ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Σάββατο 2 Μαΐου 2020

Κυριακή των Μυροφόρων -Προσμονή και Απόφαση

Αποτέλεσμα εικόνας για DUMINICA MIRONOSITELOR.ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Πράξ. στ΄ 1-7
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: Μαρκ. ιε΄ 43-ις΄ 8
1. ΤΑ Α­ΔΙ­Ε­ΞΟ­ΔΑ
Με­γά­λη Πα­ρα­σκευ­ή ἀ­πό­γευ­μα. Κά­τω ἀ­πό τόν κα­τά­μαυ­ρο θλι­μέ­νο οὐ­ρα­νό ἐ­πά­νω στό σταυ­ρό κρέ­με­ται νε­κρό τό πα­νά­γι­ο σῶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Ὁ κίν­δυ­νος νά μεί­νῃ ἄ­τα­φο γι­ά ἡ­μέ­ρες εἶ­ναι φα­νε­ρός, δι­ό­τι σέ λί­γες ὧ­ρες ἀρ­χί­ζει ἡ ἀρ­γί­α τοῦ Σαβ­βά­του καί κά­θε κί­νη­σι εἶ­ναι ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νη. Οἱ μα­θη­ταί τρο­μο­κρα­τη­μέ­νοι ἀ­πό τή μα­νί­α τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ἔ­χουν δι­α­σκορ­πι­σθεῖ. Δέν ὑ­πάρ­χῃ κα­νείς νά φρο­ντί­σῃ γι­ά τήν τα­φή τοῦ Κυ­ρί­ου;
Στήν κρί­σι­μη αὐ­τή ὥ­ρα ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἕ­νας ἄ­γνω­στος ἕ­ως τό­τε μα­θη­τής, ὁ Ἰ­ω­σήφ πού κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τήν πό­λι Ἀ­ρι­μα­θαί­α. Αὐ­τός ἦ­ταν βου­λευ­τής, ἐ­πί­ση­μο μέ­λος τοῦ ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ Συ­νε­δρί­ου. Ὁ Ἰ­ω­σήφ λοι­πόν παίρ­νει τήν πα­ρά­τολ­μη καί γεν­ναί­α ἀ­πό­φα­σι, ἡ ὁποία θά μπο­ροῦ­σε νά εἶχε ὀδυνη­ρές συ­νέ­πει­ες στή ζω­ή του· πα­ρου­σι­ά­ζε­ται στόν Πι­λᾶ­το καί τοῦ ζη­τᾶ τό σῶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, γι­ά νά τό ἐ­ντα­φι­ά­σῃ. Ἡ ἐ­νέρ­γει­ά του αὐ­τή φαι­νό­ταν κα­τα­δι­κα­σμέ­νη σέ ἀ­πο­τυ­χί­α. Καί ὅ­μως πέ­τυ­χε.
Ὁ Πι­λᾶ­τος, μό­λις βε­βαι­ώ­θη­κε ὅ­τι πρα­γμα­τι­κά πέ­θα­νε ὁ Κύ­ρι­ος, χά­ρι­σε στόν Ἰ­ω­σήφ τό σῶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Ὅ­λα τώ­ρα πρέ­πει νά γί­νουν βι­α­στι­κά πρίν δύ­σῃ ὁ ἥ­λι­ος. Ὁ Ἰ­ω­σήφ τρέ­χει ἀ­μέ­σως, ἀ­γο­ρά­ζει «σιν­δό­να κα­θα­ρά» καί μα­ζί μέ τό Νι­κό­δη­μο ἀ­νε­βαί­νουν στό Γολ­γο­θᾶ. Ἐ­κεῖ μέ εὐ­λά­βει­α καί ἱ­ε­ρό συ­γκλο­νι­σμό ἀ­πο­κα­θη­λώ­νουν τό πα­νά­γι­ο σῶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου ἀ­πό τό σταυ­ρό. Καί σφίγ­γο­ντας τίς καρ­δι­ές τους τό ἀ­πο­θέ­τουν στό μνη­μεῖ­ο, πού ἦ­ταν σκα­λι­σμέ­νο σέ βρά­χο ἐ­κεῖ κο­ντά, κλεί­νο­ντας τήν εἴ­σο­δό τοῦ μνη­μεί­ου μέ μί­α με­γά­λη πέ­τρα. Ὁ κίν­δυ­νος νά μεί­νῃ ἄ­τα­φο τό σῶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου εἶ­χε ἀ­πρό­σμε­να ξε­πε­ρα­σθῇ.  
Ἐ­κεῖ κο­ντά οἱ μα­θή­τρι­ες τοῦ Κυ­ρί­ου, ἡ Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νή καί ἡ μη­τέ­ρα τοῦ Ἰ­ω­σῆ Μα­ρί­α, πα­ρα­τη­ροῦ­σαν μέ πό­νο καί ἀ­γά­πη τόν ἐ­ντα­φι­α­σμό τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἤ­­θε­λαν ὅ­μως νά προ­σφέ­ρουν με­γα­λύ­τε­ρες τιμές στό νε­κρό σῶ­μα τοῦ λα­τρευ­τοῦ τους Διδασκάλου. Γι’ αὐ­τό καί πε­ρί­με­ναν ἐ­να­γω­νί­ως νά πε­ρά­σῃ ἡ ἀρ­γί­α τοῦ Σαβ­βά­του πού τίς ἀ­πα­γό­ρευ­ε νά με­τα­κι­νη­θοῦν. Τό ἀ­πό­γευ­μα λοι­πόν τοῦ Σαβ­βά­του, ἀ­γό­ρα­σαν πα­νά­κρι­βα ἀ­ρώ­μα­τα καί πο­λύ πρω­ϊ τῆς ἑ­πο­μέ­νης ἡ­μέ­ρας, μό­λις ἄρ­χι­σε νά δυ­α­λύ­ε­ται τό πυ­κνό σκο­τά­δι, ξε­κι­νοῦν μέ ἱ­ε­ρό πό­θο γι­ά τό μνη­μεῖ­ο.
Εἶ­ναι ὅ­μως ἀ­νή­συ­χες, δι­ό­τι μπρο­στά τους, ἐ­κτός ἀ­πό τούς ἀ­πει­λη­τι­κούς κιν­δύ­νους τῆς νύ­κτας, ὀρ­θώ­νε­ται ἕ­να φο­βε­ρό ἀ­δι­έ­ξο­δο: ποι­ός θά κυ­λί­σῃ ἀ­πό τήν εἴ­σο­δο τοῦ μνη­μεί­ου τή με­γά­λη τα­φό­πε­τρα; Δι­ό­τι ἦ­ταν πολ­λή με­γά­λη καί ἦ­ταν ἀ­δύ­να­το νά πα­ρα­με­ρι­σθῇ ἀ­πό αὐ­τές. Ὅ­μως οἱ μα­θή­τρι­ες δέν ἀ­πο­θαρ­ρύ­νο­νται, προ­χω­ροῦν μέ πί­στι καί τόλ­μη. Πό­ση ἔκ­πλη­ξι δο­κι­μά­ζουν μό­λις ἀ­ντι­κρύ­ζουν τόν τά­φο ἀ­νοι­κτό; Ὁ λί­θος εἶ­χε κυ­λι­σθεῖ μα­κρι­ά ἀ­πό τό μνη­μεῖ­ο!
ΤΑ Α­ΔΙ­Ε­ΞΟ­ΔΑ λοι­πόν ξε­πε­ρά­στη­καν. Τά μύ­ρι­α ἐ­μ­πό­­δι­α πού ὀρ­θώ­νο­νταν ἀ­πει­λη­τι­κά στίς μυ­ρο­φό­ρες γυ­ναῖ­κες ἀλ­λά καί στόν Ἰ­ω­σήφ πρίν προ­χω­ρή­σουν στή γεν­ναί­α τους ἀ­πό­φα­σι ἐ­ξα­φα­νί­σθη­καν. Αὐ­τοί ὅ­μως δέν ὀ­πι­σθο­χώ­ρη­σαν· δέν ὑ­πο­λό­γι­σαν τή μα­νί­α τῶν Ἰ­ου­δαί­ων καί τῶν στρα­τι­ω­τῶν, τήν με­γά­λη τα­φό­πε­τρα, τό ἀ­πει­λη­τι­κό σκο­τά­δι καί τό­σους ἄλ­λους κιν­δύ­νους. Προ­χώ­ρη­σαν μέ πί­στι καί τόλ­μη.
Πί­στι καί τόλ­μη λοι­πόν μᾶς χρει­ά­ζε­ται, κα­θώς καί στή δι­κή μας ζω­ή πα­ρου­σι­ά­ζο­νται τό­σα προ­βλή­μα­τα καί ἀ­δι­έ­ξο­δα· οἰ­κο­γε­νει­α­κά, οἰ­κο­νο­μι­κά, συ­νει­δη­σι­α­κά, ἐρ­γα­σι­α­κά, ὑ­γεί­ας, καί πό­σα ἄλ­λα. Καί ὅ­λα αὐ­τά συσ­σω­ρεύ­ουν μέ­σα μας ἀ­μέ­τρη­τα ἐ­ρω­τη­μα­τι­κά καί ἀ­γω­νί­ες. Δυ­στυ­χῶς σ’­αὐ­τές τίς δύ­σκο­λες ὧ­ρες ἀ­πελ­πι­ζό­μα­στε, τά χά­νου­με, νο­μί­ζου­με πώς χά­θη­καν τά πά­ντα, πώς βου­λι­ά­ξα­με στά ἄ­λυ­τα προ­βλή­μα­τά μας­.
Σ’ αὐ­τές ἀ­κρι­βῶς τίς κρί­σι­μες στι­γμές τῆς ζω­ῆς μας θά πρέ­πει νά προ­χω­ροῦ­με μέ πί­στι καί τόλ­μη, νά δί­νου­με τίς με­γά­λες μά­χες. Ἔ­στω κι ἄν μᾶς φαί­νε­ται αὐ­τό ἀ­κα­τόρ­θω­το, πα­ρά­λο­γο, ἀ­δύ­να­το. Δι­ό­τι ὁ Θε­ός πού πα­ρα­κο­λου­θεῖ τή ζω­ή μας θ’ ἀ­νοί­γῃ δρό­μους σ’ ὅ­λα τά ἀ­δι­έ­ξο­δα. Οἱ δυ­σκο­λί­ες θά ἐ­ξα­φα­νί­ζο­νται. Τό σκο­τά­δι θά δι­α­λύ­ε­ται. Ἐ­μεῖς μό­νο νά προ­χω­ροῦ­με μέ πί­στι καί τόλ­μη, ὅ­πως προ­χώ­ρη­σαν οἱ μυ­ρο­φό­ρες γυ­ναῖ­κες.
2. ΤΡΟ­ΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚ­ΣΤΑ­ΣΙΣ
Οἱ μα­θή­τρι­ες λοι­πόν δέν δι­στά­ζουν, προ­χω­ροῦν καί μπαί­νουν στό μνη­μεῖ­ο. Ἀ­πο­ρί­α καί φό­βος κυ­ρι­εύ­ει τήν ψυ­χή τους κα­θώς τώ­ρα βλέ­πουν ἕ­ναν ἀ­στρα­φτε­ρό ἄγ­γε­λο μέ κα­τά­λευ­κη ἐν­δυ­μα­σί­α νά κά­θε­ται στό δε­ξι­ό μέ­ρος τοῦ μνη­μεί­ου. Συ­γκλο­νι­σμέ­νες ἀ­κοῦν ἀ­πό αὐ­τόν τόν πι­ό χαρ­μό­συ­νο λό­γο.
– Μή φο­βᾶ­σθε. Τόν Ἰ­η­σοῦ τόν Να­ζα­ρη­νό ζη­τᾶ­τε, τόν ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο; Ἀ­να­στή­θη­κε. Δέν εἶ­ναι πλέ­ον ἐδῶ. Νά ὁ τό­πος πού τόν εἶ­χαν βά­λει. Πη­γαί­νε­τε λοι­πόν στούς μα­θη­τάς του καί ἰ­δι­αι­τέ­ρως στόν Πέ­τρο καί νά τούς ἀ­ναγ­γεί­λε­τε ὅ­τι ὁ Χρι­στός ἀ­να­στή­θη­κε. Καί ὅ­τι πη­γαί­νει προ­τύ­τε­ρα αὐ­τός στήν Γαλιλαία, ὅ­που θά τόν δοῦν, ὅ­πως τούς εἶ­χε πεῖ πρίν σταυ­ρω­θεῖ.  
Οἱ μυ­ρο­φό­ρες λοι­πόν, μό­λις ἄ­κου­σαν τά ὑ­πέ­ρο­χα αὐ­τά λό­γι­α ἀ­πό τόν ἄγ­γε­λο γε­μᾶ­τες τρό­μο καί ἔκ­στα­σι ἔ­φυ­γαν ἀ­πό τό μνη­μεῖ­ο. Τό­σο με­γά­λος μά­λι­στα ἦ­ταν ὁ ἱ­ε­ρός συ­γκλο­νι­σμός τους καί ὁ φό­βος τους, ὥ­στε νά μήν ἔ­χουν πλέ­ον τή δύ­να­μι νά ποῦν οὔ­τε μι­ά λέ­ξι στούς ἀν­θρώ­πους πού συ­να­ντοῦ­σαν στό δρό­μο τους.  
ΤΡΟ­ΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚ­ΣΤΑ­ΣΙΣ. Δύ­ο λέ­ξεις πού πε­ρι­κλεί­ουν ὅ­λα ἐ­κεῖ­να τά ἀ­πε­ρί­γρα­πτα καί δυ­να­τά συ­ναι­σθή­μα­τα πού ἔ­νι­ω­σαν μέ­σα τους αὐ­τές οἱ εὐ­λα­βι­κές μα­θή­τρι­ες τοῦ Κυ­ρί­ου. Τρό­μος δι­ό­τι ἄρ­χι­σαν νά κα­τα­λα­βαί­νουν ὅ­τι κά­τι μο­να­δι­κό καί πρω­τα­φα­νές συ­νέ­βη στό κε­νό μνη­μεῖ­ο. Νι­κή­θη­κε ὁ θά­να­τος, νέ­α ζω­ή ἀ­νέ­τει­λε. Δέν μπο­ρεῖ νά τό χω­ρέ­σει ὁ νοῦς τους. Αὐ­τός πού ἐ­πί τρί­α χρό­νι­α ἦ­ταν δί­πλα τους δέν ἦ­ταν μό­νον ἕ­νας με­γά­λος δι­δά­σκα­λος ἤ προ­φή­της, ἀλ­λά ὁ δη­μι­ουρ­γός τῆς ζω­ῆς καί τοῦ θα­νά­του, ὁ ἴ­δι­ος ὁ Θε­ός πού ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος.
Γι’ αὐ­τό νι­ώ­θουν μέ­σα τους τέ­τοι­α με­γά­λη ἔκ­στα­σι, θαυ­μα­σμό, χα­ρά καί συ­γκί­νη­σι. Γι’ αὐ­τό καί δέν μπο­ροῦν νά βγά­λουν οὔ­τε λέ­ξι ἀ­πό τό στό­μα τους. Τά πό­δι­α τους τρέ­χουν, ἡ καρ­δι­ά τους πάλ­λε­ται, ἀλ­λά τό στό­μα τους μέ­νει ἀ­μί­λη­το. Καί ἀ­πό τά βά­θη τῆς καρ­δι­ᾶς τους μί­α εἶ­ναι ἡ βου­βή νι­κη­τή­ρι­ος κραυ­γή πρός τούς πι­στούς ὅ­λων τῶν αἰ­ώ­νων: «Χρι­στός ἀ­νέ­στη».
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”