«καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ἄγγελος· μὴ φοβεῖσθε· ἰδοὺ γὰρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ. καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον· εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον, κείμενον ἐν φάτνῃ» (Λουκᾶ β΄ 10,11,12). (: Ὅμως ὁ ἄγγελος τούς εἶπε: Μή φοβᾶστε· χαρεῖτε. Διότι, νά, σᾶς ἀναγγέλλω μιά χαρμόσυνη εἴδηση πού θά φέρη μεγάλη χαρά καί σέ σᾶς καί σ’ ὅλο τό λαό τοῦ Θεοῦ. Καί θά εἶναι χαρά ὅλου τοῦ λαοῦ, διότι γεννήθηκε σήμερα γιά σᾶς Σωτήρας, ὁ ὁποῖος ὡς ἄνθρωπος βέβαια εἶναι ὅμοιος μέ σᾶς, ἀλλά εἶναι καί χρισμένος μέ τό πλήρωμα τῆς θεότητος· ὡς Θεός ὅμως εἶναι καί Κύριός σας. Καί γεννήθηκε στήν πόλη τοῦ Δαβίδ, πρός τόν ὁποῖο δόθηκαν οἱ ὑποσχέσεις ὅτι ἀπό τό γένος του θά προέλθη ὁ Χριστός.
Κι αὐτό ἄς εἶναι σέ σᾶς τό σημάδι, μέ τό ὁποῖο θά ἀναγνωρίσετε τόν Σωτήρα πού γεννήθηκε. Θά βρῆτε ἕνα βρέφος τυλιγμένο σέ ἁπλά σπάργανα καί τοποθετημένο μέσα σέ μία φάτνη καί ὄχι σέ κάποια βασιλική ἤ πολυτελῆ κούνια. Καί τέτοιο βρέφος πού νά γεννήθηκε ἀπόψε καί νά ἔχη ἀντί γιά κούνια τή φάτνη αὐτή, ἕνα καί μόνο ὑπάρχει στή Βηθλεέμ καί τά περίχωρά της).
Σήμερα χαρὰ γίνεται στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος κηρύττει:
«Οἱ ἄγγελοι ὑμνολογοῦν, οἱ ἀρχάγγελοι ἀνυμνοῦν, ψάλλουν τὰ Χερουβεὶμ καὶ δοξολογοῦν τὰ Σεραφείμ. Πανηγυρίζουν ὅλοι, βλέποντας τὸ Θεὸ στὴ γῆ καὶ τὸν ἄνθρωπο στοὺς οὐρανούς. Σήμερα ἡ Βηθλεὲμ μιμήθηκε τὸν οὐρανό: Ἀντὶ γι᾿ ἀστέρια, δέχτηκε τοὺς ἀγγέλους· ἀντὶ γιὰ ἥλιο, δέχτηκε τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Καὶ μὴ ζητᾶς νὰ μάθης τὸ πῶς. Διότι ὅπου θέλει ὁ Θεός, ἀνατρέπονται οἱ φυσικοὶ νόμοι.
Σήμερα γεννιέται Αὐτὸς ποὺ ὑπάρχει αἰώνια, καὶ γίνεται αὐτὸ ποὺ ποτὲ δὲν ὑπῆρξε. Εἶναι Θεὸς καὶ γίνεται ἄνθρωπος! Γίνεται ἄνθρωπος καὶ πάλι Θεὸς μένει!
Σήμερα λύθηκαν τὰ μακροχρόνια δεσμά. Ὁ διάβολος καταντροπιάστηκε. Οἱ δαίμονες δραπέτευσαν. Ὁ θάνατος καταργήθηκε. Ὁ παράδεισος ἀνοίχτηκε. Ἡ κατάρα ἐξαφανίστηκε. Ἡ ἁμαρτία διώχτηκε. Ἡ πλάνη ἀπομακρύνθηκε. Ἡ ἀλήθεια ἀποκαλύφθηκε. Τὸ κήρυγμα τῆς εὐσέβειας ξεχύθηκε καὶ διαδόθηκε παντοῦ. Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μεταφυτεύθηκε στὴ γῆ. Οἱ ἄγγελοι συνομιλοῦν μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ὅλα ἔγιναν ἕνα. Γιατί; Διότι κατέβηκε ὁ Θεὸς στὴ γῆ κι ὁ ἄνθρωπος ἀνέβηκε στοὺς οὐρανούς. Κατέβηκε ὁ Θεὸς στὴ γῆ καὶ πάλι βρίσκεται στὸν οὐρανό. Ὁλόκληρος εἶναι στὸν οὐρανὸ κι ὁλόκληρος στὴ γῆ. Ἔγινε ἄνθρωπος κι εἶναι Θεός. Εἶναι Θεὸς καὶ πῆρε σάρκα. Κρατιέται σὲ παρθενικὴ ἀγκαλιὰ καὶ στὰ χέρια του κρατάει τὴν οἰκουμένη.
Κοντολογίς, ἦρθαν ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοὶ νὰ δοῦν τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ σηκώνει στοὺς ὤμους Του τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου: Οἱ μάγοι γιὰ νὰ Τὸν προσκυνήσουν· οἱ ποιμένες γιὰ νὰ Τὸν δοξολογήσουν· οἱ τελῶνες γιὰ νὰ Τὸν κηρύξουν· οἱ πόρνες γιὰ νὰ Τοῦ προσφέρουν μύρα· ἡ Σαμαρείτισσα γιὰ νὰ ξεδιψάσει· ἡ Χαναναία γιὰ νὰ εὐεργετηθεῖ.
Ἐλᾶτε λοιπὸν νὰ γιορτάσουμε! Ἐλᾶτε νὰ πανηγυρίσουμε! Εἶναι παράξενος ὁ τρόπος τῆς γιορτῆς -ὅσο παράξενος εἶναι κι ὁ λόγος τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.
Γιατί ὅμως ὁ Χριστὸς θέλησε νὰ γεννηθῆ ἀπὸ παρθένα, ἀφήνοντας ἀβλαβῆ τὴν παρθενία της; Νὰ γιατί: Κάποτε ὁ διάβολος ἐξαπάτησε τὴν παρθένα Εὔα. Τώρα ὁ ἄγγελος ἔφερε τὸ λυτρωτικὸ μήνυμα στὴν Παρθένο Μαριάμ. Κάποτε ἡ Εὔα ξεστόμισε λόγο, ποὺ ἔγινε αἰτία θανάτου. Τώρα ἡ Μαρία γέννησε τὸ Λόγο, ποὺ ἔγινε αἰτία αἰώνιας ζωῆς. Ὁ λόγος τῆς Εὔας ἔδειξε τὸ δέντρο, ποὺ ἔβγαλε τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν παράδεισο. Ὁ Λόγος τῆς Μαρίας ἔδειξε τὸ Σταυρό, ποὺ ἔβαλε τὸν Ἀδὰμ πάλι στὸν παράδεισο.
Σ᾿ αὐτὸν λοιπόν, τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱὸ τῆς Παρθένου, ποὺ ἄνοιξε δρόμο μέσα σὲ τόπο ἀδιάβατο, ἂς ἀναπέμψουμε δοξολογία μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
- Μέρες Χριστουγέννων ἀξίζει νὰ διαβάζουμε μία συγκλονιστικὴ ἐμπειρία τοῦ Στάρετς Παρθενίου.
«Ὁ στάρετς Παρθένιος τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου συλλογιζόταν συχνὰ τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου. Μιά φορά, λίγο μετά τά Χριστούγεννα καὶ ἔπειτα ἀπὸ ὁλονύκτια προσευχή, εἶχε προσηλωμένο τὸ πνεῦμα του μὲ εὐσεβῆ πόθο στὸν σαρκωμένο Θεό. Συλλογιζόταν πόσο χαριτωμένος, πόσο ὡραῖος θὰ ἦταν ὁ μικρὸς Ἰησοῦς, περισσότερο ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
Μ’ αὐτὲς τὶς ἅγιες σκέψεις βυθίστηκε σ’ ἕνα ἁπαλὸ ὕπνο. Καὶ νά! Δύο ἄγγελοι, ποὺ πετοῦσαν ἀπὸ τὴν ἀνατολή, κρατοῦσαν τὸ θεῖο Βρέφος στὰ χέρια τους. Κατέβηκαν καὶ Τὸ ἄφησαν μπροστὰ στὸν κατάπληκτο στάρετς.
– Ἀνθρώπινη γλώσσα, ἔλεγε ὁ ἴδιος, δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφράσει τὴν ὀμορφιὰ τοῦ θείου Βρέφους. Μὲ κοίταξε μ’ ἕνα βλέμμα γεμάτο ἀγάπη, ἀπὸ τὴν ὁποία φλογίστηκε ἡ καρδιά μου. Δὲν κατάλαβα πόσο κράτησε αὐτὴ ἡ ὀπτασία. Οἱ ἄγγελοι πῆραν τὸν μικρὸ Ἰησοῦ, μολονότι τοὺς παρακάλεσα νὰ Τὸν ἀφήσουν λίγο ἀκόμα, κι ἔφυγαν. Πέταξαν πρὸς τὴ μητέρα Του… Ὅταν ξύπνησα, ἤμουν ἔξαλλος ἀπὸ χαρά. Ὅλη τὴν ἡμέρα τίποτ’ ἄλλο δὲν μποροῦσα νὰ σκεφθῶ ἢ νὰ κάνω. Ἡ σκέψη μου ἦταν κολλημένη στὴ μορφὴ τοῦ θείου Βρέφους…».
Χριστούγεννα ἡμέρα χαρᾶς καὶ δοξολογίας.