ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2020

«Ὁ κακοῦργος ὅστις ἐδολοφόνησε τὸν Καποδίστριαν, ἐδολοφόνησε τὴν πατρίδα του»

 

«Ὁ μόνος ἀντίπαλος ποὺ δύσκολα ἡττᾶται, εἶναι ὁ ἀπόλυτα ἔντιμος ἄνθρωπος καὶ τέτοιος εἶναι ὁ Καποδίστριας» (Μετερνιχ) 

«Ἡ βοὴ τοὺς ἔρχεται τῶν πλησιαζόντων γεγονότων». Ὅλη αὐτὴ ἡ δυσοσμία ποὺ περιβάλλει καὶ κατέχει τὴν πατρίδα μᾶς τίποτε τὸ καλὸ δὲν προοιωνίζεται. 
Θυμήθηκα καὶ τοὺς στίχου τοῦ Κ. Οὐράνη: 
«Πάψετε πιὰ νὰ ἐκπέμπετε τὸ σῆμα τοῦ κινδύνου, 
τοὺς γόους τῆς ὑστερικῆς σειρήνας σταματῆστε, 
κι ἀφῆστε τὸ πηδάλιο στὶς τρικυμίας τὰ χέρια! 
Τὸ πιὸ φριχτὸ ναυάγιο θὰ ἦταν νὰ σωθοῦμε!». 
Εἶναι φοβερὸς ὁ τελευταῖος στίχος. Πολλοί, ἀφελεῖς, ἐλπίζουν σὲ ἐπιστροφὴ στὴν προμνημονιακὴ ἐποχή, «ποὺ χτυπούσαμε τὰ σκυλιὰ μὲ τὰ λουκάνικα». Δυστυχῶς δὲν κατάλαβαν ὅτι ἤμασταν σὰν τοὺς χοίρους τῆς Κίρκης. Δὲν ἦταν εὐημερία ὑγιής, ἦταν τὰ ἐπιφαινόμενα μίας βαθιᾶς παρακμῆς. Γλύτωσε ὁ Ὀδυσσέας γιατί δὲν ἔχασε τὴν μνήμη του, τὴν μνήμη τῆς πατρίδας. Καὶ πατρίδα σημαίνει «ἐμεῖς». 
Η προκοπὴ βρίσκεται στὸ «ἐμεῖς». Τὸ «ἐγώ», χωρὶς τὸ εὐλογημένο «ἐμεῖς», χωρὶς τὴν εὐαίσθητη συνάρση στὴν ἀγωνία τοῦ πλησίον, καταστρέφει τὶς πολιτεῖες. Θυμᾶμαι μία φράση τοῦ ἀγράμματου ἥρωα, τοῦ Κολοκοτρώνη, φράση πετράδι, τὴν ὁποία εἶπε τὸν Νοέμβριο τοῦ 1838, μιλώντας στὴν Πνύκα στοὺς μαθητὲς τῶν Ἀθηνῶν: «Ἡ προκοπή σας καὶ ἡ μάθησή σας νὰ μὴν γίνει σκεπάρνι μόνο γιὰ τὸ ἄτομό σας ἀλλὰ νὰ κοιτάξει τὸ καλό της κοινότητας καὶ μέσα εἰς τὸ καλὸν αὐτὸ βρίσκεται καὶ τὸ δικό σας». Λόγια ποὺ παραπέμπουν σὲ μία ρήση τοῦ Περικλῆ στοὺς ἀρχαίους Ἀθηναίους: «Καλῶς μὲν γὰρ φερόμενος ἀνὴρ τὸ καθ’ ἑαυτὸν διαφθειρομένης τῆς πατρίδος οὐδὲν ἧσσον ξυναπόλλυται, κακοτυχῶν δὲ ἐν εὐτυχούσι πολλῶ μᾶλλον διασώζεται». (Θούκ., Β΄60). «Διότι ἄνθρωπος ποὺ εὐδοκιμεῖ εἰς τὰς ἰδιωτικᾶς τοῦ ὑποθέσεις, ἐὰν ἡ πατρὶς τοῦ καταστραφεῖ, χάνεται κι αὐτὸς μαζί της, ἐνῶ εἶναι πολὺ πιθανὸν ὅτι θὰ σωθεῖ, ἐὰν κακοτυχεῖ μὲν ὁ ἴδιος, ἡ πατρὶς τοῦ ὅμως εὐτυχεῖ», μεταφράζει ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος. 
Κλείνω ὅμως ἐδῶ τὶς προλογικὲς σκέψεις, γιατί ἄλλος εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς σημερινῆς γραφῆς. Ἀφιέρωμα τὸ σημερινὸ σημείωμα, μὲ ἀφορμὴ μία ἐπέτειο, ξεχασμένη, ἀπωθημένη στὸ ἡμίφως τῆς ἱστορικῆς μνήμης. 27 Σεπτεμβρίου τοῦ 1831, Κυριακὴ μέρα, 6.35’ τὸ πρωί, δολοφονεῖται στὸ Ναύπλιο ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας. 
Τὸ ἀποτρόπαιο φονικὸ γίνεται ἔξω ἀπὸ τὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. Συνήθιζε ὁ Κυβερνήτης νὰ «λειτουργιέται» νωρὶς «ὄρθρου βαθέος». Ὁ θάνατός του θεωρήθηκε «συμφορὰ διὰ τὴν Ἑλλάδα». «Ὁ κακοῦργος ὅστις ἐδολοφόνησε τὸν Καποδίστριαν, ἐδολοφόνησε τὴν πατρίδα του», θὰ πεῖ θρηνώντας ὁ φίλος του καὶ μεγάλος εὐεργέτης τῆς πατρίδας μας, Ἐλβετὸς φιλέλληνας Ἐϋνάρδος. (Τὸ νεοελληνικὸ κράτος ξεκίνησε μὲ δύο δολοφονίες: τοῦ Κυβερνήτη καὶ τῆς Κοινοτικῆς Παράδοσης. Αὐτὲς ἀκόμη τὶς πληρώνουμε). 
Στὴν ἱστορία ὑπάρχουν πρόσωπα ἀδυσώπητα δορυκτητόρων – κατακτητῶν, ποὺ τὰ ὀνόματά τους κολυμπώντας στὸ αἷμα τῆς νίκης τοὺς πέρασαν στὴν ἐπικράτεια τοῦ θρύλου. Εἶναι στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου νὰ θαυμάζει τοὺς νικητές. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλοι ἥρωες, ποὺ τὰ τραγικά τους παθήματα εἶναι «κρημνὰ ἀρετῆς» (Κάλβος). Προσφέρουν στὴν ἱστορικὴ περιπέτεια τὸν ἔλεον καὶ τὸν φόβον μίας πολὺ πιὸ ἀνθρώπινης ἀναγνώρισης. Εἶναι οἱ ἥρωες τῆς ἥττας. Αὐτοὶ ποὺ «ποτὲ ἀπὸ τὸ χρέος μὴ κινοῦντες» δὲν στρέφουν τὴν πλάτη στὴν βεβαιότητα τοῦ θανάτου. Σ’ αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς τραγωδίας συναπαντιέται καὶ ὁ Καποδίστριας, ποὺ ἀντὶ ἄλλης τιμῆς, φρόντισαν τὰ τωρινὰ πολιτικὰ ναυάγια, νὰ συνδέσουν τὸ ὄνομά του, μ’ ἕνα νόμο, ποὺ γιὰ πολλοὺς κατάντησε συνώνυμο ὕβρεως. Ἂς εἶναι, «Πέφτουμε ἐμεῖς τὸ ἔργο μας γιὰ τὴν πατρίδα μένει», ἔλεγε ὁ Κυβερνήτης. Ἔχω ἕνα μικρὸ βιβλιαράκι, ἔκδοση τοῦ 1976. Περιέχει κείμενα τοῦ Καποδίστρια. Ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν «Ὀργανισμὸ Ἐκδόσεως Διδακτικῶν Βιβλίων». (Καταργήθηκε. Τὸν ἔφαγαν τὰ μνημόνια κι αὐτόν). Τολμοῦσε κάποτε ὁ ἐν λόγω «Ὀργανισμός», νὰ ἐκδίδει καὶ κάποιο βιβλίο ἐθνικοῦ περιεχομένου, γιὰ νὰ συμβάλλει στὴν ἱστορικὴ παιδαγωγία μαθητῶν καὶ δασκάλων. Ἀφότου ἀλώθηκε ἀπὸ τὴν νεοταξικὴ γλίτσα καὶ ἡ λέξη «ἐθνικὸς» ποινικοποιήθηκε καὶ βλέπουν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας κουρελουργήματα τύπου Ρεπούση, βιβλία γλώσσας ποὺ μορφώνουν τοὺς Ἑλληνόπαιδες μὲ συνταγὲς γιὰ ἐπιτυχημένα «μακαρόνια μὲ κιμὰ» ἢ Θρησκευτικά, μεταλλεῖα βλασφημίας καὶ αἱρέσεων. Ἐρανίζομαι ἀπὸ τὸ θαυμάσιο αὐτὸ τευχίδιο κάποια κείμενα τοῦ Καποδίστρια, ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τὸ γιατί ἡ πρόωρη ἀπώλειά του ὑπῆρξε πράγματι συμφορὰ γιὰ τοὺς Ἕλληνες. 
Εἶχε συλλάβει ἐναργέστατα ὁ Καποδίστριας τὴν ἰδέα ὅτι γιὰ νὰ ἀνορθωθεῖ ὁ λαὸς χρειάζεται σωστὴ Παιδεία «τῆς ροδοχρόου ταύτης ἐλπίδος τοῦ Ἔθνους», ὅπως ὁ ἴδιος τὴν ἀποκαλεῖ σὲ μία ἐπιστολή του. 
Τί σχολεῖο ὅμως ὀνειρεύεται γιὰ τὸν λαό; «Τὰ σχολεῖα δὲν εἶναι ἁπλῶς τόποι προσκτήσεως γνώσεων, ἀλλὰ κυρίως φροντιστήρια ἠθικῆς, χριστιανικῆς καὶ ἐθνικῆς ἀγωγῆς». Σήμερα καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς λέξεις ποὺ συνοδεύουν τὴν ἀγωγή, εἶναι προγραμμένες, γι’ αὐτὸ περισσεύουν ἡ ἀνηθικότητα, ἡ ἀθεΐα καὶ ἡ ἀφιλοπατρία. Γι’ αὐτὸ καὶ «νόμιμα» ἀλλὰ χωρὶς ἴχνος ἠθικῆς, «κάποιοι», μὲ ἦθος κλεφτοκατσικάδικο, βρίσκονται μὲ ὁλόκληρα οἰκοδομικὰ τετράγωνα στὴν ἰδιοκτησία τους. 
Δὲν διαφεύγει, ἀπὸ τὸ ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν Παιδεία, τὸ ποιὸν τῶν «διδασκάλων». «Τὸ συμφέρον καὶ ἡ ἐθνικὴ φιλοτιμία θὰ ὑποκινηθῶσι ἐξ ἴσου, ἐὰν τὸ ἐκπαιδευτήριον προικισθεῖ μὲ ὅλα τὰ μέσα τῆς παραγωγῆς τῆς παιδείας, ἐὰν διδάσκαλοι διακεκριμένοι, ἐπὶ φιλοθρησκεία καὶ ἔρωτι πρὸς τὴν ἐθνικὴν γλώσσαν καὶ φιλολογίαν, ἐκλέγονται μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων, οἵτινες δικαίως ὑπολήπτονται ἐν τῷ κόσμω τῶν γραμμάτων καὶ ἐπιστημῶν». 
«Σχολεῖο ἴσον δάσκαλος» καί, κατὰ τὸν Κυβερνήτη, σωστὸς δάσκαλος εἶναι ὁ διακεκριμένος ἐπὶ «φιλοθρησκεία», ὁ χριστιανὸς δάσκαλος, καὶ ὁ «ἐπὶ ἔρωτι» πρὸς τὴν γλώσσα μας. Γλώσσα καὶ πίστη εἶναι τὰ δύο «τζιβαϊρικὰ πολυτίμητα», ποὺ ἀρδεύουν τὴν ἐθνική μας συνείδηση. 
«…Ἄρτου καὶ χρημάτων ἀνάγκην ἔχομεν. Ἐγὼ ἐκ τῶν λειψάνων τῆς μικρᾶς μου περιουσίας ἔδωκα ἤδη». Ὅ,τι βίος εἶχε τὸ πρόσφερε στὴν πάμφτωχη πατρίδα. Ἔδινε παράδειγμα στὸν λαό, τὸν φιλοτιμοῦσε. Λέει κάπου ὁ Πλάτων: «Πολιτεία τροφὴ ἀνθρώπων ἐστίν, καλὴ μὲν ἀγαθῶν, ἡ δ’ ἐναντία, κακῶν». Ἡ πολιτεία, εἶναι ἀνατροφή, διαπαιδαγώγηση ἀνθρώπων. Ἡ καλὴ πολιτεία κάνει τοὺς πολίτες «καλοὺς καγαθούς», τὸ κακὸ κράτος ἐκφαυλίζει τοὺς πολίτες. Τὸ ἦθος τῶν πολιτῶν μολύνεται, ὅταν κυβερνούν αχαλινωτοι φιλοχρηματίες, ἀδιάντροποι σαλταδόροι καὶ λοιπὰ ἀριστερόστροφα κηφηνοειδὴ 
Ἐλάχιστη ὑπόληψη τρέφει ὁ Καποδίστριας γιὰ τὴν Εὐρώπη: «Καὶ ἐγὼ ἀναγκαιότατον κρίνω νὰ συλλέξωμεν καὶ ἐπαναγάγωμεν εἰς τὴν Ἑλλάδα τοὺς νέους Ἕλληνας, ὅσοι ἐπὶ προφάσει μαθήσεως διαφθείρωνται ἐν Εὐρώπη…». Ἡ Εὐρώπη, ποὺ γιὰ τοὺς σημερινοὺς εἶναι «τόπος ἐπαγγελίας», γιὰ τὸν συνετὸ Κυβερνήτη, εἶναι ἑστία διαφθορᾶς. (Ἐννοεῖ τὶς παραλυμένες θεωρίες τῆς «πεφωτισμένης Εὐρώπης» καὶ τοῦ πέραν τοῦ Ἀτλαντικοῦ πνευματικοῦ παιδιοῦ της, ποὺ ἤδη γονατίζουν τὴν οἰκουμένη). 
«Δὲ μὲ μέλει» γράφει «περὶ τοῦ τί λέγουσι καὶ τί θὰ εἴπωσι περὶ ἐμοῦ. Μὲ ἐνδιαφέρει μόνον νὰ εὐρίσκωμαι ἐν εἰρήνη πρὸς τὴν συνείδησήν μου, ὅπως καὶ εὐρίσκωμαι, χάρις τῷ Θεῶ». (Τὸ 1811, εὐρισκόμενος στὴν Βιέννη, ὁλόκληρη ἡ αὐστριακὴ ἀστυνομία τὸν παρακολουθεῖ, μήπως ἀνακαλύψει σκάνδαλο. Εἰς μάτην. Τὶς ὧρες ποὺ κάποιοι διπλωμάτες ἔτρεχαν στὰ καζίνα καὶ στὰ πορνεία- κάτι θυμίζει αὐτὸ-ὁ Καποδίστριας πήγαινε γιὰ προσευχὴ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς πόλης). Μπορεῖ κάποιος ἀπὸ τοὺς ψευτοεθνοσωτῆρες τῆς σήμερον, νὰ καυχηθεῖ γιὰ τὸ ἔργο του καὶ νὰ ἐπαναλάβει αὐτὰ τὰ λόγια. Δύσκολο. Οἱ συνειδήσεις τοὺς ἔχουν μπαζωθεῖ….καὶ θὰ τοὺς συντηρήσει ἡ ἱστορία ὡς προδότες τῆς Μακεδονίας.