ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2019

«Αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς»

«Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς (Α΄ Ἰω. δ΄, 19). Δηλαδὴ ἐμεῖς ἀγαποῦμε τὸν Θεό, ἐπειδὴ αὐτὸς πρῶτος μᾶς ἀγάπησε καὶ προηγήθηκε στήν ἀγάπη του πρὸς ἐμᾶς.
Εἶναι τόσο μεγάλη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, λέγει ὁ Ἅγ. Νικόδημος ποὺ ἂν παρομοιάσουμε τὴν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου μὲ μία στάλα νεροῦ, τοῦ Θεοῦ εἶναι ὠκεανός.

Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐρωτᾶ: «Τί λοιπὸν θὰ ἀνταποδώσουμε στὸν Κύριο γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες πρὸς ἐμᾶς;» (Ψαλ. 115, 3). Ὁ Κύριος εἶναι τόσο ἀγαθός, ὥστε δὲν ἀπαιτεῖ ἀνταπόδοση, ἀλλὰ ἀρκεῖται μόνο στὸ νὰ Τὸν ἀγαπᾶμε γιὰ ὅσα μᾶς ἔδωσε.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τονίζει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πρὸς ἐμᾶς: «Ἐὰν θέλης νὰ καλλωπισθῆς, λέγει ὁ Κύριος, στολίσου μὲ τὸν δικό μου καλλωπισμό· ἐὰν θέλης νὰ ὁπλισθῆς, ὁπλίσου μὲ δικά μου ὅπλα· ἐὰν θέλης νὰ ἐνδυθῆς, φόρεσε τὸ ἰδικόν μου ἔνδυμα· ἐὰν θέλης νὰ τραφῆς, φάγε εἰς τὴν ἰδικήν μου τράπεζαν· ἐὰν θέλης νὰ ὁδοιπορήσης, ἀκολούθησε τὴν ἰδικήν μου ὁδόν· ἐὰν θέλης νὰ κληρονομήσης, κληρονόμησε τὴν δική μου κληρονομία. ἐὰν θέλης νὰ εἰσέλθης εἰς τὴν πατρίδα, μπὲς στὴν πόλη τῆς ὁποίας τεχνίτης καὶ δημιουργὸς εἶμαι ἐγώ. ἐὰν θέλης νὰ χτίσης σπίτι, ἔλα εἰς τὰς ἰδικάς μου σκηνάς. Διότι ἐγὼ γιὰ ὅσα δίδω δὲν ζητῶ ἀμοιβή, ἀλλὰ ἐὰν θελήσης νὰ χρησιμοποιήσης ὅλα τὰ δικά μου, διὰ τὴν πρᾶξιν σου αὐτὴ θὰ σοῦ ὀφείλω ἐπιπλέον καὶ ἀμοιβή. Τί θὰ ἠμποροῦσε νὰ γίνη ἰσάξιον πρὸς αὐτὴν τὴν γενναιοδωρία; Ἐγὼ εἶμαι πατέρας, ἐγὼ ἀδελφός, ἐγὼ νυμφίος, ἐγὼ οἰκία, ἐγὼ τροφή, ἐγὼ ἔνδυμα, ἐγὼ ρίζα, ἐγὼ θεμέλιο, κάθε τι τὸ ὁποῖον θέλεις, ἐγὼ· νὰ μὴ ἔχης ἀνάγκη ἀπὸ τίποτε. Ἐγὼ καὶ θὰ σὲ ὑπηρετήσω· διότι ἦρθα να ὑπηρετήσω, ὄχι νὰ ὑπηρετηθῶ.
Ἐγὼ εἶμαι καὶ φίλος, καὶ μέλος τοῦ σώματος καὶ κεφαλὴ καὶ ἀδελφός, καὶ ἀδελφὴ καὶ μητέρα, ὅλα ἐγὼ· ἀρκεῖ νὰ διάκεισαι φιλικὰ πρὸς ἐμένα. Ἐγὼ ἔγινα πτωχὸς γιὰ σένα· ἔγινα καὶ πτωχὸς γιὰ σένα· ἀνέβηκα πάνω στὸν Σταυρὸ γιὰ σένα· τάφηκα γιὰ σένα· πάνω στὸν οὐρανὸ παρακαλῶ τὸν Πατέρα γιὰ σένα· κάτω στὴν γῆ στάλθηκα ἀπὸ τὸν Πατέρα ὡς μεσολαβητὴς γιὰ σένα.
Ὅλα γιὰ μένα εἶσαι σὺ· καὶ ἀδελφὸς καὶ συγκληρονόμος καὶ φίλος καὶ μέλος τοῦ σώματος. Τί περισσότερο θέλεις; Γιατί ἀποστρέφεσαι αὐτὸν ποὺ σὲ ἀγαπᾶ; Γιατί κουράζεσαι γιὰ τὸν κόσμο; Γιατί ἀντλεῖς νερὸ μὲ τρυπημένο πιθάρι; Γιατί αὐτὸ σημαίνει νὰ ταλαιπωρῆσαι στὴ ζωή αὐτή. Γιατί σκαλίζεις τὴ φωτιά; Γιατί πυγμαχεῖς στὸν ἀέρα; Γιατί τρέχεις ἄδικα. Κάθε τέχνη δὲν ἔχει καὶ ἕνα σκοπό; Στὸν καθένα εἶναι ὁπωσδήποτε φανερό. Δεῖξε μου καὶ σὺ τὸν σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο προσπαθεῖς στὴ ζωή. Τί πλέον θέλεις;».
Στὸ περιοδικὸ «Κυριακὴ» φ. 14 διαβάζουμε:
«Μία φτωχιὰ γυναίκα περνοῦσε κάποτε δίπλα ἀπὸ ἕνα ἀμπέλι γεμᾶτο σταφύλια.
«Πῶς θὰ ’θελα νὰ εἶχα ἕνα τσαμπὶ ἀπ’ αὐτά!». Ἐκείνη τὴ στιγμή, περνοῦσε ὁ νοικοκύρης τοῦ ἀμπελιοῦ. Τὴ χαιρετᾶ καὶ τῆς λέει:
-Κυρούλα, θὰ ’θελες κανένα σταφύλι;
Καὶ στὴν καταφατικὴ ἀπάντησή της, χώθηκε μέσα στ’ ἀμπέλι γιὰ νὰ κόψει.
Ἡ γυναίκα περίμενε. Πέντε, δέκα λεπτά, ἕνα τέταρτο πέρασαν, χωρὶς ὁ ἀμπελουργὸς νὰ φανεῖ.
Βαρέθηκε λοιπὸν νὰ τὸν περιμένει καὶ μὲ τὴν ἰδέα πὼς ὁ ἄνθρωπος τὴν εἶχε ξεχάσει, ξεκίνησε νὰ φύγει.
Μὰ νά! Τὴν ἴδια στιγμή, κρατώντας ἕνα πανέρι μὲ διαλεχτὰ σταφύλια, φαίνεται μπροστά της καὶ τῆς λέει χαμογελώντας:
-Μὲ συμπαθᾶς ποὺ ἄργησα. Μὰ ἤθελα νὰ σοῦ διαλέξω μερικὰ καλά.
Πολλὲς φορές, στὴν προσευχή μας, ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Κύριο κάτι.
Καὶ μὴ παίρνοντας ἄμεση ἀπάντηση, θαρροῦμε πὼς ὁ Θεὸς ἀδιαφορεῖ γιὰ ἐμᾶς. Ἀλλά, μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, ἡ ἀπάντησή Του ἔρχεται, πλούσια καὶ εὐλογημένη, ὅσο δὲν μπορούσαμε νὰ τὴ φανταστοῦμε. Καὶ μᾶς πιάνει τότε ντροπὴ γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία μας.
Ὁ Θεὸς εἶχε ἀργήσει, γιατί ἤθελε νὰ γεμίσει τὸ πανέρι τῶν εὐλογιῶν του, πρὶν τὸ προσφέρει στὴ ψυχή, ποὺ ζητοῦσε ἕνα μόνο τσαμπί.
Γνωρίζει ὁ Παντογνώστης Θεὸς τὸ πρόβλημα προτοῦ ἐμεῖς τοῦ ζητήσουμε τὴν βοήθεια καὶ ἐνεργεῖ ὅταν πρέπει. Ἐμεῖς μὲ ταπείνωση νὰ λέμε «πιστεύω Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» (Μᾶρκ. θ΄, 24)».