ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020

Σταχυολογήματα ἀπὸ τὴν ζωὴν τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου: 100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΙΝ ΤΟΥ (1)

Σταχυολογήματα ἀπὸ τὴν ζωὴν τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου

Τοῦ κ. Παναγιώτου Ἀθανασίου

1ον

«Θέλω νὰ ζήσω

νὰ σὲ κηρύξω»

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, ὁ προστάτης μας, ὁ πνευματικός μας καὶ Πατέρας μας, ὁ ἀδελφός μας καὶ φίλος μας, ὁ δάσκαλός μας, ὁ γιατρός μας.

Ἕνας ἄνθρωπος πλημμυρισμένος ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ ἄνθρωπος ποὺ μέσα στὴν καρδιά του εἶχε φωλιάσει ὁ Κύριος, «ἕνας θεὸς κατὰ χάρη».

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος εἶναι ἕνας μεγάλος φάρος, ποὺ εἴτε τὸ θέλουν εἴτε ὄχι τὸν βλέπουν ὅλοι, εὐσεβεῖς καὶ ἄπιστοι, πιστοὶ καὶ ἀδιάφοροι. Εἶναι ἕνας ἰσχυρὸς μαγνήτης, ποὺ τραβάει τὰ πλήθη. Εἶναι ἕνα ἀδάπανο ἰατρεῖο, ποὺ ὅλοι οἱ πονεμένοι κατὰ ἑκατοντάδες καθημερινὰ προσέρχονται, γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν τάφο του καὶ νὰ βροῦν τὴ γιατρειά τους.

Στὸν Ἅγιο Νεκτάριο ἰσχύει τὸ «Χριστῷ συνεσταύρωμαι, ζῶ δε οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς (Γαλ. β, 20).

Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ὁ νοῦς του καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του ἦταν στραμμένο στὸν Χριστό. Πέντε χρονῶν παιδάκι, ἡ γιαγιά του τοῦ μάθαινε τὸ «ἐλέησόν με, ὁ Θεὸς» καὶ ὅταν ἔφθανε στὸν στίχο «Διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς Σου καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ Σὲ ἐπιστρέψουσιν», ἔβαζε τὸ χεράκι του στὸ στόμα τῆς γιαγιᾶς του, λέγοντας: «Γιαγιά μου, μὴ τὸ λὲς ἐσύ. Αὐτὸ θὰ τὸ πῶ ἐγώ. Ἐγὼ θὰ διδάσκω τοὺς ἀνθρώπους». Στὸ ταξίδι του πρὸς τοὺς Ἁγίους Τόπους ποὺ κινδύνευσαν ὅλοι λόγῳ τῆς μεγάλης τρικυμίας, ὁ μικρὸς Ἀναστάσις βρίσκεται μεταξὺ τῶν μελλοθανάτων καὶ προσεύχεται «Θεέ μου, γιατί τὸ ἐπιτρέπεις αὐτό; Δὲν θέλω νὰ πεθάνω, θέλω νὰ ζήσω, νὰ σὲ κηρύξω».

Πόση ἀγάπη, πόση ἐμπιστοσύνη εἶχε στὸν Κύριο:

Περνοῦσε δύσκολες στιγμὲς λόγῳ φτώχειας καὶ ἔστειλε ἐπιστολή, ὅπου ὁ φάκελλος ἔγραφε: «Διὰ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν εἰς τοὺς οὐρανούς».

Στὴν ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Κύριον μεταξὺ ἄλλων ἔγραφε;

«Χριστούλη μου, μὲ ρώτησες γιατί κλαίω. Λιώσανε τὰ ροῦχα μου, λιώσανε τὰ παπούτσια μου, βγῆκαν τὰ δάκτυλά μου ἔξω καὶ ὑποφέρω. Κρυώνω τώρα τὸ χειμώνα. Πῆγα χθὲς βράδυ στὸν παραφέντη καὶ μ’ ἐδίωξε. Μοῦ εἶπε νὰ γράψω στὴν Πατρίδα, νὰ μοῦ στείλουν ἀπὸ κεῖ. Χριστούλη μου, τόσο καιρὸ ἐργάζομαι καὶ δὲν ἔστειλα γρόσι στὴ μητέρα… Τί νὰ κάμω τώρα, πῶς νὰ τὰ καταφέρω δίχως ροῦχα; Μπαλώνω, μπαλώνω καὶ σχίζονται. Συγχώρεσέ με ποὺ Σ’ ἐνοχλῶ. Σὲ προσκυνῶ καὶ σὲ λατρεύω, ὁ δοῦλος Σου Ἀναστάσιος».

Ὅταν κατόπιν ἔλαβε ὁ μικρὸς Ἀναστάσης τὸ δεματάκι μὲ τὰ ροῦχα ποὺ ἔγραφε «ὁ Χριστὸς στὸν Ἀναστάση» καὶ τὸν εἶδε τὸ ἀφεντικό του τὸν ρώτησε ποῦ τὰ ἔκλεψε αὐτά; Τί ἀπάντησε ὁ μικρὸς Ἀναστάσης;

«Δὲν εἶμαι κλέπτης, Κύριε… Δὲν εἶμαι κλέπτης. Ὁ Χριστός… τὴν ἀλήθεια σᾶς λέγω. Ὁ Χριστὸς μοῦ τὰ ἔστειλε».

Σὲ κάποιο ταξίδι μὲ τὸν πατέρα του καὶ τὸν ἀδελφό του στὴν Αἴγινα κινδύνευαν νὰ πνιγοῦν καὶ ὁ μικρὸς Ἀναστάσης πάλι ἔκανε τὸ θαῦμα του, ποὺ ἀνάγκασε τὸν πατέρα του νὰ πῆ στὴν γυναίκα του.

«Πρόσεξέ με, Μπαλοῦ ποὺ σοῦ λέω, ὁ Ἀναστάσης μας θὰ γίνει ἅγιος…». Παρευθὺς βρέθηκε καταμπροστά του καὶ τὸν ἀνέκοψε:

– Σταμάτησε, πατέρα, τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λές; Πρὸς Θεοῦ, σταμάτησε. Ἐγὼ θὰ γίνω ἅγιος, ἐγώ, ὁ ἁμαρτωλός, ἐγὼ ὁ μὴ ἔχων ἔνδυμα διὰ τὸν Νυμφῶνα, ὁ ἀνάξιος, μὲ βάρη καὶ παραλείψεις;

Καὶ ὁ πατέρας τοῦ φώναξε «παιδί μου, παιδί μου». Βλέπουμε ὅμως ὅτι ὁ πατέρας δὲν μίλησε κοσμικὰ δηλ. θὰ γίνη καπετάνιος ἢ γιατρὸς ἢ δάσκαλος κ.λπ.

Αἱ συκοφαντίαι

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος πάντα ἐφήρμοζε τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου. Δὲν παρέκκλινε γραμμή. Ὅταν τὸν συκοφαντοῦσαν τί ἔκανε; Ἐφήρμοζε τὴν ἐντολή:

«Μακάριοί ἐστε ὅταν μισήσωσιν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅταν ἀφορίσωσιν ὑμᾶς καὶ ὀνειδί­σωσι καὶ ἐκβάλωσι τὸ ὄνομα ὑμῶν ὡς πονηρὸν ἕνεκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου.

Χάρητε ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ καὶ σκιρτήσατε· ἰδοὺ γὰρ ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τῷ οὐρανῷ· κατὰ τὰ αὐτὰ γὰρ ἐποίουν τοῖς προφήταις οἱ πατέρες αὐτῶν» (Λουκ. στ΄ 22-23).

Δηλ. Μακάριοι εἶσθε, ὅταν σᾶς μισήσουν οἱ ἄνθρωποι καὶ ὅταν σᾶς ἀφορίσουν καὶ διακόψουν κάθε θρησκευτικὴν καὶ κοινωνικὴν σχέσιν μαζί σας καὶ ὅταν σᾶς ὑβρίσουν καὶ ὅταν βγάλουν τὸ ὄνομά σας ὡς κακὸν καὶ σᾶς διαπομπεύσουν, ὅλα δὲ αὐτὰ σᾶς τὰ κάμουν, ἐπειδὴ εἶσθε μαθηταὶ καὶ πιστοὶ ἀκόλουθοι τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Χαρῆτε κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν καὶ πηδήσατε ἀπὸ τὴν μεγάλην σας χαράν. Διότι ἰδοὺ ὁ μισθός σας καὶ ἡ ἀνταμοιβή σας θὰ εἶναι μεγάλη εἰς τὸν οὐρανόν. Διότι καὶ εἰς τοὺς τιμηθέντας καὶ βραβευθέντας ἀπὸ τὸν Θεὸν προφήτας τὰ ἴδια ἔκαναν οἱ πρόγονοι τῶν σημερινῶν διωκτῶν σας.

Καὶ ὅμως αὐτὸς ὁ ἅγιος συκοφαντήθηκε στὴ ζωή του ὅσο κανένας ἄνθρωπος. Θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι δὲν ὑπάρχει περίοδος τῆς ζωῆς του χωρὶς συκοφαντία. Πρώτη συκοφαντία ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Ἀλεξανδρείας, ποὺ τόσο πολὺ ἀγάπησε καὶ ὑπηρέτησε. Τόσο πολὺ τὸν συκοφάντησαν ποὺ ἀναγκάσθηκε νὰ στείλη ἐπιστολή, λέγοντας μὲ πόνο ψυχῆς μεταξὺ τῶν ἄλλων.

«Πότε, Παναγιώτατε, κατενοήσατε τὰς ἀντιπειθαρχικάς μου διαθέσεις; Ἐν ὁποίοις ἐξεδηλώθησαν ἔργοις; Ὁποῖαι αἱ ἐνδείξεις, ὥστε νὰ χαρακτηρισθῶ ὡς ἀσεβὴς καὶ ἐπαναστάτης καὶ δοῦλος πονηρὸς κακὰ μελετήσας κατὰ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μου ἀρχῆς; Ὁποῖον Ἐκκλησιαστικὸν δικαστήριον μὲ ἐδίκασε καὶ μὲ κατεδίκασε καὶ ἀπεφάνθη περὶ τῆς ἀνηθικότητός μου, ὥστε οἱ Πατριαρχικοὶ μετὰ παρρησίας νὰ πληροφορήσωσι τὸν πολιτικὸν τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως πράκτορα, ἐπισήμως ζητοῦντα τοσαύτην σημαντικὴν παρ’ αὐτῶν πληροφορίαν, ὅτι ἐδιώχθην ὡς ἐπαναστάτης καὶ ἀνήθικος; Ποῦ εὑρίσκονται τὰ πρακτικά; Ποῦ οἱ κατήγοροί μου; Ποῦ οἱ μάρτυρες; Ποῦ τὸ σῶμα τοῦ ἐγκλήματος; Ποῦ τὸ ἔδαφος ἐφ’ οὗ ἐστηρίχθη ἡ κατ’ ἐμοῦ ἐπίσημος αὕτη κατηγορία, δ’ ἧς κατεδικαζόμην εἰς ἠθικὸν θάνατον; Ὁποῖον μέγα κακὸν εἰργάσθην πρὸς Ὑμᾶς, Παναγιώτατε, ἢ πρὸς τίνα τῶν Πατριαρχικῶν, ὅπως δολοφονηθῶ;».

Καὶ ἀντὶ νὰ τὸν καλέσουν γιὰ ἀπολογία τί ἔκαναν;

Ἀπολυτήριον

«Ἡ μετριότης ἡμῶν διὰ τοῦ παρόντος Πατριαρχικοῦ ἀπολυτηρίου αὐτῆς Γράμματος δηλοποιεῖ, ὅτι ὁ ἐπιφέρων αὐτὸ Ἱερώτατος Μητροπολίτης τῆς πάλαι ποτὲ διαλαμψάσης Μητροπόλεως Πενταπόλεως κὺρ Νεκτάριος Κεφαλᾶς, μὴ δυνηθεὶς νὰ ἐξοικειωθῇ πρὸς τὸ κλῖμα τῆς Αἰγύπτου, ἀπέρχεται εἰς τὴν ἀλλοδαπὴν καὶ δύναται ἐπιτελεῖν τὰ ἀρχιερατικὰ αὐτοῦ καθήκοντα, ὅπου ἂν ἀπέλθῃ τῇ εἰδήσει μέντοι καὶ ἀδείᾳ τῆς κατὰ τόπους Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς. Καὶ εἰς ἔνδειξιν ἐπεδόθη τῇ Ἱερότητί του τὸ παρὸν Πατριαρχικὸν ἀπολυτήριον γράμμα, ὅπως χρησιμεύσῃ ἐν δέοντι».

Ἐν Ἀλεξανδρείᾳ τῇ 11 Ἰουλίου 1890

Ὁ Ἀλεξανδρείας Σωφρόνιος»

*  *  *

Τί νὰ κάνη; Ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα συνοδευόμενος ἀπὸ μιὰ ἄσχημη εἰκόνα. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ πέρασε δύσκολες στιγμές, ἀντιμετώπισε θέμα ἐπιβιώσεως. Τί ἔγραφε σὲ κάποιο γνωστό του στὴν Χίο:

«Ἀδελφέ μου, ὡς μὴ ὤφειλε, ἀναγκάζομαι μετὰ πόνου καὶ δακρύων νὰ σὲ ἐνοχλήσω, εὐρισκόμενος ἐν Ἀθήναις ἐν ἡμέραις χαλεπαῖς, περιφρονούμενος καὶ ἐμπαιζόμενος παρὰ τῶν ἰσχυρῶν…».

Ὁ πόλεμος

διὰ τὴν ἵδρυσιν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς

Ἄλλο πρόβλημα μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Ἱ. Μονῆς. Ἐνῶ εἶχε τὴν ἔγκριση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, μετὰ ἀπὸ λίγο ἄλλαξε ἡ συμπεριφορὰ τελείως ἐναντίον του. Τί τοῦ ἔγραψε ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Θεόκλητος: «Ἄνευ γνώμης καὶ βουλῆς ἡμῶν». Τί φοβερὸ ψεῦδος!  Ἐνῷ ὁ ἴδιος τὴν εἶχε ἐγκρίνει. Ποιοὶ τὸν ἐπηρέασαν; Ὁ Ἅγιος τότε μονολογοῦσε «Ὁ Θεὸς νὰ σὲ συγχωρέση, ἀδελφέ, Δὲν γνωρίζεις λοιπὸν τίποτα διὰ τὴν ἵδρυση τοῦ ἱεροῦ τούτου ἔργου. Τίποτε ἀπολύτως. Ἔκανε τρεῖς φορὲς τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ εἶπε- Ἰησοῦς Χριστός, Σωτήρ, νικᾶ. Ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἵνα νικήση». Ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Θεοκλήτου, κάποιος Ἀρχιμανδρίτης, μὲ ἀπαίσιο καὶ ὑπεροπτικὸ ὕφος συν­εχῶς ταπείνωνε καὶ φοβέριζε τὸν Ἅγιο.

Ὅμως τὸ κακὸ αὐτὸ ἔργο συνέχισε καὶ μετὰ ἀπὸ τὸν Θεόκλητο. Ὁ νέος Μητροπολίτης Ἀθηνῶν Μελέτιος Μεταξάκης (ὁ μετέπειτα Πατριάρχης ποὺ δημιούργησε τὸ ἡμερολογιακὸ ζήτημα), πῆγε ὁ ἴδιος μαζὶ μὲ τὸν τότε διάκονό του καὶ κατόπιν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα καὶ ἐπὶ μία ὥρα τὸν ἔβριζε καὶ τὸν ἀπειλοῦσε. Τόσο σκληρὸς καὶ ἐπιθετικὸς ἦταν κατὰ τοῦ Ἁγίου ποὺ ἔφριξαν ὅσοι τὸν ἄκουσαν.

«Δὲν ἦτο ἀποστολή σου νὰ ἀναμιγνύεσαι μὲ γύναια καὶ καλογήρους… βροντοφώναξε ὁ Μελέτιος. Κατερράκωσες τὸ ἐπισκοπικὸν ἀξίωμα. Ἔχω ἁπτὰς καταγγελίας. Αἶσχος! Δὲν σοῦ ἐπιτρέπω, δὲν σοῦ ἐπιτρέπω… Θὰ στείλω τὸν ἀνακριτή… Ἐδημιούργησες σκάνδαλον μέγα, σκάνδαλον διὰ τὴν Ἐκκλησίαν».

Τὸ μόνο ποὺ ἀπάντησε ὁ Ἅγιος ἦταν «Τὸ πνεῦμα Ὑμῶν ἐν ἡμῖν, ἅγιε, Δέσποτα».

«Ποῦ ρίχνεις

τὰ μούλικα;»

Ἄλλη συκοφαντία καὶ μεγάλη δοκιμασία πέρασε ὁ Ἅγιος πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Κάποια κυρία ὀνομαζομένη Κεροῦ (ἐπειδὴ πούλαγε κεριὰ) τὸν συκοφάντησε στὸν Μητροπολίτη καὶ στὸν Εἰσαγγελέα στὸν Πειραιά.

«Ἕνας καλόγερος, ποὺ τάχα ἀσκητεύει, μοῦ πῆρε τὴν κόρη μου στὸ γυναικομοναστήριο. Αὐτὸς ἔχει ὅλες τὶς καλογριὲς ἐρωμένες. Σῷστε τὸ παιδί μου».

Ὁ ἀνακριτής, ποὺ εἶχε σταλῆ στὴν Ἱ. Μονή, τὸν ἐρώτησε μὲ αὐθάδεια:

-Βρὲ καλόγερε, χαρέμι τόκανες ἐδῶ πάνω καὶ δὲν κοκκινίζεις; Ποὖναι τὸ πηγάδι ποὺ ρίχνεις τὰ μούλικα ποὺ σκαρώνεις μὲ τοῦτες ἐδῶ τὶς ρασοφόρες, τὶς σιγανοπαστρικές σου;

Τὸν ἀνακοίταξε περίλυπος, κάτι πῆγε νὰ πεῖ, δὲν τὸ μπόρεσε. Ἀνασήκωσε τὸ δάκτυλο κι ἔδειξε ψηλά.

– Δὲ μιλᾶς;

Τίποτα, καμιὰ ἀπόκριση.

– Δὲ μιλᾶς; φώναξε καὶ χτύπησε τὴ γροθιὰ στὸ γραφεῖο. Τίποτα. Τὸν ἀνακοίταξε σὰν παιδί, σὰ βρέφος καὶ σώπαινε.

– Δὲ μιλᾶς; φρύαξε τώρα ὁ ἀνακριτὴς τρίτη φορά. Καὶ σηκώθηκε ἀπειλητικά.

– Πές μου, τώρα, αὐτὴ τὴ στιγμή, ποῦ εἶναι τὸ πηγάδι μὲ τὰ βρέφη ποὺ ρίχνεις ἐκεῖ, γιατί θὰ σὲ πατήσω στὸ λαιμό, θὰ σὲ ρίξω χάμου καὶ θὰ σοῦ ξερριζώσω μία πρὸς μία τὶς τρίχες ἀπὸ τὰ γένειά σου, παλιάνθρωπε.

– Σεβασμιώτατε… φώναξε λυγμικὰ ἡ ὁσία Ξένη.

Τίποτα, τοῦ κάκου.

Ἔχοντας στραμμένο τὸ βλέμμα ψηλὰ ἔμενε ἀκίνητος. Σίγουρα προσευχόταν.

Νὰ τὸν καταγγείλουμε Σεβασμιώτατε, εἶπε κάποια ἀδελφή.

– Ὁ Θεός, παιδί μου, διευθύνει τὰ πάντα, ἔπιασε νὰ λέη. Χωρὶς τὸ θέλημά του τίποτε δὲ γίνεται. Μὴ κλονίζεσθε, μὴ χάνετε τὴν ὑπομονήν σας. Σπεύσατε εὐθὺς ἀμέσως εἰς τὸν ναὸν νὰ δοξάσετε τὸν πανάγιον Ὄνομά Του, τούτων πάντων ἕνεκεν.

– Ἀλλά, Σεβασμιώτατε, πετάχτηκε τότε καὶ εἶπε μιὰ ἄλλη ἀπὸ τὰ Μέθανα, δὲν ἔπρεπε νὰ πεῖτε τουλάχιστον δυὸ λόγια; Ἔτσι δίχως ἀπολογία, τὸν ἀφήσατε νὰ σκορπᾶ τέτοιες συκοφαντίες;

– Ὑπὲρ ἐμαυτοῦ οὐκ ἀπολογήσομαι. Προσευχηθεῖτε ὑπὲρ τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ. Διαβλέπω ἐπ’ αὐτοῦ βάσανον. Προσευχηθεῖτε, παρακαλῶ. Καὶ δι’ αὐτὸν ἐσταυρώθη ὁ Κύριος.