Πολλοὶ εὔχονται τὴν εὐχὴ καλὸν παράδεισο· ἐννοοῦν μὲ τὴν εὐχὴ αὐτὴ τὸ ὑπέρτατο ἀγαθό, τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς δίνει σὲ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι Τὸν ἀγαποῦν καὶ Τὸν ζητοῦν. Νομίζω ὅτι αὐτοὶ δὲν γνωρίζουν τί εὔχονται, δὲν γνωρίζουν τί εἶναι ὁ παράδεισος. Ἡ λέξη παράδεισος σημαίνει κῆπος, πολὺ ὡραῖος κῆπος. Ἡ ὡραιότητα τῆς φύσεως, ὅπως εἶναι καὶ ἡ ὡραιότητα ἑνὸς κήπου, μᾶς προξενεῖ θαυμασμό, εὐχαρίστηση μεγάλη· χαρὰ νὰ μᾶς δώσει δὲν μπορεῖ. Χαρὰ μᾶς δίνει ἡ κοινωνία, ἡ σχέση ἀγάπης μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους μας. Οἱ πρωτόπλαστοι, ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὕα ἦσαν καλὰ στὸν παράδεισο ἐκεῖνο, ὄχι διότι ἀπελάμβαναν τοὺς καρπούς του καὶ τὴν ὡραιότητά του, ἀλλὰ διότι εἶχαν κοινωνία μὲ τὸν Θεό· ὅταν θέλησαν νὰ χωριστοῦν ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ἄφησαν τὸν ἐγωισμὸ νὰ κυριεύσει τὴν ψυχή τους, ἡ ψυχὴ τους ἀρρώστησε, ἀρρώστησαν ψυχικά, πνευματικά, ἐνῷ εὑρίσκοντο μέσα στὸν παράδεισο. Μέσα στὸν παράδεισο ἔχασαν οἱ πρωτόπλαστοι τὴν μεταξύ τους ἀγάπη, στὸν παράδεισο μέσα ὁ Ἀδὰμ ἐξεδήλωσε τὴν ἀντιπάθειά του πρὸς τὴν γυναίκα του.
Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἐδημιούργησε, γιὰ νὰ ἔχωμε ὡς τὴν καλύτερη εὐχαρίστησή μας τὴν ἀπόλαυση τῆς ὀμορφιᾶς ἑνὸς κήπου. Μᾶς ἐδημιούργησε ὁ Θεός, γιὰ νὰ Τὸν βλέπωμε, νὰ θεωροῦμε τὴν ἀνέκφραστη ὡραιότητά Του, τὴν ὁποία βλέπουν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι Τὸν ἀγαποῦν. Δὲν μποροῦμε νὰ βλέπωμε, νὰ γνωρίζωμε τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ· γνωρίζομε τὶς ἐνέργειές Του, τὸ φῶς Του, τὴν ἀγάπη Του. Ὁ Θεός, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ Τὸν βλέπωμε ἔγινε ἄνθρωπος, εἶναι ὁ Χριστός.
Δὲν μᾶς λέει ὁ Χριστὸς ὅτι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὅπως Αὐτὸς θέλει – ὑγιεῖς πνευματικῶς, μὲ καθαρὴ καρδιὰ – θὰ πᾶνε στὸν παράδεισο· μᾶς λέει ὅτι αὐτοὶ θὰ ἰδοῦν τὸν Θεό: «μακάριοι οἱ καθαροὶ τὴ καρδία, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματ. ε΄ 8), ὅτι Αὐτὸς ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς μὲ τὴν θεϊκὴ ὡραιότητά Του θὰ ἐμφανισθεῖ σὲ αὐτούς: «… καὶ ἐγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτὸν» (Ἰω. ιδ΄ 21), ὅτι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι Τὸν ἀγαποῦν θέλει νὰ μένουν ἑνωμένοι μὲ Αὐτόν, καὶ Αὐτὸς ἑνωμένος μὲ αὐτοὺς (Ἰω. ιε΄ 4). Μᾶς λέει ἀκόμη ὁ Χριστὸς ὅτι θέλει νὰ ἔχωμε ζωή (Ἰω. ι΄ 10), καὶ ὅτι ἡ αἰώνιος ζωή εἶναι νὰ γνωρίζωμε τὸν Θεὸ Πατέρα Του καὶ Αὐτὸν τὸν Ἴδιο τὸν Χριστό: «αὕτη δὲ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστὸν» (Ἰω. ι΄ 3). Ὁ Χριστὸς ἐννοεῖ τὴν οὐσιαστικὴ ζωή τῆς ψυχῆς μας, τοῦ πνεύματός μας, τὴν ζωή ἡ ὁποία ἔχει τὰ χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα της ἀνεπτυγμένα στὸν ὕψιστο βαθμό, τὸν ὑπέρτατο δυναμισμὸ τῆς ὑγείας, τὸν φωτισμό, τὴν ἀπόλυτη καθαρότητα καὶ διαύγεια. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἔχει αὐτὰ τὰ στοιχεῖα εἶναι τέλειος, ὥστε μπορεῖ νὰ γνωρίζει, νὰ βλέπει τὸν Θεό. Ὁ τέλειος μπορεῖ νὰ βλέπει τὸν Τέλειο, τὸν Χριστό. Ὁ Χριστὸς θέλει νὰ εἴμαστε τέλειοι, καὶ μᾶς τὸ λέει αὐτὸ στὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλειο (ε΄ 48): «Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν». Τὸ νὰ γνωρίζωμε τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ τὸν Χριστὸ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή μας, διότι ὁ Χριστὸς σὲ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι Τὸν ἀγαποῦν δίνει τὴν δική του εἰρήνη («…εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν·…» – Ἰω. ιδ΄ 27) καὶ τὴν δική Του χαρὰ («…ἵνα ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ ἐν ὑμῖν μείνῃ…» – Ἰω. ιε΄ 11), δίνει τὶς δωρεές Του μὲ τὶς ὁποῖες τρέφεται ἡ ψυχή μας καὶ παίρνει τὴν αἰώνιο ζωή, ἐπειδὴ τὴν ζωή μᾶς δίνει αἰωνίως ὁ αἰώνιος, ὁ ἀΐδιος Χριστός, μὲ Τὸν Ὁποῖον εἴμαστε μαζὶ αἰωνίως. Ὅπως ἀπὸ τὸν Χριστὸν ἐξέρχεται δύναμη μὲ τὴν ὁποία θεραπεύει ὅλους τούς ἀρρώστους (Λκ. στ΄ 19), ἐξέρχεται καὶ ἡ δύναμη τῆς ζωῆς τῆς ψυχῆς μας, τὴν ὁποία Αὐτὸς δίνει σὲ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εἶναι μαζί Του αἰωνίως.
Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς ἐδίδαξε νὰ ζητοῦμε τὸν παράδεισο· μᾶς προτρέπει νὰ ζητοῦμε τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ: «ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ…» (Μτ. στ΄ 33), μᾶς λέει ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μέσα μας (Λουκ. ι΄ 21) καὶ μᾶς διδάσκει νὰ ζητοῦμε μὲ τὴν προσευχή μας ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα μας νὰ ἔλθει ἡ βασιλεία Του μέσα στὴν ψυχή μας: «…Πάτερ ἡμῶν… ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου·…» (Ματθ. στ΄ 9-10). Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέσα μας εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή μας, εἶναι ἡ εἰρήνη καὶ ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν ψυχή μας.
Τὴν λέξη παράδεισος ὁ Χριστὸς εἶπε μία φορά μόνο, τὴν εἶπε στὸν ἕνα ἀπὸ τοὺς λῃστές, οἱ ὁποῖοι ἦσαν σταυρωμένοι μαζὶ μὲ Αὐτόν. Ὁ λῃστὴς ἐκεῖνος ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ τὸν θυμηθεῖ στὴν βασιλεία Του, καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπάντησε: σὲ διαβεβαιώνω ὅτι σήμερα μαζί μου θὰ εἶσαι στὸν παράδεισο (Λουκ. κγ΄ 42-43). Ἀσφαλῶς ὁ Χριστὸς μὲ τὴν λέξη παράδεισο δὲν ἐννοοῦσε ἕνα ὡραῖο κῆπο· ἐννοοῦσε τὴν ὑπέρτατη εὐφροσύνη, τὴν εὐφροσύνη τὴν ὁποία ἔχει ὁ ἄνθρωπος ὅταν εἶναι μαζὶ μὲ Ἐκεῖνον. Ὁ Χριστὸς δὲν ἐθεώρησε κατάλληλο νὰ ἀναπτύξει στὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ζοῦσε τὶς τελευτέες στιγμὲς τῆς ζωῆς του ποιὰ εἶναι ἡ βασιλεία Του, νὰ τοῦ πεῖ ὅτι τὴν βασιλεία Του ἔχομε μέσα στὴν ψυχή μας, καὶ εἶναι ἡ ἄπειρη χαρὰ τῆς παρουσίας Του σὲ ἐμᾶς. Ἔχει σημασία ἡ διατύπωση τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς λέει: μαζί μου θὰ εἶσαι στὸν παράδεισο, δὲν λέει: στὸν παράδεισο θὰ εἶσαι μαζί μου. Ἂν ὁ Χριστὸς ἔλεγε: σήμερα στὸν παράδεισο θὰ εἶσαι μαζί μου, αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ σημαίνει ὅτι ὁ Λῃστὴς θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ εἶναι στὸν παράδεισο καὶ χωρὶς νὰ εἶναι μαζί του ὁ Χριστός. Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μαζί μου θὰ εἶσαι στὸν παράδεισο σημαίνουν: θὰ εἶσαι στὸν παράδεισο, ἐπειδὴ θὰ εἶσαι μαζί μου (θὰ εἶσαι ἀναπαυμένος καὶ θὰ ἔχεις τὴν μεγαλύτερη, τὴν τελεία χαρά, ἐπειδὴ θὰ εἶσαι μαζί μου). Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Λῃστὴ μᾶς θυμίζουν τὰ λόγια Του ἐκεῖνα πρὸς τοὺς μαθητές Του: μείνετε ἑνωμένοι μαζί μου καὶ ἐγὼ μαζί σας…, διότι χωρὶς ἐμὲ δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτε (Ἰω. ιε΄ 4-5), μείνετε μαζί μου, διότι χωρὶς ἐμένα δὲν μπορεῖτε νὰ γίνετε τέλειοι, δὲν μπορεῖτε νὰ ἔχετε χαρά.
Ἱ. Μ. Πεντέλης