ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τρίτη 23 Ιουλίου 2019

Τό κελ­λί του γέ­μι­ζε δα­ί­μο­νες. Ἕ­νας πά­νω στό ρά­φι, ἕ­νας κά­τω ἀ­πό τό κρεβ­βά­τι… καί ἦ­ταν ὅ­λοι γυ­μνοί. Τό ἀ­νέ­φε­ρε στόν Γέροντα: «Τί ᾿ναι αὐ­τοί, Γέροντα; Ἔ­ξω χι­ο­νί­ζει, αὐ­τοί ὁ­λό­γυ­μνοι. Δέν κρυ­ώ­νουν; Δέν μέ ἀ­φή­νουν σέ ἡ­συ­χί­α».

Γερω–Μητροφάνης Ἁγιοπαυλίτης - Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
Ὁ γερω–Μη­τρο­φά­νης προ­ερ­χό­ταν ἐξ ἐγ­γά­μων. Γεν­νή­θη­κε στίς 21 Φε­βρου­α­ρί­ου τό 1917 στό χω­ριό Κόρθιον τῆς Ἄν­δρου ἀ­πό τόν Ἰ­ω­άν­νη Κόντη καί τήν Ἑ­λέ­νη, καί στό ἅ­γιο Βάπτισμα τοῦ ἔ­δω­σαν τό ὄ­νο­μα Γε­ώρ­γιος. Ἔ­γι­νε ὑ­πα­ξι­ω­μα­τι­κός τοῦ Βα­σι­λι­κοῦ Ναυ­τι­κοῦ. Μό­λις παν­τρεύ­τη­κε, ἀρ­ρώ­στη­σε ἡ γυ­ναῖ­κα του καί τῆς ἔ­κο­ψαν τά πό­δια. Τήν ὑ­πη­ρέ­τη­σε πε­ρί­που ἕ­να ἑ­ξά­μη­νο μέ χρό­νο καί με­τά ἡ γυναῖκα του ἐ­κοι­μή­θη. Δι­ά­βα­σε στόν Ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο καί στόν ἅ­γιο Κο­σμᾶ τόν Αἰ­τω­λό ὅ­τι κα­λύ­τε­ρα ὁ ἄν­θρω­πος πού χη­ρεύ­ει νά μήν ξαναπαν­τρεύ­ε­ται καί νά γί­νε­ται μο­να­χός. Παι­διά δέν εἶ­χαν ἀ­πο­κτή­σει, ὁ­πό­τε δέν εἶ­χε ὑ­πο­χρε­ώ­σεις. Ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τόν κό­σμο καί ἦρ­θε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος σέ ἡ­λι­κί­α 45 πε­ρί­που ἐ­τῶν. Σκόρ­πι­σε σέ ἐ­λε­η­μο­σύ­νες ὅ­λη του τήν πε­ρι­ου­σί­α καί πῆ­ρε μα­ζί του εἴ­κο­σι χι­λιά­δες δραχ­μές. Ἔ­κα­νε μία πε­ρι­ο­δεί­α στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος καί γύ­ρι­σε ὅ­λα τά Μο­να­στή­ρια. Ξα­νά­κα­νε ἄλ­λη μί­α καί με­τά ἔ­μει­νε στόν Ἅ­γιο Παῦ­λο. Εἶ­πε στήν Σύ­να­ξη τῆς Μο­νῆς, ὅ­ταν πῆ­γε νά βά­λη με­τά­νοι­α γιά δό­κι­μος: «Πε­ρι­δι­ά­βηκα ὅ­λα τά Μο­να­στή­ρια. Ἐ­δῶ ἀ­να­παύ­τη­κα». Ἔ­δω­σε τίς εἴ­κο­σι χι­λιά­δες δραχ­μές στόν Γέ­ρον­τα. Τόν ρώ­τη­σαν: «Δέν ἔ­χεις συγ­γε­νεῖς;». «Πῆ­ραν αὐ­τοί, αὐ­τά εἶ­ναι γιά τίς ψυ­χές τῶν γο­νέ­ων μου», ἀ­πάν­τη­σε.

Ἔ­γι­νε μο­να­χός τό 1965 στίς 30 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου μέ τό ὄ­νο­μα Μη­τρο­φά­νης.
Ὁ προ­η­γού­με­νός του βί­ος εἶ­ναι τε­λεί­ως ἄ­γνω­στος, δι­ό­τι ὁ ἴ­διος δέν ἀ­νέ­φε­ρε πο­τέ τί­πο­τε. Ἔ­γι­νε μο­να­χός καί ἔ­ζη­σε βί­ο ἀ­νε­πί­λη­πτο, μέ κρυ­φή ἐρ­γα­σί­α. Ἦ­ταν ὑ­πό­δειγ­μα ξε­νιτεί­ας, ὑ­πα­κο­ῆς, νη­πτι­κῆς ἐρ­γα­σί­ας καί  μο­να­χι­κῆς ἀ­κρι­βεί­ας.
Πο­τέ του δέν βγῆ­κε στόν κό­σμο, πα­ρά μό­νο τά τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια τῆς ζω­ῆς του γιά για­τρό. Μέ τούς συγ­γε­νεῖς του δέν εἶ­χε καμ­μί­α ἐ­πι­κοι­νω­νί­α. Ἔ­φθα­σε στό ὕ­ψος τῆς ξε­νι­τεί­ας. Κά­πο­τε ἦρ­θε ὁ ἀ­δελ­φός του στό Μο­να­στή­ρι. Τόν χαι­ρέ­τη­σε καί αὐ­τό ἦ­ταν ὅ­λο. Ἔ­τρε­χε ἐ­κεῖ­νος ἀ­πό πί­σω του νά τοῦ μι­λή­ση, ἀλ­λά ὁ γε­ρω–Μη­τρο­φά­νης κοί­τα­ζε τό δι­α­κό­νη­μά του. Ὅ­ταν ἔ­φυ­γε, ἔ­βγα­λε νά τοῦ ἀ­φή­ση εἴ­κο­σι χι­λιά­δες δραχ­μές· τό ᾿70 ἦ­ταν πολ­λά χρή­μα­τα. «Ἔ­χει τό Μο­να­στή­ρι μου ἀ­πό ὅ­λα», τοῦ εἶ­πε. Ἄλ­λη φο­ρά δέν ξα­νάρ­θε ὁ ἀ­δελ­φός του. Ἄλ­λο­τε ἦρ­θαν τά ἀ­νί­ψια του. Τούς χαι­ρέ­τη­σε στήν αὐ­λή καί ἄλ­λη φο­ρά δέν το­ύς ξα­να­μί­λη­σε. Αὐ­τοί τοῦ ἔ­στει­λαν μί­α ἐ­πι­τα­γή. Πῆ­γε στε­νο­χω­ρη­μέ­νος στόν Γέροντα καί τοῦ εἶ­πε: «Γέροντα, συγ­χώ­ρε­σέ με. Αὐ­τοί μέ ἔ­βα­λαν σέ πει­ρα­σμό. Πάρτα ἐ­σύ, Γέροντα, τά χρή­μα­τα γιά τίς ἀ­νάγ­κες τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ, νά μήν τά στε­ί­λω πί­σω».
Ἔ­κα­νε περίπου εἴ­κο­σι χρό­νια στό Ἀρ­χον­τα­ρί­κι πού εἶ­ναι τό­πος γνω­ρι­μί­ας. Ὑ­πῆρ­χαν ἄν­θρω­ποι πού ἔρ­χον­ταν στόν Ἅ­γιο Παῦ­λο μό­νο γιά νά τόν δοῦν, για­τί ἤ­ξε­ραν ὅ­τι δέν μι­λοῦ­σε. Τοῦ ἔ­στελ­ναν εὐ­χη­τή­ρια. Δέν τ᾿ ἄ­νοι­γε. Τόν ρω­τοῦ­σαν με­ρι­κοί:
 –Πά­τερ Μη­τρο­φά­νη, μᾶς θυ­μᾶ­σαι; Ἤρ­θα­με καί πέ­ρυ­σι.
Γιά νά ἀ­πο­φύ­γη τήν συ­ζή­τη­ση ἔ­λε­γε:
 –Ἔ, εὐ­λο­γη­μέ­νε, θά ση­μά­νει τώ­ρα, θά ση­μά­νει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α.
 –Δέν θυ­μᾶ­σθε, ἤ­μα­σταν κά­ποι­α παι­διά ἀ­πό τήν Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή…
 –Εἶ­πε ὁ Γέροντας πρέ­πει νά ᾿μα­στε ἀ­πό τήν ἀρ­χή στόν Ἑ­σπε­ρι­νό.
Ὅ­ταν ἤ­θε­λε νά ἀ­πο­φύ­γη ἄ­σκο­πες ἐ­ρω­τή­σεις, ἔ­λε­γε: «Ἐ­γώ δέν ξέ­ρω, πᾶ­τε στόν Γέ­ρον­τα».
Ὅ­ταν κά­ποι­ος τόν ρω­τοῦ­σε ἀ­πό ποῦ εἶ­ναι, ἀ­πέ­φευ­γε λέ­γον­τας τήν εὐ­χή: «Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σον ἡ­μᾶς». Καί ὅ­ταν ὁ ἄλ­λος ἐ­πέ­με­νε: «Μά σᾶς ρώ­τη­σα ἀ­πό ποῦ εἶ­σθε;». Ἔ­λε­γε: «Σᾶς πα­ρα­κα­λῶ» καί με­τά πιό δυ­να­τά, «Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σον ἡ­μᾶς». Ἀ­πέ­φευ­γε τίς συ­ζη­τή­σεις ἰ­δί­ως μέ τούς κο­σμι­κούς. Τόν ρω­τοῦ­σαν: «Γέ­ρον­τα, πό­τε ἤρ­θα­τε στό   Μο­να­στή­ρι;». Ἀ­παν­τοῦ­σε: «Ὁ Γέ­ρον­τας ξέ­ρει». Παρ᾿ ὅ­λα αὐ­τά δέν πα­ρε­ξη­γοῦν­το οὔ­τε στε­νο­χω­ροῦν­το ἀ­πό τήν ἄρ­νη­σή του, ἀν­τι­θέ­τως μά­λι­στα ἔ­στελ­ναν με­τά γράμ­μα­τα πού ἔ­γρα­φαν: «Συγ­χα­ρη­τή­ρια γιά τόν Ἀρ­χον­τά­ρη σας».
Καί πράγ­μα­τι ἦ­ταν ἄ­ξιος συγ­χα­ρη­τη­ρί­ων, δι­ό­τι ὅ­σο ἀ­πέ­φευ­γε τήν ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ τούς προ­σκυ­νη­τές, ἄλ­λο τό­σο ἦ­ταν ἐ­πι­με­λής στό δι­α­κό­νη­μά του καί ἔ­κα­νε τά πάν­τα γιά νά τούς ἀ­να­παύ­ση. Αὐ­τή τήν ἀ­γά­πη του τήν δι­αι­σθά­νον­ταν οἱ προ­σκυ­νη­τές. Ὡς Ἀρ­χον­τά­ρης ἐ­πί ἔ­τη ἔ­πλε­νε ὅ­λα τά σεν­τό­νια μέ τά χέ­ρια του, τά ὁ­ποῖ­α αἱ­μά­τω­ναν ἀ­πό τά καυ­στι­κά καί τά ἀ­πορ­ρυ­παν­τι­κά. Δέν ἔ­δι­νε ἀ­φορμή σέ κα­νέ­να νά τόν κα­τη­γο­ρή­ση γιά κά­ποι­α πα­ρά­λει­ψη. Ἦ­ταν σι­ω­πη­λός, εὐ­γε­νέ­στα­τος, σέ ὅ­λους μι­λοῦ­σε στόν πλη­θυν­τι­κό. Εἶ­χε δέ καί τό ἀ­κα­τά­κρι­το.
Ἦ­ταν τῆς προ­σευ­χῆς ἄν­θρω­πος καί στήν ἀρχή δυ­σκο­λευ­ό­ταν μέ τό δι­α­κό­νη­μα τοῦ Ἀρ­χον­τά­ρη, μέ τίς μέ­ρι­μνες, δι­ό­τι καμ­μία φο­ρά ἔ­χα­νε τήν ἀ­κο­λου­θί­α καί δέν τό ἤ­θε­λε. Συμ­βου­λε­ύ­θη­κε τόν πα­πα–Ἐ­φρα­ίμ στά Κα­του­νά­κια καί ἐκεῖνος τοῦ εἶ­πε: «Πρῶ­τα ὑ­πα­κοή καί ἄς χά­νης ἀ­πό τήν ἀ­κο­λου­θί­α καί τήν προ­σευ­χή». Ἀ­πό τό­τε ἀ­να­πα­ύ­θη­κε καί ἔ­κα­νε τό δι­α­κό­νη­μά του χω­ρίς λο­γι­σμό, μέ τήν καρ­διά του.
Πάντα εἶ­χε τήν ὑ­πα­κοή πρώ­τη καί κα­λύ­τε­ρη. Δι­ά­βα­ζε πο­λύ τήν βί­βλο Βαρ­σα­νου­φί­ου καί Ἰ­ω­άν­νου καί τήν εἶ­χε με­τά τό Εὐ­αγ­γέ­λιο.                
Ἦ­ταν ὑ­πο­μο­νῆς στῦλος. Τοῦ ἀ­νέ­θε­σαν νά γη­ρο­κο­μῆ ἕ­να πο­λύ δύ­στρο­πο καί ἀ­νά­πη­ρο γε­ρον­τά­κι. Τόν δυ­σκό­λευ­ε πο­λύ. Ὅ­ταν δέν τοῦ ἄ­ρε­σε τό φα­γη­τό, τό πε­τοῦ­σε καί τόν ἔβριζε. Ἐ­ξω­μο­λογήθηκε τήν δυ­σκο­λί­α του στόν Γέ­ρον­τα καί συ­νέ­χι­σε μέ καρ­τε­ρία­ τήν δι­α­κο­νί­α του. Στά τε­λευ­ταῖ­α μα­λά­κω­σε τό γε­ρον­τά­κι, τοῦ ζη­τοῦ­σε συγ­χώ­ρη­ση καί  τόν εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε γιά ὅ­λα.
Ὅ­πως ὁ­μο­λο­γοῦν οἱ συγ­κοι­νο­βιά­τες του πα­τέ­ρες ἦ­ταν σέ ὑ­ψη­λά μέ­τρα. Εἶ­χε ἀρ­χον­τιά, εὐ­αι­σθη­σί­α καί πολ­λή λε­πτό­τη­τα στο­ύς λο­γι­σμούς του. Γιά μία προ­σβο­λή ἑ­νός λο­γι­σμοῦ ἐ­ξωμο­λο­γεῖ­το καί με­τα­νο­οῦ­σε λές καί εἶ­χε κά­νει ἔγ­κλη­μα. Ἦ­ταν ἀ­βα­ρής στο­ύς ἄλ­λους, δέν εἶ­χε καμ­μία ἀ­παί­τη­ση. Σέ ὅ­λα ἔ­κα­νε ὑ­πα­κο­ή. Ὅ­ταν τήν Πρω­το­χρο­νιά ἔ­παιρ­ναν τά δι­α­κο­νή­μα­τα καί ἐρ­χό­ταν ἡ σει­ρά του, ἔμ­παι­νε μέ­σα, ἔ­βα­ζε με­τά­νοι­α, καί γιά ὅ­,τι τοῦ ἀ­νέ­θε­ταν ἔ­λε­γε: «Νἆναι εὐ­λο­γη­μέ­νο». Τίπο­τε ἄλ­λο, οὔ­τε γκρί­νια οὔ­τε ἀν­τι­λο­γί­α ὅ­τι δέν μπο­ρεῖ. Ἦ­ταν πάν­τα ἤρε­μος, σι­ω­πη­λός, νη­πτι­κός. Εἶ­χε ἐ­σω­τε­ρι­κή ἐρ­γα­σί­α καί ἀ­κα­τά­παυ­στη εὐ­χή. Στό κελ­λί του εἶ­χε κά­νει ἕ­να κά­θι­σμα στά μέ­τρα του καί ἀ­γρυ­πνοῦ­σε λέ­γον­τας τήν εὐ­χή. Εἶ­χε προ­σαρ­μό­σει καί δύ­ο ἀ­κουμ­πι­στή­ρια γιά τό κε­φά­λι καί κοι­μό­ταν κα­θή­με­νος. Στήν ἀ­κο­λου­θί­α στε­κό­ταν ὄρ­θιος καί τρα­βοῦ­σε κομ­πο­σχο­ί­νι. Βί­α­ζε τόν ἑ­αυ­τό του καί δέν κα­θό­ταν στό στα­σί­δι του, γιά νά μήν τόν παίρ­νη ὁ ὕ­πνος. Φαι­νό­ταν ἡ κό­πω­σή του ἀ­πό τήν ἀ­γρυ­πνί­α, για­τί καμ­μία φο­ρά, ἐ­νῶ ἦ­ταν ὄρ­θιος, τοῦ ἔ­πε­φτε τό κομ­πο­σχο­ί­νι. Ἦ­ταν πα­νύ­ψη­λος καί ὑ­πέ­φε­ρε ἀ­πό τήν μέ­ση του.
Ὁ γε­ρω–Μη­τρο­φά­νης ἦ­ταν ἄν­θρω­πος τῆς εὐ­χῆς καί τήν πε­ρι­φρου­ροῦ­σε ὡς κό­ρην ὀ­φθαλ­μοῦ. Δέν κα­θό­ταν πο­τέ νά ἀρ­γο­λο­γή­ση μέ κα­νέ­ναν. Οὔ­τε μι­λοῦ­σε πο­τέ γιά πνευ­μα­τι­κά, ἀ­κό­μη καί μέ το­ύς πα­τέ­ρες. Μόνον ἔ­λε­γε γε­νι­κά: «Μπῆ­κε νω­ρίς ἡ Ἄ­νοι­ξη φέ­τος» ἤ «ἔ­βρε­ξε σή­με­ρα». Δυό λέ­ξεις καί με­τά ἀ­πο­μα­κρυ­νό­ταν μέ τρό­πο, πή­γαι­νε πα­ρά­με­ρα μό­νος καί ἔ­κα­νε κομ­πο­σχο­ί­νι λέ­γον­τας τήν εὐ­χή.
Στίς παγ­κοι­νι­ές βο­η­θοῦ­σε σι­ω­πη­λά, χω­ρίς νά στα­μα­τᾶ τήν εὐ­χή. Ἄν ἄ­κου­γε νε­ώ­τε­ρους μο­να­χούς νά ἀρ­γο­λο­γοῦν, ἔ­λε­γε γε­νι­κά καί ἀ­ό­ρι­στα, χω­ρίς νά προ­σέ­χη κά­ποι­ον: «Τήν εὐ­χή, πα­τέ­ρες, τήν εὐ­χή». Ἄλ­λες φο­ρές, ὅ­ταν ξε­χνιοῦν­ταν τά νέ­α κα­λο­γέ­ρια καί δέν ἔ­λε­γαν τήν εὐ­χή, ἔ­λε­γε δι­α­κρι­τι­κά ἐκ­φώ­νως ὁ ἴ­διος μία φο­ρά τήν εὐ­χή γιά ὑ­πό­μνη­ση.
Ρω­τοῦ­σε τόν πα­πα–Ἄν­θι­μο:      
–Πῶς πᾶ­με, πά­τερ Ἄν­θι­με, μέ τήν εὐ­χή; Ἐρ­γά­ζε­σθε τήν εὐ­χή;
–Ναί, κά­νω τόν κα­νό­να μου, προ­σπα­θῶ.
–Εὐ­λο­γη­μέ­νε, ἄλ­λο κα­νό­νας καί ἄλ­λο αὐ­τό.
Μία φο­ρά τόν ρώ­τη­σε ἕ­νας νε­α­ρός πα­ρα­δελ­φός του γιά τήν εὐ­χή. «Δέν ξέ­ρω ἐ­γώ ἀπ᾿ αὐ­τά», εἶ­πε. Ὁ νέ­ος κα­λό­γε­ρος ἀ­νέ­φε­ρε στόν Ἡ­γο­ύ­με­νο γιά τήν ἀ­πάν­τη­σή του καί ὁ Ἡ­γο­ύ­με­νος τοῦ εἶ­πε νά πῆ ὅ­τι ἔ­χει εὐ­λο­γί­α ἀ­πό τόν Ἡ­γο­ύ­με­νο. Ὅ­ταν τό ἄ­κου­σε αὐ­τό ὁ γε­ρω–Μη­τρο­φά­νης, τοῦ μί­λη­σε. Τοῦ εἶ­πε γιά τήν κυ­κλι­κή εὐ­χή, ὅ­πως τήν κα­τα­λά­βαι­νε ὁ ἴ­διος καί τήν ἐ­φάρ­μο­ζε. Ἐ­πί­σης τοῦ εἶ­πε ὅ­τι μέ­σα στήν ἀ­κο­λου­θί­α ἀ­κο­ύ­ει καί τήν ψαλ­μω­δί­α στιγμές­στιγ­μές, ἀλ­λά ἡ κύ­ρια προ­σο­χή του εἶ­ναι στήν εὐ­χή. Δέν γνω­ρί­ζου­με ἄν κά­ποι­ος τοῦ εἶ­χε δι­δά­ξει τήν εὐ­χή. Ὅ­μως ἦ­ταν πο­λύ πει­θαρ­χη­μέ­νο ἄ­το­μο καί ὅ­,τι τόν ὠ­φε­λοῦ­σε τό «ἔ­πια­νε» μέ πο­λλή ζέ­ση· ἀ­πέ­φευ­γε ὁ­,τι­δή­πο­τε ἀν­τί­θε­το. Ἔ­τσι μέ τήν ἐ­πι­μο­νή του στήν εὐ­χή, ὁ Θε­ός τοῦ δί­δα­ξε τήν εὐ­χή καί ἔφθασε στό «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε». Γε­νι­κά ἔ­λε­γε τήν εὐ­χή ὅ­λο τό ἡ­με­ρο­νύ­χτιο, ἀ­κό­μη καί στόν ὕ­πνο του, ἀ­στα­μά­τη­τα ἐ­κτός ἀ­πό τήν τρά­πε­ζα. Στήν τρά­πε­ζα δέν μπο­ροῦ­σε καί τό εἶ­χε με­γά­λο κα­η­μό καί πα­ρά­πο­νο: «Τί ᾿ναι αὐ­τό!», ἔ­λε­γε.     
Εἶ­χε πο­λλή τα­πε­ί­νω­ση. Τόν ρώ­τη­σε κά­ποι­ος:
–Για­τί δέν πῆ­γες στήν ἡ­συ­χί­α ἀ­φοῦ σοῦ ἀ­ρέ­σει ἡ εὐ­χή;
–Αὐ­τά εἶ­ναι γιά το­ύς δυ­να­το­ύς! Δέν εἶ­ναι γιά μέ­να, ἀ­πάν­τη­σε.
Καί ὅ­μως ὁ γε­ρω–Μη­τρο­φά­νης κα­τώρ­θω­σε τόν μέ­γα ἄ­θλο, νά ζή­ση ἡ­συ­χα­στι­κά μέ­σα στό κοι­νό­βιο. Ἡ­συ­χα­στής δέν εἶ­ναι αὐ­τός πού μέ­νει στήν ἔ­ρη­μο, ἀλ­λά αὐ­τός πού κά­νει τά ἔρ­γα τῆς ἡ­συ­χί­ας. «Ἡ­συ­χα­στής ἐ­στιν, ὁ τό ἀ­σώ­μα­τον ἐν σω­μα­τι­κῷ οἴ­κῳ πε­ρι­ο­ρί­ζειν φι­λο­νει­κῶν, τό πα­ρα­δο­ξό­τα­τον»[1]. Ὅ­ποι­ος κρα­τᾶ σι­ω­πή καί ἔ­χει νο­ε­ρά καί ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή, αὐ­τός εἶ­ναι ἡ­συ­χα­στής. Δι­ό­τι τό πε­ρι­ε­κτι­κό ἔρ­γο τῆς ἡ­συ­χί­ας, εἶ­ναι ἡ πα­ρα­μο­νή τῆς προ­σευ­χῆς. Καί ὁ γε­ρω–Μη­τρο­φά­νης κα­τώρ­θω­σε αὐ­τά τά ὑ­ψη­λά νη­πτι­κά ἐ­πι­τε­ύγ­μα­τα πυ­κτε­ύ­ον­τας μέ­σα σέ πο­λυ­άν­θρω­πο Κοι­νό­βιο.
Ἕ­νας φοι­τη­τής στρα­τι­ω­τι­κῆς σχο­λῆς πού ἐ­πι­σκέ­φτη­κε τήν Ἱ. Μ. Ἁγ. Πα­ύ­λου δι­η­γή­θη­κε: «Τό βρά­δυ ση­κώ­θη­κα νά πά­ω στήν του­α­λέ­τα. Στόν δι­ά­δρο­μο εἶ­δα τόν γε­ρω–Μη­τρο­φά­νη ἀ­πό μα­κρυά, ἀ­πέ­ναντί μου, καί φαι­νό­ταν ὅ­τι κά­τι ψι­θύ­ρι­ζε. Τότε αἰ­σθάν­θη­κα ὅ­τι ἔ­βγαι­νε ἀ­πό τό στό­μα του μία εὐ­ω­δί­α πού ἁ­πλώ­θη­κε σέ ὅ­λο τόν δι­ά­δρο­μο καί γέ­μι­σα ἀ­πό εἰ­ρή­νη καί γα­λή­νη. Ὁ γε­ρω–Μη­τρο­φά­νης ἔ­στρι­ψε καί ἀ­νέ­βη­κε τήν σκά­λα καί ἐ­γώ πῆ­γα στίς του­α­λέ­τες. Αὐ­τή ἡ εὐ­ω­δί­α καί ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κή εἰ­ρή­νη καί γα­λή­νη συ­νε­χί­στη­καν ἀ­κό­μη καί στίς του­α­λέ­τες. Ὅ­λος ὁ δι­ά­δρο­μος εἶ­χε γε­μί­σει ἀ­πό τήν εὐ­ω­δί­α!».
Ὁ πει­ρα­σμός τόν πε­ί­ρα­ζε καί τοῦ ἔ­λε­γε ὅ­τι δέν ἔ­χει κά­νει κα­θα­ρή ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση καί θά κο­λα­στῆ. Κάθησε ὁ π. Μη­τρο­φά­νης καί σέ ἕ­να τε­τρά­διο ἔ­γρα­ψε μέ λε­πτο­μέ­ρει­ες ὅ­λη τήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­σή του ἀ­πό τήν παι­δι­κή του ἡ­λι­κί­α. Πῆ­γε στόν Ἡ­γο­ύ­με­νο καί γιά δύο ὧ­ρες καί πα­ρα­πά­νω δι­ά­βα­ζε τήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­σή του. Ὅ­ταν τε­λε­ί­ω­σε, εἶ­πε: «Δόξα σοι ὁ Θε­ός», κά­νον­τας τόν σταυ­ρό του. «Σ᾿ εὐ­χα­ρι­στῶ, Θεέ μου. Γέροντα, ἀ­λά­φρω­σε ἡ ψυ­χή μου. Τώρα θά ἔ­χω καί ἐ­γώ κά­τι νά πῶ στόν πει­ρα­σμό, ὅ­τι ἐ­ξω­μο­λο­γή­θη­κα τά πάν­τα λε­πτο­με­ρῶς».
Πλήν ὅ­μως ὁ δι­ά­βο­λος δέν ἡ­σύ­χα­σε. Με­τέ­φε­ρε τόν πό­λε­μο ἀ­πό τά ἐν­τός, το­ύς λο­γι­σμο­ύς, στά ἐ­κτός. Ὅ­ταν κοι­μό­ταν ὁ γε­ρω–Μη­τρο­φά­νης, πή­γαι­νε κά­τω ἀ­πό τό κρεβ­βά­τι του. Τό κου­νοῦ­σε, ἔ­κα­νε θό­ρυ­βο καί δέν τόν ἄ­φη­νε νά κοι­μη­θῆ.  
Ἔ­βλε­πε συ­χνά τόν δι­ά­βο­λο ὀ­φθαλ­μο­φα­νῶς. Τό κελ­λί του γέ­μι­ζε δα­ί­μο­νες. Ἕ­νας πά­νω στό ρά­φι, ἕ­νας κά­τω ἀ­πό τό κρεβ­βά­τι… καί ἦ­ταν ὅ­λοι γυ­μνοί. Τό ἀ­νέ­φε­ρε στόν Γέροντα: «Τί ᾿ναι αὐ­τοί, Γέροντα; Ἔ­ξω χι­ο­νί­ζει, αὐ­τοί ὁ­λό­γυ­μνοι. Δέν κρυ­ώ­νουν; Δέν μέ ἀ­φή­νουν σέ ἡ­συ­χί­α».
Ἀ­κό­μη καί στό νο­σο­κο­μεῖ­ο πού εἶ­χε βγῆ γιά τήν ὑ­γε­ί­α του, τόν πο­λε­μοῦ­σε ὁ δι­ά­βο­λος. Μία ἡ­μέ­ρα ἀ­νη­σύ­χη­σαν οἱ για­τροί. Τό βρά­δυ, κά­ποι­α στιγμή, ἀ­να­κά­θη­σε, γο­ύρ­λω­σε τά μά­τια του καί κοι­τοῦ­σε στό βά­θος κά­που· φαι­νό­ταν ὅ­τι κά­πως, ἐ­σω­τε­ρι­κά, πά­λευ­ε. Τόν τρι­γύ­ρι­σαν για­τροί καί νο­σο­κό­μες καί δέν μπο­ροῦ­σαν νά τόν συ­νε­φέ­ρουν. Δύο ὧ­ρες κρά­τη­σε αὐ­τό καί συ­νῆλ­θε μό­νος του. Ὅ­ταν τόν ρώ­τη­σαν τί ἔ­πα­θε, χα­μο­γέ­λα­σε καί εἶ­πε ἁ­πλά: «Ἦ­ταν ὁ ἀ­νε­πι­θύ­μη­τος».
Φο­ροῦ­σε ρά­σα κα­θα­ρά, ἀλ­λά πα­λαι­ά καί μέ πολ­λά μπα­λώ­μα­τα. Δέν ἐν­νο­οῦ­σε νά ἀλ­λά­ξη τό ἀ­πό 24ετίας συ­νε­χῶς φο­ρε­μέ­νο ζω­στι­κό του μέ­χρι πού τόν κά­λε­σαν στήν Σύναξη καί τοῦ εἶ­πε ὁ Γέρον­τας νά φο­ρέ­ση και­νο­ύρ­γιο. Ἀ­μέ­σως εἶ­πε «νἆ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νο» καί ἔ­κα­νε ὑ­πα­κοή. Τά τσου­ρά­πια του ἦ­ταν χι­λι­ομ­πα­λω­μέ­να, ὥ­στε δέν φαι­νό­ταν τό ἀρ­χι­κό τσου­ρά­πι. Ἀ­να­παυ­ό­ταν στά ἁ­πλά, στά κα­λο­γε­ρι­κά καί σε­βό­ταν τήν πα­ρά­δο­ση τῶν πα­λαι­ο­τέ­ρων. Ὅ­ταν ἦ­ταν τρα­πε­ζά­ρης, κά­ποι­ος νε­ώ­τε­ρος συν­δι­α­κο­νη­τής του βρῆ­κε ἕ­να τρα­πέ­ζι μέ ρό­δες καί τό πῆ­ρε στήν τρά­πε­ζα γιά νά τούς δι­ευ­κο­λύ­νη στό δι­α­κό­νη­μα. Μό­λις τό εἶ­δε ὁ γε­ρω–Μη­τρο­φά­νης φώ­να­ξε: «Ὄ­χι, ὄ­χι, ὄ­χι….Ἔ­τσι μᾶς ἔ­μα­θαν, ἔ­τσι θά ἀ­κο­λου­θή­σου­με». Καί δέν τό χρη­σι­μο­ποί­η­σαν. Ἀ­γα­ποῦ­σε καί εἶ­χε μά­θει πο­λύ κα­λά τήν τά­ξη τῆς Μο­νῆς· τήν τη­ροῦ­σε μέ εὐ­λά­βεια καί συ­νέ­πεια.
Δέν εἶ­χε καμ­μία ἀ­παί­τη­ση. Χρει­ά­σθη­κε νά κά­νη ἐ­ξε­τά­σεις. Τό εἶ­πε καί πε­ρί­με­νε ἤ­ρε­μα: «Ἄν θέ­λουν, θά μέ πᾶ­νε», εἶ­πε. Βγῆ­κε στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη καί ἔ­κα­νε ἐγ­χεί­ρη­ση κή­λης. Ἔπρεπε νά με­τα­βοῦν σέ ἄλ­λο Νο­σο­κο­μεῖ­ο γιά ἐ­ξε­τά­σεις καί δέν ἄ­φη­σε τόν πα­πα–Σω­φρό­νιο νά τοῦ πά­ρη τόν ντορ­βά του, ὅ­σο κι ἄν ἐκεῖνος τόν πα­ρα­κά­λε­σε.
Ὁ ἰα­τρός κ. Πα­να­γι­ώ­της Κο­λι­ο­μι­χά­λης δι­η­γή­θη­κε: «Στήν δε­κα­ε­τί­α τοῦ ᾿80 εἶ­χα πολ­λούς πει­ρα­σμούς καί εἶ­χα φθά­σει σέ ἀ­πό­γνω­ση. Πή­γαι­να στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος νά βρῶ κά­ποι­ον νά πα­ρη­γο­ρη­θῶ.  Συν­τα­ξί­δευ­α μέ ἕ­ναν ἄ­γνω­στο μο­να­χό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ὑ­ψη­λό. Σέ μία στιγ­μή ὁ ἀ­μί­λη­τος μο­να­χός μέ ρώ­τη­σε:
–Τί ἔ­χεις; Κά­τι φαί­νε­ται σ᾿ ἀ­πα­σχο­λεῖ ἔν­το­να. Τοῦ εἶ­πα τό πρό­βλη­μά μου, ζη­τών­τας τήν συμ­βου­λή του. Ἀ­φοῦ σκέ­φθη­κε λί­γο μοῦ εἶ­πε:
–Τρί­α πράγ­μα­τα νά προ­σέ­ξης. Πρῶ­τον νά ἔ­χης ὑ­πο­μο­νή. Ἐ­γώ μέ­σα μου χά­ρη­κα, δι­ό­τι ἐκ φύ­σε­ως ἤ­μουν ὑ­πο­μο­νε­τι­κός καί τό ἕ­να ἀ­πό τά τρί­α πού θά μέ βο­η­θοῦ­σαν τό εἶ­χα. Μέ λα­χτά­ρα πε­ρί­με­να τό δεύ­τε­ρο. Ὁ Γέ­ρον­τας συ­νέ­χι­σε:
–Ἄν τσα­κί­ση ἡ πρώ­τη ὑ­πο­μο­νή σου, πρέ­πει νά ἔ­χης κου­ρά­γιο νά ξα­να­κά­νης ὑ­πο­μο­νή. “Ὡ­ραῖ­α”, εἶ­πα μέ­σα μου, καί αὐ­τό φαί­νε­ται κα­τορ­θω­τό.
–Καί τό τρί­το, Γέ­ρον­τα; τόν ἐ­ρώ­τη­σα.
–Νά ἔ­χης ὑ­πο­μο­νή. Πλέ­ον κυ­ρι­εύ­τη­κα ἀ­πό χαρ­μο­λύ­πη. Χα­ρά, δι­ό­τι ἄ­κου­σα καί τό τρί­το πού ἔ­πρε­πε νά κά­νω γιά νά βο­η­θη­θῶ, καί λύ­πη, δι­ό­τι δέν ἦ­ταν κά­τι πού θά μέ βο­η­θοῦ­σε θαυ­μα­τουρ­γι­κά.
»Ὅ­ταν φθά­σα­με στήν Μο­νή τοῦ Ἁ­γί­ου Παύ­λου, συ­νει­δη­το­ποί­η­σα ὅ­τι ἦ­ταν ὁ Ἀρ­χον­τά­ρης τῆς Μο­νῆς. Μέ κέ­ρα­σε ἐ­πι­πλέ­ον τοῦ κα­νο­νι­κοῦ κε­ρά­σμα­τος λέ­γον­τάς μου μέ ἀ­γά­πη: “Πά­ρε καί αὐ­τό, δι­ό­τι εἶ­σαι κου­ρα­σμέ­νος καί τα­λαι­πω­ρη­μέ­νος”.
»Ἔ­μα­θα ἀ­πό ἄλ­λους ὅ­τι ὀ­νο­μά­ζε­ται Μη­τρο­φά­νης. Καί σέ ὅ­σους δι­η­γή­θη­κα τά πα­ρα­πά­νω, δυ­σκο­λεύ­ον­ταν νά τά πι­στέ­ψουν γνω­ρί­ζον­τας τό πό­σο σι­ω­πη­λός καί ὀ­λι­γό­λο­γος ἦ­ταν. Ἡ συμ­βου­λή του μέ βο­ή­θη­σε καί τόν εὐ­χα­ρι­στῶ γιά τίς εὐ­χές του».
Εἶ­χε δι­α­κό­νη­μα μέ­χρι τά γε­ρά­μα­τά του. Τό τε­λευ­ταῖ­ο πού εἶ­χε μέ­χρι τήν κο­ί­μη­σή του, ἦ­ταν τό φαρ­μα­κεῖ­ο. Ἦ­ταν ὁ φαρ­μα­κο­ποι­ός τῆς Μο­νῆς.
Στό τέ­λος ἀρ­ρώ­στη­σε ἀ­πό καρ­διά. Πῆ­γε ὁ πα­πα–Ἄν­θι­μος νά τόν δῆ στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο, τοῦ δι­ά­βα­σε εὐ­χές καί τόν σταύ­ρω­σε. Ρώ­τη­σε τόν Δι­ευ­θυντή γιά τόν ἀ­σθε­νῆ, ἄν ἔ­χουν κα­νέ­να πα­ρά­πο­νο, καί ἐ­κεῖ­νος ἀ­πάν­τη­σε: «Ἐ­σεῖς δέν μᾶς στεί­λα­τε ἄν­θρω­πο, ἀλ­λά ἄγ­γε­λο». Τά ἴ­δια εἶ­παν καί στόν Ἡ­γού­με­νο.
Ἀ­φοῦ γύ­ρι­σε στό Μο­να­στή­ρι, τήν τε­λευ­ταί­α ἑ­βδο­μά­δα ἦ­ταν ἀρ­κε­τά σο­βα­ρά καί μέ δυ­σκο­λί­α κα­τέ­βαι­νε στήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α.
Τήν τε­λευ­ταί­α ἡ­μέ­ρα τῆς ζω­ῆς του, μι­σή ὥ­ρα πρίν νά κοι­μη­θῆ, φο­ρών­τας τά ρά­σα τῆς μο­να­χι­κῆς του κου­ρᾶς κα­τέ­βη­κε στήν αὐ­λή, ἔ­κα­νε ἕ­να πε­ρί­πα­το στό Μο­να­στή­ρι, λές καί ἤ­θε­λε νά ἀ­πο­χαι­ρε­τή­ση τούς τό­πους πού ἔ­ζη­σε καί ἀ­γω­νί­στη­κε τό­σα χρό­νια, καί ὕ­στε­ρα ἀ­νέ­βη­κε στό κελ­λί του. Εἶ­δε κά­ποι­ον ἀ­δελφό νά ἀ­σπρί­ζη τό δι­πλα­νό κελ­λί καί τοῦ εἶ­πε: «Τί ὡ­ραῖ­ο, τί κα­θα­ρό καί ἄ­σπρο κελ­λί! Ἔ­τσι μά­λι­στα! Νά εὐ­χα­ρι­στη­θῆ αὐ­τός πού θά με­ί­νει». Κά­θη­σε στό κά­θι­σμά του, πού ἀ­γρυ­πνοῦ­σε μέ τό κομ­πο­σχο­ί­νι στό χέ­ρι λέ­γον­τας τήν εὐ­χή, καί ἐ­κοι­μή­θη εἰ­ρη­νι­κά.
Πῆ­γε σέ λί­γο ὁ δι­α­κο­νη­τής τό φα­γη­τό του καί βλέ­πον­τάς τον σ᾿ αὐ­τή τήν στά­ση νό­μι­σε ὅ­τι προ­σεύ­χε­ται. Γιά νά μήν τόν διακόψη, ἄ­φη­σε τόν δί­σκο καί ἔ­φυ­γε. Με­τά ἀ­πό μι­σή ὥ­ρα ἦρ­θε νά τόν πά­ρη καί τόν βρῆ­κε ἄ­θι­κτο. Μό­λις τόν σκούν­τη­σε, κα­τά­λα­βε ὅ­τι εἶ­χε φύ­γει. Ἦ­ταν ἡ 28η Ἀ­πρι­λί­ου 1995, ὥ­ρα 8μ.μ., πού ὁ πύκτης τοῦ Χριστοῦ, γε­ρω–Μη­τρο­φά­νης τελείωσε νικηφόρος τό μοναχικό του στάδιο σέ ἡ­λι­κί­α 78 ἐ­τῶν. Ὅ­πως ὅ­λοι οἱ πα­τέ­ρες δέν εἶ­χε νε­κρι­κή ἀ­καμ­ψί­α καί ἦ­ταν σάν ζων­τα­νός. Ἰ­δι­αί­τε­ρα ὁ γε­ρω–Μη­τρο­φά­νης ἦ­ταν κα­θή­με­νος στό στα­σί­δι του κλί­νον­τας τό κε­φά­λι του δε­ξιά, κρα­τών­τας τό κομ­πο­σχο­ί­νι στό χέ­ρι του καί τό νύ­χι του στόν κόμ­πο τοῦ κομ­πο­σχοι­νιοῦ. Οἱ πα­ρι­στά­με­νοι πα­τέ­ρες εἶ­δαν νά λάμ­πη τό πρό­σω­πό του. Αἰ­σθάν­θη­καν τέ­τοια­ εὐ­λά­βεια, ὥ­στε δί­στα­ζαν νά τόν ἀγ­γί­ξουν γιά νά τόν ἑ­τοι­μά­σουν. Μέ τά πα­πού­τσια καί τά ρά­σα πού φο­ροῦ­σε τόν ἔ­βα­λαν στόν τά­φο, για­τί αὐ­τά ἦ­ταν ἀ­πό τήν κα­λο­γε­ρι­κή του. Κα­νε­ίς δέν εἶ­χε νά πῆ πα­ρά­πο­νο γιά τόν γε­ρω–Μη­τρο­φά­νη. Ἀν­τι­θέ­τως τόν εἶ­χαν σάν ὑ­πό­δειγ­μα τε­λεί­ου μο­να­χοῦ. Ὄ­χι μό­νο δέν εἶ­χε χρέ­η πνευ­μα­τι­κά, ἀλ­λά εἶ­χε κά­νει καί ἑ­βδο­μῆν­τα πέν­τε κα­νό­νες ἐ­πι­πλέ­ον.
Ὁ Προ­η­γού­με­νος Εὐ­σέ­βιος πού τόν ἔ­κα­νε κα­λό­γε­ρο, ἐκ­φρα­ζό­ταν μέ πο­λύ θαυ­μα­σμό γιά τήν μο­να­χι­κή του πο­λι­τε­ί­α καί τίς ἀ­ρε­τές του.
Καί ὁ ση­με­ρι­νός Ἡ­γο­ύ­με­νος μαρ­τυ­ρεῖ: «Δέν εἶ­δα πιό φρό­νι­μο κα­λό­γε­ρο ἀ­πό τόν π. Μη­τρο­φά­νη στήν ζωή μου. Ἦ­ταν πρό­τυ­πο μο­να­χοῦ. Καί αὐ­τό τό κα­τώρ­θω­σε, δι­ό­τι δέν κα­τέ­κρι­νε κα­νέ­ναν. Ἦ­ταν τέ­τοι­ος ἀ­φεν­τάν­θρω­πος».
Κάποιος ἀ­πό το­ύς πα­τέ­ρες τόν εἶ­δε δύ­ο φο­ρές στόν ὕ­πνο του καί τόν ρώ­τη­σε πῶς εἶ­ναι. «Δόξα σοι ὁ Θε­ός, πο­λύ κα­λά εἶ­μαι». Τόν εἶ­δε πού φο­ροῦ­σε τό Σχῆ­μα καί τοῦ εἶ­πε: «Βλέ­πω ὅ­τι φο­ρᾶς καί τό Σχῆ­μα». «Ἔ, βέ­βαι­α, τό φο­ρά­ω, για­τί μ᾿ αὐ­τό ἀ­γω­νί­στη­κα».
Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με.  Ἀ­μήν.
  1. 1. Κλῖμαξ ΚΖ΄ (Α΄), ε΄.