ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τρίτη 27 Αυγούστου 2019

Ἄκουσε ἕναν δαίμονα νά φωνάζη στούς ἄλλους: «Συναχθῆτε, ἔχομε πόλεμο».



Ἀσκητής Εὐθύμιος Βιγλολαυριώτης - Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ο γε­ρω–Εὐ­θύ­μιος γεν­νή­θη­κε τό ἔ­τος 1915 στό χω­ριό Γο­μά­τι Χαλ­κι­δι­κῆς ἀ­πό τόν Ἀ­θα­νά­σιο Πα­που­τσῆ καί τήν Ἑ­λέ­νη. Στήν βά­πτι­ση ὠ­νο­μά­σθη­κε Ἀ­στέ­ριος. Ὡς λα­ϊ­κός ἐρ­γα­ζό­ταν καί βο­η­θοῦ­σε  τούς γο­νεῖς του στίς ἐρ­γα­σί­ες τους ἀλ­λά τοῦ ἄ­ρε­σε καί ἡ μου­σι­κή. Ἦ­ταν καλ­λί­φω­νος, ἔ­παι­ζε βι­ο­λί καί τρα­γου­δοῦ­σε.
Ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ τόν φώ­τι­σε καί ἦρ­θε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος νά μο­νά­ση, με­τά τήν στρα­τι­ω­τι­κή του θη­τεί­α. Τόν Ἰ­α­νουά­ριο τοῦ 1950 κοι­νο­βί­α­σε στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Κων­στα­μο­νί­του, ὅ­που με­τά τήν κα­νο­νι­κή δο­κι­μα­σί­α ἐ­κά­ρη μο­να­χός μέ τό ὄ­νο­μα Εὐ­θύ­μιος. Ἔ­μει­νε πέν­τε–ἕ­ξι χρό­νια στήν ὑ­πα­κο­ή τοῦ κοι­νο­βί­ου καί ὕ­στε­ρα ἐ­πε­θύ­μη­σε τήν ἐ­ρη­μι­κή ζω­ή. Εἶ­πε τόν λο­γι­σμό του στόν Ἡ­γού­με­νο καί ἐ­κεῖ­νος τόν ἔ­στει­λε γιά μί­α ἑ­βδο­μά­δα στό δά­σος νά κό­βη ξύ­λα μέ τό τσε­κού­ρι, χω­ρίς φα­γη­τό.  Πέ­ρα­σε ἡ ἑ­βδο­μά­δα καί ὁ γερω–­Εὐ­θύ­μιος ἄν­τε­ξε τόν κα­νό­να. Εἶ­χε πολ­λές δυ­νά­μεις καί πο­λύ ζῆ­λο, ὁ ὁ­ποῖ­ος τόν ὡ­δή­γη­σε στήν ἔ­ρη­μο τῆς Βί­γλας γιά με­γα­λύ­τε­ρους ἀ­γῶ­νες.
Ὑ­πο­τά­χθη­κε στόν ἐ­νά­ρε­το ἱ­ε­ρο­μό­να­χο καί  Πνευ­μα­τι­κό, γέ­ρον­τα Βαρ­λα­άμ, πρώ­ην χω­ρο­φύ­λα­κα, στήν Κα­λύ­βη τῶν ὁ­σί­ων Βαρ­λα­άμ καί Ἰ­ω­ά­σαφ. Ὁ γε­ρω–Εὐ­θύ­μιος ἔ­λε­γε γιά τόν Γέ­ρον­τά του ὅ­τι ἔ­λαμ­πε (ἀ­πό ἀ­ρε­τές) σ᾽ ὅ­λο τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. «Ἦ­ταν ἅ­γιος ὁ Γέ­ρον­τάς μου», δι­η­γεῖ­το ἀρ­γό­τε­ρα καί ἔ­κλαι­γε ἀ­πό συγ­κί­νη­ση καί ἀ­γά­πη.
Ἐ­κεῖ στήν ὑ­πα­κο­ή τοῦ γέ­ρον­τος Βαρ­λα­άμ ἐ­πι­δό­θη­κε ὁ γε­ρω–Εὐ­θύ­μιος σέ με­γά­λες ἀ­σκή­σεις. Νή­στευ­ε πο­λύ, ἔ­κα­νε δι­πλές, δη­λα­δή ἔ­τρω­γε κά­θε δύ­ο μέ­ρες ἕ­να πιά­το ἀ­λά­δω­το. Γιά τόν Γέ­ρον­τά του πή­γαι­νε στήν θά­λασ­σα, ψά­ρευ­ε καί τόν ἀ­νέ­παυ­ε κα­θώς ἦ­ταν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος, ἀλ­λά ὁ ἴ­διος γευ­ό­ταν τῆς ἐγ­κρα­τεί­ας τήν τρυ­φήν, πα­ξι­μά­δι καί νε­ρό­βρα­στα ὄ­σπρια ἤ λα­χα­νι­κά, ἀ­νέ­λαι­α φυ­σι­κά. Μα­ζί μέ τή νη­στεί­α ἔ­κα­νε με­τά­νοι­ες ἀ­μέ­τρη­τες καί εὐ­χή ἀ­δι­ά­λει­πτη. Φρόν­τι­ζε καί τήν μι­κρή πε­ρι­ο­χή τῆς Κα­λύ­βης τους καί ἔ­κα­νε καί λί­γο ἐρ­γό­χει­ρο. Ἔ­μα­θε νά κά­νη κου­τά­λες.
Ἀ­γω­νι­ζό­με­νος μέ τό­ση αὐ­τα­πάρ­νη­ση δέν ἄρ­γη­σε νά γευ­θῆ τούς καρ­πούς τῶν ἀ­σκη­τι­κῶν του ἀ­γώ­νων.
Κα­τα­γι­νό­με­νος μέ ἐ­πι­μο­νή στήν εὐ­χή εἶ­χε ἄ­φθο­να δά­κρυ­α ὅ­ταν προ­σευχόταν. Μία φο­ρά πῆ­γε στήν Ρου­μα­νι­κή Σκή­τη νά λει­τουρ­γη­θῆ καί ὁ Τυ­πι­κά­ρης πῆ­γε νά τοῦ πῆ νά ψάλ­η. Ἀλ­λά εἶ­δε τόν Γέ­ρον­τα πνιγ­μέ­νο στά δά­κρυ­α καί ἀ­πό εὐ­λά­βεια δέν τοῦ μί­λη­σε.
Γιά πε­ρισ­σό­τε­ρη ἡ­συ­χί­α καί ἀ­πε­ρί­σπα­στη ἐ­πί­δο­ση στήν εὐ­χή ἔ­κτι­σε πα­ρα­δί­πλα ἕ­να κελ­λά­κι μι­κρό μέ κτι­στό κά­θι­σμα. Ἐ­κεῖ ὁ γε­ρω–Εὐ­θύ­μιος ἀ­γρυ­πνοῦ­σε τίς νύ­χτες λέ­γον­τας τήν εὐ­χή. Ὅ­ταν ἤ­θε­λε νά ξε­κου­ρα­στῆ, κοι­μό­ταν κα­θι­στός στό κτι­στό κά­θι­σμά του, καί πά­λιν, ὅ­ταν ξυ­πνοῦ­σε, συ­νέ­χι­ζε τή νο­ε­ρά του ἐρ­γα­σί­α.
Ἕ­να Σάβ­βα­το, ἐ­νῶ ἔ­κα­νε κομ­πο­σχο­ί­νι στο­ύς ἁ­γί­ους Πάν­τες, εἶ­δε τόν Ἀρ­χάγ­γε­λο Μι­χα­ήλ, ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως εἶ­ναι σέ μία τοι­χο­γρα­φί­α στήν Λι­τή τοῦ Κα­θο­λι­κοῦ τῆς Λαύ­ρας, μέ ξί­φος καί μαν­δύ­α. «Βά­δι­ζε», δι­η­γεῖ­το, «καί ἡ οὐ­ρά τοῦ μαν­δύ­α ἄ­νοι­γε–κλοῦ­σε». Τό ἐ­ξωμο­λο­γή­θη­κε στόν Γέ­ρον­τά του καί ἐ­κεῖ­νος σταυ­ρο­κο­πι­ό­ταν καί ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε: «Δό­ξα σοι ὁ Θε­ός!».

Ἄλ­λη φο­ρά ἡρ­πά­γη σέ θε­ω­ρί­α καί εἶ­δε τό ἄ­κτι­στο φῶς. Τό ἐκ­μυ­στη­ρεύ­τη­κε στόν γέ­ρον­τα Πα­ΐ­σιο, καί ἐ­κεῖ­νος γιά νά ὠ­φε­λή­ση κά­ποι­ον νέ­ον θε­ο­λό­γο καί μο­να­χό τοῦ ἀ­νέ­φε­ρε τό γε­γο­νός. Ὁ νέ­ος πῆ­γε στόν γε­ρω–Εὐ­θύ­μιο καί τόν ρω­τοῦ­σε ἐ­πί­μο­να μέ ἐν­δι­α­φέ­ρον πῶς εἶ­δε τό ἄ­κτι­στο φῶς καί ἄν εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ὅ­τι ἦ­ταν μία ἑ­βδο­μά­δα σέ θε­ω­ρί­α. Ἐ­κεῖ­νος ἀ­πο­φεύ­γον­τας νά ἀ­πο­κα­λύ­ψη τά μυ­στι­κά του βι­ώ­μα­τα τοῦ εἶ­πε: «Ναί, μ᾿ ἔ­βα­λε ὁ Γέροντάς  μου κα­νό­να μία βδο­μά­δα θε­ω­ρί­α. Μα­λώ­σα­με κά­πο­τε· τόν ἔ­δει­ρα καί μέ κα­νό­νι­σε ἔ­τσι». Ὁ νέ­ος φυ­σι­κά τά ἔ­χα­σε καί δέν κα­τώρ­θω­σε νά βρῆ ἄ­κρη μέ τόν ἀ­σκη­τή τῆς Βί­γλας, τόν γε­ρω–Εὐ­θύ­μιο.
Ἀ­φοῦ ἐ­κοι­μή­θη ὁ Γέ­ρον­τάς του, τόν ἔ­θα­ψε καί πῆ­ρε τήν εὐ­χή του, συ­νε­χί­ζον­τας τούς ἀ­σκη­τι­κούς του ἀ­γῶ­νες μέ πιό με­γά­λη ἔν­τα­ση. Λί­γοι μο­να­χοί στήν ἐ­πο­χή μας ἀν­τέ­χουν σέ τό­σο με­γά­λες νη­στεῖ­ες. Ὁ βί­ος του ἦ­ταν ἀ­νό­μοι­ος καί ἀ­προ­σπέ­λα­στος στούς­ πολ­λούς. Ἡ  αὐ­τα­πάρ­νη­σή του ἔ­φθα­νε ὥς τό κα­τά προ­αί­ρε­ση μαρ­τύ­ριο καί τόν θά­να­το. Κάποτε νή­στε­ψε ὀ­κτώ ἡ­μέ­ρες μέ τε­λε­ί­α ἀ­σι­τί­α καί ἐ­ξαν­τλή­θη­κε. Ἔ­λε­γε: «Ἔ­πρε­πε νά εἶ­χα πε­θά­νει τό­τε· εἶ­χα γί­νει σάν στα­φί­δα. Ἀ­πο­ροῦ­σα ποῦ βρί­σκον­ταν τά ὑ­γρά στόν ὀρ­γα­νι­σμό μου».
Μα­ζί μέ τ᾽ ἄλ­λα ἀ­γω­νί­σμα­τά του ἔ­κα­νε καί πο­λύ ὡ­ραῖ­ες, ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νες σα­λό­τη­τες.
Πή­γαι­νε στοῦ Φι­λο­θέ­ου, πα­λαι­ά πού ἦ­ταν ἰ­δι­όρ­ρυθ­μο, καί ὅ­ταν ὁ ὑ­πεύ­θυ­νος μο­να­χός μοί­ρα­ζε τήν κουμ­πά­νια στο­ύς πα­τέ­ρες, ὁ γε­ρω–Εὐ­θύ­μιος ἔ­λε­γε σ᾽ ἕ­να κα­λο­γέ­ρι· «τώ­ρα νά δῆς τί θά τούς κά­νω». Πήγαινε καί ἔμ­παι­νε μπρο­στά στήν γραμ­μή πρίν ἀπ᾽ ὅ­λους τούς πα­τέ­ρες, καί ἐ­νῶ δέν ἐδι­και­οῦ­το κουμ­πά­νια, για­τί δέν ἦ­ταν ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι, ἔ­λε­γε ἀ­παι­τη­τι­κά: «Θά μοῦ δώ­σεις δύ­ο κου­τιά κα­λα­μα­ρά­κια, μία πλά­κα τυ­ρί, ἐ­κεῖ­νο καί ἐ­κεῖ­νο», καί ἀ­φοῦ γέ­μι­ζε τόν ντορ­βά του μέ τρό­φι­μα, πή­γαι­νε καί τά μοί­ρα­ζε σέ φτω­χά καί ἀ­νήμ­πο­ρα γε­ρον­τά­κια. Ἔ­δι­νε τήν ἐν­τύ­πω­ση τοῦ πα­ρά­ξε­νου, τοῦ ἰ­δι­ό­τρο­που, τοῦ σα­λοῦ, τοῦ πλε­ο­νέ­κτη, ἐ­νῶ ὁ ἴ­διος ζοῦ­σε τό­σο πτω­χι­κά καί ἀ­σκη­τι­κά.
Πῆ­γε στήν πα­νή­γυ­ρη ἑ­νός Κελ­λιοῦ καί ἔ­ψα­λλε. Στό τέ­λος εἶ­πε ἐ­πι­τα­κτι­κά στόν Γέροντα τῆς συ­νο­δε­ί­ας: «Θά μοῦ δώ­σεις αὐ­τό καί κεῖ­νο καί κεῖ­νο καί ἕ­να μου­λά­ρι νά τά φορ­τώ­σω, καί ἕ­να κα­λο­γέ­ρι νά φέ­ρη πί­σω τό μου­λά­ρι».
Κά­πο­τε εἶ­χε καρ­φώ­σει ἕ­να κα­ρού­λι στόν τοῖ­χο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Κα­θο­λι­κοῦ τῆς Λαύ­ρας. Ἐ­κεῖ κρε­μοῦ­σε τό τρι­α­κο­σά­ρι του κομ­πο­σχο­ί­νι καί κα­θή­με­νος στό στα­σί­δι του «τρα­βοῦ­σε κομ­πο­σχο­ί­νι». Ἀλ­λά τό κα­ρού­λι γυ­ρί­ζον­τας ἔ­κα­νε θό­ρυ­βο. Ἕ­νας προϊ­στά­με­νος τόν πα­ρα­τή­ρη­σε καί ὁ γε­ρω–Εὐ­θύ­μιος τοῦ ἔ­δω­σε ἕ­να χα­στού­κι.
Κάποτε πού πλη­σί­α­σε στήν πα­ρα­λί­α ἕ­να κα­ρά­βι μέ γυ­ναῖ­κες, ὁ Γέ­ρον­τας τούς ἔ­δι­ω­χνε μέ τίς πέ­τρες.
Ἄλλη φορά ἔ­δω­σε χρή­μα­τα σέ μία συ­νο­δί­α νά κά­νουν Σα­ραν­τα­λεί­τουρ­γο γιά τούς κε­κοι­μη­μέ­νους γο­νεῖς του, καί με­τά πῆ­γε καί τά ζη­τοῦ­σε, για­τί, ὅ­πως ἔ­λε­γε, τούς εἶ­δε στήν κό­λα­ση.
Ἡ ἑ­κού­σια διά Χρι­στόν πτω­χεί­α του ἦ­ταν με­γά­λη. Τά ρά­σα του ἦ­ταν μπά­λω­μα στό μπά­λω­μα. Κα­νείς δέν θά τά ἔ­παιρ­νε. Οὔ­τε καί γιά σκιά­χτρα ἔ­κα­ναν. Τό κα­λυ­βά­κι του πα­λαι­ό καί ἁ­πλό, ἀλ­λά κα­θα­ρό καί πε­ρι­ποι­η­μέ­νο. Ἀρ­γό­τε­ρα ἄ­φη­σε καί τό ἐρ­γό­χει­ρο καί ἀ­σχο­λεῖ­το μό­νο μέ τά πνευ­μα­τι­κά. Ἀ­πό χρή­μα­τα εἶ­χε μό­νο 200 δραχ­μές καί δύ­ο–τρί­α τάλ­λη­ρα, μήπως περάση κά­ποι­ος φτω­χός μέ «παν­ταχοῦ­σα» νά δώ­ση ἐ­λε­η­μο­σύ­νη.
Ὅ­ταν πή­γαι­νε στήν Λαύ­ρα νά λει­τουρ­γη­θῆ καί νά κοι­νω­νή­ση, ἔ­παιρ­νε μα­ζί του τήν κουμ­πά­νια τῆς ἑ­βδο­μά­δος. Γιά νά μήν τρώ­η δέ ἄρ­τον ἀρ­γόν, δι­α­κο­νοῦ­σε στήν τρά­πε­ζα μέ σβελ­τά­δα.
Εὐ­λο­γί­ες δέν δε­χό­ταν κα­θό­λου. Μία εὐ­λα­βής κυ­ρί­α ἀ­πό τό χω­ριό του, πού ὕ­στε­ρα ἔ­γι­νε μο­να­χή, τοῦ ἔ­στει­λε ἕ­να δέ­μα μέ τρό­φι­μα ἀλλά ὁ Γέ­ρον­τας τό γύ­ρι­σε πί­σω. Στίς Κα­ρυ­ές εἶ­χε νά πά­η ἴ­σως πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό μι­σόν αἰ­ῶ­να. Ὅ­ταν ἦ­ταν νε­ώ­τε­ρος πή­γαι­νε σέ πα­νη­γύ­ρια καί ἔ­ψαλ­λε πο­λύ γλυ­κά καί μέ συ­να­ί­σθη­ση. Κάποτε πῆ­γε σέ μία πα­νή­γυ­ρη στόν Ἅ­γιο Παῦλο καί εἶ­δε τόν δι­ά­βο­λο κά­τω ἀ­πό τόν πο­λυ­έ­λαι­ο νά χο­ρεύ­η.
Ἄλ­λη φο­ρά, ὅ­ταν ἦ­ταν νε­ώ­τε­ρος, σέ μί­α πα­νή­γυ­ρη πού πα­ρα­βρέ­θη­κε, ἤ­πι­ε κρα­σί. Ὕ­στε­ρα τοῦ  πα­ρου­σι­ά­στη­κε ὁ δι­ά­βο­λος καί τόν ὀ­νεί­δι­σε καί ἔ­κτο­τε θε­ώ­ρη­σε κα­λό νά μήν ξα­να­πι­ῆ κρα­σί, πρᾶγ­μα πού τό κρά­τη­σε.
Ἔ­γρα­φε γράμ­μα­τα στ᾽ ἀ­δέλ­φια του καί τούς συμ­βού­λευ­ε νά με­τα­νο­ή­σουν καί νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦν, ἀλ­λά ἐ­κεῖ­νοι δέν ἔ­δι­ναν ση­μα­σί­α στίς συμ­βου­λές του. Τούς κα­λοῦ­σε νά ᾽ρθοῦν στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος νά τούς μι­λή­ση γιά τήν σω­τη­ρί­α τους, ἀλ­λά ἐ­κεῖ­νοι ἀ­δια­φοροῦ­σαν. Τό­τε γρά­φει ἕ­να γράμ­μα ὅ­τι δῆ­θεν αὐ­τός σέ λί­γο θά πε­θά­νει καί νά ᾽ρθοῦν γρή­γο­ρα νά τόν κλη­ρο­νο­μή­σουν, νά πά­ρουν αὐ­τοί τίς λί­ρες, νά μήν προ­λά­βη ἡ Λαύ­ρα. Ἀ­μέ­σως τό­τε ἦρ­θαν στό Κελ­λί του καί ὅ­ταν εἶ­δαν τήν κα­τά­στα­ση καί τήν πτω­χεία­ του, κα­τά­λα­βαν τό τέ­χνα­σμά του καί ἔ­φυ­γαν ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νοι. «Οὔ­τε ἕ­να μπου­κά­λι κρα­σί δέν εἶ­χε, μό­νο ξε­ρο­κόμ­μα­τα (πα­ξι­μά­δια)», εἶ­παν.
Πολ­λοί νέ­οι μο­να­χοί ζή­τη­σαν νά μεί­νουν μα­ζί του, ἀλ­λά κα­νείς δέν μπό­ρε­σε νά τόν ἀ­κο­λου­θή­ση στήν ἄ­σκη­ση. Αὐ­το­ύς πού ἔ­βλε­πε ὅ­τι δέν κά­νουν γι᾽ αὐ­τήν τήν ζω­ή, γιά νά τούς δι­ώ­ξη, τούς ἔ­κα­νε δι­ά­φο­ρες δο­κι­μα­σί­ες καί ἔ­τσι ἀ­ναγ­κά­ζον­ταν νά φύ­γουν.
Ὁ γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος ἔ­λε­γε: «Ὁ γε­ρω–Εὐ­θύ­μιος μοιά­ζει μέ ἕ­ναν για­τρό πού δί­νει στόν ἀ­σθε­νῆ ἕ­να δυ­να­τό φάρ­μα­κο. Ἄν τό ἀν­τέ­ξη, σώ­θη­κε». Δηλ. ἄν κά­ποι­ος πά­η κον­τά του καί μπο­ρέ­ση νά τόν ἀ­κο­λου­θή­ση, θά ἁ­γι­ά­σει.
Ἕ­νας ἱ­ε­ρο­μό­να­χος ζή­τη­σε νά μεί­νη μα­ζί του. Τόν δέ­χτη­κε καί τοῦ εἶ­πε νά πο­τί­ση τά δέν­τρα.  Με­τά ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος πε­ρί­με­νε νά τοῦ στρώ­ση τρά­πε­ζα.
Ἔ­λε­γε ὁ γε­ρω–Εὐ­θύ­μιος: «Νό­μι­ζε ὅ­τι με­τά θά τόν τρα­πε­ζώ­σω. Μοῦ λέ­ει: “Θά φύ­γω”. “Νά φύ­γης τώ­ρα πού εἶ­ναι ἥ­λιος”. Καί ἔ­φυ­γε καί αὐ­τός».
Ὁ ἴ­διος ὁ Γέ­ρον­τας ἐρ­γα­ζό­ταν τό κα­λο­καί­ρι χω­ρίς φα­γη­τό καί νε­ρό, καί μά­λι­στα γυ­μνός ἀ­πό τήν μέ­ση καί πά­νω στόν ἥ­λιο, γιά νά τα­λαι­πω­ρῆ τόν ἑ­αυ­τό του.
Ἄλ­λος Ἱ­ε­ρο­μό­να­χος ζη­τοῦ­σε νά με­ί­νη μα­ζί του καί ὁ γε­ρω–Εὐ­θύ­μιος τοῦ ἔ­γρα­ψε τήν ἑ­ξῆς ἐ­πι­στο­λή:    
«Ἐ­γώ ὁ Γέ­ρων Εὐ­θύ­μιος πρός σέ τόν Κύ­ριον Πρε­σβύ­τε­ρον… ὑ­πο­κλι­νό­με­νος σᾶς χαι­ρε­τῶ.
»Πολ­λά­κις μοῦ πεί­ρα­ξες γιά νἄρ­θης γιά συ­νο­δία­. Ἐ­άν λοι­πόν ἐν ἀ­λη­θεί­ᾳ θέ­λεις νά συμ­βι­ο­τεύ­σω­με τόν ὑ­πό­λοι­πον χρό­νον τῆς ζω­ῆς μας, ἔ­λα σοῦ δέ­χο­μαι. Καί ὅ­πως βρί­σκο­μαι ἐ­γώ κα­θώς ξέ­ρεις καί δέν ἠμ­πο­ρῶ νά δι­α­λε­χθῶ μέ ἀν­θρώ­πους, ἐ­σύ θά ἔ­χεις ὅ­λη τήν προ­στα­σί­α τοῦ Ἡ­συ­χα­στη­ρί­ου, καί ἄν εὕ­ρης καί κα­νέ­ναν ἀ­κό­μα, νά τόν ἔ­χης βο­η­θόν καί εἰς τάς Λει­τουρ­γί­ας καί εἰς τάς λοι­πάς ἀ­νάγ­κας, ἄ­σχη­μα δέν θά εἶ­σαι. Καί ἐ­μέ­να, ἄν μέ ρω­τᾶ­τε, ἔ­ξω δέν θά πέ­σε­τε εἰς οἱ­ον­δή­πο­τε ζή­τη­μα, μέ τήν βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ. Ἕ­να κομ­μά­τι ψω­μί νά μοῦ δί­νε­τε, εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος θά εἶ­μαι. Ὅ,τι ἔ­ζη­σα δέν θά ζή­σω. Τό ψω­μί μου τὄ­φα­γα. Ἴ­σως καί νά εἶ­ναι καί θέ­λη­μα Θε­οῦ, δέν ξέ­ρω, καί γι᾽ αὐ­τό ἄς τ᾽ ἀ­φή­σω στόν Θε­ό καί, ὅ­πως εἶ­ναι θέ­λη­μά Του, ἄς γί­νη.
»Μέ­χρι τώ­ρα ἀν­τι­στέ­κο­μαν καί δέν κρά­τη­σα κα­νέ­ναν  ἀ­πό  ὅ­σους πέ­ρα­σαν  ἀπ᾽ ἐ­δῶ. Τώ­ρα θά τ᾽ἀ­φή­σω στόν Θε­ό καί ὅ­πως θέ­λει ἄς γί­νη.
»Ὑ­πο­κλι­νό­με­νος σέ χαι­ρε­τῶ.
»Εὐ­θύ­μιος Βι­γλο­λαυ­ρι­ώ­της».
Τε­λι­κά οὔ­τε αὐ­τός πῆ­γε νά με­ί­νη μα­ζί του. Καί ἔ­τσι συ­νέ­χι­σε μό­νος του τόν ἀ­γῶ­να του. Ἦ­ταν ἀ­συγ­κα­τά­βα­τος καί ἀ­κρι­βής. Δέν ἐ­πέ­τρε­πε καμ­μί­α οἰ­κο­νο­μί­α, οὔ­τε στόν ἑ­αυ­τό του οὔ­τε σ᾽ αὐ­τόν πού θά ἔ­με­νε μα­ζί του. Τό 1985 ἔ­κα­νε τή νη­στεί­α τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων μέ δι­πλές. Ἦ­ταν 72 χρό­νων καί ἡ νη­στεί­α ἕ­νας μῆ­νας. 
Κά­πο­τε φι­λο­ξέ­νη­σε φι­λο­μό­να­χο νέ­ον. Τόν ἔ­βα­λε νά κοι­μη­θῆ στό κελ­λί τοῦ Γέ­ρον­τός του. Οἱ κου­βέρ­τες κα­θα­ρές, ἀλ­λά κου­ρε­λι­α­σμέ­νες. Ἀ­νά­με­σα ἔ­βα­ζε ἕ­να νά­ϋ­λον γιά νά συγ­κρα­τοῦν­ται νά μή δι­α­λυ­θοῦν.
Ἐν­τύ­πω­ση προ­ξέ­νη­σε στό νέ­ο ἡ τα­χύ­τητα, ὁ ζῆ­λος, ἡ ὁρ­μή καί ἡ εὐ­καμ­ψί­α τοῦ Γέ­ρον­τα, ὅ­ταν ἔ­κα­νε τίς με­τά­νοι­ες στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἔ­μοια­ζε σάν γυ­μνα­σμέ­νος ἀ­θλη­τής, πα­ρά τά ἑ­βδο­μῆν­τα χρό­νια του, ὁ ἀ­θλη­τής τοῦ Χρι­στοῦ γε­ρω–Εὐ­θύ­μιος. Ἦ­ταν Με­γά­λη Σα­ρα­κο­στή. Δι­ά­βα­ζε ἕ­να μέ­ρος τῆς ἀ­κο­λου­θί­ας μέ ἕ­να με­γε­θυν­τι­κό φα­κό μέ χε­ρού­λι, για­τί εἶ­χε ἀ­δυ­να­τί­σει ἤ­δη ἡ ὅ­ρα­σή του. Φο­ροῦ­σε ρά­σα παμ­πά­λαι­α, τριμ­μέ­να, ἀλ­λά κα­θα­ρά, κου­κού­λι καί ἕ­να σκου­φί δι­κῆς του κα­τα­σκευ­ῆς. Καί ἡ θέ­α του, τό σχῆ­μα του καί ἡ ζω­ή του ἦ­ταν ἀ­συ­νή­θι­στα, ὅ­πως καί ὁ ἴ­διος φαι­νό­ταν ἀ­συ­νή­θι­στος καί πα­ρά­ξε­νος στο­ύς ἄλ­λους. Ἀλ­λά αὐ­τές οἱ πα­ρα­ξε­νι­ές του ἔ­κρυ­βαν πνευ­μα­τι­κό νό­η­μα.
Με­τά τόν Ἑ­σπε­ρι­νό πα­ρέ­θε­σε τρά­πε­ζα. Ὅ,τι  κα­λύ­τε­ρο εἶ­χε γιά νά ἀ­να­παύ­ση τόν ἐ­πι­σκέ­πτη του: Ρε­βύ­θια βρα­σμέ­να ἀ­λά­δω­τα, πα­ξι­μά­δι βρεγ­μέ­νο καί δύ­ο εἴ­δη ἐ­λι­ές. «Αὐ­τές εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρες», εἶ­πε. Ἀλ­λά καί οἱ δύ­ο ἦ­ταν κα­τά­πι­κρες. Τά πιά­τα ἦ­ταν πή­λι­να, τό τρα­πέ­ζι πα­λαι­ό, ἡ κου­ζί­να μι­σο­σκό­τει­νη καί κά­τω στρω­μέ­νη μέ χῶ­μα, ἀλ­λά ὅ­λα ἦ­ταν ται­ρια­στά, εἶ­χαν χά­ρι ἀ­σκη­τι­κή, ἁ­πλό­τη­τα καί ἦταν πιό εὐ­χά­ρι­στα ἀ­πό τό πο­λυ­τε­λέ­στε­ρο ξε­νο­δο­χεῖ­ο.
Ὕ­στε­ρα στήν συ­ζή­τη­ση ὁ Γέ­ρον­τας ἦ­ταν πα­τρι­κός καί στορ­γι­κός· συμ­βού­λευ­ε πο­λύ ὡ­ραῖ­α καί πρα­κτι­κά τόν ἐ­πι­σκέ­πτη. Μι­λοῦ­σε μέ μία ἐ­λευ­θε­ρί­α, μέ ἀ­πά­θεια, ἐ­νῶ τά γα­λα­νά του μά­τια, ὅ­μοι­α μέ τόν κα­τα­γά­λα­νο οὐ­ρα­νό, ἔδειχναν μία ἀ­θω­ό­τη­τα μι­κροῦ παι­διοῦ.
Στό Κα­λύ­βι του ὅ­λα τά πράγ­μα­τα ἦ­ταν ἁ­πλά, παμ­πά­λαι­α· τί­πο­τε και­νούρ­γιο δέν εὕ­ρι­σκες. Σέ με­τέ­φε­ραν σέ πα­λαι­ό­τε­ρη ἐ­πο­χή, ἀ­κό­μη καί τά λί­γα βι­βλί­α του. Εἶ­χε τήν Φι­λο­κα­λί­α ἐπίτομη τῆς πρώ­της ἐκ­δό­σε­ως. Ἀλ­λά καί ὁ ἴ­διος αἰ­σθα­νό­ταν ὅ­τι ζοῦ­σε σέ ἄλ­λη ἐ­πο­χή. Ἤ μᾶλ­λον ἀ­πό ἄλ­λη ἐ­πο­χή ἦρ­θε στήν γε­νε­ά μας. Φεύ­γον­τας ὁ ἐ­πι­σκέ­πτης τοῦ ἔ­γρα­ψε ἐ­πι­στο­λή, εὐ­χα­ρι­στών­τας τον γιά τήν ἀ­βρα­μια­ία φι­λο­ξε­νί­α καί τοῦ ἔ­στει­λε λί­γους φα­κέλ­λους καί κόλ­λες. Καί αὐ­τά τά ἐ­πέ­στρε­ψε. Μέ­χρις αὐ­τό τό ση­μεῖ­ο τη­ροῦ­σε ἀ­κρί­βεια.
Μέ τό πέ­ρα­σμα τῶν χρό­νων, κα­τέ­πε­σαν οἱ δυ­νά­μεις του. Αἰ­σθα­νό­ταν ἀ­δυ­να­μί­α καί δυ­σκο­λευ­ό­ταν νά πη­γαί­νη στίς Λει­τουρ­γί­ες, ὄ­χι μό­νο στήν Λαύ­ρα ἀλ­λά ἀ­κό­μη καί στήν γει­το­νι­κή Ρου­μα­νι­κή Σκή­τη. Ἔ­λε­γε τό­τε: «Τώ­ρα τρώ­ω καμ­μί­α φο­ρά καί δύ­ο φο­ρές τήν ἡ­μέ­ρα (τήν Δι­α­και­νή­σι­μο)». Ἀ­συ­νή­θι­στος στίς οἰ­κο­νο­μί­ες γιά τόν ἑ­αυ­τό του καί ἐ­πι­θυ­μών­τας ἀ­νώ­τε­ρη ἀ­σκη­τι­κή ζω­ή ἔ­λε­γε: «Νά μπο­ροῦ­σα νά κά­νω ἕ­να κα­λυ­βά­κι στοῦ κυρ–᾽Σα­ΐ­α καί νά ἀ­να­λά­βω πο­λι­τεί­α». Δηλ. νά ἀρ­χί­ση ἀ­γῶ­νες.
Ἔ­τσι ἀ­ναγ­κά­στη­κε λό­γῳ γή­ρα­τος καί ἀ­δυ­να­μί­ας νά κοι­νο­βιά­ση στήν Λαύ­ρα. Ἤ­δη εἶ­χε ἀ­πο­λέ­σει τήν ἀ­κο­ή του καί ἐ­νί­ο­τε ὑ­πέ­γρα­φε «Εὐ­θύ­μιος ὁ κω­φός». Ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­μει­νε καί τυ­φλός, για­τί δέν θέ­λη­σε νά βγῆ στόν κό­σμο νά κά­νη ἐγ­χεί­ρη­ση. Ἔ­σπα­σε τό πό­δι του καί δέν θέ­λη­σε μέ τί­πο­τε νά βγῆ ἔ­ξω.
Στήν Λαύ­ρα ἀ­κο­λου­θοῦ­σε τό τυ­πι­κό καί πρό­σε­χε νά μήν τρώ­η τί­πο­τε ἐ­κτός τρα­πέ­ζης.
Τό ἔ­τος 2001, σέ ἡ­λι­κί­α 86 ἐ­τῶν, ἔ­κα­νε τρι­ή­με­ρο, ἀλ­λά κρυ­φά, για­τί δέν τοῦ ἐ­πέ­τρε­πε ὁ νο­σο­κό­μος. Ἔ­λε­γε προ­σποι­η­τά: «Τώ­ρα πά­ει ἐ­γώ, δέν μπο­ρῶ. Κά­πο­τε τά ἔ­κα­να αὐ­τά». Ἀλ­λά κα­τά­φε­ρε πα­ρά τό γῆρας του νά κά­νη τό τρι­ή­με­ρο.
Κάποτε Κα­θα­ρά Δευ­τέ­ρα, ἐ­νῶ ἦ­ταν στό πα­ρεκ­κλή­σι τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος, ἄ­κου­σε ἕ­ναν δαί­μο­να νά φω­νά­ζη στο­ύς ἄλ­λους: «Συ­να­χθῆτε, ἔ­χο­με πό­λε­μο».
Στό νο­σο­κο­μεῖ­ο τόν ἐ­πι­σκέ­πτον­ταν πολ­λοί, γιά νά ἀ­κού­σουν τίς συμ­βου­λές του. Ἔ­λε­γε: «Ὅ­λη ἡ  βά­ση εἶ­ναι ἡ νη­στεί­α. Ἀ­πό δῶ γεν­νῶν­ται ὅ­λα τ᾽ ἄλ­λα· καί ἡ προ­σευ­χή, ἡ ὑ­πα­κο­ή, ἡ ἀ­γρυ­πνί­α. Ὅ­ταν νη­στεύ­η ὁ ἄν­θρω­πος, ὁ νοῦς ἀ­πο­κτᾶ δύ­να­μη καί νι­κᾶ τούς λο­γι­σμούς. Τό “Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ ἐ­λέ­η­σόν με”, ἀ­κού­γε­ται μέ­σα του. Τήν μο­νο­φα­γί­α τό πα­λι­ό­κορ­μο δέν τήν φο­βᾶ­ται. Ἡ μο­νο­φα­γί­α (δηλ. νά τρώ­η κα­νείς μία φο­ρά τήν ἡ­μέ­ρα με­τά τόν Ἑ­σπε­ρι­νό), δέν θέ­λει κα­θη­σιό, θέ­λει καί δου­λειά. Ὅ­ταν νη­στεύ­η ὁ ἄν­θρω­πος, ἀ­πό δύ­ο ἡ­μέ­ρες καί πά­νω τό­τε μπο­ρεῖ νά μή δου­λεύ­η.
»Ὁ κα­λό­γη­ρος νά μήν ξα­νοί­γε­ται σέ πολ­λές μέ­ρι­μνες. Νά ἐ­ξα­σφα­λί­ζη τά βα­σι­κά καί νά εἶ­ναι ἀ­πε­ρί­σπα­στος, νά μήν ἔ­χη προ­σπά­θεια. Τό­τε, ὅ,τι κά­νει, τοῦ μέ­νει ὁ καρ­πός. Μέ τόν πε­ρι­σπα­σμό ἔρ­χε­ται ἡ λή­θη καί ἡ ἄ­γνοι­α σάν ἕ­να σφουγ­γά­ρι πού σβή­νει ἀ­πό τό νοῦ ὅ,τι δι­α­βά­ζει ἤ ὅ,τι (πνευ­μα­τι­κό) ἀ­κού­ει. Πολ­λοί φεύ­γουν ἀ­πό τά Κοι­νό­βια στήν ἔ­ρη­μο, γιά νά κά­νουν τό θέ­λη­μά τους. Τά κα­θή­κον­τα τοῦ ὑ­πο­τα­κτι­κοῦ πρός τόν Γέ­ρον­τα εἶ­ναι ἕ­ξι. Γρά­φον­ται στήν Ἁ­γι­ο­ρεί­τι­κη φυλ­λά­δα». (Ἀ­κο­λου­θί­α Ἁ­γι­ο­ρει­τῶν Πα­τέ­ρων).
Ὁ γε­ρω–Εὐ­θύ­μιος τόν μο­να­χό καί ἰ­δι­αί­τε­ρα τόν ἐ­ρη­μί­τη τόν ἤ­θε­λε ἀ­σκη­τή, νη­στευ­τή. Πί­στευ­ε ὅ­τι «τά θη­ρί­α τῶν πα­θῶν διά νη­στεί­ας ἀ­πο­κτεί­νον­ται». Ἔ­γρα­φε σέ νέ­ο φι­λο­μό­να­χο πού ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε στρα­τι­ώ­της: «Καί ἄν σοῦ ἐ­πι­βάλ­λουν οἱ λο­γι­σμοί νά κά­νης τρι­ή­με­ρα, ἐ­σύ μήν τούς ἀ­κοῦς. Νά κρα­τᾶς ἐ­νά­τη κά­θε μέ­ρα καί μέ­χρι τόν Ἑ­σπε­ρι­νό νά μήν παίρ­νης οὔ­τε ἀν­τί­δω­ρο». Ὅ­πως ζοῦ­σε καί ἀ­γω­νι­ζό­ταν, ἔ­τσι καί συμ­βού­λευ­ε καί φαν­τα­ζό­ταν ὅ­τι καί οἱ ἄλ­λοι μπο­ροῦν νά κά­νουν πα­ρό­μοι­ες σχε­δόν ἀ­σκή­σεις. Ἀ­πό τόν ὑ­περ­βο­λι­κό του ζῆ­λο καί τήν ἀ­γω­νι­στι­κό­τη­τά του ἔ­φθα­νε σέ ἀ­δι­α­κρι­σί­α. Αὐ­τό πού ὁ ἴ­διος θε­ω­ροῦ­σε οἰ­κο­νο­μί­α καί συγ­κα­τά­βα­ση γιά τούς ἄλ­λους ἦ­ταν κα­τόρ­θω­μα.
Ὁ  γε­ρω–Εὐ­θύ­μιος  δί­νον­τας  ὅ­λο  του τό εἶ­ναι στόν ἀ­σκη­τι­κό του ἀ­γῶ­να καί χρη­σι­μο­ποι­ών­τας τήν «ἀ­πο­το­μί­α» γιά τήν κά­θαρ­ση τῶν πα­θῶν, ἔ­ζη­σε δε­κα­ε­τί­ες μό­νος του, διό καί ὑ­πέ­γρα­φε ἐ­νί­ο­τε «ἐ­ρη­μο­πο­λί­της». Ὄ­χι μό­νο στε­ροῦν­ταν τίς ὑ­λι­κές πα­ρη­γο­ρι­ές, ἀλ­λά ἀ­πέ­φευ­γε καί τήν ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ τούς ἀν­θρώ­πους. Ζοῦ­σε πο­λύ ἀ­πο­μο­νω­μέ­νος, χω­ρίς φί­λους, γνω­στο­ύς καί συμ­μύ­στες. Αὐ­τό ἴ­σως δέν τόν ὠ­φέ­λη­σε, για­τί ἀ­πέ­κτη­σε κά­ποι­α κα­χυ­πο­ψί­α, ἐξ αἰ­τί­ας τῆς ὁ­πο­ί­ας φι­λο­νι­κοῦ­σε μέ με­ρι­κο­ύς καί ἦ­ταν ἐ­ρι­στι­κός, ἄν φυ­σι­κά δέν ἐ­πρό­κει­το γιά προ­σποι­η­τές σα­λό­τη­τες. Ἀλ­λά εὐ­χόμα­στε ὁ κα­λός Θε­ός μπρο­στά στήν με­γά­λη του θυ­σί­α γιά τήν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ νά μήν τήν κα­τα­λο­γί­ση αὐ­τήν τήν μι­κρή ἀν­θρώ­πι­νη ἀ­δυ­να­μί­α.
Στά τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ὁ γε­ρω–Εὐ­θύ­μιος, κα­θι­σμέ­νος στό νο­σο­κο­μεῖ­ο τῆς Λαύ­ρας, κω­φός καί τυ­φλός, κρα­τοῦ­σε τή νη­στεί­α του πα­ρά τά σχεδόν ἐνε­νή­κον­τά του χρό­νια, καί ρω­τοῦ­σε, ὅ­ταν τοῦ προ­σέ­φε­ραν κά­τι γιά φα­γη­τό, ἄν εἶ­ναι ἀ­πό τήν τρά­πε­ζα. Ὅ,τι δέν ἦ­ταν ἀ­πό τήν τρά­πε­ζα δέν τό ἔ­τρω­γε. Ἔ­κα­νε ἐ­νά­τη κά­θε μέ­ρα καί μό­νο τήν Τρί­τη καί τό Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο κα­τέ­λυ­ε λά­δι. Τήν εὐ­χή δέν τήν ἄ­φη­νε πο­τέ. Ἄν καί ἦ­ταν στό κρεβ­βά­τι τρα­βοῦ­σε τό κομ­πο­σχο­ί­νι του πού τό εἶ­χε κρε­μα­σμέ­νο σέ ἕ­να κα­ρο­ύ­λι καρ­φω­μέ­νο στόν τοῖ­χο.
Στό νο­σο­κο­μεῖ­ο τῆς Μο­νῆς θυ­μή­θη­κε κά­ποι­α πρό­σω­πα πού τόν εἶ­χαν στε­νο­χω­ρή­σει καί ἄρ­χι­σε νά το­ύς κα­τα­κρί­νη καί νά το­ύς κα­τα­δι­κά­ζη, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά τόν ἐγ­κα­τα­λε­ί­ψη ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ. Δια­κό­πη­κε ἡ προ­σευ­χή του καί βυ­θί­στη­κε σέ μί­α κα­τά­στα­ση ἀ­πο­γνώ­σε­ως. Ἐ­πί ἕ­ξι μῆ­νες ὑ­πέ­φε­ρε, ζοῦ­σε τήν κό­λα­ση. Οἱ πα­τέ­ρες πού τόν δι­α­κο­νοῦ­σαν κα­τά­λα­βαν τήν αἰ­τί­α τοῦ πει­ρα­σμοῦ καί κά­λε­σαν τούς­ πα­τέ­ρες μέ το­ύς ὁ­πο­ί­ους ὁ γε­ρω–Εὐ­θύ­μιος εἶ­χε δι­α­φο­ρές. Συγ­χω­ρή­θη­καν με­τα­ξύ τους καί στα­δια­κά συ­νῆλ­θε τε­λε­ί­ως καί ξα­να­βρῆ­κε τήν εἰ­ρή­νη καί τήν εὐ­χή.
Σέ ὅ­σους τόν ρω­τοῦ­σαν, ἔ­δι­νε πρα­κτι­κές καί ὠ­φέ­λι­μες συμ­βου­λές, ἐ­νῶ προ­ε­τοι­μα­ζό­ταν ὁ ἴ­διος γιά τό με­γά­λο τα­ξί­δι. Προ­σευ­χό­ταν συ­νε­χῶς γιά τόν ἑ­αυ­τό του καί τόν κό­σμο. Ἔ­λε­γε συ­χνά: «Τί νά κάνω; Δέν ἔ­χω δά­κρυ­α γιά νά κλά­ψω τόν κό­σμο».
Κά­ποι­ος τοῦ ἀ­νέ­φε­ρε γιά ἕ­ναν Ἐ­πί­σκο­πο πού ἔ­χει κα­ταρ­γή­σει τά κω­λύ­μα­τα τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης. Ὁ γε­ρω–Εὐ­θύ­μιος ἀ­πάν­τη­σε: «Αὐ­τός θέ­λει δέ­σι­μο στόν  μῶ­λο καί του­φέ­κι­σμα». Ἀ­νέ­φε­ρε μία πε­ρι­ο­χή καί  θαύ­μα­σε ὁ ἄλ­λος, για­τί κα­τά­λα­βε ὅ­τι ὁ Γέ­ρον­τας δι­έ­βλε­ψε ποι­ός Ἐ­πί­σκο­πος ἦ­ταν.
Σέ  ἄλ­λον μο­να­χό πού τόν ἐ­πι­σκέ­φθη­κε, τοῦ περι­έ­γρα­ψε λε­πτο­με­ρῶς τό Κα­λύ­βι του χω­ρίς νά τό γνω­ρί­ζη.
Προ­αι­σθα­νό­με­νος τήν  κοί­μη­σή του συγ­χω­ρήθηκε μέ ὅ­λους τούς πα­τέ­ρες καί ἐ­κοι­μή­θη εἰ­ρη­νι­κά στίς 9 Ἰ­ου­λί­ου τοῦ ἔ­τους 2004.
Ὁ βί­ος του ἀποτελεῖ σι­ω­πη­ρή δι­α­μαρ­τυ­ρί­α καί ἔ­λεγ­χο γιά τή νω­θρή πλει­ο­νό­τη­τα τῶν μο­να­χῶν τῆς γε­νε­ᾶς μας, ἀλ­λά καί πα­ρά­δειγ­μα πρός μί­μη­ση.
Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με.  Ἀ­μήν.