ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2020

Ἡγούμενος Εὐδόκιμος Ξενοφωντινός: «Ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι τό πιό γρή­γο­ρο πρᾶγ­μα στόν κό­σμο. Γιά νά μή μᾶς φεύ­γη ἐ­κεῖ πού δέν πρέ­πει, νά λέ­με τήν εὐ­χή συ­νέ­χεια».

Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
   Ὁ πα­νο­σι­ο­λο­γι­ώ­τα­τος Κα­θη­γού­με­νος τοῦ Ξε­νο­φῶν­τος Εὐ­δό­κι­μος γεν­νή­θη­κε τό ἔ­τος 1906 στήν Ἀμ­φί­κλεια (Δρύ­μια) Λο­κρί­δος. Ὠ­νο­μα­ζό­ταν κα­τά κό­σμον Εὐ­στά­θιος Σκου­φᾶς τοῦ Δη­μη­τρί­ου καί τῆς Χρυ­σού­λας. Γιά τήν ζω­ή του στόν κό­σμο δέν ὑ­πάρ­χουν στοι­χεῖ­α, για­τί ὁ Γέ­ρον­τας δέν μι­λοῦ­σε εὔ­κο­λα γιά τόν ἑ­αυ­τό του. Φαί­νε­ται ὅ­τι εἶ­χε εὐ­λά­βεια καί ζοῦ­σε προ­σε­κτι­κή ζω­ή. Ἐ­ξω­μο­λο­γεῖ­το καί ἐκ­κλη­σι­ά­ζε­το. Ἔ­κα­νε τήν στρα­τι­ω­τι­κή του θη­τε­ί­α μέ τόν βαθμό τοῦ Λο­χί­α. Ὅ­ταν ἀ­πε­φά­σι­σε νά γί­νη μο­να­χός, πῆ­γε πρῶ­τα στήν Μο­νή Ὀ­λυμ­πι­ώ­τισ­σας, ἀλ­λά δέν ἀ­να­πα­ύ­τη­κε λό­γῳ τῶν πολ­λῶν ἐ­πι­σκε­πτῶν καί κυ­ρί­ως τῶν γυ­ναι­κῶν. Σκέ­φτη­κε τό­τε νά μο­νά­ση στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος καί συμ­βου­λεύ­τη­κε τόν Πνευ­μα­τι­κό του. Ἐ­κεῖ­νος τόν ἀ­πέ­τρε­ψε δυ­στυ­χῶς λέ­γον­τάς του ὅ­τι ἐ­κεῖ πᾶ­νε ὅ­λοι οἱ ἐγ­κλη­μα­τί­ες.
   Ὁ νε­α­ρός Εὐ­στά­θιος ὅ­μως δέν ἐ­πη­ρε­ά­στη­κε. Ἀ­κο­λου­θών­τας τήν θε­ϊ­κή φω­νή πού τόν κα­λοῦ­σε νά ἀ­φι­ε­ρώ­ση τόν ἑ­αυ­τόν του στόν Θε­ό, ἦλ­θε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος τό ἔ­τος 1929 σέ ἡ­λι­κί­α εἴ­κο­σι τρι­ῶν ἐ­τῶν, μα­ζί μέ ἕ­ναν συ­στρα­τι­ώ­τη του. Φαί­νε­ται πώς δέν ἐ­γνώ­ρι­ζε κά­ποι­ον μο­να­χό καί δέν εἶ­χε προ­τί­μη­ση ποῦ νά ἐγ­κα­τα­βι­ώ­ση. Τό­τε τά Μο­να­στή­ρια ἦ­ταν ἐ­παν­δρω­μέ­να καί δέν κρα­τοῦ­σαν εὔ­κο­λα νέ­ους γιά μο­να­χούς. Πῆ­γε ἀρ­χι­κά στήν Μο­νή Ξη­ρο­πο­τά­μου, ἀλ­λά δέν τόν δέ­χθη­καν καί ἔ­φθα­σε στοῦ Ξε­νο­φῶν­τος. Ἐ­κεῖ, παρ᾿ ὅ­λο πού δέν εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη ἀ­πό ἄλ­λους μο­να­χούς, τόν θε­ώ­ρη­σαν χρή­σι­μο γιά βα­ρειά δι­α­κο­νή­μα­τα ἐ­πει­δή τόν εἶ­δαν σω­μα­τώ­δη καί ρω­μα­λέ­ο. Τόν κρά­τη­σαν καί τόν ρώ­τη­σαν ἄν μπο­ρῆ νά βο­η­θᾶ στό μα­γει­ρεῖ­ο. Τοῦ ἔ­δω­σαν ἕ­να ζω­στι­κό καί ἔ­μει­νε πέν­τε χρό­νια στό δι­α­κό­νη­μα. Στό Μο­να­στή­ρι προ­σῆλ­θε στίς 4 Φε­βρου­α­ρί­ου 1929 καί με­τά ἀ­πό ἕ­να χρό­νο δο­κι­μῆς, στίς 16 Μαρ­τί­ου 1930, ἐ­κά­ρη μο­να­χός μέ τό ὄ­νο­μα Εὐ­δό­κι­μος. Πράγ­μα­τι τοῦ ταί­ρια­ζε αὐ­τό τό ὄ­νο­μα, για­τί εὐ­δο­κί­μη­σε σέ ὅ­λα τά δι­α­κο­νή­μα­τα πού τοῦ ἀ­νέ­θε­σαν κα­θώς ἦ­ταν ἡ τά­ξη στά πα­λαι­ά κοι­νό­βια, πέ­ρα­σε ἀπ᾿ ὅ­λα τά δι­α­κο­νή­μα­τα. Ἔ­κα­νε στήν συ­νέ­χεια ἄλ­λα πέν­τε χρό­νια Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός. Ξυ­πνοῦ­σε πο­λύ ἐ­νω­ρίς, ἑ­τοί­μα­ζε τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί κρά­τη­σε τήν κα­λή συ­νή­θεια νά κα­τε­βαί­νη πρίν ἀπ᾿ ὅ­λους στήν Ἐκ­κλη­σί­α σ᾿ ὅ­λη τήν μο­να­χι­κή του ζω­ή.
Ἔ­κα­νε κα­θα­ρή καί τα­κτι­κή ἐ­ξα­γό­ρευ­ση στόν π. Πο­λύ­καρ­πο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν σέ με­γά­λα μέ­τρα ἀ­ρε­τῆς. Ἔ­λε­γε ἀρ­γό­τε­ρα: «Ἡ κα­θη­με­ρι­νή ἐ­ξα­γό­ρευ­σή μου μέ βο­ή­θη­σε νά σώ­σω τήν μο­να­χι­κή μου ἀ­κρί­βεια».
Εἶ­χε πράγ­μα­τι μο­να­χι­κή ἀ­κρί­βεια καί κά­πο­τε πού τόν ρώ­τη­σαν, ἄν ἐ­πι­τρέ­πε­ται οἱ μο­να­χοί νά κο­λυμ­βοῦν στήν θά­λασ­σα, ἀ­πάν­τη­σε: «Στά χρό­νια  μας (ὅ­ταν δη­λα­δή ἦ­ταν νέ­ο κα­λο­γέ­ρι) καί νά κοι­τά­ξης τήν θά­λασ­σα ἐ­θε­ω­ρεῖ­το ἁ­μαρ­τί­α».
Ἐν συ­νε­χεί­ᾳ ἐρ­γά­σθη­κε στό βου­νό ἀρ­κε­τά χρό­νια ὡς ὑ­πεύ­θυ­νος τῶν δα­σερ­γα­τῶν. Ἐ­κτός ἀ­πό μου­λά­ρια τό Μο­να­στή­ρι εἶ­χε καί βό­δια μέ τά ὁ­ποῖ­α ἔ­συ­ραν τούς κομ­μέ­νους κορ­μούς τῶν δέν­δρων. Ἦ­ταν πο­λύ κο­πι­α­στι­κή ἐρ­γα­σί­α, στήν ὁ­ποί­α συμ­με­τεῖ­χε πρῶ­τος καί κα­λύ­τε­ρος ὁ πα­τήρ Εὐ­δό­κι­μος. Ἔ­κα­νε καί ὑ­πεύ­θυ­νος στήν φύ­λα­ξη τῶν ταύ­ρων (ταυ­ριά). Ἦ­ταν βια­στής μο­να­χός καί ὅ­ταν ἐρ­γα­ζό­ταν ἔ­λε­γε τήν εὐ­χή.
Κά­πο­τε, σ᾿ ἕ­να βα­ρύ χει­μῶ­να, ἀ­πο­κλεί­στη­κε   στό βου­νό ἀ­πό τά χι­ό­νια μέ τόν βο­η­θό του, ἕ­να κο­σμι­κό ἐρ­γά­τη. Φρόν­τι­ζαν τά ταυ­ριά καί ἔ­με­ναν σ᾿ ἕ­να σπί­τι χω­ρίς Ἐκ­κλη­σί­α στήν θέ­ση «Ζα­χα­ρᾶ». Οἱ προ­μή­θει­ές τους τε­λεί­ω­σαν καί ἔ­πρε­πε νά πά­η κά­ποι­ος νά φέ­ρη τρό­φι­μα. Προ­θυ­μο­ποι­ή­θη­κε νά πά­η ὁ ἐρ­γά­της, ἀλ­λά ὁ πα­τήρ Εὐ­δό­κι­μος δέν τόν ἄ­φη­σε λέ­γον­τάς του: «Ἐ­σύ ἔ­χεις γυ­ναῖ­κα καί παι­διά· θά πά­ω ἐ­γώ πού δέν ἔ­χω ὑ­πο­χρε­ώ­σεις κι ἄν χα­θῶ κα­νε­ίς δέν θά μέ κλά­ψει». Ξε­κί­νη­σε τό πρωΐ χω­μέ­νος μέ­σα στά χι­ό­νια, πῆ­ρε ὅ,τι μπο­ροῦ­σε νά ση­κώ­ση στήν πλά­τη του, καί γύ­ρι­σε μέ πο­λύ κό­πο τό σο­ύ­ρου­πο. Ὁ ἐρ­γά­της ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα κοίτα­ζε τόν δρό­μο. Ὅ­ταν ἐ­πι­τέ­λους τόν εἶ­δε νά πλη­σι­ά­ζη, χά­ρη­κε καί τοῦ φά­νη­κε ὅ­τι εἶ­χε φῶς μα­ζί του. Ὅ­ταν πλη­σί­α­σε ὅ­μως εἶ­δε μό­νο τό πρό­σω­πό του νά λάμ­πη, χω­ρίς νά κρα­τᾶ φῶς, καί τοῦ τό ἐ­ξω­μο­λο­γή­θη­κε. «Πᾶ­ψε», τοῦ εἶ­πε, «θά μοῦ πεῖς ὅ­τι εἶ­μαι καί ἅ­γιος». Καί δέν ἔ­δω­σε ση­μα­σί­α.  
Γιά ἕ­να χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα ἀ­πό 1–12–1945 μέ­χρι 13–4–1946 ἀ­πῆλ­θε οἰ­κει­ο­θε­λῶς τῆς Μο­νῆς, ἄ­γνω­στο γιά ποι­ό λό­γο, καί σύν­το­μα ἐ­πα­νῆλ­θε.
Ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα δη­μι­ουρ­γή­θη­κε πρό­βλη­μα στή   δι­ο­ί­κη­ση τῆς Μο­νῆς καί δέν μπο­ροῦ­σε νά στα­θε­ρο­ποι­η­θῆ κά­ποι­ος Ἡ­γού­με­νος, ἀ­φοῦ σέ ἕ­να χρό­νο ἄλ­λα­ξαν ἑ­πτά Ἡ­γου­μέ­νους, ἔ­φθα­σαν καί στόν π. Εὐ­δό­κι­μο πού μέ­χρι τό­τε ἦ­ταν ἁ­πλός μο­να­χός καί ἐρ­γα­ζό­ταν στό βου­νό. Τόν εἶ­χαν κά­νει πρίν προ­ϊ­στά­με­νο καί ἄρ­χι­σε νά βά­ζη τά­ξη στό Μο­να­στή­ρι. Τοῦ πρό­τει­ναν, νά χει­ρο­το­νη­θῆ πα­πᾶς καί νά τόν κά­νουν Ἡ­γο­ύ­με­νο, ἀλ­λά δέν δε­χό­ταν. Κα­τώρ­θω­σε ὅ­μως ὁ Ἡ­γο­ύ­με­νος τοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου Γα­βρι­ήλ, τόν ὁ­ποῖ­ον συμ­βου­λευ­ό­ταν καί θα­ύ­μα­ζε, νά τόν πε­ί­ση νά δε­χθῆ. Ἔ­τσι χει­ρο­το­νή­θη­κε Πρε­σβύ­τε­ρος στίς 15–11– –1953 καί ἐν­θρο­νί­στη­κε Ἡ­γού­με­νος στίς 14–12–1953.
Με­τά τήν ἐ­κλο­γή του σέ Ἡ­γού­με­νο κά­ποι­ος τόν εἰ­ρω­νεύ­τη­κε: «Σύ εἶ ὁ ἐρ­χό­με­νος ἤ ἕ­τε­ρον προσ­δοκῶ­μεν;»[1]. Δέν τοῦ ἀ­πάν­τη­σε, ἀλ­λά εἶ­πε μέ­σα του: «Θά σέ βο­λέ­ψω». Αὐ­τός ὁ μο­να­χός ἦ­ταν καί Ἀν­τι­πρό­σω­πος καί ἔ­λυ­νε καί ἔ­δε­νε. Αὐ­τός ἦ­ταν ἡ αἰ­τί­α πού δέν στέ­ρι­ω­νε Ἡ­γο­ύ­με­νος. Ὁ πα­πα–Εὐ­δό­κι­μος τόν ἔ­βγα­λε ἀ­πό Ἀν­τι­πρό­σω­πο καί ἡ­σύ­χα­σε τό Μο­να­στή­ρι.
Φαί­νε­ται ὅ­τι ὁ πα­πα–Εὐ­δό­κι­μος ἦ­ταν ὁ κα­τάλ­λη­λος νά γί­νη Ἡ­γο­ύ­με­νος, για­τί βο­ή­θη­σε τό Μο­να­στή­ρι του. Ὁ ἴ­διος ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­λε­γε μέ τα­πεί­νω­ση: «Μπο­ρεῖ πνευ­μα­τι­κά νά μή βο­ή­θη­σα τό Μο­να­στή­ρι, ἀλ­λά ὑ­λι­κά τό βο­ή­θη­σα». Ἦ­ταν πα­ρά­δειγ­μα γιά ὅ­λους τούς πα­τέ­ρες καί ἦ­ταν πρῶ­τος στά δι­α­κο­νή­μα­τα καί στίς ἀ­κο­λου­θί­ες. Ἐ­πει­δή οἱ πα­τέ­ρες ἦ­ταν λί­γοι καί ἡ­λι­κι­ω­μέ­νοι, ὁ ἡ­γο­ύ­με­νος Εὐ­δό­κι­μος ἔ­κα­νε τόν μάγ­κι­πα (φούρ­να­ρη), τόν μά­γει­ρα, τόν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό, τόν Ἐ­φη­μέ­ριο. Δέν στα­μα­τοῦ­σε κα­θό­λου. Θυ­σί­α­ζε τόν ἑ­αυ­τό του καί ἐ­στε­ρεῖ­το τόν ὕ­πνο γιά νά προ­λα­βα­ί­νη τίς δου­λει­ές.  Ὡς Ἡ­γού­με­νος δέν ἄλ­λα­ξε τήν συμ­πε­ρι­φο­ρά του. Τό κελ­λί του ἦ­ταν ἁ­πλό καί ἔ­με­νε μα­ζί μέ το­ύς ὑ­πό­λοι­πους ἱ­ε­ρεῖς σέ μί­α πτέ­ρυ­γα κοντά στό πα­ρεκ­κλή­σι τῆς Ἁ­γί­ας Εὐ­φη­μί­ας. Ὅ­ταν πή­γαι­νε κά­ποι­ος γιά μί­α ὑ­πό­θε­ση στόν Ἡ­γο­ύ­με­νο, τόν δε­χό­ταν στό κελ­λί του. Σέ ὅ­λα τά χρό­νια καί τά στά­δια τῆς κα­λο­γε­ρι­κῆς του εἶ­χε ὡς ἀρχή, ὅ­ποι­ος τοῦ κτυ­ποῦ­σε τήν πόρ­τα, ὅ­ποι­α ὥ­ρα καί νά ἦ­ταν, ἀ­κό­μη καί νά κοι­μό­ταν, πε­τα­γό­ταν ἀ­μέ­σως καί ἄ­νοι­γε. Ἔ­λε­γε: «Τόν ὕ­πνο τόν ξα­να­βρί­σκω, τόν ἀ­δελφό τόν ξα­να­βρί­σκω;». Ἦ­ταν σάν  μάν­να πού φρόν­τι­ζε γιά ὅ­λους. Καί κα­λό­γε­ροι τα­λαι­πω­ρη­μέ­νοι ἀ­πό ἄλ­λα Μο­να­στή­ρια εὕ­ρι­σκαν κα­τα­φύ­γιο κοντά του καί το­ύς ἐρ­γά­τες ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦ­σε μέ ἀ­γά­πη. Τήν πόρ­τα τοῦ κελ­λιοῦ του δέν τήν κλε­ί­δω­νε. Ἦ­ταν ἀ­νοι­χτή γιά ὅ­λους.
Φο­ροῦ­σε τά ἴ­δια ροῦ­χα, ἁ­πλά, κα­λο­γε­ρι­κά, λί­γο λε­ρω­μέ­να. Ἀ­κό­μη καί τά πα­πού­τσια του, ὅ­ταν χα­λοῦ­σαν, δέν ἀ­γό­ρα­ζε και­νούρ­για ἀλ­λά τά μπά­λω­νε ὁ ἴ­διος, καί γι᾿ αὐ­τό με­ρι­κοί τόν ἀ­πο­κα­λοῦ­σαν ἐμ­παι­κτι­κά «Τσα­ρού­χα». Δέν ἀ­γά­πη­σε τίς με­γα­λο­πρέ­πει­ες καί δέν τόν συγ­κι­νοῦ­σαν τά πο­λυ­τε­λῆ ἄμ­φια. Σπά­νια φο­ροῦσε τόν ἡγουμενικό μαν­δύ­α. Μία φο­ρά πού τοῦ ἔ­δω­σαν νά φο­ρέ­ση μαν­δύ­α, ἀ­στε­ϊ­ζό­με­νος εἶ­πε: «Δέν κρυ­ώ­νω». Ὅ­ταν ἔ­βλε­πε κά­ποι­ον κα­λό­γε­ρο νά φο­ρᾶ ἐ­πί­ση­μο φαρ­δο­μά­νι­κο ρά­σο, τοῦ ἔ­λε­γε: «Ἔ, κα­κο­μοί­ρη μου (συ­νή­θης ἔκ­φρα­σή του) ἤ Ἀρ­χι­μαν­δρί­της τοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου εἶ­σαι ἤ προ­ϊ­στά­με­νος Ἰδιορρυθμίτης».
Ὡς Ἡ­γού­με­νος ἀ­γω­νί­στη­κε μέ ὅ­λες του τίς δυ­νά­μεις νά βο­η­θή­ση οἰ­κο­νο­μι­κά τό Μο­να­στή­ρι πού εἶ­χε με­γά­λες ἀ­νάγ­κες. Γιά νά μήν ξο­δεύ­ων­ται ἄ­σκο­πα χρή­μα­τα, πή­γαι­νε ὁ ἴ­διος στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη νά προ­μη­θευ­τῆ τά ἀ­ναγ­καῖ­α τρώ­γον­τας τό πιό φθη­νό φα­γη­τό στό φθη­νό­τε­ρο Ἑστι­α­τό­ριο. Δέν κυ­κλο­φο­ροῦ­σε σάν Ἡ­γο­ύ­με­νος ἐ­πί­ση­μα, ἀλ­λά σάν ἁ­πλός κα­λό­γε­ρος. Ἐ­πέ­στρε­φε στήν Οὐ­ρα­νού­πο­λη καί ἀ­πό ἐ­κεῖ μερικές φο­ρές γύ­ρι­ζε στό Μο­να­στή­ρι πε­ζο­πο­ρών­τας 7–8 ὧ­ρες, γιά νά μήν πλη­ρώ­ση εἰ­σι­τή­ριο στό κα­ρά­βι. Κά­πο­τε βγῆ­κε στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη καί ἐ­πέ­στρε­φε ἔ­χον­τας μα­ζί του πολ­λά χρή­μα­τα. Στήν  Οὐ­ρα­νού­πο­λη ἔ­χα­σε τό κα­ρά­βι. Οἱ Οὐ­ρα­νο­πο­λί­τες ζή­τη­σαν 12 δραχ­μές γιά νά τόν με­τα­φέ­ρουν στοῦ Ξε­νο­φῶν­τος. Αὐ­τός τούς εἶ­πε 10. Δέν συμ­φώ­νη­σαν καί ἦρ­θε στό Μο­να­στή­ρι του μέ τά πό­δια, γιά νά μήν πλη­ρώ­ση 2 δραχ­μές πα­ρα­πά­νω. Τά χρή­μα­τα καί τήν πε­ρι­ου­σί­α τῆς Μο­νῆς τά θε­ω­ροῦ­σε ἱ­ε­ρά, ὅτι ἀ­νῆ­καν στόν Ἅ­γιο καί γι᾿ αὐτό ὁ ἴ­διος φο­βό­ταν νά τά ξο­δεύ­η ἄ­σκο­πα. Εἶ­χε τήν αἴ­σθη­ση ὅ­τι ἦ­ταν δι­α­κο­νη­τής τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ. Ἔ­κα­νε καί ἔρ­γα. Ἔ­κτι­σε τά χω­ρί­σμα­τα με­τα­ξύ τῶν πτε­ρύ­γων γιά προ­στα­σί­α ἀ­πό τήν φω­τιά. Αὔ­ξη­σε τά ὑ­πο­στα­τι­κά τῆς Μο­νῆς. Ἀ­πό δέ­κα ἑ­πτά μου­λά­ρια πού βρῆ­κε τά ἔ­κα­νε ἑ­βδο­μῆν­τα. Ἦ­ταν Ἡ­γού­με­νος καί δού­λευ­ε σάν ἐργά­της. Κά­πο­τε ἕ­νας ἐρ­γά­της ἔ­βγα­ζε ρα­κί καί πῆ­ρε φω­τιά ἡ σκε­πή. Φώ­να­ξε τόν Ἡ­γού­με­νο. Ἔ­τρε­ξε ὁ ἴ­διος. Δέν κά­λε­σε κα­νέ­ναν ἄλ­λον. Εἶ­πε στόν ἐρ­γά­τη: «Μή φο­βᾶ­σαι». Ἔ­σβη­σε τήν φω­τιά μό­νος του καί δέν εἶ­πε σέ κα­νέ­ναν τί­πο­τε.
Γύ­ρι­ζε στό Μο­να­στή­ρι καί ἔ­βλε­πε στό Δο­χει­ό ἄν λεί­πη κά­τι. Ψά­ρια δέν ἀ­γό­ρα­ζε. Ἔρ­χον­ταν με­ρι­κές φο­ρές Ἰ­τα­λοί ψα­ρά­δες μέ φου­σκω­τές βάρ­κες καί γέ­μι­ζαν τό Δο­χειό μέ ρο­φούς. Ἔ­κα­ναν καί πα­στούς ρο­φούς καί ὁ Ἡ­γού­με­νος τούς ἔ­δι­νε «κρα­σο­ρά­κι» (κρα­σί καί ρα­κί). Ἦ­ταν κα­λός στό κου­μάν­το, ἄν καί με­ρι­κοί προ­ϊ­στά­με­νοι τόν θε­ω­ροῦ­σαν σφι­χτό.
Κά­ποι­ος προ­ϊ­στά­με­νος μα­γεί­ρευ­ε μό­νος του στό κελ­λί καί ὁ Ἡ­γού­με­νος τό κα­τά­λα­βε. Τοῦ εἶ­πε:
–Κα­κο­μοί­ρη, οἱ μυ­ρου­δι­ές ἔ­φθα­σαν μέ­χρι τό μα­γει­ρεῖ­ο.
–Ἅ­μα βά­λης τέ­τοι­α φα­γη­τά στήν τρά­πε­ζα, θά στα­μα­τή­σω νά μα­γει­ρεύ­ω στό κελ­λί.
–Ἅ­μα βά­λω τέ­τοι­α φα­γη­τά, θά τό ρί­ξου­με ἔ­ξω τό Μο­να­στή­ρι.
Ὁ Ἡ­γού­με­νος Εὐ­δό­κι­μος ἦ­ταν ἔ­ξυ­πνος, εὔ­στρο­φος, δί­και­ος καί εὐ­θύς στά λό­για καί στά ἔρ­γα του. Κά­πο­τε ἔ­κλε­ψε κά­ποι­ος ξύ­λα καί αὐ­τός ἀ­κο­λου­θών­τας τά ἴ­χνη τῶν ζώ­ων βρῆ­κε τά κλεμ­μέ­να ξύ­λα. Δέν ζή­τη­σε τί­πο­τε, δέν τόν μά­λω­σε, μό­νο τοῦ εἶ­πε: «Εὐ­λο­γη­μέ­νε, για­τί δέν μοῦ εἶ­πες ὅ­τι ἔ­χεις ἀ­νάγ­κη ἀ­πό ξύ­λα νά σοῦ δώ­σω;».
Κά­πο­τε ἦρ­θε ἕ­νας ἔμ­πο­ρος νά ἀ­γο­ρά­ση τούς ταύ­ρους πού ἔ­τρε­φε ἡ Μο­νή. Πο­νη­ρά σκε­φτό­με­νος, γιά νά κερ­δί­ση πα­ρα­νό­μως, ἔ­κλει­σε γιά δύ­ο μέ­ρες τούς ταύ­ρους στόν σταῦ­λο νη­στι­κούς χω­ρίς νε­ρό καί τούς  ἔ­φε­ρε  στό  Μο­να­στή­ρι τή  νύ­χτα  γιά  νά τούς ζυ­γί­σουν. Ὁ Ἡ­γού­με­νος, ὅ­ταν τούς εἶ­δε, κα­τά­λα­βε τί εἶ­χε συμ­βῆ, κά­λε­σε ἕ­ναν ἐρ­γά­τη, καί τά με­σά­νυ­χτα τά­ϊ­σαν τούς ταύ­ρους πί­του­ρα μέ ἁ­λά­τι. Τά ζῶ­α δί­ψα­σαν. Ἔ­πει­τα τά πό­τι­σαν, ἤ­πιαν πο­λύ νε­ρό καί ἦρ­θαν στά κι­λά τους. Ὅ­ταν εἶ­δε ὁ ἔμ­πο­ρος το­ύς τα­ύ­ρους μέ φου­σκω­μέ­νες τίς κοι­λι­ές, εἶ­πε: «Μέ­χρι τώ­ρα ὅ­λους τούς ξε­γε­λοῦ­σα. Αὐ­τόν τόν κα­λό­γε­ρο (Ἡ­γού­με­νο Εὐ­δό­κι­μο) δέν μπό­ρε­σα νά τόν ξε­γε­λά­σω». Γιά νά μήν ἐ­πι­βα­ρύ­νη τήν συ­νε­ί­δη­σή του μέ ἁ­μαρ­τί­α ὁ ἔμ­πο­ρος καί ἐ­πει­δή ἡ ἀ­δι­κί­α ἀ­φο­ροῦ­σε τά συμ­φέ­ρον­τα τῆς Μο­νῆς ὁ Ἡ­γού­με­νος δέν τήν ἀνέ­χθη­κε.
Πο­ύ­λη­σε κτῆ­μα τῆς Μο­νῆς καί οἱ δι­κη­γό­ροι τοῦ πρό­τει­ναν νά τοῦ δώ­σουν με­ρί­διο ἀ­πό τά χρή­μα­τα. Ἀ­πάν­τη­σε: «Ὅ,τι ζή­τη­σα εἶ­ναι γιά τό Μο­να­στή­ρι μου. Γιά τόν ἑ­αυ­τό μου δέν θέ­λω τί­πο­τε, για­τί εἶ­μαι κα­λό­γε­ρος καί οἱ κα­λό­γε­ροι δέν ἔ­χουν τί­πο­τε δι­κό τους».  ­
Ὁ ἡ­γού­με­νος Εὐ­δό­κι­μος κρυ­φά ἔ­κα­νε πολ­λές ἐ­λε­η­μο­σύ­νες. Ὅ­ταν ἔ­βγαι­νε ἔ­ξω, ἔ­παιρ­νε τό πορ­το­φό­λι του γε­μᾶ­το καί τό μπλόκ τῶν ἀ­πο­δεί­ξε­ων. Ὅ­ποι­ος φτω­χός τοῦ ζη­τοῦ­σε χρή­μα­τα τοῦ ἔ­δι­νε. Ὅ­ποι­ος εἶ­χε ἀ­νάγ­κες με­γα­λύ­τε­ρες τοῦ ἔ­κο­βε μία ἀ­πό­δει­ξη λέ­γον­τας: «Ὅ­ταν μπο­ρέ­σης, τά γυ­ρί­ζεις». Ἔ­κα­νε δέ­μα­τα μέ τρό­φι­μα, τά ἔ­παιρ­νε μα­ζί του καί τά ἔ­δι­νε σέ φτω­χές οἰ­κο­γέ­νει­ες. Βο­ή­θη­σε φτω­χό μα­θη­τή ἀ­πό τά χω­ριά τῆς Χαλ­κι­δι­κῆς νά σπου­δά­ση. Σή­με­ρα εἶ­ναι κα­θη­γη­τής Πα­νε­πι­στη­μί­ου καί εὐ­γνω­μο­νεῖ τόν ἡ­γού­με­νο Εὐ­δό­κι­μο.
Με­τα­ξύ τῶν ἀ­ρε­τῶν τοῦ Ἡ­γου­μέ­νου ξε­χώ­ρι­ζε  ­καί ἡ τε­λε­ί­α ξε­νιτεί­α του. Δέν εἶ­χε καμ­μία ἐ­πικοι­νωνί­α μέ τούς κα­τά σάρ­κα συγ­γε­νεῖς του. Κά­πο­τε πού το­ύς ἔ­στει­λε ἐ­πι­στο­λή γιά κά­ποι­α ἀ­ναγ­καί­α ὑ­πό­θε­ση, αὐ­τοί οὔ­τε κἄν τόν θυμόνταν.
Στίς δογ­μα­τι­κές του πε­ποι­θή­σεις ἦ­ταν ἀ­κρι­βής φύ­λα­κας τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων πα­ρα­δό­σε­ων. Συμ­φώ­νη­σαν μέ ἄλ­λους Ἡ­γου­μέ­νους νά κό­ψουν τό μνη­μό­συ­νο τοῦ Πα­τριά­ρχου. Οἱ ἄλ­λοι με­τά ἀ­πό ἕ­να δι­ά­στη­μα ἄρ­χι­σαν νά μνη­μο­νεύ­ουν. Στόν γέ­ρον­τα Εὐ­δό­κι­μο ἦρ­θε Πα­τρι­αρ­χι­κή Ἐ­ξαρ­χί­α μέ Πρό­ε­δρο τόν Σταυ­ρου­πό­λε­ως Μά­ξι­μο. Ἀ­φοῦ ἐ­ξή­γη­σε το­ύς λό­γους γιά το­ύς ὁ­πο­ί­ους ἔ­κο­ψε τό μνη­μό­συ­νο, τόν ρώ­τη­σε ὁ Πρό­ε­δρος τῆς Ἐ­ξαρ­χί­ας:
–Ἅ­γι­ε Ἡ­γο­ύ­με­νε, πό­σους κα­λο­γέ­ρους ἔ­χεις ἐ­δῶ;
–Γιά φα­γη­τό ἤ γιά δου­λειά; ἀ­πάν­τη­σε.
–Πῶς μι­λᾶς ἔ­τσι, τοῦ εἶ­πε θυ­μω­μέ­νος ὁ Δε­σπό­της, δέν ξέ­ρεις ὅ­τι τό μπα­στο­ύ­νι πού κρα­τᾶς μπο­ρῶ νά σοῦ τό πά­ρω;
–Πᾶρ­τε το, ἀ­πάν­τη­σε καί πα­ρέ­δω­σε τό χασ­δρά­νι. Ἐ­δῶ δέν ἦρ­θα γιά νά κά­νω τόν Ἡ­γο­ύ­με­νο, ἀλ­λά γιά τήν σω­τη­ρί­α τῆς ψυ­χῆς μου.
Ἔ­τσι στίς 10–3–1974 μέ Πα­τρι­αρ­χι­κή ἀ­πό­φα­ση ἔ­γι­νε ἔκ­πτω­τος τοῦ Ἡ­γου­με­νι­κοῦ ἀ­ξι­ώ­μα­τος. Ὕ­στε­ρα ὁ τό­τε πο­λι­τι­κός Δι­οι­κη­τής κ. Δ. Κρι­ε­κο­ύ­κιας μέ τό ὑπ᾿ ἀ­ριθμ. Φ. 26/12/15. 6. 1974  ἔγ­γρα­φό του δι­έ­τα­ξε «τήν ἀ­πο­μά­κρυν­σιν τοῦ Ἡ­γου­μέ­νου π. Εὐ­δο­κί­μου ἐκ τῆς Ἱ­ε­ρᾶς αὐ­τοῦ με­τα­νο­ί­ας, ἐ­πει­δή οὗ­τος πα­ρα­μέ­νει εἰς τάς ἰ­δί­ας αὐ­τοῦ πνευ­μα­τι­κάς θέ­σεις». Ἀλ­λά ἡ δι­α­τα­γή του δέν ὑ­λο­ποι­ή­θη­κε.   
Στό δι­ά­στη­μα αὐ­τό με­τά τήν ἔκ­πτω­σή του ἀ­πό Ἡ­γο­ύ­με­νος  συ­νέ­χι­σε  νά  βο­η­θᾶ τό Μο­να­στή­ρι στά δι­ά­φο­ρα  δι­α­κο­νή­μα­τα.  Ἦ­ταν  ἄν­θρω­πος  με­γά­λης σω­μα­τι­κῆς ἀν­το­χῆς. Ἡ  Μο­νή τό­τε ἐ­στε­ρεῖ­το ἐ­φη­μερί­ου καί λει­τουρ­γοῦ­σε τίς κα­θη­με­ρι­νές ὁ πα­πα–Ἰ­ω­αν­νί­κιος ἀ­πό τήν Σκή­τη τοῦ Ξε­νο­φῶν­τος καί τίς Κυ­ρια­κές καί ἑ­ορ­τές ὁ γε­ρω–Εὐ­δό­κι­μος. Συ­νέ­βη νά λεί­πη στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη. Τό πρωΐ τοῦ Σαβ­βά­του ἦλ­θε στήν Οὐ­ρα­νού­πο­λη καί, ἐ­πει­δή δέν εἶ­χε συγ­κοι­νω­νία­, ἦρ­θε μέ τά πό­δια (8 ὧ­ρες πο­ρεί­α)· ἔ­κα­νε τόν ἐ­φη­μέ­ριο στήν ἀ­γρυ­πνί­α καί τήν Κυ­ρια­κή τό πρωΐ λει­τούρ­γη­σε κα­νο­νι­κά, ἐ­νῶ ἦ­ταν τό­τε ἄ­νω τῶν 70 ἐ­τῶν.
Ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λύ τήν Μο­νή τῆς με­τα­νοί­ας του, πού ἦ­ταν γι᾿ αὐ­τόν ὁ ἐ­πί­γει­ος πα­ρά­δει­σος. Αἰ­σθα­νό­ταν σάν τόν Ἀ­δάμ πού φυ­λά­ει καί καλ­λι­ερ­γεῖ τόν πα­ρά­δει­σο. Ἀλ­λά ἔ­μελ­λε νά βρε­θῆ ἐ­κτός τῆς Μο­νῆς του ἀ­πό τίς 24–10–1977 τρί­α χρό­νια με­τά τήν ἀ­νω­τέ­ρω δι­α­τα­γή. Δέν στε­νο­χω­ρή­θη­κε τό­σο πού ἔ­χα­σε τό ἀ­ξί­ω­μα τοῦ Ἡ­γου­μέ­νου, ἀλ­λά ὑ­πέ­φε­ρε πο­λύ πού ἦ­ταν ἐ­ξό­ρι­στος ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι του γιά τό ὁ­ποῖ­ο τό­σους ἱ­δρῶ­τες ἔ­χυ­σε καί στό ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε ζή­σει 48 χρό­νια, ἐκ τῶν ὁ­πο­ί­ων τά 20 ὡς Ἡ­γο­ύ­με­νος.
Μέ πί­κρα καί πό­νο ἐγ­κα­τα­βί­ω­σε στήν γει­το­νι­κή Μο­νή τοῦ Δο­χει­α­ρί­ου καί ἔ­γι­νε ὑ­πο­τα­κτι­κός σέ ἕ­να ἁ­πλό μο­να­χό. Τοῦ ἔ­κα­νε ὑ­πα­κο­ή καί, ὅ­ταν ἐκεῖνος τόν ἐπέπληττε δη­μο­σί­ως γιά κά­τι, τα­πει­νά ἔ­λε­γε «εὐ­λό­γη­σον». Ἀ­πό αὐ­τό φαί­νε­ται τό μέ­γε­θος τῆς τα­πει­νο­φρο­σύ­νης του.
Γιά νά ἁ­πα­λύ­νη τήν ὀ­δύ­νη του, στίς ἀρ­χές πή­γαι­νε κά­θε μέ­ρα μέ τό κα­ρα­βά­κι στήν Δάφ­νη. Ἤ­θε­λε νά βλέ­πη τό Μο­να­στή­ρι του ἔ­στω καί ἀ­πό μα­κρυ­ά. Ὅ­ταν τό ἔ­βλε­πε, ἔ­κλαι­γε καί ἔ­λε­γε: «Ἐ­κά­θισεν Ἀ­δάμ ἀ­πέ­ναν­τι τοῦ Πα­ρα­δεί­σου…». Ἄλ­λες φο­ρές δι­α­σκε­δά­ζον­τας τόν πό­νο του ρω­τοῦ­σε σάν νά μήν ἤ­ξε­ρε: «Ποιό εἶ­ναι αὐ­τό τό Μο­να­στή­ρι;».
Πολ­λές φο­ρές, ὡς ἐ­ξό­ρι­στος πού ἦ­ταν, αἰ­σθα­νό­ταν νά τόν πνί­γη ἡ ἀ­δι­κί­α καί τοῦ ἔ­λε­γε ὁ λο­γι­σμός του νά δι­α­μαρ­τυ­ρη­θῆ. Ἀλ­λά κά­πο­τε πού δι­ά­βα­ζε τήν Φι­λο­κα­λί­α βρῆ­κε ἕ­να χω­ρί­ο πού τόν ἔ­κα­νε νά πα­ραι­τη­θῆ ἀ­πό κά­θε ἐ­νέρ­γεια. Ἔ­κα­ψε καί τήν ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α του μέ κά­ποι­ους πα­λιούς ἐ­χθρούς του, τούς συγ­χώ­ρε­σε καί αἰ­σθάν­θη­κε πο­λύ ἀ­νά­λα­φρος καί χα­ρού­με­νος.
Τοῦ πρό­τει­νε γνω­στός του ἐρ­γά­της νά τοῦ πα­ρα­χω­ρή­ση ἕ­να κτῆ­μα μέ συμ­βό­λαι­ο, νά κά­νη ἔ­ρα­νο καί νά κτί­ση Μο­να­στή­ρι, ἀλ­λά δέν δέ­χτη­κε: «Κτή­μα­τα βρί­σκου­με πολ­λά, ἀλ­λά Ἅ­γιον Ὄ­ρος δέν ὑ­πάρ­χει ἄλ­λο», εἶ­πε. Προ­τί­μη­σε νά πα­ρα­μεί­νη ἐ­ξό­ρι­στος στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, νά ὑ­πο­τα­γῆ στόν τε­λευ­ταῖ­ο ἰ­δι­ορ­ρυθ­μί­τη μο­να­χό καί ἀ­πό Ἡ­γού­με­νος μέ χα­ρά νά κά­νη τόν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό. Ἔ­λε­γε: «Τό δι­α­κό­νη­μα  τοῦ Ἐκ­κλησι­α­στι­κοῦ εἶ­ναι τό κα­λύ­τε­ρο, για­τί ὁ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός εἶ­ναι συ­νέ­χεια μέ το­ύς Ἁ­γί­ους, ἀ­φοῦ κά­θε λί­γο ἀ­νά­βει τά καν­τή­λια τους».
Σέ μία πα­νή­γυ­ρη ὁ Τυ­πι­κά­ρης τοῦ εἶ­πε ν᾿ ἀ­νά­ψη τόν Πο­λυ­έ­λε­ο καί ἔκανε ὑπακοή. Ξαφ­νι­κά τοῦ λέ­ει δυ­να­τά μπρο­στά στόν κό­σμο: «Βρέ πα­λιο­τσα­ρο­ύ­χα, τώ­ρα σοῦ εἶ­πα νά τόν ἀ­νά­ψης;». Δέχθηκε σι­ω­πη­λά τήν προ­σβο­λή, ἔ­κα­νε ὑ­πα­κοή καί εἶ­πε μέ­σα του: «Ὑ­πο­μο­νή, Εὐ­δό­κι­με».
Ὅ­ταν ἡ Ἱ­ε­ρά Μο­νή Δο­χει­α­ρί­ου ἔ­γι­νε κοι­νό­βιο, ἡ στά­ση τοῦ προ­η­γου­μέ­νου Εὐ­δο­κί­μου ἦ­ταν δι­α­κρι­τι­κή. Ὅ­ταν ὁ Ἡ­γού­με­νος τοῦ ζη­τοῦ­σε τήν γνώ­μη του, τήν ἔ­λε­γε μέ σε­βα­σμό καί τα­πεί­νω­ση ἀ­πο­κα­λών­τας τόν Ἡ­γού­με­νο «Ἅ­γι­ε Κα­θη­γού­με­νε», καί τοῦ ἔ­βα­ζε με­τά­νοι­α. Οἱ συμ­βου­λές του ἦ­ταν γιά πρα­κτι­κά μο­να­χι­κά θέ­μα­τα. Ἔ­λε­γε στόν Ἡ­γού­με­νο νά οἰ­κο­νο­μῆ το­ύς πα­τέ­ρες καί νά βά­ζη λί­γο λά­δι στό φα­γη­τό τους, ὅ­ταν ἔ­κα­ναν βα­ρει­ές δου­λει­ές. Γιά τόν ἑ­αυ­τό του πα­ρε­κά­λε­σε νά μήν πη­γα­ί­νη στήν τρά­πε­ζα, ἀλ­λά νά τρώ­η στό κελ­λί του. Δέν τό ἔ­κα­νε ἀ­πό ἰ­δι­ορ­ρυθ­μί­α, ἀλ­λά ἐ­πει­δή τοῦ ἀρ­κοῦ­σε νά τρώ­η μία φο­ρά τήν ἡ­μέ­ρα. Ὅ­μως στήν ἀ­κο­λου­θί­α καί στίς ἀ­γρυ­πνί­ες πάν­τα κα­τέ­βαι­νε καί ἔ­ψαλ­λε ὅ­σο τόν βο­η­θοῦ­σε ἡ φω­νή του, ὅ­ταν τοῦ ἔ­λε­γε ὁ Τυ­πι­κά­ρης. Ἐ­πί­σης συμ­βού­λευ­ε «νά κα­θα­ρί­σουν τήν πε­ρι­ο­χή γύ­ρω ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι, ὥ­στε, ἄν κα­ῆ τό δά­σος, νά μήν κα­ῆ καί τό Μο­να­στή­ρι, καί ἄν πά­ρη φω­τιά τό Μο­να­στή­ρι, νά γλυ­τώ­ση τό δά­σος». Τοῦ ἀ­νέ­θε­σαν τό δι­α­κό­νη­μα τοῦ Δα­σάρ­χη καί πα­ρά τήν ἡ­λι­κί­α του κα­θά­ρι­ζε τά μο­νο­πά­τια πρός τίς γει­το­νι­κές Μο­νές καί πρός Κα­ρυ­ές.
Κάποια φο­ρά ἕνας λα­ϊ­κός στήν Δάφνη τοῦ εἶ­πε ὅ­τι ἔ­δω­σε 80.000 δραχ­μές στόν πρώ­ην Προ­σμο­νά­ριο τῆς Μο­νῆς Δο­χει­α­ρί­ου γιά τίς ἀ­νάγ­κες τῆς Μο­νῆς. Ὁ δι­α­κρι­τι­κός Γέροντας πρός στιγ­μήν δέν μί­λη­σε γιά νά μή σκαν­δα­λί­ση τόν δω­ρη­τή, ἀλ­λά ἔ­κα­νε τό ἑ­ξῆς: Ἐ­πι­στρέ­φον­τας στήν Μο­νή βρῆ­κε τόν πρώ­ην Προ­σμο­νά­ριο καί τοῦ εἶ­πε: «Πάτερ, στήν Δάφνη συ­ζη­τοῦν ὅ­τι κά­ποι­ος σοῦ ἔ­δω­σε 80.000 δραχ­μές γιά τήν Μο­νή. Τί θά γί­νει ἅ­μα τό μά­θη ὁ Ἡ­γο­ύ­με­νος; Ἄν θέ­λης κρά­τη­σε 5.000 δραχ­μές καί δῶ­σε μου τά ὑ­πό­λοι­πα καί τά δί­νω ἐ­γώ στόν Ἡ­γο­ύ­με­νο. Ἡ εὐ­θύ­νη εἶ­ναι δι­κή μου». Πράγ­μα­τι τοῦ ἔ­δω­σε τά χρή­μα­τα καί ὁ γε­ρω–Εὐ­δό­κι­μος τά ἔ­δω­σε στόν Ἡ­γο­ύ­με­νο λέγοντάς του: «Ἅ­γι­ε Κα­θη­γο­ύ­με­νε, πά­ρε αὐ­τά τά χρή­μα­τα γιά τό Μο­να­στή­ρι. Κάποιος μοῦ τά ἔ­δω­σε. Ἄν μά­θης ὅ­τι ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρα, τά κρά­τη­σα ἐ­γώ». Ἔ­τσι μέ τήν δι­α­κρι­τι­κή του πα­ρέμ­βα­ση τα­κτο­ποι­ή­θη­κε τό θέ­μα. Ἦ­ταν ἄν­θρω­πος «εἰς οἰ­κο­δο­μήν καί οὐκ εἰς κα­θα­ί­ρε­σιν».
Εἶ­χε μία πνευ­μα­τι­κή ἀρ­χον­τιά καί εὐ­αι­σθη­σί­α αὐ­τός ὁ ἄ­ξε­στος καί ἀ­γροῖ­κος ταυ­ριά­ρης. Κα­νείς δέν τόν εἶ­δε ὀρ­γι­σμέ­νο. Μέ ὅ­λους τούς μο­να­χούς ἦ­ταν πο­λύ φι­λι­κός καί εὐ­χά­ρι­στος. Μέ κα­νέ­ναν δέν εἶ­χε πα­ρε­ξη­γη­θῆ. Συμ­βο­ύ­λευ­ε καί στο­ύς ἄλ­λους, ὅ­ταν γί­νων­ται πα­ρε­ξη­γή­σεις, νά μήν κα­θυ­στε­ροῦν, ἀλ­λά νά συμ­φι­λι­ώ­νων­ται ἀ­μέ­σως βά­ζον­τας με­τά­νοι­α. Ἀ­πέ­φευ­γε τήν ἀρ­γο­λο­γί­α καί τήν κα­τά­κρι­ση. Ἦ­ταν σι­ω­πη­λός καί ὀ­λι­γό­λο­γος. Δέν εἶ­χε χά­ρι­σμα λό­γου, ἀλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο δί­δα­σκε μέ τό πα­ρά­δειγ­μά του· ὅ,τι ἔ­λε­γε ὅ­μως ἔ­βγαι­νε ἀ­πό τήν πεῖ­ρα του καί ὁ λό­γος του εἶ­χε βα­ρύ­τη­τα.  Πάν­το­τε ζοῦ­σε στήν ἀ­φά­νεια, στό πε­ρι­θώ­ριο καί ἤ­θε­λε νά εἶ­ναι ἀ­πα­ρα­τή­ρη­τος. Ἦ­ταν τό­σο ἡ­συ­χα­στι­κός, πού, ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­νο­ί­χτη­καν οἱ δρό­μοι, μό­λις ἄ­κου­γε αὐ­το­κί­νη­το κρυ­βό­ταν μέ­σα στό δά­σος. Ὡς χα­ρα­κτή­ρας ἦ­ταν σκλη­ρός μέ τόν ἑ­αυ­τό του καί ἀ­πό­το­μος. Ἐ­ξω­τε­ρι­κά ἦ­ταν πάν­τα ἀ­τη­μέ­λη­τος, μέ ρά­σα πα­λαι­ά καί ὄ­χι τό­σο κα­θα­ρά. Ἀλ­λά εἶ­χε ἐ­σω­τε­ρι­κή κα­θα­ρό­τη­τα καί τά μά­τια του πρό­δι­δαν εὐ­σπλα­χνί­α και συμ­πά­θεια. Τά γέ­νια του ἦ­ταν πυ­κνά καί τό πρό­σω­πό του ἡ­λι­ο­κα­μέ­νο καί αὐ­λα­κω­μέ­νο ἀ­πό ρυ­τί­δες. Τά μαλ­λιά του ἀ­σπρο­κί­τρι­να καί μα­δη­μέ­να, πάν­τα ἀ­τη­μέ­λη­τα καί ἄ­δε­τα.
Ἦ­ταν ἀ­κτή­μων. Τά χρή­μα­τα ἀ­πό τήν σύν­τα­ξη τοῦ ΟΓΑ πού ἔ­παιρ­νε, τά ξό­δευ­ε ἀ­γο­ρά­ζον­τας ἀ­πό τήν Δάφ­νη λά­δι γιά τά καν­τή­λια, χυ­μούς καί γλυ­κί­σμα­τα γιά τούς πα­τέ­ρες τῆς Μο­νῆς. Τά μοί­ρα­ζε ὁ ἴ­διος τήν ὥ­ρα τοῦ δι­α­κο­νή­μα­τος, γιά νά δώ­ση μία ἀ­να­ψυ­χή στούς κο­πι­ῶν­τες πα­τέ­ρες. Ἀπ᾿ τό μου­ρά­γιο πή­γαι­νε στά χω­ρά­φια σάν μι­κρό παι­δί καί τά μο­ί­ρα­ζε γιά νά ἔ­χη καί ὁ ἴ­διος συμ­με­το­χή μέ αὐ­τό τόν τρό­πο σέ ὅ,­τι γι­νό­ταν. 
Πα­ρό­λο πού κερ­νοῦ­σε γλυ­κά το­ύς πα­τέ­ρες, αὐ­τός δέν ἔ­τρω­γε λέ­γον­τας: «Ἐ­μεῖς οἱ πα­λαι­οί δέν μά­θα­με νά τρῶ­με γλυ­κά. Κι ἄν βλέ­πα­με μι­σό λου­κο­ύ­μι πε­τα­μέ­νο, στε­νο­χω­ρι­όμα­σταν καί τό θε­ω­ρο­ύ­σα­με ἁ­μαρ­τί­α. Σήμερα βλέ­πω ἕ­να σω­ρό γλυ­κά. Καί τά τρῶ­νε οἱ πα­τέ­ρες καί τά πε­τᾶ­νε εὔ­κο­λα». 
Γιά τόν ἑ­αυ­τό του δέν ζη­τοῦ­σε τί­πο­τε οὔ­τε εἶ­χε πα­ρά­πο­νο ἀ­πό κα­νέ­ναν. Ἔ­λε­γε στόν μά­γει­ρα νά μήν τοῦ μα­γει­ρεύ­η ἰ­δι­αί­τε­ρο φα­γη­τό, ἀλ­λά νά τοῦ στέλ­νη λί­γο ζου­μί ἀ­πό τό φα­γη­τό τῶν πα­τέ­ρων. Τοῦ πή­γαι­ναν καί ἕ­να πο­τή­ρι κρα­σί, πού τόν κρα­τοῦ­σε κά­πως, για­τί στά γη­ρα­τειά του ἦ­ταν κα­τα­βε­βλη­μέ­νος. Ὅ­ταν ἤ­θε­λε νά τοῦ προ­σφέ­ρη ρα­κί ὁ πορ­τά­ρης, τοῦ ἔ­λε­γε 3–1. Δη­λα­δή νά τό ἀ­ραι­ώ­ση μέ τρί­α μέ­ρη νε­ρό.
Τήν Μ. Σα­ρα­κο­στή ἔ­κα­νε τρι­ή­με­ρη νη­στε­ί­α κά­θε ἑ­βδο­μά­δα. Ἀ­πό Δευ­τέ­ρα μέ­χρι Τε­τάρ­τη τη­ροῦ­σε ἀ­σι­τί­α. Τήν Τε­τάρ­τη κοι­νω­νοῦ­σε στήν Προ­η­γι­α­σμέ­νη καί ὕ­στε­ρα ἔ­τρω­γε ψω­μί καί ἐ­λι­ές. Τήν Πέμπτη πά­λι ἀ­σι­τί­α. Τήν Πα­ρα­σκευή κοι­νω­νοῦ­σε στήν Προ­η­γι­α­σμέ­νη καί ἔ­τρω­γε ψω­μί καί ἐ­λι­ές, ἐ­νῶ τό Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο ἔ­τρω­γε λα­δε­ρό φα­γη­τό. Αὐ­τό τό τυ­πι­κό τό ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε κά­θε ἑ­βδο­μά­δα τῆς Μ. Σα­ρα­κο­στῆς.
Τό κελ­λί του ἦ­ταν πο­λύ φτω­χι­κό καί λί­γο ἀ­τη­μέ­λη­το, ὅ­πως καί ὁ ἴ­διος. Κά­πο­τε τό κα­θά­ρι­σαν οἱ πα­τέ­ρες ἐν ἀ­γνοί­ᾳ του καί, ὅ­ταν τό εἶ­δε, εἶ­πε γε­λών­τας: «Αὐ­τό πού κά­να­τε τώ­ρα, ἔ­πρε­πε νά τό κά­νε­τε μία φο­ρά με­τά τόν θά­να­τό μου. Τί θέ­λε­τε καί μπαί­νε­τε στόν κό­πο ἄ­δι­κα;».
Γιά σκέ­πα­σμα εἶ­χε τρεῖς κου­βέρ­τες ραμ­μέ­νες με­τα­ξύ τους καί πι­α­σμέ­νες στόν τοῖ­χο, γιά νά μήν πέ­φτουν ὅ­ταν κοι­μᾶ­ται, καί κρυ­ώ­νη. Κοι­μό­ταν ὅ­πως ἦ­ταν. «Μόνο τά πα­πο­ύ­τσια βγά­ζω», ἔ­λε­γε. Δί­πλα στό κελ­λί του ἦ­ταν ἕ­να Ἐκ­κλη­σά­κι τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν, μι­κρό καί κα­τα­νυ­κτι­κό. Κά­θε μέ­ρα ἄ­να­βε τά καν­τή­λια, τά δι­α­τη­ροῦ­σε ἀ­κοί­μη­τα μέ πο­λύ με­γά­λες φλό­γες.
Ἀ­πό τίς με­γά­λες του ἀν­τι­πά­θει­ες ἦ­ταν οἱ γά­τες, ἄν καί ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λύ τά ζῶ­α. Ἄν ἔ­βλε­πε μο­να­χό νά χα­ϊ­δε­ύ­η γά­τα, τοῦ ἔ­λε­γε: «Μή, κα­κο­μο­ί­ρη μου, δέν κά­νει νά χα­ϊ­δε­ύ­ης τίς γά­τες. Εἶ­ναι μα­λα­κό πρᾶ­μα». Ἐ­νῶ οἱ γά­τες κοι­μόν­ταν ἀ­μέ­ρι­μνες, ὅ­ταν ἄ­κου­γαν τά βή­μα­τά του καί τό μπα­στού­νι του στήν σκά­λα ἔ­τρε­χαν πα­νι­κό­βλη­τες νά κρυ­φθοῦν. Ἦ­ταν ἕ­να θέ­α­μα πού προ­κα­λοῦ­σε γέ­λω­τα. Κά­πο­τε κα­τέ­βη­κε στόν Ἀρ­σα­νᾶ καί ὑ­πῆρ­χε μία γά­τα στό μου­ρά­γιο στήν ἄ­κρη. Ὁ προ­η­γού­με­νος Εὐ­δό­κι­μος προ­χω­ροῦ­σε μέ τό μπα­στού­νι του, ἐ­νῶ ἡ γά­τα μή μπο­ρών­τας νά ξε­φύ­γη ἔ­πε­σε στήν θά­λασ­σα καί βγῆ­κε κο­λυμ­πών­τας. Ἔ­λε­γε γε­λών­τας: «Προ­τί­μη­σε νά αὐ­το­κτο­νή­ση».
Ὁ προ­η­γού­με­νος Εὐ­δό­κι­μος κα­τά τά τε­λευ­ταῖ­α ἔ­τη τῆς ζω­ῆς του εἶ­δε ἕ­να ὅ­ρα­μα. Ἐ­νῶ ἦ­ταν ξα­πλω­μέ­νος, κά­ποι­ος τοῦ ἔ­δει­ξε σάν σέ πί­να­κα ὅ­λες τίς ἁ­μαρ­τί­ες του. Τοῦ εἶ­πε μία φω­νή:
–Οἱ ἁ­μαρ­τί­ες σου δέν ἔ­χουν κα­θα­ρι­σθῆ τε­λεί­ως. Ρώ­τη­σε ὁ προ­η­γού­με­νος:
–Καί πῶς θά δι­α­γρα­φοῦν; Τότε πῆ­ρε τήν ἀ­πάν­τη­ση:
–Μέ τήν εὐ­χή. Ἀ­πό τό­τε ἄρ­χι­σε νά λέ­η τήν εὐ­χή ἀ­βί­α­στα μέ­σα του.
Πάν­τα κρα­τοῦ­σε στό χέ­ρι του ἕ­να 33άρι κομ­πο­σχοί­νι, καί στήν ἀ­κο­λου­θί­α καί ἐ­κτός Ἐκ­κλη­σί­ας, καί ἔ­λε­γε συ­νε­χῶς τήν εὐ­χή. Συ­νή­θως τό κομ­πο­σχοι­νά­κι του ἦ­ταν φτι­αγ­μέ­νο μέ ἁ­πλούς κόμ­πους, ὄ­χι κα­νο­νι­κά πλεγ­μέ­νο, καί με­ρι­κές φο­ρές μέ ἄ­σπρο νῆ­μα.
Στήν ἀ­κο­λου­θί­α ἦ­ταν πρῶ­τος. Στε­κό­ταν στό πρῶ­το στα­σί­δι δε­ξιά τῆς Λι­τῆς κρα­τών­τας τό κο­μπο­σχοι­νά­κι του, ἔ­λε­γε τήν εὐ­χή καί κου­νοῦ­σε τό κε­φά­λι του. Λόγῳ ἡ­λι­κί­ας στα­μά­τη­σε νά λει­τουρ­γῆ, ὅ­πως συ­νη­θί­ζουν οἱ πα­λαι­οί Ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες. Ἔ­βα­ζε ὅ­μως πε­τρα­χή­λι καί ἔ­κα­νε τίς ἀ­κο­λου­θί­ες, ὅ­ταν ἔ­λει­πε ὁ Ἐ­φη­μέ­ριος. Ὅ­ταν ζη­τοῦ­σε κα­νείς τήν εὐ­χή του, εὐ­λο­γοῦ­σε λέ­γον­τας: «Θε­ός σχω­ρέσ᾿».
Ἀ­πό τίς ἐ­λά­χι­στες στε­ρε­ό­τυ­πες καί πο­λύ λι­τές σέ λό­για ἀλ­λά πλού­σι­ες σέ βά­θος δι­δα­σκα­λί­ες του ἦ­ταν καί οἱ ἑ­ξῆς:
«Ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι τό πιό γρή­γο­ρο πρᾶγ­μα στόν κό­σμο. Γιά νά μή μᾶς φεύ­γη ἐ­κεῖ πού δέν πρέ­πει, νά λέ­με τήν εὐ­χή συ­νέ­χεια».
«Ἄν ὁ μο­να­χός ἔ­χη ζή­σει σω­στά καί ἔ­χη ἀ­γω­νι­σθῆ στά νειᾶτα του, τό­τε τά γη­ρα­τειά του εἶ­ναι μυ­στα­γω­γί­α καί ἀ­πό­λαυ­ση. Ὅ­πως τό φορ­τω­μέ­νο κα­ρά­βι πού φθά­νει στό λι­μά­νι. Ἄν ὅ­μως ἔ­ζη­σε ἀ­με­λῶς, τό­τε ἀλ­λοί­μο­νό του».
Θέλοντας νά το­νί­ση τήν ἀ­ξί­α τῆς πε­ί­ρας ἔ­λε­γε σέ νε­ώ­τε­ρο μο­να­χό: «Πές μου ὅ­σα ξέ­ρεις, νά σοῦ πῶ ὅ­σα ἔ­πα­θα».
Ἔ­λε­γε γιά τόν ὑ­πέρ­με­τρο πε­ρι­σπα­σμό στά ἔρ­γα: «Κα­κο­μο­ί­ρη μου, οἱ δου­λει­ές δέν τε­λει­ώ­νουν πο­τέ. Ἐ­μεῖς θά τε­λει­ώ­σου­με. Καί ὁ Μα­θου­σά­λας πού ἔ­ζη­σε τό­σα χρό­νια, ἄ­φη­σε μι­σές τίς δου­λει­ές του ὅ­ταν πέ­θα­νε».
Λυ­πό­ταν πού οἱ ἄν­θρω­ποι δέν πο­ρε­ύ­ον­ται σω­στά καί δέν εἶ­ναι εὐ­γνώ­μο­νες στόν Θεό.
Ὅ­ταν ἀ­νέ­φε­ρε τό ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ, ἔ­λε­γε μέ εὐ­λά­βεια «ὁ Ἅ­γιος Θε­ός». Γιά τήν παντογνωσία τοῦ Θεοῦ ἔ­λε­γε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Τί σέ κά­νω, Θεέ μου, καί δέν τό βλέ­πεις, καί τί σέ ἑ­τοι­μά­ζω καί δέν τό ξέ­ρεις;».
Πολ­λές φο­ρές στίς συ­ζη­τή­σεις, ὅ­ταν ἀ­να­φε­ρό­ταν στο­ύς Ἁ­γί­ους, κα­τα­νυσ­σό­ταν καί ἔ­τρε­χαν τά δά­κρυά του. Ἔ­λε­γε: «Δι­ά­βα­σα τήν Φι­λο­κα­λί­α, τό Γε­ρον­τι­κό, τήν Κλί­μα­κα καί ἄλ­λα βι­βλί­α, ἀλ­λά αὐ­τά πού θέλ­γουν καί εὐ­φρα­ί­νουν τήν ψυ­χή μου εἶ­ναι οἱ Βίοι τῶν Ἁ­γί­ων». Πρός τό τέ­λος τῆς ζω­ῆς του εἶ­χε πε­ρισ­σό­τε­ρα δά­κρυ­α.
Μέ­χρι πού ἔ­πε­σε στό κρεβ­βά­τι, κά­θε μέ­ρα κα­τέ­βαι­νε στήν ἀ­κο­λου­θί­α τήν ὥ­ρα πού χτυ­ποῦ­σε τό προ­ει­δο­ποι­η­τι­κό καμ­πα­νά­κι· μι­σή ὥ­ρα πρίν ἀπό τό «Εὐ­λο­γη­τός». Προ­σκυ­νοῦ­σε καί ἔ­πια­νε ἕ­να γε­ρον­τι­κό στα­σί­δι. Δέν πε­ρί­με­νε νά τε­λει­ώ­ση ἡ ἀ­κο­λου­θί­α τίς κα­θη­με­ρι­νέ­ς, ἀλ­λά κά­ποι­α στιγ­μή ἔ­φευ­γε. Τίς Κυ­ρια­κές κα­θό­ταν μέ­χρι τέ­λους γιά νά κοι­νω­νή­ση. Τήν ὥ­ρα τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ προ­σκυ­νοῦ­σε τίς εἰ­κό­νες στά προ­σκυ­νη­τά­ρια καί τοῦ τέμ­πλου, ἔμ­παι­νε στό Ἱ­ε­ρό καί φο­ροῦ­σε τό πε­τραχ­ή­λι πού κρα­τοῦ­σε κά­τω ἀ­πό τήν μα­σχά­λη του. Ἔ­παιρ­νε συγ­χώ­ρε­ση ἀ­πό τόν Ἡ­γού­με­νο καί κοι­νω­νοῦ­σε σάν τε­λευ­ταῖ­ος πα­πᾶς.
Ὅ­ταν ἔ­φθα­σε στά τε­λευ­ταῖ­α του, ἡ Μο­νή Ξε­νο­φῶν­τος τοῦ ζή­τη­σε νά ἐ­πι­στρέ­ψη στήν με­τά­νοιά του. Ἀρ­νή­θη­κε λέ­γον­τας: «Μέ αὐ­το­ύς ἐ­δῶ το­ύς πα­τέ­ρες ἔ­ζη­σα τό­σα χρό­νια καί λό­γον ἀν­τι­ευ­αγ­γε­λι­κόν δέν ἀν­ταλ­λά­ξα­με. Πῶς νά το­ύς ἀ­φή­σω νά γυ­ρί­σω πί­σω; Ἄν τό κά­να­τε πα­λαιά, θά ἐρ­χό­μουν. Τώρα ἔ­φθα­σα στό τέ­λος». Καί ἔ­τσι ἀ­πέ­λα­βε πλή­ρη τόν μι­σθό τοῦ ἐ­ξο­ρί­στου.    
Τήν ἑ­βδο­μά­δα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς ἀρ­ρώ­στη­σε καί  οἱ πα­τέ­ρες ἤ­θε­λαν νά τόν βγά­λουν ἔ­ξω στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο. «Δέν θά προ­λά­βε­τε», τούς εἶ­πε.
Στα­μά­τη­σε πλέ­ον νά πί­νη τό πο­τη­ρά­κι τό κρα­σί πού τοῦ πή­γαι­νε ὁ δι­α­κο­νη­τής του. Τοῦ εἶ­χε πεῖ ἀ­πό πα­λαιά: «Νά ξέ­ρης πώς, ἄν δέν μπο­ρῶ νά πί­νω τό κρα­σί, θά πε­θά­νω».
Τόν ρώ­τη­σε κά­ποι­ος μο­να­χός: «Γέροντα, εἶ­σαι τό­σα χρό­νια στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, τί κα­τά­λα­βες; Ποιό εἶ­ναι τό νό­η­μα τῆς μο­να­χι­κῆς ζω­ῆς;». «Ἡ τα­πει­νο­φρο­σύ­νη», ἀ­πάν­τη­σε.  
Τίς τρεῖς τε­λευ­ταῖ­ες ἡ­μέ­ρες δέν ἔ­φα­γε τί­πο­τε. Ἔ­πι­νε μό­νο νε­ρό. Τοῦ ἔ­κα­ναν Εὐ­χέ­λαι­ο καί, πρίν τε­λει­ώ­ση, ἐ­κοι­μή­θη εἰ­ρη­νι­κά τήν 1η Ἰ­ου­λί­ου 1990, ἡ­μέ­ρα Κυ­ρια­κή.
 Εἶχε πῆ στο­ύς πα­τέ­ρες: «Ὅ­ταν πε­θά­νω, μήν ψά­ξε­τε νά βρῆτε τί­πο­τε στό κελ­λί. Ὅ,τι ἔ­χω θά εἶ­ναι στήν τσέ­πη μου». Πράγ­μα­τι δέν βρέ­θη­κε τί­πο­τε στό κελ­λί του πα­ρά μό­νο τό ρά­σο πού φο­ροῦ­σε.
Στήν κη­δεί­α του προ­ΐ­στα­το κα­λε­σμέ­νος ὁ Ἡ­γού­με­νος τοῦ Ξε­νο­φῶν­τος Ἀ­λέ­ξιος. Τήν ἑ­πο­μέ­νη τῆς θα­νῆς του ἦρ­θε καί ἡ ἄρ­ση τῆς ποι­νῆς του ἀ­πό τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο.
Ἐ­κοι­μή­θη ὁ προ­η­γού­με­νος Εὐ­δό­κι­μος πα­ρε­ξη­γη­μέ­νος, συ­κο­φαν­τη­μέ­νος, κα­τα­φρο­νη­μέ­νος καί ἐ­ξό­ρι­στος. Κα­νείς ἐ­κτός τῆς Μο­νῆς πού τόν δέ­χτη­κε ἐ­ξό­ρι­στο, δέν ἐν­δι­α­φέρ­θη­κε γι᾿ αὐ­τόν. Ἦ­ταν ξε­χα­σμέ­νος ἀπ᾿ ὅ­λους. Πό­νε­σε στήν ζω­ή του, «ἐ­τα­πει­νώ­θη σφό­δρα», κο­πί­α­σε πο­λύ γιά τό Μο­να­στή­ρι του καί ἀ­γω­νί­σθη­κε ὡς κα­λό­γη­ρος. «Ὁ Ἅ­γιος Θε­ός», ὅ­πως ἔ­λε­γε, κα­τά τήν δι­και­ο­σύ­νη Του καί κα­τά τό ἔ­λε­ός Του ἄς τοῦ δώ­ση τήν θέ­ση πού τοῦ ἀ­ξί­ζει στήν Βα­σι­λεί­α Του. Ἀ­μήν.
Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με.  Ἀ­μήν.
  1. . Ματθ. ι­α΄, 3.