Ὑπό ρουμάνου Γέροντος π. Πετρωνίου Ἀγιορείτου
Ρώτησε κάποιος τόν ἀββᾶ Ἀντώνιο: «Τί νά κάνω γιά νά ἀρέσω στόν Θεό;» καί ὁ Γέροντας τοῦ ἀπήντησε: «Ὁπουδήποτε πηγαίνεις νἄχεις μπροστά σου τόν Θεό.... Φύλαξε αὐτό καί θά σωθῆς».
Ἕνας μοναχός ρώτησε μιά φορά ἕνα πνευματικό πατέρα: «Ποιό πρᾶγμα βοηθεῖ τόν μοναχό σέ κάθε πειρασμό καί ἀκηδία πού θά τόν καταλάμβανε;» Καί ὁ πατήρ τοῦ ἀπήντησε: «Νά πιστεύη μέ ὅλη τήν δύναμι τῆς ψυχῆς του ὅτι ὁ Θεός εἶναι παρών καί ὅτι πάντοτε βλέπει τόν ἄνθρωπο. Χωρίς αὐτό τόν λογισμό ὅλος ὁ κόπος καί ἡ ἐργασία τοῦ μοναχοῦ εἶναι μάταια».
Οἱ δύο αὐτές πνευματικές συμβουλές δείχνουν ἕνα καί τό αὐτό πρᾶγμα, ὅτι δηλαδή τό νά βλέπη κανείς πάντοτε τόν Θεό μπροστά του εἶναι τόσο σπουδαῖο πρᾶγμα, ὥστε μόνο αὐτό εἶναι σέ θέσι νά μᾶς σώση, καί χωρίς αὐτό ὅλοι οἱ ἄλλοι πνευματικοί κόποι καί ἐργασίες εἶναι ἀνωφελῆ πράγματα. Τί μυστήριο ἄρα γε νά κρύβη αὐτή ἡ «θέα»τοῦ Θεοῦ», ὥστε οἱ ἅγιοι Πατέρες νά τήν θεωροῦν τόσο σημαντική γιά τήν σωτηρία μας;
Εἶναι πρᾶγμα ἁπλό γιά κάθε χριστιανό ὅτι ὁ Θεός ὡς Δεσπότης καί Δημιουργός τοῦ παντός, δέν ὑπόκειται σέ κανέναν περιορισμό, οὔτε τοπικό, οὔτε χρονικό καί ἑπομένως εἶναι πάντοτε καί πανταχοῦ παρών. «Ποῦ φύγω ἀπό τοῦ προσώπου σου;» (Ψαλμ.138,7), διερωτᾶται ὁ Ψαλμωδός. Μᾶς τό εἶπε ὁ Ἴδιος ὁ Σωτήρας μας: «καί ἰδού ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματ.28,20). Τό ὁμολογοῦμε κι ἐμεῖς στήν πολύ γνωστή προσευχή: «Βασιλεῦ οὐράνιε...ὁ πανταχοῦ παρών...», ὅπως ἐπίσης καί μ᾿ ὅλο τόν τρόπο τῆς προσευχῆς μας ἐφ᾿ ὅσον οἱ προσευχές μας ἀπευθύνονται σ᾿ ἕνα πρόσωπο πού εἶναι μπροστά μας καί αἰσθανόμεθα ὅτι ἡ προσευχή εἶναι συνομιλία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ἑπομένως, χωρίς τήν παραμικρή ἀμφιβολία, ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ Παρών, κοντά στόν καθένα μας καί ἀκόμη περισσότερο «εἶναι πιό κοντά σ᾿ ἐμᾶς ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι». (Ἱερός Αὑγουστῖνος), διότι «ἐν αὐτῶ γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμεν» (Πράξ.17,28). Εὑρισκόμεθα μέσα στό ἄπειρο, ἀκατανόητο, ἀνέκφραστο ὠκεανό τοῦ Θεοῦ».(π. Δημ. Στανιλοάε).
Ὅμως ἡ θεϊκή Παρουσία εἶναι τελείως διαφορετική ἀπό τήν παρουσία τῶν ὑπάρξεων καί τῶν πραγμάτων τοῦ περιβάλλοντός μας. Ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ Παρών, ὄχι μόνον ἁπλῶς μέ τήν ὕπαρξί του, ἀλλά μέ ὅλη τήν πληρότητα τοῦ θείου Προσώπου του. Μέ τήν αἰώνια παντοδυναμία του ἐργαζομένη, μέ τήν ὁποίαν ἔφερε τά πάντα ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξι, μέ τήν ὁποία, ὅταν εὑρισκόταν στήν γῆ, θεράπευε κάθε ἀσθένεια, ἔδιωχνε δαιμόνια, ἀνέστησε νεκρούς. Μέ τήν ἄπειρη ἀγάπη του, ἡ ὁποία τόν κατέβασε στήν γῆ καί τόν ἔκανε νά πάρη ἐπάνω του ὅλες τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, γιά τήν ὁποία ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, λέγει ὅτι εἶναι φωτιά μυστηριώδης, πού ὅπως μιά σπίθα περιμένει μέσα στήν καρδιά μας γιά νά τήν πυρπολήση καί νά τήν γεμίση δῶρα: μέ τήν ἀγαθότητα, τήν ἁγιότητα, τόν ἄπειρο πλοῦτο τῶν θείων Αὐτοῦ δυνάμεων, πού ἐκχύνονται ἐπάνω σέ κάθε πλάσμα, χωρίς νά σταματοῦν ἤ νά ἐλαττώνονται μέ σκοπό νά τό κρατοῦν στήν ὕπαρξι, καθότι, ἄν «ἀποστρέψη ὁ Θεός τό πρόσωπον του τά πάντα ἐπιστρέφουν εἰς τόν χοῦν». (Ψαλμ.103) καί νά τό βοηθήσουν νά αὐξηθῆ, νά τελειοποιηθῆ, δεδομένου ὅτι «χωρίς Αὐτοῦ οὐ δυνάμεθα ποιεῖν οὐδέν». (Ἰωάν.15,5).
Ἀλλά, ἐπειδή «Πνεῦμα ὁ Θεός», (Ἰωάν.4,24) καί ἡ παρουσία του εἶναι πνευματική, ἀπό τό ἄλλο μέρος ὅμως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὕπαρξις σωματική καί περιωρισμένη καί εὐδόκησε ὁ Θεός νά κατέλθη στό δικό μας τό ἐπίπεδο, νά γίνη ὁρατός μέ σχῆμα καί μέ τρόπο, πού εἶναι δυνατόν νά γίνη ἀντιληπτός ἀπό τίς δικές μας αἰσθήσεις γιά νά μπορέση νά μᾶς χαροποιήση, χωρίς ἐμπόδιο μέ τήν θεϊκή του παρουσία. Ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἔλαβε ὅμοιο μέ τό ἰδικό μας σῶμα, χωρίς ἁμαρτία, ἐνῶ μετά τήν Ἀνάληψί του στούς οὐρανούς ἐδιάλεξε παντοτεινή κατοικία πάνω στήν γῆ. Ἔτσι, στήν Ἐκκλησία, στόν «Οἶκο Κυρίου», βλέπουμε στίς ἅγιες εἰκόνες τήν μορφή του «πλήρη χάριτος καί ἀληθείας», (Ἰωάν.1,14), τόν ἀκοῦμε νά μᾶς ὁμιλῆ μέ τό θεῖο του Εὐαγγέλιο, τόν ἐγγίζουμε καί τόν γευόμεθα στήν Ἁγία Κοινωνία γιά νά βεβαιωθοῦμε μέ ὅλες μας τίς αἰσθήσεις γιά τήν θεϊκή Του παρουσία. Σάν σ᾿ἕνα σχολεῖο, στήν Ἐκκλησία μαθαίνουμε πρῶτα νά συναντώμεθα μέ τόν Κύριον στόν οἷκο του, γιά νά μπορέσουμε μετά νά τόν συναντήσουμε καί στόν ἰδικό μας τόν οἶκο καί στήν ἐργασία μας, παντοῦ καί πάντα γιά νά τόν αἰσθανόμεθα μαζί μας καί ἐμᾶς ποτέ χωρισμένους ἀπ᾿ Αὐτόν.
Κι ἀκόμη περισσότερο ὁ Θεός ἀναμείχθηκε μέ τήν ἰδική μας φύσι στήν πιό βαθειά οἰκειότητα. Μέ τό βάπτισμα κατοίκησε μέσα μας, διότι «ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» ψάλλουμε στήν ἀκολουθία τοῦ Βαπτίσματος. Ἔτσι μετέφερε «τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐντός ἡμῶν» (Λουκ.17,21).
Ἑπομένως ὁ Θεός, πού μᾶς ἐδημιούργησε κατ᾿ εἰκόνα του, ὄχι μόνο μᾶς ὥρισε ἕναν ὑψηλό προορισμό, νά γίνουμε δηλαδή «καθ᾿ ὁμοιώσίν του», ἀλλά καί μᾶς βοηθῆ νά πραγματοποιήσουμε αὐτή τήν κλῆσι θέτοντας στήν διάθεσί μας ὅλο τό πλήρωμα τῶν θεϊκῶν του δυνάμεων. Εὑρίσκεται πάντοτε μαζί μας καί συγχρόνως ἡ παρουσία του εἶναι μία εὐεργετική παρουσία, παντοδύναμη, δυναμική, ἐνεργητική, ἐγκαθιδρυμένη μέσα στά ἐνδότερα τῆς ὑπάρξεώς μας, στήν διάθεσί μας, περιμένοντας μόνο νά χρησιμοποιηθῆ γιά νά μᾶς τελειώση νά μᾶς θεώση.
Τί καταπληκτική σημασία ἔχει γιά ἐμᾶς αὐτή ἡ δυναμική παρουσία μᾶς τό λέγει ὁ ἴδιος ὁ Σωτῆρας «Ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου, ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί οὐ μή περιπατήσῃ ἐν τῆ σκοτίᾳ, ἀλλ᾿ ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰωάν. 8,12) «Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μὴ πεινάσῃ, καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ διψήσῃ πώποτε.(Ἰωάν.6,35), «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται» (Ἰωάν.11,25), «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή»(Ἰωάν.14,6).
Μερικά ἁπλᾶ παραδείγματα ἀπό τήν καθημερινή ζωή μπορεῖ νά μᾱς φωτίσουν περισσότερο τό νόημα αὐτοῦ τοῦ γεγονότος. Ἄν στό φῶς καί στήν θερμότητα ἑνός κτίσματος, ὅπως εἶναι ὁ ἥλιος, ὁ ἄνθρωπος καί ὁλόκληρη ἡ κτίσις αἰσθάνονται καλά, παίρνουν ζωή, τότε τί βαθειά μεταβολή μπορεῖ νά πραγματοποιηθῆ μέσα στόν ἄνθρωπο πού βαδίζει μέσα στό ἄκτιστο καί ζωοποιό φῶς τοῦ αἰωνίου Ἡλίου; «Ἡ παρουσία ἑνός καλοῦ ἀνθρώπου, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, μᾶς ἀλλάζει, μᾶς γεμίζει χαρά. Τότε τί μεταβολή μπορεῖ νά ἐπιφέρη ἡ παρουσία τοῦ Οὐρανίου Δεσπότου; (Κλῖμαξ 30,10). Ὁ ἀδύναμος ἄνθρωπος, ὅταν εἶναι μόνος του, αἰσθάνεται ἰσχυρός, ὅταν εὑρίσκεται μαζί μέ κάποιον ἄλλον. Ἀλλά τί δύναμι θ᾿ ἀποκτήση, ὅταν συνειδητοποιήση ὅτι εἶναι μαζί μέ τόν Παντοδύναμο, καί δέν θά πῆ μαζί μέ τόν Ἀπόστολο: «Πάντα ἰσχύω ἐν τῶ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῶ» (Φιλιπ.4,13).
Λουσμένοι μέσα σ᾿ αὐτό τόν ὠκεανό τῶν ἀγαθοποιῶν δυνάμεων, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά ἔπρεπε νά εἶναι τέλειοι, ἅγιοι, πλήρως εὐτυχισμένοι. Καί ὅμως πάντοτε εἶναι ἀληθινός ὁ λόγος τοῦ Ψαλμωδοῦ: «Ἐγώ εἶπα θεοί ἐστε καί υἱοί Ὑψίστου πάντες, ὑμεῖς δέ ὡς ἄνθρωποι ἀποθνήσκετε»(Ψαλμ.81,6-7). Σπανίως προσέχουμε τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Δέν βλέπουμε τόν Θεό μπροστά μας, δέν τόν αἰσθανόμεθα δίπλα μας, μέσα μας! Ἕνας ὁλόκληρος κόσμος εὑρίσκεται στό σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας καί στήν σκιά τοῦ θανάτου, πεινασμένος καί διψασμένος γιά τήν τροφή τῆς ζωῆς, περιπλανώμενος σάν τό πρόβατο, χωρίς ποιμένα, καταπονημένος ἀπό τίς ἐχθρικές δυνάμεις τοῦ σκότους, μακριά από τόν Κύριον, πού εἶναι τόσο κοντά μας. Ταξιδεύουμε στόν δρόμο τῆς ζωῆς καί ὁ Χριστός εἶναι μαζί μας, ὅμως οἱ ὀφθαλμοί μας «κεκράτηνται», ὅπως ἐκείνων τῶν δύο μαθητῶν, πού βάδιζαν πρός Ἐμμαούς (Λουκ.24,16). Βλέπουμε τόν Κύριο στήν ἀκτή τῆς ζωῆς μας καί ὅμως «δέν γνωρίζουμε ὅτι εἶναι ἐκεῖνος» (Ἰωάν.21,4).
Δέν εὑρισκόμεθα στό σκοτάδι ἐξ αἰτίας τοῦ ἡλίου, ἀλλά ἐπειδή κλεινόμαστε σ᾿ ἕνα δωμάτιο χωρίς παράθυρα. Δέν ταιριάζει στήν ἀγαθότητα καί ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔπλασε τόν ἄνθρωπο ἐλεύθερο ὄν, νά μήν ὑπολογίση αὐτήν τήν ἰδιότητά μας καί νά μᾶς ἐπιβάλη τήν θεία του παρουσία. Ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶναι παντοδύναμος καί πανταχοῦ παρών, δέν μᾶς ἐπιβάλλεται, ἀλλά δέχεται νά μᾶς κρατᾶ σέ ἀπόστασι καί περιμένει ἐμεῖς νά τόν ἰδοῦμε, νά μή τόν παραβλέψουμε. Αὐτός ὁ παντοδύναμος περιμένει ἀπό ἐμᾶς νά διώξουμε τήν ἀπόστασι, στήν ὁποία τόν κρατᾶμε, «ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω». (‘Αποκ.3,20).
Ἀλλά τί εἶναι ἡ παράδοξη αὐτή ἀπόστασι ἀνάμεσα σ᾿ ἐμᾶς καί στόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι πανταχοῦ παρών;
Ὁ Ἀδάμ στόν παράδεισο ἀδιάκοπα εὐφραινόταν μέ τήν θέα τοῦ Θεοῦ (Γέν.3,8), ἐνῶ, ὅταν ἁμάρτησε, κρύφθηκε ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔγινε ὁ Θεός ἀόρατος, ἀλλά ἡ ἁμαρτία ἔκρυψε τόν ἄνθρωπο, ὥστε νά μή βλέπη τόν Θεό. Ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ εἶναι «τό μεσότειχον τῆς ἔχθρας», ἐνῶ ἡ ἁμαρτωλή θέλησις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό «χάλκινο τεῖχος» ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο καί στόν Θεό. Ὅπως ἕνα τεῖχος ἐμποδίζει τήν ὅρασι γιά νά ἰδῆ κανείς ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἔτσι καί ἡ ἁμαρτία κλείνει τόν ὁρίζοντα τῆς θέας τοῦ Θεοῦ. Μᾶς κλείνει μέσα στόν ἑαυτό μας σάν μέσα σ᾿ ἕνα τεῖχος, μᾶς κάνει ὅλο καί πιό ἀνόμοιους πρός τόν Θεό καί γι᾿ αὐτό αἰσθανόμεθα ὅλο καί πιό μακριά ἀπ᾿ Αὐτόν, ὁ ὁποῖος εἶναι τόσο κοντά μας.
Μόνον ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἁμαρτία ἐξαφανίζει τό διαχωριστικό τεῖχος. Κατά τό μέτρο πού ὁ ἄνθρωπος προοδεύει στήν ἐργασία τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπό τά πάθη καί στήν ἐπιτέλεσι τῶν ἐντολῶν, ἡ ἀνομοιότητα ἐξαφανίζεται, ἡ ἀπόστασις μικραίνει καί ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ γίνεται ὅλο καί πιό ὁλοφάνερη, ὅλο καί πιό φωτεινή. Γι᾿ αὐτό καί ἡ αἴσθησις τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι κάτι τό στατικό, δέν εἶναι παντοῦ καί γιά ὅλους τό ἴδιο, ἀλλά ὁ καθένας εὑρίσκεται μπροστά στόν Θεό σέ διαφορετική ἀπόστασι, σέ μιά ἀπόστασι προσωπική, σύμφωνα μέ τό πνευματικό ἐπίπεδο στό ὁποῖο εὑρίσκεται. Ἡ ἀπόστασις ἀπό τόν Θεό, στήν ὁποία μᾶς κρατεῖ ἡ ἁμαρτία, ὅπως εἶναι φανερό δέν εἶναι τοπική, διότι ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών, ἀλλά εἶναι χρονική, διότι ἡ ἀπελευθέρωσις ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἡ πρόοδος στήν ἀρετή, πού μᾶς κάνουν ὅμοιους μέ τόν Θεό, πραγματοποιοῦνται ἐν χρόνῳ (π. Δημ. Στανιλοάε).
Ἄν καί κάθε ἁμαρτία μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό καί ἡ ἐργασία τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπό τά πάθη μᾶς πλησιάζει, ἐν τούτοις μέσα στό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν καί τῶν ἀρετῶν μερικές ἔχουν ἰδιαίτερη σημασία γιά τήν ἄποψί μας.
Ἄς σταματήσουμε στούς δύο μαθητές πού ἐπορεύοντο πρός Ἐμμαούς. Γιατί οἱ ὀφθαλμοί τους «ἐκρατοῦντο», ὥστε νά μή γνωρίσουν τόν Διδάσκαλο; Τό βλέπουμε ἀπό τήν παρατήρησι, πού τούς κάνει ὁ Κύριος ὀνομάζοντάς τους «ὦ ἀνόητοι καί βραδεῖς τῆ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπί πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται» (Λουκ.24,25). Ἡ ἀδύνατη καί ἀμφίβολη πίστις τους ἦταν αὐτό πού τούς κρατοῦσε τούς ὀφθαλμούς, ὥστε νά μή βλέπουν τόν Χριστό. «Πίστις ἐστι...πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». (Ἑβρ.11,1), γι᾿ αὐτό οἱ ὀφθαλμοί τῆς πίστεως εἶναι κατά πολύ πιό διεισδυτικοί ἀπό τούς ὀφθαλμούς τοῦ σώματος καί ἡ ὅρασίς τους δέν εἶναι ἀπατηλή. Δέν αἰσθανόμεθα καί δέν βλέπουμε τόν Κύριο, πού εὑρίσκεται μπροστά μας. Αὐτό συμβαίνει ἀπό ἀπιστία ἤ ἀπό τήν ἀδύναμη καί ἀμφίβολη πίστι μας.
Ἄς δοῦμε καί τούς ἄλλους μαθητές πού ψάρευαν μαζί μέ τόν Πέτρο. Πλησίαζαν στήν ἀκτή στενοχωρημένοι γιατί δέν εἶχαν πιάσει ψάρια ὁλόκληρη τήν νύκτα. Κάποιος πού εὑρισκόταν στήν ἀμμουδιά-αὐτοί δέν ἤξεραν ὅτι ἦταν ὁ Ἰησοῦς (Ἰωάν.21,4)-τούς λέγει νά ρίξουν τά δίκτυα στά δεξιά τοῦ πλοίου καί αὐτοί ρίχνοντάς τα τά ἐτράβηξαν γεμάτα ψάρια. «Ὁ Κύριος ἐστίν», ἐφώναξε ὁ μαθητής, τόν ὁποῖον ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς. Τόν ἐγνὠρισε μέ τούς ὀφθαλμούς τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη σάν κάτι, ἀπό τό ὁποῖον δέν ὑπάρχει τίποτε μεγαλύτερο, μᾶς δίνει μιά γνῶσι πιό τέλεια ἀπό ὅ,τι ἡ πίστις ἐπειδή «πᾶς ὁ ἀγαπῶν γινώσκει τόν Θεόν» (Α΄Ἰωάν.4,7), μᾶς διαβεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης, ἐνῶ ἡ ἁμαρτία, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά τό πάγωμα τῆς ἀγάπης. Γι᾿ αὐτό, ὅταν ὁ Σωτήρ βάζει πάλι τόν Πέτρο στήν τιμητική θέσι τοῦ Ἀποστόλου, ἀπό τήν ὁποία ἔπεσε μέ τήν ἄρνησι, τότε τόν ἐρωτᾶ γιά τήν ἀγάπη: «Σίμων, Ἰωνᾶ, ἀγαπᾶς με;»(Ἰωάν.21,16).
Μιλήσαμε στήν ἀρχή γιά τόν πνευμαιτκό ἐκεῖνον πατέρα πού ἔλεγε ὅτι ὅλος ὁ κόπος καί ἡ πνευμαιτκή ἐργασία τοῦ μοναχοῦ εἶναι μάταια, χωρίς τήν πίστι ὅτι ὁ Θεός πάντοτε εὑρίσκεται μπροστά μας. «Ἀλλά βέβαια, πῶς εἶναι δυνατόν ν᾿ ἀποκτηθῆ αὐτός ὁ λογισμός;» τόν ἐρώτησε πάλι ὁ μοναχός. Καί ὁ Γέροντας τοῦ ἀπάντησε: «αὐτός ὁ λογισμός πραγματοπιεῖται ἀπό τήν πολύ μεγάλη ἀγάπη πρός τόν Θεό, διότι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ κάποιον συνεχῶς τόν φέρνει νοσταλγώντας τον στόν νοῦ του καί τόν βλέπει αὐτόν ἔτσι ὅπως βλέπει τόν ἐαυτό του. Νά ἀγαπᾶς πάντοτε, ν᾿ ἀγαπᾶς χωρίς χορτασμό τόν Κύριο καί τότε ποτέ δέν θά ἀποχωριστῆς ἀπ᾿ αὐτόν τόν λογισμό».
Δέν βλέπουμε καί δέν αἰσθανόμεθα τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, διότι ἡ ἀγάπη μας πρός Αὐτόν εἶναι ψυχρή ἤ λείπει ἐντελῶς, ἐπειδή «ὁ ἀγαπῶν γινώσκει τόν Θεόν».
Ἡ ἀδύνατη πίστις κρατοῦσε τούς ὀφθαλμούς τῶν μαθητῶν, ὥστε νά μή ἀναγνωρίζουν τόν Διδάσκαλο, ἐνῶ ἡ ἀγάπη τοῦ ἀγαπημένου μαθητοῦ τόν γνώρισε. Ἡ πίστις ἑπομένως καί ἡ ἀγάπη μᾶς βοηθοῦν νά δοῦμε καί νά αἰσθανθοῦμε τόν Κύριο, ὁ ὁποῖος εἶναι πάντοτε μπροστά μας. Αὐτή τήν ἐμπειρία εἶχε ὁ Ψαλμωδός, ὅταν ἔλεγε: «Προωρώμην τόν Κύριον ἐνώπιόν μου διά παντός»(Ψαλμ.15,8). Καί γι᾿ αὐτό ἐξ ἄλλου ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νά πλησιάσουμε τόν Κύριο στό εὐχαριστιακό δεῖπνο, «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε». Ἀλλά ἡ πίστις καί ἡ ἀγάπη εἶναι τά δύο ἄκρα τῆς πνευματικῆς ἀνόδου, τῆς ὁποίας, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο, οἱ βαθμίδες εἶναι: πίστις, φόβος Θεοῦ, ἐγκράτεια, ὑπομονή, ἐλπίδα, ἀπάθεια καί ἀγάπη. Ἐπειδή ἡ ἄνοδος ἀπό τήν μία βαθμίδα στήν ἄλλη γίνεται μέ μιά ἀκατάπαυστη ἐργασία κάθαρσης ἀπό τά πάθη, τότε «οἱ καθαροί τῆ καρδίᾳ τόν Θεόν ὄψονται» (Ματ.5,8).
Ἄν κάθε ἀρετή μᾶς βοηθεῖ νά ἰδοῦμε τόν Θεό, μία ἀπ᾿ αὐτές μᾶς βοηθεῖ κατά τρόπο ἐξαιρετικό καί αὐτή εἶναι ἡ προσευχή. Ὅπως μεταξύ δύο προσώπων ὁ διάλογος δημιουργεῖ τό πιό μεγάλο πλησίασμα, ἔτσι καί ἡ προσευχή, ἡ συνομιλία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, μᾶς τοποθετεῖ σέ ἄμεσο καί μεγαλύτερο πλησίασμα τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία πλημμύρισε μέ προσευχές ἕνα τόσο μεγάλο μέρος τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς, γι᾿ αὐτό μᾶς προτρέπει νά προσευχώμεθα ἀκατάπαυστα, ὥστε κάθε ἄνθρωπος νά γίνη ἕνας ἄνθρωπος προσευχῆς, δηλαδή ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος δέν προσεύχεται μόνον ὅταν προσεύχεται, κατά τήν ἔκφρασι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, ἀλλά ὁλόκληρη ἡ ζωή του εἶναι προσευχή.
Πῶς πρέπει νά γίνεται ἀληθινά ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή μᾶς τό εἶπαν μ᾿ ἕνα πλῆθος διδασκαλιῶν οἱ μεγάλοι ἄνθρωποι τῆς προσευχῆς. Σταματῶ μόνο στό σύντομο καί πολύ περιεκτικό ὁρισμό τοῦ ἁγίου Μαξίμου: «Ἔχει ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή-λέγει αὐτός-αὐτό πού ἔχει ὁ νοῦς πού εἶναι προσηλωμένος μέ πολλή εὐλάβεια καί πόθο καί μέ τήν ἐλπίδα κρέμεται ἀπό Ἐκεῖνον καί ἐμπιστεύεται Ἐκεῖνον σέ ὅ,τι κάτι καί σέ ὅ,τι τοῦ συμβαίνει».
«Εὐλάβεια καί πόθος», δηλαδή ἄπειδη ἀγάπη στόν Θεό, ὥστε νά μπορῆ νά λέγη μαζί μέ τόν Ψαλμωδό: «ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου» (Ψαλμ.62,9). Κατόπιν «ἐλπίδα καί ἐμπιστοσύνη» ὁλοκληρωτική στόν Θεό σ᾿ὅλες τίς περιστάσεις τῆς ζωῆς. Ἀδιάλειπτη προσευχή ἑπομένως σημαίνει κάτι περισσότερο ἀπό μία ἀκατάπαυστη ἐργασία προσευχῆς, μία προσευχή μέ πίστι ἰσχυρή, μέ ἀγάπη ἀπεριόριστη, μέ τόν νοῦ προσηλωμένο στόν Θεό, «μέ βαθειά συγκέντρωσι στήν καρδιά, μέσα σέ μιά κατάστασι βαθειᾶς αἰσθήσεως τῆς καρδίας καί ρίγους ὁλοκλήρου τῆς φύσεως» (π.Δημ. Στανιλοάε).
Ὁ σύνδεσμος στήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί στήν αἴσθησι τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ εἶναι κάτι πολύ περισσότερο ἀπό ἐμφανής. Καί τά δύο θεμελιώνονται στήν πίστι καί στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί εὑρίσκουν τό πλήρωμά τους τό ἕνα στό ἄλλο. Διότι τό νά αἰσθάνεται κανείς τόν Θεό ἀδιάκοπα παρόντα σημαίνει τό νά εὑρίσκεται σέ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἐνῶ ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή σημαίνει νά εὑρίσκεσαι ἀκατάπαυστα μέσα στήν παρουσία του. «Ἡ προσευχή ἀνατέλλει ἀπό τήν ὅρασι καί αἴσθησι τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καί ἐπί πλέον δυναμώνει αὐτή τήν ὅρασι»(π. Δημ. Στανιλοάε). Ὅλοι οἱ Ἅγιοι ἔζησαν δυνατά τήν ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καί οἱ ἀποκαλύψεις καί τά θεῖα ὁράματα πού εἶχαν, μόνο μέσα στήν κατάστασι τῆς προσευχῆς τά εἶχαν.
Ἡ πορεία μπροστά στόν Θεό, ὅπως καί ἡ προσευχή, ἔχουν βαθειά ἐπακόλουθα στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ προσπάθεια γιά κάθε καλό ἔργο, ὅπως καί ὁ φόβος καί ἡ μέ προσοχή ἀποφυγή τῆς ἁμαρτίας, εἶναι ἐπακόλουθα ἄμεσα αὐτοῦ τοῦ πράγματος. «Ὁ ἐργάτης, ὁ ὁποῖος γνωρίζει ὅτι τόν βλέπει ὁ ἀνώτερός του, μέ πιό πολλή προθυμία ἐργάζεται στήν ἐργασία του. Ὁ ἄνθρωπος, πού ὅπως εἶναι φυσικό, προφυλάσσεται ἀπό τό νά κάνη τό κακό μπροστά σέ ἄλλον, πολύ περισσότερο θά προφυλαχθῆ ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀφοῦ ξέρει ὅτι πάντοτε εὑρίσκεται μέσα στήν παρουσία τοῦ Θεοῦ». Ὅποιος προσπαθεῖ ν᾿ ἀποκτήση αὐτή τήν ἐμπειρία, λέγει ὁ ἴδιος ὁ πνευματικός πατέρας, πού ἀναφέραμε προηγουμένως, εἶναι ἤπιος καί ταπεινός στήν καρδία, ἔχει βαθειά εἰρήνη στήν ψυχή, εἶναι ὑπομονετικός στίς θλίψεις, ἀνεμπόδιστος στόν δρόμο τῆς ζωῆς, ἔχει τήν χαρά τῆς ἐλπίδος καί εἶναι ἄφοβος γιά τό τέλος του».
Γι᾿ αὐτό οἱ πνευματικοί πατέρες στήν προσπάθεά τους ν᾿ ἀποκτήσουν αὐτό τόν λογισμό, ἔκαναν μιά ἀλάνθαστη πνευματική μέθοδο γιά τήν σωτηρία, ὅπως λέγει καί ὁ Μέγας Ἀντώνιος: «ὅπου δήποτε πηγαίνεις νά ἔχης πάντοτε πρό ὀφθαλμῶν σου τόν Θεόν καί θά σωθῆς». Κάποιος πάλι πού ἀξιώθηκε νά γλυκανθῆ ἀπ᾿ αὐτή τήν ὅρασι, μᾶς προτρέπει θερμά: «Προσπάθησε ὅλη σου τήν ζωή νά τήν αἰσθάνεσαι, νά ξετυλίγεται κάτω ἀπό τό βλέμμα του».
Ὅταν τόν ἀκοῦς νά ὁμιλῆ στό ἱερό Εὐαγγέλιο, γίνε ὅπως τά πλήθη ἐκεῖνα πού ἀκούγοντάς τον ξεχνοῦσαν τήν πεῖνα καί τήν δίψα, ἤ ὅπως ἡ Μαρία, ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου, πού ἐγκαταλείποντας τά πάντα, ροφοῦσε τά θεῖα λόγια καθισμένη κοντά στά πόδια του (Λουκ.10,40).
Ὅταν βαδίζης στόν δρόμο, βλέπε τον νά σέ συνοδεύη πλάϊ σου γιά νά μή σκοντάψης καί ἡ καρδιά σου νά φλέγεται περισσότερο ἀπό τήν καρδιά τοῦ Λουκᾶ καί τοῦ Κλεόπα.
Ὅταν ὁ ἐχθρός σέ στροβιλίζει μέ τήν θύελλα τῶν πειρασμῶν, νά δῆς τόν ἑαυτόν σου μέσα στό καράβι πού κινδυνεύει νά βυθισθῆ μαζί μέ τούς μαθητές καί νά μή ἀμφιβάλης ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι μπροστά καί ξαφνικά θά εἰρηνεύση τήν φουρτοῦνα καί θά φέρη τήν γαλήνη.
Ἐνῶ, ὅταν ἀξιώνεσαι νά τόν δεχθῆς μέσα στόν οἶκον σου κατά τήν Θεία Κοινωνία, λέγε, ὅπως ὁ Ζακχαῖος, μέ βαθειά ταπείνωσι καί εὐγνωμοσύνη: «Πῶς νά σ᾿ εὐχαριστήσω, ὅπως πρέπει, Κύριε, γιά τήν τόσο μεγάλη τιμή πού μοῦ ἔκανες νά εἰσέλθης στόν οἶκο μου;»
Ἐπέμενε νά αἰσθάνεσαι διαρκῶς μέσα σου τήν παρουσία του, ἀφοῦ εἶναι μπροστά μας καί δέν εἶναι δύσκολο νά αἰσθανώμεθα τήν παρουσία του, μόνο νά ἔχουμε καθαρή καρδιά, πίστι καί ἀγάπη. Μιά ἁπλή γριά ἔλεγε στόν Πνευματικό της: «Ἐγώ, πάτερ, εἶμαι ἄχρηστη γυναῖκα. Δέν γνωρίζω γράμματα, ἀλλά κάνω τίς δουλειές μου σάν νά εἶμαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὅταν πλένω τά ροῦχα μου λέγω: «Κύριε, πλύνε τήν ψυχή μου ἀπό τίς ἁμαρτίες, ὅπως πλένω κι ἐγώ αὐτά τά ροῦχα, γιά νά ἀρέσω κι ἐγώ σέ Σένα, ὅπως ἀρέσουν καί σέ μένα τά ἄσπρα καί καθαρά ροῦχα. Ὅταν σκουπίζω τό σπίτι λέγω: «Σκούπισε, Κύριε, ἀπό τήν ψυχή μου τά σκουπίδια τῶν ἁμαρτιῶν γιά νά ἀρέσω σέ Σένα, ὅπως ἀρέσει καί σέ μένα τό καλά σκουπισμένο σπίτι. Ἔτσι, λέγω καί γιά ὁ,τιδήποτε ἄλλο».
Γι᾿ αὐτό καί οἱ Ἁγιορεῖτες μοναχοί ἐναντιώνονται σθεναρά στό νά μή τούς ἐκσυγχρονίσουν τό Ἅγιον Ὄρος, γιατί στούς μακρεῖς καί δυσκολοδιάβατους δρόμους αὐτοί δέν βαδίζουν μόνοι, ἀλλά μαζί μέ τόν Κύριο καί Δεσπότη, τόν Γλυκύτατο Ἰησοῦ, μέ τόν ὁποῖον εὑρίσκονται σέ μυστική συνομιλία, πού δέν θά ἤθελαν ποτέ νά τελειώσουν. Ἐνῶ στά πτωχά κελλιά, πού εὑρίσκονται στίς ἀπρόσιτες κορυφές τοῦ Ἄθω, συχνά ἀργά τά μεσάνυκτα δέχονται τόν Μεγάλο φιλοξενούμενο Ἰησοῦ Χριστό...
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι στήν ζωή αὐτή ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή δέν εἶναι ἀκόμη ἀδιάλειπτη καί ἡ θέα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὡς «ἐν ἐσόπτρῳ καί αἰνίγματι». Αὐτά τά βιώματα εἶναι ἀτελῆ καί ἀποσπασματικά, ἀκόμη καί γι᾿ αὐτούς πού ἀξιώνονται κατά τρόπο ἐξαιρετικό νά ἔχουν αὐτές τίς ἐμπειρίες. Ἀλλά αὐτά εἶναι ἕνας ἀρραβῶνας μιᾶς τελείας καταστάσεως, ὅταν θά συναντηθοῦμε μέ τόν Κύριο «πρόσωπο πρός πρόσωπο», ὅταν καί ἡ θέα καί ἡ συνομιλία μέ Ἐκεῖνον θά εἶναι χωρίς τέλος, καθώς καί ἡ ἀνέκφραστη ἀπόλαυσι τῶν δικαίων, ὅπως ὁμολογεῖ κάποιος ὁ ὁποῖος γεύθηκε ἀπ᾿αὐτές τίς καταστάσεις: «Ἐγώ, ἀδελφοί, δέν μπόρεσα νά βρῶ τίποτε γλυκύτερο καί καλλίτερο ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Ὅπου εὑρίσκεται τό Πρόσωπό του, ἐκεῖ εἶναι καί ὁ παράδεισος, ἐκεῖ ἡ χαρά καί «ἀγαλλίασις πάντων εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων».(Νεάγκου Μπασαράμπ, διδασκαλία πρός τόν υἱόν αὐτοῦ Θεοδόσιον».
Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου