ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2022

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΕΡΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΚΛΕΟΠΑ - ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ ΧΙΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΑΝ ΜΙΑ ΗΜΕΡΑ;

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΕΡΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΚΛΕΟΠΑ

Τώρα ἔχω νά σᾶς εἰπῶ γιά τόν Παράδεισο μία ἱστορία, ἡ ὁποία συνέβη ἐδῶ παλαιότερα. Σᾶς εἶπα ὅτι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἤθελε νά μείνει μαζί μέ τόν Χριστό αἰώνια, καθώς καί μέ τόν Ἠλία καί τόν Μωϋσῆ, διότι γεύθηκε γιά μερικές στιγμές τήν δόξα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί ἰδού τί ἔχω τώρα νά σᾶς εἰπῶ:

-Ἦταν στήν Κωνσταντινούπολι ἕνας ρωμιός βασιλεύς τό 814 καί εἶχε καί ἕνα κατά σάρκα ἀδελφό του. Αὐτός δέν ἦταν παντρεμμένος. Ἦταν ἕνας πολύ εὐλαβής καί πιστός χριστιανός καί βλέποντας ὅτι περνάει ἡ ζωή σάν καπνός καί σάν ὄνειρο, σάν ἄνθος καί σκιά, σκέφθηκε νά πάει σέ ἕνα μοναστήρι νά γίνει μοναχός.

Καί ἐπῆγε στά βουνά τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κοντά στά νερά τοῦ ποταμοῦ Σαγγάρεως. Διεμοίρασε ὅλη τήν περιουσία του στούς πτωχούς, φόρεσε τά καλογερικά ράσα καί ἔλαβε το νέο ὄνομα Κοσμᾶς. Μαθαίνοντας οἱ ἄλλοι μοναχοί ὅτι ἔμαθε γράμματα μαζί μέ τόν βασιλέα, καί βλέποντας τήν ὑπακοή καί τήν ταπείνωσί του, τόν ἐξέλεξαν γέροντά τους. Ἡγουμένευσε περί τά 12 περίπου χρόνια.

Κατόπιν ἔπεσε σέ μία βαρειά ἀρρώστεια καί καθηλώθηκε πολλά χρόνια στό κρεββάτι. Καί μία ἡμέρα ἡ ψυχή του βγῆκε ἀπό τό σῶμα. Καί τότε συγκεντρώθηκαν ὅλοι οἱ μοναχοί, πού ἦταν περί τούς 300 καί ἄρχισαν νά κλαίγουν γιά τόν ἀγαπητό τους ποιμένα, διότι σάν κι αὐτόν δέν εἶχαν ἀπό τήν ἀρχή ἱδρύσεως τῆς μονῆς τους.

Ἀπέθανε ὁ ἡγούμενος Κοσμᾶς, ἀλλά μετά ἀπό δύο ἡμέρες, μέ τήν θέλησι τοῦ Θεοῦ, ἀναστήθηκε.

Ὅταν ἀναστήθηκε, ἔβλεπε μέ τά μάτια του, πῶς ἦταν ξαπλωμένος ἐπάνω σέ ἕνα ξυλοκρέββατο, στήν γωνία τοῦ κελλιοῦ του. Ψιθύριζε με τά χείλη του μερικά ἀκατανόητα λόγια. Καί ὅτι ἔμεινε στό κρεββάτι του περίπου μία ὁλόκληρη ἡμέρα. Μετά ἄνοιξε τά μάτια του, καί ὅταν εἶδε τόν μοναχό, ἄρχισε νά τόν ἀναζητᾶ νά ἔλθη κοντά του.

Καί τόν ἐρώτησε: «Ποῦ εἶναι τά δύο κομμάτια ξηραμένου ψωμιοῦ, τά ὁποῖα μοῦ ἔδωσε ὁ πατήρ Ἀβραάμ; Καί μετά ἀπό λίγο, ἐρώτησε πάλι τά ἴδια. Τότε οἱ μοναχοί εἶδαν ὅτι ἔβλεπε κάποια ἀποκάλυψι καί ἄρχισαν νά κλαίγουν, λέγοντας:

-Πάτερ ἅγιε, πῶς ὁμιλεῖς τώρα ἡ ὁσιότης σου;  Ξέρεις ὅτι ἀπέθανες;

-Τό ξέρω.

-Ξέρεις ὅτι χθές αὐτή τήν ὥρα ἤσουν πεθαμένος; Λέγε μας, ἐάν μπορεῖς, σέ παρακαλοῦμε μέ δάκρυα, ποῦ ἤσουν 24 ὧρες καί  κατάλαβες πόσες ὧρες ἤσουν πεθαμένος; Καί τί ψωμιά ζητεῖς ἀπό ἐμᾶς; Δύο ξηραμένα κομμάτια ψωμιοῦ;

Τότε κατάλαβε ὅτι εἶχε ἁρπαχθῆ στόν ἄλλο κόσμο καί εἶπε στούς μαθητάς του:

-Ἀγαπητοί μου, συγκεντρωθῆτε ἐδῶ κοντά μου, διότι ἔχω νά σᾶς εἰπῶ ὅσα εἶδα καί  ἄκουσα ἐκεῖ πού ἤμουν καί πόσα μέ ἐβοήθησε ὁ Θεός νά κρατήσω στήν μνήμη μου. Καί μετά ἄρχισε νά τούς λέγει τά ἑξῆς:

-Γνωρίζω ὅτι χθές αὐτή τήν ὥρα ἀπέθανα. Καί ἀφοῦ ἀπέθανα, ἦλθαν τριγύρω μου ἕνα πλῆθος δαιμόνων, ὁ ἕνας χειρότερος ἀπό τόν ἄλλον. Ἄλλοι κλωτσοῦσαν σάν τούς ταύρους, ἄλλοι χλιμίντριζαν σάν τά ἄλογα, ἄλλοι οὔρλιαζαν σάν τούς λύκους, ἄλλοι ἐγαύγιζαν καί ἐτσακώνοντο σάν τά σκυλιά, ἄλλοι κρώαζαν σάν τά κοράκια, ἄλλοι ἐσύριζαν σάν τά φίδια καί ἄλλοι ὡρμοῦσαν ἐπάνω μου νά μέ ἁρπάξουν. Καί μοῦ ἔλεγαν:

-Δέν ἔκανες ἀρκετή μετάνοια! Ἤσουν ἀδελφός τοῦ βασιλέως, ἔζησες στό παλάτι καί ἀκόμη δέν σταμάτησες τίς ἁμαρτίες σου μέ τήν μετάνοια στό μοναστήρι σου. Εἶσαι δικός μας!

Καί ἔλεγε ὁ γέροντας Κοσμᾶς: «Ἐγώ ὅσα χρόνια ἔζησα εἶχα στό κελλί μου τήν εἰκόνα τῶν δύο Ἀποστόλων Ἀνδρέου καί Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστόῦ. Καί μέ ἅρπαξαν μερικοί δαίμονες, μέ κτυποῦσαν ἀπό πίσω καί ἄλλοι μέ τραβοῦσαν ἀπό μπροστά, ἄλλοι μέ κεντοῦσαν, ἄλλοι μέ ἐδάγκωναν καί μέ ἐπήγαιναν ἐδῶ καί ἐκεῖ.

Τότε ἐγώ ἔκραζα στήν Μητέρα τοῦ Κυρίου μας καί στούς δύο ἁγίους Ἀποστόλους νά ἔλθουν καί νά μέ βοηθήσουν. Καί οἱ δαίμονες ξαφνικά μέ ἔφεραν κοντά σέ μία χαράδρα, δέν ἦταν πολύ πλατειά ὅσο νά ρίξη κάποιος μία πέτρα στήν ἀπέναντι ὄχθη, ἐνῶ τό βάθος της ἦταν μέχρι τήν κόλασι.

Καί ἀκούοντο σ᾿ αὐτή τήν βαθειά χαράδρα, μεγάλες κραυγές, καί ἀναστεναγμοί, δυνατές φωνές καί βάσανα. Καί ὅλοι αὐτοί πού ἦσαν ἐκεῖ μέσα στήν φωτιά, ἔκλαιγαν καί ἔλεγαν μέ γοερές κραυγές: «Ἀλλοίμονο σ᾿ ἐμᾶς, ἀλλοίμονό μας καί σ᾿ αὐτούς πού μᾶς ἐγέννησαν». Καί οἱ δαίμονες ἤθελαν νά μέ ρίξουν κάτω σ᾿ αὐτή τήν κοιλάδα.

Καί ξαφνικά ἐμφανίσθηκε μπροστά μου μία στενή γέφυρα ἐπάνω ἀπό τήν χαράδρα, μόνο πάχους δύο δακτύλων, ἀλλά χωρίς μπάρες, ἀνοικτή. Καί μοῦ ἔλεγαν οἱ δαίμονες: «Ἕνα ἀπό τά δύο ἔχεις νά κάνεις: Ἤ σέ ρίχνουμε ἀπό ἐδῶ μέσα στήν χαράδρα ἤ θά περάσεις ἀπ᾿ αὐτή τήν στενή γέφυρα».

Καί ἔλεγε ὁ π. Κοσμᾶς: Μοῦ ἦταν καί τά δύο δύσκολα. Ἐάν πέσω μέσα στήν χαράδρα, ἀλλά αὐτή εἶναι τό στόμα τοῦ ἄδου καί δέν πρόκειται πλέον νά βγῶ πάλιν ἀπό ἐκεῖ. Γιά νά περπατήσω στήν γέφυρα ἐκείνη, πάλι μοῦ ἦταν δύσκολο, διότι ὅσοι περπατοῦσαν ἐκεῖ, σχεδόν ὅλοι ἔπεφταν μέσα στό φαράγγι αὐτό.

Ὅταν ἐκεῖνοι ἦταν ἕτοιμοι νά μέ ρίξουν μέσα στίς φλόγες τῆς κολάσεως, ἔκραξα δυνατά: «Μητέρα τοῦ Κυρίου μου, μή μέ ἐγκαταλείπης!  Καί ξαφνικά ἐμφανίσθηκε μία γυναῖκα ντυμένη στά λευκά σάν ρομφαία μέ τούς δύο Ἀποστόλους Ἀνδρέα καί Ἰωάννη. Καί εἶπε ἡ Θεοτόκος πρός τούς Ἀποστόλους: «Ἔε Ἰωάννη καί Ἀνδρέα, πάρτε τήν ψυχή αὐτή ἀπό τά χέρια τῶν δαιμόνων καί νά τήν μεταφέρετε ἐπάνω στόν παράδεισο τῆς εὐφροσύνης. Καί τότε ἔφυγαν ὅλοι οἱ δαίμονες. Μέ ἐπῆραν οἱ δύο Ἀπόστόλοι, ἐνῶ ἡ Κυρία Θεοτόκος ἐγένετο ἄφαντη.

Καί μοῦ εἶπε ὁ ἕνας Ἀπόστολος: «Μή φοβᾶσαι, ἀδελφέ Κοσμᾶ, διότι ἀπό τώρα εἶσαι μαζί μας. Περπάτα στήν γέφυρα». Ἕνας Ἀπόστολος ἐπήγαινε μπροστά μου καί ὁ ἄλλος ἀπό πίσω μου καί ἔτσι περάσαμε μαζί τήν γέφυρα.

Καί περπάτησα αὐτή τήν στενή γέφυρα τῶν δύο δακτύλων, ἀλλά στήν ἄκρη τῆς γέφυρας ἦταν ἕνα μελανός διάβολος, τοῦ ὁποίου τό ὕψος ἔφθανε μέχρι τά σύννεφα καί ἡ γλῶσσα του ἦταν πύρινη καί μακριά μέχρι τά δέκα μέτρα. Ἀπό τά μάτια του ἔβγαιναν  φωτιές. Αὐτός ὁ ἀράπης στεκόταν μέ τό ἕνα χέρι του ἐπάνω στήν κοιλάδα φουσκωμένο σάν κολόνα καί τό ἄλλο χέρι του ἦταν ζαρωμένο καί μακρύ πεσμένο πρός τά κάτω.

Ἐκεῖνος ὅταν μᾶς εἶδε μέ δυσκολία στάθηκε παράπλευρα καί σέ μένα ἔτριζε τά δόντια λέγοντάς μου: «Μοῦ γλύτωσες αὐτή τήν φορά, ἀλλά ἔχεις νά περάσεις, ἄλλη μία φορά ἀπό ἐδῶ». Καί ἐγώ, ἀφοῦ ἐπέρασα ἀπό τόν δράκοντα αὐτόν, ἐρώτησα τούς Ἀποστόλους:

-Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ Ἀπόστολοι, ποιός εἶναι ὁ ἀράπης αὐτός πού στέκεται στήν ἄκρη τῆς γέφυρας αὐτῆς ἀπό τήν ὁποία τώρα περάσαμε;

-Αὐτός εἶναι σατανᾶς μοῦ εἶπαν. Ἄκουσες τί λέγει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος: «Ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων τοῦ ἀέρος».

-Ἀλλά γιατί τό ἕνα χέρι του εἶναι τόσο φουσκωμένο καί τό ἔχει τεταμένο ἐπάνω στήν γέφυρα τῆς χαράδρας αὐτῆς;

-Ἐάν μία ψυχή θελήσει νά περάσει πάνω ἀπ᾿ αὐτή τήν γέφυρα, αὐτός ὁ διάβολος τήν ἁρπάζει μέ τό χέρι του καί τήν πετάει κάτω στήν κόλασι. Διότι συνέχεια ἔρχονται ψυχές ἀπό τήν χώρα τῆς γῆς καί αὐτός τίς ἁρπάζει, ὅταν θέλουν νά περάσουν ἀπό τήν γέφυρα καί τίς πετάει στό στόμα τῆς κολάσεως.

-Τότε ἐγώ τούς ἐρώτησα, ἄν λυτρώθηκα ἀπ᾿ αὐτούς. Μοῦ ἀπήντησαν:

-Ἐσύ ἔχεις να λυτρωθῆς ἐπειδή εἶχες τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ προστάτιδά σου καθώς καί ἐμᾶς. Ὁπότε μή τούς φοβᾶσαι, διότι ἐμεῖς περνᾶμε καί θά πᾶμε στόν αἰωνίως εὐφρόσυνο παράδεισο.

Ἀφοῦ περάσαμε ἀπό ἐκεῖνον τόν ἀράπη μπήκαμε σέ κάτι λειβάδια πράσινα με ἑκατομμύρια λουλούδια ἀπό κάθε εἶδος καί ἡ εὐωδία τους πού ἔβγαινε δέν συγκρινόταν με καμμία ἐπίγεια εὐωδία καί ἀρώματα, οὔτε ἠμπορεῖ νά φαντασθῆ ἄνθρωπος ὅλα αὐτά. Καί τά ἄνθη αὐτά τά χάϊδευε ἕνα μαλακός καί ζεστός ἄνεμος, ἐνῶ ἐπάνω ἀπό τά λουλούδια ὑπῆρχαν χορεῖες ἀπό παιδάκια μέ ἀκτινοβόλες πτέρυγες, τά ὁποῖα πετοῦσαν ἐπάνω στά λουλούδια καί ἔψαλλαν: «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανός καί ἡ γῆς τῆς δόξης σου».

Πηγαίνοντας ἐμεῖς ἀνάμεσα στά ἑκατομμύρια αὐτά τάγματα τῶν μικρῶν ἀγγέλων, τά ὁποῖα πετοῦσαν με τίς χρυσές φτεροῦγες τους πάνω ἀπό τά λουλούδια, στό μέσον αὐτῆς τῆς πεδιάδος εἶδα ἕνα γέροντα μέ ἄσπρη γενειάδα, ἐνδύματα στίλβοντα ὅπως οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου. Πλησιάσαμε καί ὁ γέροντας αὐτός ἀσπάσθηκε τούς δύο Ἀποστόλους στό μέτωπο καί ἐκεῖνοι τοῦ ἐφίλησαν τό χέρι. Τότε ἐγώ ἐρώτησα τούς Ἀποστόλους:

-Κύριοί μου, ποιός εἶναι αὐτός ὁ ὡραῖος Γέροντας καί γιατί εἶναι τόσα πολλά ἐκατομμύρια παιδιῶν πού πετοῦν γύρω μας;

Ἄκουσες γιά τόν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ;

-Ναί, ἄκουσα στό Εὐαγγέλιο.

-Ἔε, αὐτός εἶναι ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ, ἐνῶ τά ἑκατομμύρια τῶν παιδιῶν πού ψάλλουν καί πετοῦν ἐπάνω ἀπό τά πολύχρωμα λουλούδια εἶναι οἱ ψυχές τῶν δικαίων, οἱ ὁποῖοι μπῆκαν στόν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ. Αὐτοί στήν ζωή τους ἦταν ἅγιοι καί πολύ ἐλεήμονες.

Μετά ἀπ᾿ αὐτά, ἐνοιώσαμε πολύ ὡραῖα ἐκεῖ. Μᾶς εἶπε καί αὐτός ὁ Γέροντας ὅτι εἶναι ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ. Μετά ἀπό ἐκεῖ ἐμεῖς πετάξαμε πετώντας καί ἐπήγαμε στόν αἰθέρα μέ μεγάλη ταχύτητα καί ἐφθάσαμε σέ ἕνα ἄλλο μέρος, ὅπου ἐμφανίσθηκαν μπροστά μας, κάτι χρυσοί τοίχοι μέ πολύτιμες πέτρες καί πόρτες, πού ἦσαν σάν φλόγες πυρός. Ἐκεῖ ἐστέκοντο μερικοί πολύ ὡραῖοι νέοι, εὐτυχισμένοι μέ στεφάνια ἀπό χρυσό καί κρατοῦσαν πύρινα σπαθιά. Στήν πόρτα καί πάνω ἀπ᾿ αὐτήν ἦταν ὅπως ἀνατέλει τό πρωΐ ὁ ἥλιος καί τό φῶς ἔρχεται στήν γῆ σάν φλόγα πυρός. Καί ἐρώτησαν τούς Ἀποστόλους αὐτοί οἱ λαμπροί νέοι, φύλακες τῆς θύρας.

-Ποῦ πηγαίνετε αὐτή τήν ψυχή;

-Καί ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας τούς εἶπε: Ἔχομεν ἐντολή ἀπό τήν Κυρία Θεοτόκο καί ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό νά φθάσουμε μέχρι τόν εὐφρόσυνο παράδεισο.

Τότε ἐκεῖνοι ἄνοιξαν τά φύλλα τῆς πύλης καί ἐμεῖς ἐμπήκαμε μέσα σ᾿ αὐτά τά κάστρα. Ἐκεῖ εἶδα ἀναρίθμητες ἐκκλησίες καί παλάτια τοῦ οὐρανοῦ. Κανείς δέν μποροῦσε νά ἀριθμήσει αὐτές τίς ἐκκλησίες, πού ἐφαίνοντο τόσο θαυμαστές, ὥστε δέν ὑπάρχει ἀνθρώπινη γλῶσσα πού θά ἠμποροῦσε νά τίς περιγράψει. Ὑπῆρχαν ἐκεῖ δένδρα πού ἀπό τόν κάθε κλάδο ἐκρέμαντο μέχρι 70 εἶδη διαφορετικῶν φρούτων. Τά ἄνθη καί τά φύλλα αὐτά ἔψαλλαν δοξολογίες στόν Θεό. Καί σέ κάθε δένδρο ὑπῆρχε κάτω καί μία σκηνή, ἀλλά τά δένδρα αὐτά δέν ὡμοίαζαν μέ ἄλλα πού ἦσαν σέ ἄλλες ἐκεῖ περιοχές οὔτε καί οἱ σκηνές ἤ καλύβες ὡμοίαζαν μεταξύ τους. Σέ κάθε σκηνή ὑπῆρχε μέσα ἕνα τραπέζι καί ἕνα σκαμνί καί τά δύο ἀπό χρυσό, πολύτιμα ποτά μέσα σέ χρυσᾶ βάζα καί μπουκάλια. Μέσα σέ κάθε σκηνή στό τραπέζι ἦταν καί ἕνα πρόσωπο πολύ ὡραῖο στήν ἡλικία περίπου τῶν 30 ἐτῶν.

Ὅλοι ἐκεῖ οἱ νέοι εἶχαν τήν ἴδια ἡλικία, διότι στήν τελική κρίσι θά ἀναστηθοῦν οἱ πάντες καί θά πάρουν τήν ἡλικία τῶν 30 ἐτῶν, ὅπως μᾶς λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας. Καί ἐκεῖ ἔψαλλαν ἑκατομμύρια πουλιά, τά ὁποῖα δέν ἔμοιαζαν μέ τά πουλιά πού ἦσαν ἐπάνω σέ ἄλλα δένδρα. Τήν ποικιλία τῶν χρωμάτων τῶν πτερύγων τους μόνον ὁ Θεός ξέρει τί ὀμορφιά καί χάρι εἶχαν πού τά ἔπλασε. Τά πουλιά ἄλλα ἀπ᾿ αὐτά ἦταν χρώματος κυανοῦ, ἄλλα κόκκινα, ἄλλα βυσινί, ἀλλά σταχτιά, ἄλλα ἄσπρα, ἄλλα σάν τριαντάφυλλα καί ἔψαλλαν πολύ ὡραῖες ψαλμωδίες καί ὕμνους.

Τό ἕνα δένδρο ἦταν ἀπό μαργαριτάρι, τό ἄλλο ἀπό ὄνυχα, τό ἄλλο ἀπό ρουμπίνι, τό ἄλλο ἀπό σάπφειρο, τό ἄλλο ἀπό ἀμέθυστο καί ἔτσι στήν συνέχεια τό καθένα ἦταν σάν ἕνα πολύτιμος λίθος. Τά τραπέζια στίς σκηνές ἦταν τό ἕνα ἀπό μάρμαρο, τό ἄλλο ἀπό χρυσό, τό ἄλλο ἀπό ἄργυρο, τά σκαμνάκια ὁμοίως ἔμοιαζαν ἀκριβῶς μέ τά τραπέζια. Καί ἀκουγόταν τόσο ὡραία ψαλμωδία ἐκεῖ καί τόση ποικιλία ἀπό δένδρα καί πουλιά πού δέν μπορεῖ νά τά περιγράψη ἄνθρωπος. Καί ἐμεῖς εἴχαμε ἐκπλαγῆ με αὐτά πού βλέπαμε καί ἀκούαμε. Τότε ἐρώτησα ἐγώ τούς Ἀποστόλους:

-Κύριοί μου, ἐδῶ εἶναι ὁ εὐφρόσυνος παράδεισος;

-Ὄχι,ἀδελφέ, μόλις τώρα ἐφθάσαμε στόν τόπο τῶν πραέων.

Θυμᾶσαι τί λέγει ὁ τρίτος μακαρισμός τοῦ Εὐαγγελίου; «Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοί κληρονομήσουσι τήν γῆν. Καί νά μή νομίζετε στήν γῆ ὅτι αὐτός ὁ λόγος εἶναι κενός καί περιττός. Ἀκουσες τί τόπος περιμένει τούς πραεῖς;

Καί ἀμέσως ἐφθάσαμε στόν τόπο αὐτόν καί τούς ἐρώτησα:

-Γιατί ἐδῶ οἱ σκηνές εἶναι διαφορετικές καί τά ποτά καί τά δένδρα, καί τά τραπέζια καί τά πουλιά τραγουδοῦν μέ ἄλλο κελάϊδημα ἐπάνω στά δένδρα;

Τότε μοῦ εἶπε ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας:

-Δέν ἄκουσες τί λέγει ὁ Σωτῆρας μας Χριστός στό Εὐαγγέλιο; «Στόν οἶκο τοῦ Πατρός μου εἶναι πολλές κατοικίες καί Ἐγώ πηγαίνω νά ἑτοιμάσω τόπο γιά ἐσᾶς». Συνεπῶς, ἐδῶ ἀδελφέ Κοσμᾶ πρέπει νά γνωρίζεις ὅτι ἡ σκηνή, τά καρποφόρα δένδρα, τά πουλιά ὅλα εἶναι ἀνάλογα μέ τήν ἀξία καί τό πλῆθος τῶν καλῶν ἔργων τοῦ κάθε ἀνθρώπου πού ἔπραξε στήν γῆ. Ὅπως στολίζει κάποιος τό δένδρο τῆς ψυχῆς του μέ τήν νηστεία, τήν προσευχή, τήν ἐλεημοσύνη, τήν καθαρά ζωή, καί τά καλά ἔργα, αὐτά θά εὕρει καί στήν ἄλλη τήν ἀντίπερα ζωή καί θά χαίρεται στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, διότι ἐδῶ δέν ὑπάρχουν γεράματα, δέν ὑπάρχουν ἀρρώστειες, δέν ὑπάρχει θάνατος, δέν ὑπάρχει πόνος καί στεναγμός.

Καί γι᾿ αὐτό ὑπάρχει ἀπόστασις καί διαφορετικότης ἀπό τό ἕνα δένδρο στό ἄλλο, διότι αὐτά προσφέρονται ἀνάλογα μέ τό μέτρο τῶν καλῶν ἔργων τῆς κάθε ψυχῆς πού θά φθάσει ἐδῶ ἀπό τήν γῆ. Καί ἡ ψυχή τοῦ δικαίου φθάνει ἐδῶ πετώντας, διότι τρέχει μέ τήν ταχύτητα τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου. Ἀλλιῶς θά ἐχρειάζοντο 500 χρόνια νά φθάση ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν γῆ ἐδῶ. Ἐμεῖς ἐδῶ ἐφθάσαμε σέ μερικά λεπτά, διότι ἤλθαμε μέ τήν ψυχή μας, χωρίς τό βάρος τοῦ σώματος.

Καί μπήκαμε σ᾿ αὐτά τά αἰώνια τείχη τά ὁποῖα εἶναι ἀπείρως ἀνώτερα καί ὡραιότερα ἀπό ὅσα ὑπάρχουν στόν κόσμο. Περάσαμε ἀπό ἄλλες πόρτες πού ἔχουν τήν μορφή πυρίνης ρομφαίας, ὅπου τίς φυλάγουν τά Σεραφείμ μέ ἕξι πτέρυγες ὁ κάθε ἄγγελος. Καί ἐγώ ἐρώτησα τούς Ἀποστόλους:

-Κύριοί μου, τί τείχη καί πελώρια κάστρα εἶναι αὐτά;

-Καί αὐτοί μοῦ εἶπαν: Τώρα, ἀδελφέ, πλησιάζουμε στό νέο Παλάτι τῆς Σιών τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖον ὁ Χριστός θά δώσει στούς 12 Ἀποστόλους, μετά τήν Τελική Κρίσι.

Καί ἀμέσως ἄνοιξαν οἱ πῦλες καί οἱ ἄγγελοι Σεραφείμ τούς ἐρώτησαν:

-Ποῦ πηγαίνετε αὐτή τήν ψυχή;

-Καί ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης τοῦ ἀπήντησε:

-Ἔχομεν ἐντολή ἀπό τον Σωτῆρα μας καί τήν Μητέρα Του νά τήν φέρουμε στόν εὐφρόσυνο Παράδεισο.

Τότε μᾶς ἐπέτρεψαν νά περάσουμε. Ὅταν μπήκαμε μέσα, εἶδα βουνά χρυσαφένια καί ἕνα παλάτι, τό ὁποῖο εἶχε δώδεκα θεμέλια, ὅπως λέγει ἡ Ἀποκάλυψις, μέ δώδεκα πολύτιμους λίθους καί δώδεκα πόρτες σέ δώδεκα μέρη τοῦ παλατίου, πού ἦταν σκεπασμένο μέ χρυσό καί φῶς σάν νά ἦταν ἡμέρα. Τό φῶς ἐκεῖνο ἀκτινοβολοῦσε ἑκατομμύρια φορές περισσότερο ἀπό τό ἐπίγειο ἡλιακό φῶς.

Κι αὐτό τό παλάτι εἶχε δώδεκα πόρτες, ἀλλά δέν εἶδα ἐκεῖ οὔτε ἕνα πουλί, οὔτε ἄνθρωπο, οὔτε θηρία, οὔτε ἀγγέλους, ἀλλά οὔτε καί ἀνθρώπους. Καί ἐρώτησα τούς συνοδούς μου, Ἀποστόλους:

-Κύριοί μου, τί εἶναι τό παλάτι αὐτό καί πόσο μεγάλο εἶναι;

-Καί ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας μοῦ εἶπε: Αὐτό εἶναι τό παλάτι τῶν 12 Ἀποστόλων, τό ὁποῖον καλεῖται Νέα Σιών, καί τό ὁποῖον θά πάρουν οἱ Ἀπόστολοι, μετά τήν τελική Κρίσι, γιά τούς κόπους αὐτῶν, διότι ἐκήρυξαν  τό Εὐαγγέλιο στά ἔθνη καί ἀπέθαναν σάν μάρτυρες καί τούς ἔκοψαν τά κεφάλια οἱ τύραννοι γιά τήν ἀγάπη καί τήν πίστι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Καί ἀφοῦ περάσαμε κι ἀπ᾿ αὐτό τό παλάτι, πετάξαμε πάνω ἀπό τά ὑψηλά ἐκεῖνα χρυσαφένια βουνά, πού ἦταν διάφανα σάν ἀπό κρύσταλλο, καί εἶχαν μία εὐωδία τριανταφύλλου, ἡ ὁποία δέν περιγράφεται μέ ἀνθρώπινα λόγια. Περάσαμε ἐπάνω ἀπό θάλασσες καί ἐφθάσαμε σ’ἕνα ποταμό πού ἔτρεχαν τά νερά του σάν κρύσταλλα καί ἦταν στίς ὄχθες του χόρτα καί πολλά λουλούδια καί μερικά ὑψηλά δένδρα καί πολύ ὡραῖα, τά ὁποῖα δέν εἶδα παρόμοια στήν γῆ μας. Ἐπίσης τά λουλούδια τους ἔφθαναν μέχρι πολύ ὑψηλά καί πουλιά ἐπάνω σ’αὐτά κελαϊδοῦσαν καί ἔλεγαν:

-Μακάριοι, ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι καί ὧν ἀπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι. Καί ἐρώτησα τόν Ἀπόστολο Ἀνδρέα:

-Κύριέ μου, τί λέγουν τά πουλάκια αὐτά; Ψάλλουν κάτι ἀπό τούς ψαλμούς;

-Ἄκουσες τί λέγουν; Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι τῶν ὁποίων συγχωρήθηκαν οἱ ἁνομίες καί αὐτῶν πού ἀποκαλύφθηκαν οἱ ἁμαρτίες. Αὐτά τά πουλάκια, παιδί μου, δέν ἀποθνήσκουν στόν ἅπαντα αἰῶνα. Αὐτά εἶναι πλήρη τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί λέγουν προορατικά ὅτι ἐδῶ σ’αὐτή τήν ὡραιότητα δέν μπορεῖ νά μπῆ κανείς, ἄν δέν ἔχουν πρῶτα συγχωρεθῆ οἱ ἁμαρτίες του καί δέν ἔχουν ἀποκαλυφθῆ οἱ ἀνομίες του.

Τότε τόν ἐρώτησα ἐγώ:

-Ἀλλά ποιό ἁμαρτήμα πρέπει νά ἀποκαλύπτεται καί νά συγχωρῆται στόν ἄνθρωπο; Καί μοῦ εἶπε:

-Τίς ἁμαρτίες πού ἐγνώρισε ὁ ἄνθρωπος ὅτι εἶναι ἁμαρτίες καί τίς ἐξωμολογήθηκε στόν Πνευματικό, στον ὁποῖον ἀπεκάλυψε τήν κακία τῆς καρδιᾶς του, ἐξεπλήρωσε τον κανόνα του καί συγχωρέθηκε. Καί αὐτά πού κάνει ὁ ἄνθρωπος καί δέν τά γνωρίζει ὅτι εἶναι ἁμαρτίες ἤ τά ἐξέχασε, ἀπό κακή προαίρεσι, ἀλλά ἀπό ἀδυναμία, αὐτές σκεπάζονται ἀπό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, διότι διαφορετικά καμμία ψυχή δέν θά ἔφθανε ἐδῶ. Γι᾿ αὐτό, ἄκουσε, τί λέγει καί τό Ἱερό Εὐαγγέλιο: «Κανείς ἀκάθαρτος δέν θά εἰσέλθη στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν».

Προχωρώντας ἐφθάσαμε σέ μία σήραγγα (τοῦνελ), ὅπου ἦταν ἕνα χρυσαφένιο βουνό καί κάτω ἡ σήραγγα κατάφωτη ἀπό ἐκτυφλωτικό φῶς, δυνατώτερο ἀπό τό ἡλιακό. Ἐκεῖ ἦταν ἕνα τραπέζι, πού δέν εἶχε τέλος στίς διαστάσεις του. Καί ἐστέκοντο ἄνθρωποι στό τραπέζι αὐτό καί οἱ ἄγγελοι λειτουργοῦσαν ἐπάνω σ’αὐτή τήν τράπεζα καί εἶχαν βάλει οὐράνια ποτά καί οὐράνια τρόφιμα καί γινόταν μεγάλη χαρά καί εὐθυμία. Καί ἦσαν χιλιάδες αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἐχαίροντο καί ἔψαλλαν καί ἐστέκοντο ἐκεῖ σ᾿ αὐτή τήν τράπεζα.

Καί λέγει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς:

-Ὅταν ἀντίκρυσα αὐτή τήν τράπεζα, ἄρχισα νά γνωρίζω ἀνθρώπους πού ἦταν ἀπό τήν πόλι μας, τήν Κωνσταντινούπολι καί ἀπό τά γύρω χωριά. Εἶδα καί μοναχούς δικούς μας, πού ἔζησαν καλή ζωή καί χάρηκα πάρα πολύ, διότι ἐγνώρισα ἐδῶ δικούς μας ἀνθρώπους. Στάθηκα ἐκεῖ ὀλίγα λεπτά καί ἄκουσα μία φωνή νά λέγει: «Πάρετε αὐτόν τόν ἡγούμενο καί νά τόν πᾶτε ὀπίσω, ἐνῶ στόν τόπο αὐτόν νά φέρετε τον μοναχό Ἀθανάσιο ἀπό τό μοναστήρι τοῦ Τραϊνοῦ». Καί ἀμέσως ἦλθε ἄγγελος τοῦ Κυρίου καί μοῦ εἶπε:

-Ἀδελφέ, Κοσμᾶ, βλέπε, ἀλλά δέν ἐφθάσαμε στόν εὐφρόσυνο Παράδεισο.

-Ἀλλά ποῦ εἴμεθα;

-Ἐάν περνούσαμε αὐτό τό τοῦνελ θά ἦτο δυνατόν νά φθάσουμε στόν εὐφρόσυνο Παράδεισο, ἀλλά ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ εἶναι νά γυρίσουμε πάλιν ὀπίσω στό σῶμα σου, διότι κλαίγουν οἱ μοναχοί σου πού τούς ἄφησες, διότι ἔμειναν χωρίς ποιμένα. Καί ἔχουμε τώρα ἐντολή νά σέ πᾶμε ὀπίσω στήν γῆ, στό σῶμα σου. Ἔτσι, δέν ἐφθάσαμε στόν εὐφρόσυνο παράδεισο!

Συνεπῶς, μέ παρέλαβαν οἱ σύνοδοί μου καί μοῦ εἶπαν:

-Μή φοβᾶσαι, ἀδελφέ Κοσμᾶ, διότι τά πάντα ἐδῶ ἔχεις νά τά ἰδεῖς, ὅταν θά ἔλθης καί πάλι ἐδῶ ὁριστικά». Καί μέ ἐπῆραν ἀπό ἄλλη ὁδό. Ἐπεράσαμε ἑπτά πηγές πού ἦταν στά βουνά, μέ ἐπέρασαν καί εἶδα τά βάσανα τῆς κολάσεως καί ἔφθασα πάλι στήν πεδιάδα ἐκείνη, ὅπου ἦταν ὁ Ἀβραάμ καί μέ ἔφεραν σ᾿ αὐτόν. Καί ὁ Γέροντας πατριάρχης Ἀβραάμ τούς ἐρώτησε:

-Δέν τόν ἐπήγατε μέχρι τόν εὐφρόσυνο παράδεισο; Κι αὐτοί τοῦ εἶπαν:-

-Ὄχι, ἀλλά ἐφθάσαμε ἐκεῖ πλησίον, διότι ἦταν ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, νά τόν ἐπαναφέρουμε καί πάλι στό σῶμα του, διότι κλαίουν τά πνευματικά του παιδιά.

-Τότε ὁ Ἀβραάμ τούς εἶπε: Ἐάν τόν μεταφέρετε καί πάλι ὀπίσω στήν γῆ, ἔχω καί ἐγώ νά τοῦ δώσω κάτι.

Καί μοῦ ἔδωσε ἕνα χρυσό ποτήρι μέ κρασί καί τρία κομματάκια ψωμί, λευκά καί καθαρά. Καί ἤπια ἀπό τό κρασί αὐτό λίγο, καί τόσο καλό καί γλυκό ἦταν, πού μοῦ διεπέρασε ὅλες τίς αἰσθήσεις μου καί ἔφαγα καί ἀπ’ αὐτό τό κομματάκι ψωμί καί ἐπέταξα μακριά ἀπό τούς κήπους αὐτούς.

Καί ἔφθασα καί πάλι στόν ἀράπη ἐκεῖνον τῆς γέφυρας, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶχε εἴπει χαρούμενος ὅτι θά περάσω καί πάλι ἀπό τήν γέφυρα αὐτή. Καί πράγματι ἐπέρασα πάλι πάνω ἀπό τήν χαράδρα ἐκείνη τῆς κολάσεως καί ξαφνικά εἶδα τό μοναστήρι μου καί εἶμαι τώρα, ὅπως μέ βλέπετε.

Εἶδα ὅτι ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ μοῦ ἔδωσε τρία κομμάτια ψωμιοῦ καί ἐγώ ἔφαγα μόνο ἕνα καί ἤπια καί κρασί ἐκεῖ στόν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ. Ὅμως τά ἄλλα δύο κομμάτια ἀπέμειναν καί ξέρω ὅτι τά ἔβαλε στόν κόλπο του. Αὐτά ζητῶ ἐγώ τώρα πού σᾶς ἐρωτῶ ποῦ εἶναι τά δύο ψωμάκια, πού μοῦ ἔδωσε ὁ Ἀβραάμ. Καί ἐάν θέλετε, πηγαίνετε ἀμέσως στό μοναστήρι τοῦ Τραϊανοῦ νά ἰδῆτε ἐάν ὁ μοναχός Ἀθανάσιος ἀπέθανε! Καί ὅταν ἐπῆγαν ἐκεῖ ἀδελφοί, μόλις ἔβγαζαν τόν Ἀθανάσιο ἀπό τό κελλί του. Καί εἶπε ὁ ἀββᾶς Κοσμᾶς:

-Γνωρίζετε ποῦ μεταφέρουν τόν Ἀθανάσιο; Τόν μεταφέρουν στόν τόπο τοῦ εὐφροσύνου παραδείσου, σ’ἐκείνη τήν τράπεζα, διότι ἄκουσα, πού εἶπε σέ μένα: «Πᾶρτε τον αὐτόν ἀπό ἐδῶ καί νά τόν μεταφέρετε πάλι στό σῶμα του, διότι κλαίγουν οἱ μοναχοί του καί στήν θέσι του νά φέρετε τόν μοναχό Ἀθανάσιο ἀπό τό μοναστήρι Τραϊανοῦ». Ὁπότε νά γνωρίζετε ὅτι ὁ μοναχός Ἀθανάσιος θά μεταφερθῆ στόν τόπο μου ἐκεῖνο νά χαίρεται στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.

Ἔτσι ἔζησε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἐκεῖ στόν Παράδεισο καί εἶδε καί τήν γῆ τῶν πραέων καί τούς τόπους τῶν δικαίων. Ἐνθυμηθῆτε στό κήρυγμά μας πού ἐλέγαμε γιά τήν γῆ τῶν πραέων, ὅτι εἶναι στολισμένη μέ δένδρα καί τραπέζια καί πουλιά, ὅλα ὅσα ὑπάρχουν καί σ’αὐτή τήν γῆ, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «Ἡ πανήγυρίς μας εἶναι στόν οὐρανό». Μακάριος εἶναι ὁ Χριστιανός ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ζεῖ στήν γῆ καί μέ τόν νοῦ καί τήν καρδιά του εἶναι στόν οὐρανό. Μέ τόν νοῦ του εἶναι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί κατά τήν δύναμί του ἀγωνίζεται ἐδῶ νά κάνει ἀγαθά ἔργα γιά νά μεταβῆ στόν εὐφρόσυνο καί αἰώνιο παράδεισο.

Ἐκεῖ δέν ὑπάρχει πλέον θάνατος, δέν ὑπάρχουν γεράματα, δέν ὑπάρχει πόνος, οὔτε ἀσθένεια οὔτε φόβος. Ἀλλά θά ὑπάρχει μόνο αἰωνιότης, δικαιοσύνη, καί χαρά καί εἰρήνη, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.

Ὁ Θεός καί ἡ Πανάχραντη Μητέρα Του νά μᾶς βοηθήσουν ὅλους νά φθάσουμε κι ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί σιγά σιγά νά κληρονομήσουμε ἔστω μία γωνίτσα τοῦ παραδείσου, ὅπως μᾶς λέγει ὁ π. Παΐσιος Ὀλάρου. Μόνο νά μήν εἴμεθα ἔξω τοῦ Παραδείσου τοῦ Θεοῦ, γιά νά μή βασανιζώμεθα, Θεός φυλάξοι, ἐκεῖ αἰωνίως.

 

ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ ΧΙΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΑΝ ΜΙΑ ΗΜΕΡΑ;

Παλαιά ζοῦσε ἕνας μοναχός σ᾿ἕνα μοναστήρι καί ἀναρωτιόταν: «Πῶς μποροῦν νά περάσουν χίλια χρόνια μέσα σέ μία ἡμέρα; Τόσο ὡραία εἶναι στόν παράδεισο καί τόση μεγάλη μακαριότης ὑπάρχει, ὥστε χίλια χρόνια φαίνονται σάν μία ἡμέρα!

Ὁ μοναχός αὐτός ἦταν στό διακόνημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καί ἦταν μεγάλος στήν ἡλικία. Προσευχόταν στήν Κυρία Θεοτόκο πολλά χρόνια καί τῆς ἔλεγε: «Ὦ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, παρακάλεσε τόν Σωτῆρα μας Χριστό νά μοῦ δείξη πῶς μποροῦν νά περάσουν χίλια χρόνια σάν μία ἡμέρα; Διότι γνωρίζω ὅτι ὁ λόγος αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἀληθινός». Πράγματι προσευχήθηκε καί μετά ἀπό τρία χρόνια, ἰδού τί τοῦ ἔδειξε ὁ Θεός:

Ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε, ἦταν ἐκκλησιαστικός, μετά τήν νυκτερινή ἀκολουθία παρέμεινε μόνος του στήν ἐκκλησία γιά νά διαβάση τούς Χαιρετισμούς τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Τό κλειδί τῆς ἐκκλησίας τό εἶχε στό χέρι καί τόν σκοῦφο του τόν εἶχε ἀφήσει στό ἀναλόγιο.

Ξαφνικά μπῆκε μέσα στήν ἐκκλησία ἕνας ἀετός καί ἐκάθισε ἐπάνω στό εἰκονοστάσιο (τέμπλο) τοῦ ναοῦ. Ἦταν τόσο ὡραῖος πού δέν εἶχε ἰδῆ στήν ζωή του ἄλλον παρόμοιον. Εἶχε πολλούς χρωματισμούς καί ἐκύτταζε πρός τήν ἐκκλησία.

Ὁ μοναχός, ὅταν εἶδε τόν ὡραῖο αὐτόν ἀετό νά στέκεται ψηλά στό εἰκονοστάσιο, σταμάτησε τήν προσευχή του πλέον καί σκεφτόταν: «Θά πάω γρήγορα νά τόν πιάσω! Ἄν τόν πιάσω, δέν θά μοῦ χρειασθῆ πλέον ἄλλο μεγαλύτερο δῶρο στήν ζωή μου». Ἔτρεξε πρός τόν ἀετό, ἀλλά ἐκεῖνος ἐπέταξε ἀλλοῦ πρός τό μέσον τῆς ἐκκλησίας. Ὁ μοναχός τόν ἀκολούθησε. Ὅταν ἐδοκίμασε καί πάλι νά τόν πιάση ὁ ἀετός ἐπέταξε πρός τό προαύλιο τῆς ἐκκλησίας. «Ἀλλοίμονο σέ μένα. Κύριε, βοήθησέ με νά τόν πιάσω!» Ὅταν ἅπλωνε τά χέρια του, ὁ ἀετός πετοῦσε ἀλλοῦ, ἀλλά πολύ χαμηλά. Βγῆκαν καί οἱ δύο ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία στήν αὐλή τοῦ μοναστηριοῦ. Ὁ ἀετός ἐπέταξε μακρύτερα πρός τούς κήπους τῆς μονῆς. Ὅταν ἐπλησίασε πρός τά ἐκεῖ ὁ μοναχός, ὁ ἀετός μπῆκε στό δάσος. Ὁ μοναχός ἔτρεξε πρός τά ἐκεῖ, λέγοντας: «Κύριε, βοήθησέ με νά τόν πιάσω!»

Ὅταν ἅπλωσε τά χέρια του πρός τό μέρος τοῦ ἀετοῦ, ἐκεῖνος ἐπέταξε σ᾿ ἕνα ξέφωτο. «Κύριε, μή μέ ἐγκαταλείπης. Βοήθησέ με νά τόν πιάσω στά χέρια μου!» Ὅταν ἐπῆγε κοντά του ὁ μοναχός, ὁ ἀετός ἀνέβηκε ἐπάνω σ᾿ ἕνα κλαδί. Τότε ἄρχισε νά κλαίη ὁ μοναχός: «Κύριε, δέν ἤμουν ἄξιος νά τόν πιάσω, κι ἔφυγε». Τόν ἐκύτταζε καί ἔλεγε: «Κύριε, Κύριε, τί ὡραῖο πτηνό εἶναι αὐτό! Δέν εἶδα ποτέ μου τόσο ὡραῖο πτηνό!

Ξαφνικά ὁ ἀετός ἄρχισε νά ψάλλη τόσο μελωδικά πού δέν εἶχε ἀκούσει στήν ζωή του τέτοια μελωδία αὐτός ὁ μοναχός. Σκεπτόταν ὅτι θά ἦταν ἄγγελος μέ τήν μορφή ἀετοῦ. Ἔμεινε ἐκεῖ καί τόν ἄκουγε, ἐνῶ ὁ ἀετός  ἔψαλλε ἐπί 355 χρόνια. Ὁ μοναχός στό διάστημα αὐτό ἐνόμισε ὅτι ἐπέρασε μία ὥρα, διότι δέν εἶχε γεράσει, οὔτε εἶχε κουρασθῆ, οὔτε πεινοῦσε, οὔτε διψοῦσε καί κανείς δέν τοῦ ἔδινε προσοχή.

Μετά, ἀφοῦ ἐπέταξε ὁ ἀετός, ὁ μοναχός ὄντας μέ τό κλειδί τῆς ἐκκλησίας στό χέρι, σκεπτόταν: «Ἀλλοίμονο σέ μένα, διότι δέν ἐπῆρα τόν σκοῦφο μου καί ἡ ἐκκλησία παρέμεινε ἀνοικτή. Πάω τώρα νά τήν κλειδώσω.

Ἦλθε στό μοναστήρι κρατώντας στό χέρι τό κλειδί τῆς ἐκκλησίας, ἀλλά δέν ἐγνώριζε τό μονστήρι του. Ἡ ἐκκλησία ἦταν σκεπασμένη μέ διαφορετικά ὑλικά, τά κελλιά ἦταν ἀλλοιώτικα. Κουβέντιαζε τώρα μέ τόν ἑαυτό του κι ἔλεγε: «Κύριε, ἤ ἐγώ ἔχασα τά μυαλά μου ἤ τό μοναστήρι αὐτό δέν εἶναι δικό μας».

Γνωρίζοντας ὅτι εἶχε σταθῆ ν᾿ ἀκούη τήν μελωδία τοῦ ἀετοῦ μόλις μία ὥρα ἐπλησίασε στόν θυρωρό (πορτάρη) τῆς μονῆς. Εἶδε ὅτι ὁ πορτάρης ἦταν ἕνας γέροντας μέ ἄσπρη γενειάδα, πού τό πρόσωπό του ἔλαμπε. Τοῦ εἶπε:

-Εὐλόγησον, πάτερ! Ποιός δρόμος σ᾿ἔφερε ἀπ᾿ ἐδῶ;

-Πάτερ, πηγαίνω νά κλείσω τήν ἐκκλησία.

-Ἀπό ποῦ εἶσαι, πάτερ; Τόν ἐρώτησε ὁ πορτάρης.

-Ἀπ᾿ ἐδῶ ἀπό τό μοναστήρι αὐτό.

-Καί ποῦ ἤσουν;

-Μέχρι ἐδῶ κοντά ἤμουν.

-Πάτερ, δέν εἶσαι ἀπό τό μοναστήρι αὐτό.

-Δέν μέ γνωρίζεις, ἀδελφέ μου; Ἐγώ εἶμαι ὁ τάδε μοναχός. Εἶμαι ἐκκλησιαστικός καί πηγαίνω τώρα νά κλείσω τήν ἐκκλησία!

-Στάσου, πάτερ. Δέν σέ καταλαβαίνω. Πηγαίνω νά εἰδοποιήσω τόν ἡγούμενο.

Ἀλλά ἐκείνη τήν βραδυά ὁ ἡγούμενος εἶδε μία ἀποκάλυψι καί ἄκουσε μία φωνή τρεῖς φορές, ἡ ὁποία τοῦ ἔλεγε: «Ἀνοῖξτε τίς πῦλες τῆς μονῆς γιά νά μπῆ τό περιστέρι τοῦ Κυρίου!»

-Πάτερ, ἦλθε ἕνας γέροντας μοναχός, φωτεινός στό πρόσωπο καί μοῦ ἔλεγε ὅτι θέλει νά κλειδώση τήν ἐκκλησία, διότι εἶναι ἐκκλησιαστικός.

-Ἄνοιξέ του τήν πόρτα παιδί μου, μεγάλο μυστήριο εἶναι αὐτό σήμερα! Ἐλᾶτε μαζί μέ μένα.

Ὅταν ἔφθασε στόν ἡγούμενο, τόν ἐρώτησε:

-Πάτερ, μέ γνωρίζεις ἐμένα;

-Ὄχι, Γέροντα.

-Τό μοναστήρι αὐτό τό γνωρίζεις;

-Ὄχι δέν τό γνωρίζω πλέον. Τήν ἐκκλησία τήν γνωρίζω, ἀλλά δέν εἶναι ὅπως ἦταν παλαιότερα. Ἔχει ἄλλη στέγη.

-Ἀπό ποῦ καί πότε ἀνεχώρησες, πάτερ;

Ὁ ἡγούμενος ἔδωσε ἐντολή νά κτυπήσουν οἱ καμπάνες τοῦ μοναστηριοῦ καί συγκεντρώθηκε στήν ἐκκλησία ὅλη ἡ συνοδία τῶν πατέρων ἀποτελουμένη ἀπό 300 μοναχούς. Κατόπιν ἔφερε αὐτόν τόν μοναχόν στό μέσον, μπροστά ἀπό τό εἰκονοστάσιο, γιά νά τόν βλέπουν ὅλοι οἱ μοναχοί καί τόν ἐρώτησε:

-Πάτερ, γνωρίζεις κάποιον ἀνάμεσα σ᾿ αὐτούς τούς μοναχούς;

-Ὁ Θεός εἶναι ζωντανός, δέν γνωρίζω οὔτε ἕναν, τοῦ ἀπήντησε ὁ παράξενος μοναχός.

-Ἐσεῖς τόν γνωρίζετε αὐτόν τόν μοναχό;  Τούς ἐρώτησε ὁ ἡγούμενος.

-Οὔτε ἐμεῖς τόν γνωρίζουμε, τοῦ ἀπήντησαν.

-Πάτερ, ἐάν λέγης ὅτι ἀνεχώρησες ἀπ᾿ἐδῶ πρίν μία ὥρα, ποιός ἦταν ἡγούμενος;

-Ὁ ἀββᾶς Ἱλαρίων.

-Ποιός ἦταν ἐκκλησιαστικός.

-Ὁ ἀββᾶς Ἀμβρόσιος.

-Ποιός ἦταν οἰκονόμος.

-Ὁ ἀββᾶς  Κυριακός.

-Ποιός ἦταν Βηματάρης;

-Ὁ ἀββᾶς Γερόντιος .

Τότε τοῦ εἶπε ὁ ἡγούμενος:

-Μεγάλο μυστήριο ἀποκαλύφθηκε σ᾿ ἐμᾶς σήμερα. Νά ἔλθη ἀμέσως ἐδῶ ὁ ἀρχειοφύλακας τοῦ μοναστηριοῦ. Τοῦ εἶπε: «Πήγαινε καί φέρε ἐδῶ τά ἀρχεῖα τῆς μονῆς πρίν ἀπό μερικές ἐκατοντάδες χρόνια καί ζήτησε τά στοιχεῖα πού μᾶς λέγει αὐτός ὁ μοναχός.

Ἐζήτησε ὁ μοναχός αὐτός τά ἀρχεῖα καί τά στοιχεῖα πού ζητοῦσαν πρίν ἀπό 50 χρόνια. Τά ἀνεζήτησαν πρίν ἀπό 200 χρόνια, πρίν ἀπό 300 χρόνια καί δέν τά εὑρῆκαν. Τά ἀνεζήτησαν στά 355 χρόνια καί εὑρέθηκαν μπροστά σέ ἐκπλήξεις.

-Πάτερ, πότε ἀνεχώρησες ἀπό τήν μονή;

-Πρέπει νά ἦταν πρίν μιάμισυ ὥρα.

-Πάτερ, ποιό ἦταν τό θέμα γιά τό ὁποῖο προσευχόσουν στόν Θεό;

-Ἐγώ προσευχόμουν πολύ καιρό καί ἐδιάβαζα καί προσευχές στήν Κυρία Θεοτόκο γιά νά μοῦ δείξη ὁ Σωτήρ αὐτό πού εἶναι γραμμένο στόν ψαλμό ὅτι χίλια ἔτη ἐνώπιόν σου, Κύριε, ὁμοιάζουν σάν μία ἡμέρα πού ἐπέρασε χθές τό βράδυ!

-Πάτερ, ἰδού ὅτι ὁ Πανάγιος καί Πανάγαθος Θεός  σοῦ ἐξεπλήρωσε τήν ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς σου. Δέν ἤθελες νά πιστεύσης ἤ μᾶλλον ἐπίστευσες, ἀφοῦ πρῶτα ἔζησες αὐτό τό μέγα μυστήριο. Ἰδού ὅτι ἀπό τήν στιγμή πού βγῆκες ἔξω ἀπό τό μοναστήρι, ἐπέρασαν 355 χρόνια!

Ὁ Γέροντας ἄρχισε νά κλαίη. Ὁ ἡγούμενος τοῦ εἶπε:

-Βλέπεις, πάτερ, τί μεγάλο μυστήριο σοῦ ἀπεκάλυψε ὁ Θεός, ἐπειδή προσευχήθηκες σ᾿ Αὐτόν μέ πίστι;  Ἐάν ἐπέρασαν 355 χρόνια μέσα σέ μία ὥρα, τώρα πιστεύεις ὅτι χίλια χρόνια εἶναι σάν μία ἡμέρα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;

-Πιστεύω, πάτερ!

 Τότε ὁ ἡγούμενος διέταξε ἕνα ἱερέα νά ἐνδυθῆ γρήγορα τά ἱερά ἄμφιά του καί τοῦ ἔφερε νά κοινωνήση τά Πανάχραντα Δῶρα μπροστά στά μάτια ὅλων τῶν μοναχῶν.

Ὁ Γέροντας κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Μετά εἶπε:

-Πατέρες, συγχωρέστε με, διότι μεγάλο θάμβος ἔχει καταπλήξει τήν ψυχή μου.

Τό φῶς τοῦ προσώπου του ἦταν ὅπως τό φῶς τοῦ ἡλίου. Ἀφοῦ ἐζήτησε ἀπ᾿ ὅλους συγχώρησι, ἐκοιμήθη τόν αἰώνιο ὕπνο μέσα στήν ἐκκλησία.

Καί μετέβη σίγουρα στόν παράδεισο, στίς αἰώνιες ὀμορφιές, τίς ὁποῖες κανείς δέν εἶδε, οὔτε ἠμπορεῖ νά τίς περιγράψει, διότι λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Αὐτά τά ὁποῖα δέν εἶδε μάτι ἀνθρώπου, οὔτε αὐτί τά ἄκουσε καί στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου δέν μπῆκαν. Αὐτά τά ἑτοίμασε ὁ Θεός σ᾿ αὐτούς πού Τόν ἀγαποῦν». Εἴθε νά ἀξιώση ὁ Θεός κι ἐμᾶς ν᾿ἀπολαύσουμε αὐτές τίς οὐράνιες ὡραιότητες μέ τίς προσευχές τῆς Παναχράντου Μητρός Του καί ὅλων τῶν ἁγίων Του. Ἀμήν.

Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου