᾿ ὁλόκληρη τήν πνευματική ζωή του. Ὁ κόκκος πού δέν θέλει νά πεθάνη, ἀκόμη κι ἄν εἶναι ἀπό σιτάρι, δέν θά καρποφορήση ποτέ. Ἡ σωτηρία ἐργάζεται μόνον ἐπάνω στά ἐρείπια τοῦ ἐγωϊσμοῦ.
Ἡ λαμπάδα
Ἡ λαμπάδα εἶναι ἕνα μικρό φῶς ἤ ἕνα καντήλι ἀναμμένο. Ἡ σημασία της στήν τάξι τῆς μοναχικῆς ζωῆς εἶναι πάρα πολύ περιεκτική καί θέλει νά μᾶς εἰπῆ ὅτι κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι πρέπει νά ὁμοιάσουμε μέ μία λαμπάδα. Ἐμεῖς εἴμεθα οἱ πέτρες, τά ξύλα ἤ ἡ θυσία τῆς καλῆς μας θελήσεως ἐπάνω στό βῆμα τοῦ Ἠλία. Τό βῆμα εἶναι ἡ ἀπόδειξις τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ γιά τήν φωτιά θά φροντίση ὁ Θεός. Οἱ ἀποδείξεις ὑπάρξεως τοῦ Παναγίου Θεοῦ-οἱ πιό φωτεινές ἀποδείξεις-εἶναι οἱ Ἅγιοι, πού ἔζησαν μέσα στό θεῖο φῶς. Αὐτοί οἱ νικητές τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί ὅλης τῆς κτίσεως ὁδηγοῦν τούς ἀνθρώπους στό νά δοξάσουν καί νά γνωρίσουν τόν ἀληθινό Θεό. Ἔτσι ἔλαμψαν σάν τόν ἥλιο, ὅπως οἱ Ἀββάδες Σισώης, Παμβώ, Σιλουανός, Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ γιά νά μνημονεύσουμε μόνο τούς γνωστούς.
Ἀφοῦ λάβει ὅλη τήν καινούργια στολή ὁ νέος μοναχός τοῦ νέου μοναχικοῦ του πολιτεύματος καί τά ὅπλα σάν στρατιώτης τοῦ Πνεύματος, ὁ ἱερεύς τόν εὐλογεῖ: «Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου», πού εἶναι εὐλογία τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ ἱερεύς, ὄντας οἰκονόμος τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, προσεύχεται γιά τόν νεόκουρο ἀδελφό ὥστε νά συναριθμηθῆ στήν χορεία τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ καί νά γραφθῆ στό Βιβλίο τῆς Ζωῆς. Προσεύχεται νά περάση ὅλη αὐτή τήν ἀσκητική ὁδό, ὅπως τόν παρουσιάζει μία εἰκόνα μέ τόν μοναχό σταυρωμένο ἐπί τοῦ σταυροῦ, μέ τήν λαμπάδα ἀναμμένη καί ἔξω εἶναι τά πάθη, τά ὁποῖα γύρω ἀπό τόν σταυρό τόν φωνάζουν: «Κατέβα ἀπό τόν σταυρό». Κρατώντας τόν σταυρό καί τήν λαμπάδα ὁ νεόκουρος μοναχός μεταφέρεται σ᾿ ἕνα στασίδι τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ. Ἐκεῖ τοῦ προσφέρεται τόπος στήν μαχομένη Ἐκκλησία. Συνεχίζεται ἡ θεία Λειτουργία στήν ὁποία προστίθενται καί εὐχές γιά τόν νέο μαχητή τοῦ Πνεύματος, ὅπως γιά νά διαφυλαχθῆ ἀπό τίς σαΐτες τοῦ ἐναντίου καί βοηθούμενος ἀπό τόν Θεό νά φθάση στήν ἁγία ταπείνωσι. Ἀκόμη νά κρατήση ἀσάλευτη τήν πίστι μέσα του καί τήν καθαρότητά του γιά νά νικήση τήν φύσι τῶν παθῶν του καί ν᾿ ἀξιωθῆ νά γίνη καινούργιος ἄνθρωπος. Στήν ἐκτενῆ δέησι ὁ ἱερεύς ἱκετεύει τόν Θεό καί γιά τήν συγχώρησι τῶν ἁμαρτημάτων του. Ἡ μοναχική πολιτεία εἶναι ἡ πληρότης τῆς Χάριτος, εἶναι τό Μυστήριο τῆς Μετανοίας, διά τοῦ ὁποίου σβήνει ὅλο τό παρελθόν τῶν ἁμαρτιῶν του. Παράδειγμα τρανό εἶναι ὁ ἀββᾶς Μωϋσῆς ὁ Αἰθίοψ, ὁ ὁποῖος ἀπό ληστής ἔγινε μοναχός. Ἡ θεία Λειτουργία προσανατολίζεται καί αὐτή μέ προσοχή πρός τόν νέο ὁμολογητή τῆς Θυσίας, ὁ ὁποῖος τώρα ἔλαβε τό δεύτερο Βάπτισμα. Ἀκολουθεῖ τό Τρισάγιο,πού εἶναι Ὕμνος στήν Ἁγία Τριάδα καί στό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος: «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε». Χαρά γίνεται στόν οὐρανό, χαρά βασιλική. Οἱ στίχοι τοῦ Ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος εἶναι σάν προφητικοί: «Ὁ Κύριος εἶναι τό φῶς, ὁ Κύριος εἶναι καί Σωτήρ μου, ἀπό τί νά φοβηθῶ; Ὁ Κύριος εἶναι ὑπερασπιστής τῆς ζωῆς μου, ἀπό ποιόν νά φοβηθῶ;»
Μέχρις ἐδῶ δέν παρουσιάσθηκε καί ἡ πλευρά τῶν κινδύνων τοῦ ἀοράτου πολέμου. Μπορεῖ νά συμβοῦν σκληροί πόλεμοι μέ πληγές, μέ ἀπάτες, μέ παγίδες, μέ φοβερές φαντασίες, μέ ψεύτικα ὁράματα, μέ παραισθήσεις, μέ ξαφνικές φοβίες...Ὅλες τίς παγίδες τίς ξεπερνᾶ ἡ ταπείνωσις. Ὁράματα δέν πρέπει νά δέχεται ὁ μοναχός, διότι ὑπάρχει κίνδυνος νά τά ἐξαρτᾶ ἀπό τόν Θεό. Ὁ Ἀπόστολος τῆς Ἀκολουθίας τῆς κουρᾶς μᾶς ὑπενθυμίζει ἀκόμη μία φορά τήν συμβολική σημασία τῆς πανοπλίας γιά τόν ἀόρατο αὐτό πόλεμο. Ὅλοι κατευθύνονται ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο γιά νά λάβουν κουράγιο καί νά θεμελιώσουν τόν ἀγῶνα τους ἐπάνω στήν δύναμι τοῦ Θεοῦ.
Τήν φύσι μας πρέπει νά τήν ὁπλίσουμε μέ ὅλα τά ὅπλα, μέ τά ὁποῖα καί ὁ Χριστός ἐνίκησε τόν κοινό νοητό ἐχθρό. Εἶναι κατανοητό, ὅτι δέν εἴμεθα ἐναντίον τῆς φύσεώς μας, ἀλλά ἐναντίον τῶν πνευμάτων τῆς κακίας, τά ὁποῖα καί προσέβαλλαν τήν φύσι τοῦ ἀνθρώπου, πού δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό. Μέ τά ὅπλα τοῦ Θεοῦ ὁ νοητός ἐχθρός μπορεῖ νά νικηθῆ κατά κράτος καί κατά τρόπο πνευματικό. Σάν ἀρχάριοι μαχόμεθα μέ τά πάθη μας καί τίς κακές μας συνήθειες, ἀλλά ἡ ἐκμάθησις τῆς ταπεινώσεως εἶναι ἕνα νέο καί ἀήττητο ὅπλο κατά τοῦ διαβόλου. Οἱ δυσκολώτερες παγίδες ἐμφανίζωνται σ᾿ αὐτούς πού εἶναι πιό προοδευμένοι στήν ἀρετή καί ἔμπειροι στήν μάχη. Αὐτό τό ἐπιτρέπει ὁ Θεός, εἴτε γιά νά κρίνη ὁ Θεός τόν διάβολο, μέσῳ ἀνθρώπου, εἴτε γιά νά ταπεινώση τόν ἄνθρωπο, μέσῳ τοῦ ὑπεναντίου διαβόλου. Νά γνωρίζουμε καλά ὅτι αὐτή ἡ μάχη δέν εἶναι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς μας, οὔτε γίνεται γιά τίς ἀρεςτές μας, ἀλλά γίνεται μόνο μέ τήν Χάρι τοῦ Χριστοῦ καί πάντοτε μέ τήν βοήθειά Του. Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα κατακλείει τήν περικοπή μέ ἕνα στίχο περί ταπεινώσεως ἀπό τόν Ψαλμό, κατά τόν ὁποῖο ὁ μαχητής, παρότι εἶναι πτωχός κατά τήν φύσι του καί ἀδύνατος, ὅμως ἠμπορεῖ νά κράζη διά τῆς συνειδήσεώς του πρός τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος καί θά τόν ἀκούση καί θά τόν λυτρώση ἀπό ὅλες τίς στενοχώριες του. Ἀπό τήν γνῶσι αὐτῆς τῆς πτωχείας τῆς φύσεώς μας, τῆς πνευματικῆς μας πτωχείας, ἀρχίζει νά αὐξάνεται ὁ πλοῦτος μας κατά Θεόν.
Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Ἀκολουθίας τῆς κουρᾶς μᾶς ὑπενθυμίζει πάλι ἐν συντομίᾳ ὅτι ἀπό ἕνα μαθητή ὁ Ἰησοῦς τοῦ ζητεῖ: φιλοτιμία γιά τήν ἀπόκτησι τῆς ἀγάπης, ὑπομονή στίς δοκιμασίες, ἤ γιά νά εἰπῶ καλλίτερα, τήν ὑπομονή τοῦ σταυροῦ του. Ἀκόμη τοῦ ζητεῖ νά ἔχη ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη στήν νίκη του ἐναντίον τῶν παθῶν του καί τῶν ὑπεναντίων δυνάμεων, ἐνῶ σάν στεφάνι τοῦ ζητεῖ νά φορέση τήν ἁγία ταπείνωσι. Μ᾿ αὐτές τίς πνευματικές συμβουλές φθάνει ὁ μοναχός στήν ἀνάπαυσι τῆς ψυχῆς του, στήν ἀπάθεια. Στήν κατάστασι αὐτή πρέπει νά φθάση στόν παρόντα αἰῶνα, διότι στόν μέλλοντα αἰῶνα ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ, θά εἰσέλθη μετά δόξης στήν ἀνέσπερη ἡμέρα τῆς αἰωνίου ἀναπαύσεώς του.
Ἡ θεία Λειτουργία συνεχίζεται, ἐνῶ στόν καιρό τῆς Θείας Μεταλήψεως ἔρχεται πρῶτος ὁ νεόκουρος μοναχός, διότι καί στό πρῶτο Βάπτισμα εἶναι καθιερωμένη ἀμέσως ἡ Θεία Κοινωνία τοῦ νεοβαπτίστου. «Ψυχήν σύν τῷ σώματι, ἁγιασθείην Δέσποτα, φωτισθείην σωθείην γενοίμην οἶκος σου, τῇ τῶν μυστηρίων μεθέξει, τῶν ἱερῶν ἔνοικόν σε ἔχων, σύν Πατρί καί Πνεύματι, εὐεργέτα πολυέλεε». «Ὡς πῦρ γενηθήτω μοι, καί ὡσεί φῶς τό Σῶμα σου, καί τό Αἷμα Σωτήρ μου τό τιμιώτατον, φλέγων ἁμαρτίας τήν ὕλην, καί ἐμπιπρῶν παθῶν τάς ἀκάνθας, καί ὅλον φώτιζόν με, προσκυνεῖν σου τή θεότητα» (Τροπάρια Κανόνος Θ. Μεταλήψεως). Αὐτό εἶναι τό μυστήριο ἑνώσεως μέ τόν Χριστό, πού εἶναι καί ὁ βασικώτερος σκοπός τῆς θείας Λειτουργίας.
Στήν ὥρα τῆς εὐχῆς τοῦ ἄμβωνος, πρός τό τέλος τῆς Λειτουργίας, ὁ νεόκουρος λαμβάνει τό Εὐαγγέλιο στά χέρια του, σάν ἔνδειξι ὅτι τυπώθηκε καί στήν ψυχή του αὐτή ἡ Καινή Διαθήκη, τήν ὁποία δέχθηκε κι αὐτός μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. (Ἡ παραλαβή τοῦ Εὐαγγελίου ὑπό τοῦ νεόκουρου Ἀδελφοῦ προέρχεται ἀπό σλαβονική παράδοσι). Ἡ ἀφιέρωσίς του στόν Θεό ἐκδηλώνεται μέ τόν χαιρετισμό καί ἀσπασμό ὅλων τῶν Ἀδελφῶν τῆς Ἀδελφότητος, οἱ ὁποῖοι ἀσπαζόμενοι πρῶτα τό Εὐαγγέλιο καί τόν σταυρό τοῦ νεόκουρου, κατόπιν τόν ἐρωτοῦν πῶς ἐκλήθη. Ὁ νέος μοναχός τούς λέγει τό νέο ὄνομά του καί ὁ καθένας τοῦ εὔχεται νά σωθῆ, νά ἁγιασθῆ καί αὐτό τό ὄνομα νά γίνη δεκτό ἀπό τόν Θεό, καθώς καί οἱ προσευχές του γιά τήν Ἀδελφότητα, γιά ὅλους τούς ὀρθοδόξους Χριστιανούς καί ὁλόκληρη τήν κτίσι.
Μέ αὐτά τελειώνει καί ἡ Θεία Λειτουργία. Ὁ νέος ἐκλεκτός τοῦ Θεοῦ, μέ τήν λαμπάδα ἀναμμένη, μέ τήν ψυχή του φωτισμένη ἐξέρχεται κι αὐτός ἀπό τήν ἐκκλησία καί πηγαίνει στό ἡγούμενο καί Γέροντά του γιά νά λάβη τήν εὐλογία του καί τίς εὐχές του. Αὐτός τόν διδάσκει πάλι γιά τίς ἰδιαιτερότητες αὐτῆς τῆς ζωῆς καί τοῦ εὔχεται νά πραγματοποιήση τίς ὑποσχέσεις του: ὑπακοή στόν Χριστό, ἄρνησι τοῦ προσωπικοῦ του θελήματος, ταπείνωσι καί τά ἄλλα ἔργα τοῦ μονήρους βίου μέ τά ὁποῖα φωτίζεται κι αὐτός καί λαμβάνει τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀπ᾿ αὐτή ἀκόμη τήν ζωή.
Στό βάθος τῆς ὑπάρξεώς του παραμένει τώρα ἡ σταθερότης καί ἡ ἀγάπη γι᾿ αὐτή τήν ἐκλεκτή μοναχική πορεία. Καί ἡ εὐχή ὅλων μας γιά τούς νεόκουρους Ἀδελφούς μας εἶναι αὐτή: «Νά ζῆς, ἀδελφέ, ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου, ὅπως ἔζησες τήν πρώτη ἡμέρα τῆς μοναχικῆς σου κουρᾶς».
Ἀπό τώρα, παιδί μου, νά ἀνθίσης καί νά καρποφορήσης ἐκεῖ, ὅπου προσκλήθηκες καί φυτεύθηκες ἀπό τόν Θεό. Ἀμήν.
Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου