ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2021

Νά ἔχεις πάντοτε τόν θάνατό σου μπροστά σου. Καί νά ἔχεις στόν νοῦ καί στήν καρδιά σου τό: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…..»

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
ΛΟΓΟΣ ΣΤΌ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΌΥΓΕΝΝΩΝ  ΥΠΟ ΟΣΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΚΛΕΟΠΑ ΗΛΙΕ.

1994.

Στό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εὐλογεῖτε, Πανοσιώτατε πάτερ Ἡγούμενε γιά νά ὁμιλήσω. Δι᾿ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς».

Πανοσιώτατε πάτερ Ἡγούμενε, ὁσιώτατοι Πατέρες καί ἀδελφοί.

Πρίν ἀπ᾿ ὅλα, εἶμαι ὑποχρεωμένος νά εὐχαριστήσω μέσα ἀπό ὅλη τήν καρδιά μου τήν Ἁγία Τριάδα, τόν Παντοδύναμο καί Προαιώνιο Θεό μας καί τήν Κυρία Θεοτόκο καί ὅλους τούς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι προσεύχονται γιά ἐμᾶς διότι ἔφθασα κι ἐγώ ὁ ἁμαρτωλός μέχρι τήν σημερινή ἡμέρα.

Αἰσθάνομαι ἀδύνατος, πολύ κουρασμένος μέ τόσο κόσμο, οἱ καϋμένοι, οἱ ὁποῖοι ἔρχονται ἀπό ὅλα τά μέρη. Μέ χαροποιεῖ ἡ πίστις τους καί ἡ καλωσύνη τους, ἀλλά δέν μπορῶ πλέον, δέν μπορῶ ἄλλο! Ὁ γιατρός μοῦ εἶπε νά ὁμιλῶ μισή ὥρα, διότι ὑποφέρει ἡ καρδιά μου. Ἔχω κάνει τέσσερεις ἐγχειρήσεις καί τό χέρι αὐτό ἔχει σπάσει. Ἀλλά ἐγώ ὁμιλῶ δέκα ὧρες τήν ἡμέρα, διότι ἔρχονται πτωχοί ἄνθρωποι καί λέγουν τήν στενοχώρια τους καί ὅλα τά βάσανά τους.

Προσκλήθηκα ἀπό τήν Πανοσιότητά σας, πάτερ ἡγούμενε νά ἔλθω αὐτή τήν βραδυά ἐδῶ. Καί εὐχαριστῶ τόν Θεό διότι βλέπω ὅτι ἡ τράπεζα εἶναι ὡραία καί ἡ Ἀδελφότης αὐτῆς τῆς ἁγίας Μονῆς μας. Νά σᾶς εὐλογεῖ ὁ Πανάγαθος Θεός μας.

Ἐγώ, ὅταν ἦλθα ἐδῶ τό 1929, εὑρῆκα 14 γέροντες μοναχούς μέ ἄσπρα γένεια καί ἤλθαμε καί ἐμεῖς δύο δόκιμοι καί ἐγίναμε 16.

Ἐνθυμοῦμαι τόν ἡγούμενο π. Ἰωαννίκιο Μορόϊ, τόν καϋμένον! Ἐλειτουργοῦσε ἐπί 20 χρόνια μόνος του. Ναί, μόνος του! Καί ζοῦσε μόνο μέ τήν Θεία Κοινωνία! Ἐγώ ἤμουν στό μαγειρεῖο. Σάββατο καί Κυριακή ἐρχόταν κι αὐτός στήν κοινή τράπεζα. Τίς ἄλλες ἡμέρες ἔμενε προσευχόμενος στό κελλί του καί ζοῦσε μόνο μέ τήν θεία Κοινωνία. Μέ ρώτησε κάποτε: «Παιδάκι μου, ἔχεις λίγο μαλακό λάχανο (μάπα) καί λίγο βρασμένο σιτάρι;» Ἤξερα ὅτι μόνο αὐτά ἔτρωγε μερικές φορές. Τότε καθιέρωσε αὐτός ὁ Γέροντας τήν ἀνάγνωσι στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ.

Χαίρομαι πάρα πολύ διότι καί ὁ σημερινός πατήρ Ἡγούμενος κράτησε αὐτή τήν  ἁγία τάξι, νά διαβάζουμε στήν τράπεζα λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων μας. Ἰδιαίτερα ὁ Γέροντάς μας π. Ἰωαννίκιος μᾶς ἐδιάβαζε τούς λόγους τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, τούς μοναχικούς Κανόνες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Καί μετά ἔλεγε σ᾿ ἐμᾶς τούς νέους νά διαβάζουμε ἐκεῖ πού ἐκεῖνος σταμάτησε. Ἐάν ἤμουν μέ τόν λογισμό στά φασόλια, ἤ στίς πατάτες ἤ σέ ἄλλα φαγητά, ἐκεῖνος μᾶς ἔλεγε: «Ὅταν διαβάζετε νά εἶσθε προσεκτικοί καί νά φυλάγετε νά μή φεύγη ὁ νοῦς σας. Μετά χειροτονήθηκε μέ τήν εὐλογία του ἱερεύς ὁ π. Ἰωήλ, ὁ ὁποῖος καί λειτουργοῦσε πολύ συχνά.

Ὅταν μέ ἔκανε καί μένα ἱερέα στό μοναστήρι Νεάμτς τό 1945, ὁ καϋμένος ὁ π. Ἰωήλ εἶχε λειτουργήσει συνέχεια ἐπί 136 ἡμέρες. Καί ὅταν μέ εἶδε ὅτι ἦλθα ἀπό τό Νεάμτς, μέ ἔβαλε νά λειτουργήσω ἐπί 40 ἡμέρες, διότι ἔτσι ἦταν τό τυπικό. Ἀπό τήν χαρά του ἄρχισε νά κλαίει καί  ἔλεγε: «Εὐχαριστῶ τόν Θεό, διότι ἔχουμε καί ἄλλον ἱερέα». Μετά ἀπό μένα συνέχισε αὐτός ἄλλες 40 λειτουργίες καί μετά ἐγώ ἄλλες τόσες κι αὐτή τήν τάξι τήν κρατήσαμε γιά χρόνια. Δέν εἴχαμε ἄλλον ἱερέα. Ἐν τῶ μεταξύ εἶχε πεθάνει καί ὁ Γέροντάς μας π. Ἰωαννίκιος.

Ἀγαπητοί μου Πατέρες καί Ἀδελφοί! Ἡ Ἁγία Τριάς καί ἡ Κυρία Θεοτόκος νά σᾶς ἐπαυξάνουν. Εἶσθε ἀρκετοί, καί νέοι καί ἡλικιωμένοι. Ἐγώ ἐκεῖ στούς λόφους, πού εἶναι τό κελλί μου,  δέν μπορῶ πάλι νά πάω, διότι μέ πονοῦν τά πόδια μου. Ἀλλά ὅταν ἀνοίγετε τό μικρόφωνο νά τό βάζετε καί σέ μένα νά ἀκούω τήν ἀκολουθία ἀπό ἐκεῖ. Μερικές φορές κλαίω ἀπό τήν χαρά μου, ὅταν σᾶς ἀκούω νά ψάλλετε τόσο ὡραῖα στήν ἐκκλησία.

Σᾶς παρακαλῶ νά φροντίζετε νά ἐξομολογεῖσθε. Εἶναι μερικοί πού ἔρχονται ἀραιά καί ἄλλοι πού ἔπαυσαν νά ἔρχωνται τελείως. Ἐγώ δέν εἶμαι ἄξιος νά ἔρχεται κανείς γιά ἐξομολόγησι σέ μένα. Πηγαίνετε σέ ἄλλους, διότι ἐγώ δέν μπορῶ νά ἀνταποκριθῶ. Ἀλλά, ὅσοι ἔρχεσθε σέ μένα νά ἐξομολογεῖσθε συχνά καί καθαρά.

Ἐρώτησε ὁ φιλόσοφος Εὔβουλος τόν Μέγα Βασίλειο, μέ τόν ὁποῖον ἐσπούδαζαν μαζί στήν Ἀθήνα: «Ὦ Βασίλειε, ποία εἶναι ἡ μεγαλύτερη φιλοσοφία, τήν ὁποία πρέπει νά φυλάγει στήν καρδιά του ὁ ἄνθρωπος;» Καί ὁ Μέγας Βασίλειος τοῦ ἀπήντησε: «Ἡ μεγαλύτερη φιλοσοφία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία θά τόν ὁδηγήσει καί στόν παράδεισο εἶναι αὐτή: Νά ἔχεις πάντοτε τόν θάνατό σου μπροστά σου. Καί νά ἔχεις στόν νοῦ καί στήν καρδιά σου τό: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…..».

Ἔε Κύριε, ἀξίωσέ μας νά μή ξεχνᾶμε αὐτή τήν φιλοσοφία ποτέ στήν ζωή μας!  Τό πρῶτο σχολεῖο, τό πρῶτό μάθημα πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο στόν παράδεισο ἦταν αὐτό: «Νά μή φάγεις ἀπό τό τάδε φροῦτο τοῦ δένδρου, διότι θά πεθάνεις». Γι᾿ αὐτό νά μή ξεχνᾶμε ὅτι σήμερα εἴμεθα, αὔριο δέν εἴμεθα στήν ζωή.

Ἦταν ἕνας μοναχός, ὁ Βενιαμήν Γιόργκα, πού ἦταν πολύ προοδευμένος στήν ἀρετή μοναχός. Μία ἡμέρα μέ κάλεσε νά τόν ἐξομολογήσω καί νά τόν κοινωνήσω. Ἤμουν μέ τόν π. Χριστοφόρο Ράδου καί τόν π. Ἰουλιανό Λαζάρ, πού εἶναι σήμερα στό Ἅγιον Ὄρος. Μετά τήν Θεία Κοινωνία ὁ Γέρο Βενιαμίν μᾶς εἶπε: «Σᾶς εὐχαριστῶ πού ἤλθατε. Δέν θά πεθάνω σήμερα, ἀλλά αὔριο στίς 10 ἡ ὥρα τό πρωΐ. Νά ἔλθετε αὔριο, πρίν πεθάνω νά χαιρετιθοῦμε.

Ἐπήγαμε τήν ἄλλη ἡμέρα στίς 9 τό πρωΐ. Τόν εὑρήκαμε ὅταν εἶχε τήν ἀγωνία τοῦ θανάτου. Φανόταν πού ἔπαιζε ἡ γλῶσσα στό στόμα του. Ἔλεγε συνεχῶς τήν εὐχή. Ὅταν μᾶς εἶδε εἶπε: «Πατέρες, προσευχηθῆτε μαζί μου, διότι ὁ καιρός τοῦ χωρισμοῦ πλησίασε». Μετά ἐκύτταξε πρός τό ἄλλο μέρος καί εἶπε: «Συγχωρῆστε με, Ἀγαπητοί μου». Ὅταν κυττάξαμε τό ὠρολόγιο εἶχε φθάσει ἀκριβῶς στήν ὥρα δέκα, ὅπως μᾶς ἔλεγε ἀπό χθές.

Ἔτσι ἀπέθανε καί ἕνας ἄλλος ὁ π. Βενιαμίν Μπαρμπαρέσκου. Ἦταν μεγάλος ἄνθρωπος ἀνάμεσά μας! Εἶχε 72 χρόνια στό μοναστήρι, διότι μπῆκε σάν δόκιμος τό 1918 στήν μονή Βορόνα. Ἦταν Πνευματικός τῶν μοναζουσῶν ἐπί 40 χρόνια, 26 χρόνια στήν μονή Ἀγάπια καί 14 στήν διπλανή μονή Βαράτεκ. Ἐξωμολογεῖτο σέ μένα τά τελευταῖα 20 χρόνια.

Μέ κάλεσε τήν Παρασκευή νά πάω στό Βαράτεκ καί μοῦ εἶπε: Ἀπό σήμερα, σέ μία ἑβδομάδα, κι αὐτή ἀκριβῶς τήν ὥρα, ἦταν ἡ ὥρα τρεῖς τό ἀπόγευμα, νά ἔλθης νά χαιρετιθοῦμε διότι σᾶς ἀφήνω. Πηγαίνω στήν αἰώνια ζωή!

Ἐγώ ἐπῆγα τήν δεύτερη ἡμέρα. Ὅταν μέ εἶδε μοῦ εἶπε μέ χαρά: Καλῶς ἦλθες, πάτερ! Προσευχήσου μαζί μέ μένα! Ἀλλοίμονο, μέ πῆραν τά κλάμματα! Κι αὐτός τό ἴδιο, ἀντίκρυζε τίς εἰκόνες τοῦ κελλιοῦ του καί ἔκλαιγε. Καί ξέρεις πῶς ἔτρεχαν τά δάκρυά του! Καί ὅταν ἐκύτταξε ἐμένα, μοῦ εἶπε: «Συγχώρεσέ με». Καί παρέδωσε τήν ψυχή του.

Παρετήρησα ὅτι ἦταν τρεῖς τό ἀπόγευμα ἡ ὥρα. Καί τότε θυμήθηκα τά λόγια του: «Σάν σήμερα, μετά ἀπό μία ἑβδομάδα, θά ἀναχωρήσω». Καί μεταφέρθηκε στό μνῆμα του καθαρός καί ἀμόλυντος, ὅπως τόν ἐγέννησε ἡ μάννα του. Καί ὁ καϋμένος ὁ Κοσμᾶς, ὁ ἀδελφός του, σάν νά τόν βλέπω στήν τράπεζα αὐτήν μέ τό μαῦρο σκουφί του καί τά ἄσπρα γένεια του! Ἐδῶ τόν εἶδα τελευταία φορά. Αὐτός ζοῦσε στό κελλί του καί στήν ἐκκλησία, χωρίς συντυχίες μέ ἄλλους καί περιττούς περιπάτους. Κοιμήθηκε ἀκριβῶς 84 ἐτῶν. Καί ὁ π. Βενιαμίν, 90 ἐτῶν.

Ἐεε, Κύριε, οἱ καϋμένοι οἱ Πατέρες μας! Ἐκοιμήθησαν κάτω ἀπό τό ἐπιτραχήλι μου. Πρῶτα ὁ π. Ἰωάννης Ρόσου, πού ἔζησε στό δάσος. Τοῦ ἐδιάβαζε προσευχές γιά τήν ἀνάπαυσι τῆς ψυχῆς του ὁ π. Παΐσιος. Καί μία ἡμέρα πού τοῦ ἐδιάβασα ἐγώ, ἐκοιμήθη κάτω ἀπό τό ἐπιτραχήλι μου. Ὁ μοναχός Βασίλειος Μύρου ἦταν τσιοπάνης στά πρόβατα κι αὐτός ἀπέθανε κάτω ἀπό τό ἐπιτραχήλι μου, τήν ὥρα πού τοῦ ἐδιάβαζα τήν εὐχή. Ἡ μοναχή Πελαγία, πού ἦταν πρώην γυναῖκα τοῦ ἁγιογράφου Εἰρηναίου Προτσένκου, ἐπίσης κάτω ἀπό τό πετραχήλι μου παρέδωσε τήν ψυχή της. Ὁ π. Βησσαρίων ὁ ἡγούμενος τῆς σκήτης Σύχλας καί αὐτός κάτω ἀπό τό ἐπιτραχήλι μου. Μοῦ εἶπε: «Διάβασε τήν εὐχή τῆς συγχωρήσεως».

Ἤμουν ἡγούμενος στήν μονή Σλάτινα καί μεταφέρθηκα στήν μονή Βαράτεκ μέ τόν ἱερομ. Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος μετά ἔγινε μητροπολίτης Σιμπίου. Ἐκεῖ μέ εἰδοποίησε μία μοναχή ὅτι μία ἄλλη μέ καλεῖ στό κελλί της νά τῆς διαβάσω εὐχή τῆς συγχωρήσεως. Καί ὅταν τελείωσα εἶχε τελειωθῆ κάτω ἀπό τό ἐπιτραχήλι μου.

Ἐπῆγα στό κοιμητήριο τῆς μονῆς Συχαστρίας, ὅπου εἶδα τήν φωτογραφία τοῦ Γέροντός μου π. Ἰωαννικίου Μορόϊ. Καί ἄρχισα νά κλαίω δυνατά. Θυμήθηκα, πού ἐρχόταν στήν τράπεζα γιά νά μᾶς διδάξει. Ζοῦσε ὅλη τήν ἑβδομάδα μέ τήν Θεία Κοινωνία!

Μᾶς λέγει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Πήγανε συχνά στούς τάφους, ἀδελφέ καί στό κοιμητήριο! Ὅσο συχνά πηγαίνεις, τόση πνευματική σοφία θά ἀποκτήσεις, πού οὔτε ὅλες οἱ φιλοσοφικές σχολές δέν θά ἠμπορέσουν νά σοῦ προσφέρουν.

Αὐτοί οἱ νεκροί μας σιωποῦν, ἀλλά μᾶς ὁμιλοῦν ἀπό τήν καρδιά τους. Ἐγώ ὅταν πηγαίνω ἐκεῖ, πάω μόνος μου καί δέν θέλω νά εἶναι ἐκεῖ κανείς, μά κανείς! Καί ἐνθυμοῦμαι ὅτι μαζί τους ἔζησα τόσα καί τόσα χρόνια. Καί ὅλοι ἐκεῖνοι τώρα εἶναι ἐδῶ! Καί σέ κάθε τάφο ἔτρεχε καί ἕνα δάκρυ ἀπό τά μάτια μου!

Ἐγώ ἤμουν μέ διακόνημα τήν διατροφή τῶν ἀγελάδων τῆς μονῆς. Καί ὅταν ἐπέστρεφα στό κελλί μου, ὁ π. Γεράσιμος, ἀδελφός μου κατά σαρκα, ἐρχόταν καί μοῦ ἔλεγε τό Ψαλτήριο. Τό ἤξερε ὅλο ἀπό στήθους. Ἔκανε 33 μετάνοιες καί μετά ἔλεγε τρία Καθίσματα. Ἔτσι τελείωνε ὅλο τό Ψαλτήριο μέ μετάνοιες ἐνδιάμεσα.

Ὅταν ἐξάπλωνα τά βράδυα κουρασμένος, ἄκουγα τόκ-τόκ στό διπλανό κελλί. Ἦταν ὁ π. Γεράσιμος, ὁ ὁποῖος εἶχε φέρετρο στό κελλί του καί μέσα σ᾿ αὐτό κοιμόταν γιά νά ἔχει μνήμη θανάτου. Καί κάνοντας αὐτά τά κτυπήματα, ἔλεγε στόν ἑαυτό του: «Μή κοιμᾶσαι, ἀλογάκι μου! Βλέπε τό φέρετρό σου καί θυμήσου τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου σου!» Καί θυμᾶμαι τόν π. Νεκτάριο πού ἔλεγε πειραχτικά στόν π. Γεράσιμο:

-Μέχρι νά πεθάνεις πάτερ, θά ἔχει σαπίσει τό φέρετρό σου ἀπό τήν πολυκαιρία…. Καί τοῦ ἀπαντοῦσε:

-Πιστεύω στόν Χριστό, ὅτι αὐτό θά εἶναι τό σπίτι μου καί γιά τήν ἄλλη τήν ζωή!

Καί τήν ἡμέρα Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐκοιμήθη. Μετέβη στόν Κύριο. Τόν ἔβαλαν στό φέρετρο πού εἶχε γιά κρεββάτι στό κελλί του!

Γι᾿ αὐτούς ἐκπληρώνεται ὁ λόγος πού εἶναι στίς Παροιμίες: «Ἁρπάχτηκαν ἀπό τόν κόσμο αὐτό γιά νά μή ἀλλάξη ἡ κακία τόν νοῦ τους ἤ ἐξαπατηθῆ ἡ ψυχή τους. Λίγο ἐκοπίασαν ἀλλά συνεπλήρωσαν πολλά χρόνια. Γι᾿ αὐτό βιάσθηκε ὁ Θεός νά τούς πάρει ἀπ᾿ αὐτή τήν ζωή».

Τί μεγάλη ἄσκησι ἔκαναν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι! Ἐπηγαίναμε γιά κόψιμο τοῦ χόρτου στά λειβάδια τῆς μονῆς γιά τροφή τῶν ζώων μας τόν χειμῶνα. Κάθε φορά ἔλεγαν: «Συγχωρέστε με», καί πάλι ἐδούλευαν μέ τήν κόσα. Ἐμεῖς ἐτρώγαμε τρεῖς φορές τήν ἡμέρα καί αὐτοί ἔπαιρναν τό πρωΐ ἀντίδωρο καί νηστικοί ἐπήγαιναν στήν δουλειά. Τό βράδυ ἔτρωγαν, ὅταν ἐπέστρεφαν. Τό ψαλτήρι τό ἔλεγαν κάθε ἡμέρα ὅλο ἀπό στήθους!

Σᾶς τά λέγω αὐτά γιά νά ξέρετε τί μοναχούς εἶχα συναντήσει. Στά κελλιά τους ὅλοι οἱ μοναχοί δέν εἶχαν κρεββάτι. Ἐξάπλωναν σέ κάτι χοντρά σανίδια, πού ἔκοβαν ἀπό τό δάσος.

Ὅταν κτυποῦσε τό τάλαντο γιά τόν ὄρθρο, ἐσηκώνοντο. Καί ἔλεγαν ὁ ἕνας στόν ἄλλον: «Ἀκούσατε τήν φωνή τοῦ Ἀρχαγγέλου; Ἄϊντε, πᾶμε γιά τήν ἁγία προσευχή».

Τό ἱστορικό τοῦ μοναστηριοῦ πού γράφθηκε ἀπό τόν ταχυγράφο μοναχό Δομέτιο, τό 1713 ἀναφέρει τά ἑξῆς: Ἐκεῖ στήν ἥσυχη αὐτή περιοχή ἔζησαν ἑπτά ἐρημῖτες μοναχοί, οἱ ὁποῖοι καί ἐθεμελίωσαν τήν σκήτη Συχαστρία καί ἔβαλαν καί κατάρα. Τήν ἑξῆς: «Ὅταν μολυνθῆ ὁ τόπος μέ σωματικές ἁμαρτίες ἤ οἱ μοναχοί θά κυνηγοῦν τό χρῆμα ἤ ὅταν θά τρώγουν κρέας, νά ἐρημωθῆ ὁ τόπος καί νά τιμωρηθῆ ἀπό τόν Δικαιοκρίτη Θεό μέ φωτιά».

Σᾶς τά λέγω αὐτά παιδιά μου, διότι δέν ὑπάρχει ἄλλος πού ζεῖ γιά νά σᾶς τά εἰπῆ. Διότι ἐγώ τά ἐδιάβασα καί τά ἔπαθα, καί αὔριο μεθαύριο πηγαίνω στόν τάφο. Τώρα αἰσθάνομαι πολύ ἀδύνατος καί δέν μπορῶ. Μπῆκα στά 83, ἔκανα τέσσερεις ἐγχειρήσεις, ὑποφέρω ἀπό τήν καρδιά μου. Ὁ κόσμος δέν μέ ἀφήνει ἡμέρα καί νύκτα.

Ἐεε! Συνάντησα μεγάλους μοναχούς! Ὁ π. Κωνστάντιος Οὐρικάρου ἀπό τήν κοινότητα Τσιουμάσι, τοῦ νομοῦ Μπακέου. Εἶχε τό φέρετρό του δίπλα στήν σόμπα του. Ἔλεγε ὁλόκληρο τό Ψαλτήριο ἀπό στήθους κάθε ἡμέρα. Ἀναστέναζε κάθε ἡμέρα: Ὤχ Κύριε, Ὤχ! Στεῖλε τό ἔλεός Σου νά εἶμαι καί ἐγώ ὁ τελευταῖος ἀπό τούς σεσωσμένους! Ὁ καϋμένος! Ὅταν ἀρρώστησε ἀπό παραλυσία, ἔλεγε: «Κύτταξε, πού ἔμειναν ἀκόμη λίγες ἡμέρες μέχρι νά φύγω, ἀλλά σέ παρακαλῶ μέ ὅλη τήν καρδιά μου μή μέ ξεχνᾶς στίς ἅγιες προσευχές σου!» Ὁ καϋμένος!

Εἶχε ἔλθει ἀπό τόν στρατό! Ἐρχόταν στήν μονή μας καί πρίν ἀκόμη νά πάει στόν στρατό. Ἐγώ ἐπήγαινα μέ τά πρόβατα στήν περιοχή Τσιρέσουλουϊ κι αὐτός μοῦ ἔλεγε: «Ἀδελφέ, κάποιο ψαλμό ἐξέχασα καί δέν μπορῶ νά θυμηθῶ τόν ἑπόμενο!» Αὐτός ὁ ψαλμός πού δέν θυμᾶμαι πῶς ἀρχίζει ἔλεγε: «Δέν ὑπάρχει φόβος ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν του…».

Πατέρες καί Ἀδελφοί, ξέρετε τί θέλω νά σᾶς εἰπῶ; Αὐτά πού σᾶς τά λέγω, τά ἔζησα, τά εἶδα καί τά ἄκουσα καί γι᾿ αὐτό ἔμειναν γιά πάντα στό μυαλό μου!

Καί χαίρομαι ὅταν βλέπω ὅτι προσθέτετε θεία Χάρι μέσα στήν ψυχή σας. Μή ξεχνᾶτε τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, διότι αὔριο ἀναχωροῦμε! Βλέπετε, τί λέγει ὁ Σωτήρας μας στό Εὐαγγέλιο: «Ἀγρυπνεῖτε καί προσεύχεσθε, διότι δέν γνωρίζετε ποιά ἡμέρα καί ποιά ὥρα ἔρχεται…». Νά σκεπτώμεθα ὅτι δέν ἔχουμε νά ζήσουμε ἐδῶ πολλά χρόνια. Ἐάν ἔχουμε τόν θάνατο μπροστά μας φυλαγόμεθα ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἐάν θά ξεχάσουμε τόν θάνατο, πεθαίνουμε ψυχικά! Πῶς ὑπέκυψε ὁ Ἀδάμ στόν παράδεισο; Διότι ἐξέχασε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Καί ἀπέθανε. Καί μαζί μ’αὐτό  πεθαίνει καί ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος.

Ἀδελφοί καί Πατέρες! Νά μέ συγχωρῆτε πού σᾶς κουράζω ὑπερβολικά! Ἦλθα γιά λίγο κοντά σας, καί παρότι, εἶμαι ἀσθενής, φεύγω μέ πολλή δύναμι στήν καρδιά μου. Καί σᾶς παρακαλῶ μέσα ἀπό ὅλη τήν καρδιά μου νά ἐξομολογεῖσθε καθαρά καί συχνά. Ἔτσι θά ἀγαπᾶτε καί τήν τάξι τῶν Ἀκολουθιῶν τῆς Ἐκκλησίας!

Ὅπως σᾶς εἶδα ὅλους χαρούμενους καί ἑνωμένους στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ, ἔτσι νά σᾶς ἰδῶ καί στόν παράδεισο. Ὁ π. Βαρθολομαῖος νά γνωρίζετε εἶναι μεγάλος κτίτορας τῆς μονῆς μας. Βλέπετε τί ὡραία πού εἶναι ἡ τράπεζα. Δέν εἶδα τέτοια τράπεζα ἁγιογραφημένη μέ τέτοια ὡραία ἁγιογραφία πουθενά! Τό ἔλεος τῆς Ἁγίας Τριάδος νά εἶναι μαζί του καί σέ ἐσᾶς ἀπό τώρα καί στούς αἰῶνας. Μοῦ ἀρέσει πολύ ἡ παλαιά ἁγιογραφία τῆς ἐκκλησίας μας. Τούς ἁγίους τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὅταν τούς κυττάζω, νομίζω ὅτι θέλουν νά μοῦ μιλήσουν. Ὅτι εἶναι δίπλα μου ζωντανοί! Ἡ ἁγιογραφία εἶναι ὡραία, βυζαντινή, ὀρθόδοξη, ἀληθινή!

Ἐνθυμοῦμαι, ὅταν ἐφτιάχναμε τήν παλαιά τράπεζα, ἐκτίσαμε τόν τεῖχο καί μετά ἐφτιάξαμε λάσπη καί τήν κολλούσαμε στούς τείχους μαζί μέ 4-5 ἄλλους ἀδελφούς. Καί ἔτσι τελειώσαμε τήν τράπεζα, ἡ ὁποία κάηκε μαζί μέ τά κελλιά μας. Καί τώρα, τί ὡραία εἶναι ἡ νέα Τράπεζα! Νά μᾶς προστατεύει ἡ Ἁγία Τριάς καί ἡ Κυρία Θεοτόκος ὥστε νά μή σφάλλουμε ἀπέναντι στόν Θεό γιά νά μή μᾶς παιδεύσει καί νά μᾶς δώσει ὁ Κύριος τό ἔλεός Του νά ἰδωθοῦμε ὅλοι καί στόν παράδεισο.

Ἀγαπητά μου παιδιά! Σᾶς συμπαθῶ καί σᾶς ἀγαπῶ ὅλους καί γνωρίζω ὅτι ἄγγελος Κυρίου φροντίζει γιά ὅλους ἐσᾶς. Μή ξεχνᾶτε καί μένα τόν ἁμαρτωλό στίς ἅγιες προσευχές σας!

Ἦλθαν δύο μοναχοί ἀπό τήν Μονή Λαϊνίτσι νά ἐξομολογηθοῦν. Μοῦ ἐπρότειναν νά τούς ἐπισκεφθῶ καί μία ἡμέρα μέ τόν π. Πετρώνιο Τανάσε ἐπήγαμε στήν Μονή τους. Τότε ἡγούμενος ἦταν ὁ π. Καλλιόπιος Γκεοργκέσκου καί ἔξαρχος ὅλων τῶν μοναστηριῶν τῆς ἐπαρχίας Ὀλτένιας. Ἀπέθανε. Ἦλθε κατόπιν ἕνας ἄλλος Πνευματικός τους, ὁ π. Καλλίνικος Καραβάν, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐδιάβασε καί τήν συγχωρητική εὐχή.

Μοῦ ἔλεγε πῶς ἀπέθανε: «Ἐπιθυμοῦσα πολύ νά ἐρχόταν ἐδῶ σέ μένα ὁ π. Κλεόπας». Ἔτσι, εἶπε καί ὁ π. Δημήτριος Στανιλοάε, ὅταν τόν τελευταῖο καιρό ἤμουν Πνευματικός του. Ἀλλά δέν πρόλαβα νά πάω. Ὅταν ἔμαθα ὅτι ἦταν ἄσχημα, γρήγορα ἔφυγε γιά τήν ἄλλη ζωή. Φεύγουμε ὅλοι. Δέν μένει κανείς ἐδῶ!

Στό κοιμητήριο μέ πιάνουν τά δάκρυα, ὅταν στέκομαι κοντά στόν σταυρό τοῦ ἡγουμένου μας π. Ἰωαννικίου. Μᾶς ἔλεγε: «Παιδιά μου, νά ἔχετε φροντίδα γιά τήν σωτηρία σας. Προπαντός νά μή σταματᾶτε τήν νοερά προσευχή σας! Μή ξεχνᾶτε τόν θάνατο. Ὁ καϋμένος ὑπέφερε πολύ. Τόν ἐκτύπησε ὁ ληστής Μπάλτα μέ δυνατά κτυπήματα στό κεφάλι καί βγῆκαν τά μάτια του ἔξω καί σέ λίγες ἡμέρες ἀπέθανε.

Ἐνθυμοῦμαι καί λέγω ἀπό πόσα κακά ἐπέρασα, Κύριε, ληστές, φωτιές, πολέμους! Ὅλα ἐπέρασαν μέ τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ. Καί, ὅταν βλέπω τήν τράπεζα ἔτσι γεμάτη ἀπό μοναχούς, δέν ξέρω τί νά εἰπῶ στόν Κύριο καί πῶς νά Τόν εὐχαριστήσω!

Νά σᾶς σκεπάζει τό ἔλεος καί ἡ μακροθυμία τοῦ Κυρίου μας. Νά αὐξάνεσθε καί νά ἐνισχύεσθε πνευματικά καί νά εἶσθε παράδειγμα γιά τούς διαδόχους σας.

Συγχωρέστε μέ τόν ἁμαρτωλό, διότι πολύ σᾶς ἐκούρασα….

Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου