ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019

«Ἡ ἁμαρτία καί οἱ ὀδυνηρές συνέπειές της», Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Ὁμιλία στίς 14-01-2018
            Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν εὐχή τοῦ Σεβασμιωτάτου καί τίς εὐχές τῶν ἁγίων πατέρων πού εἶναι ἐδῶ, σήμερα θά ἀσχοληθοῦμε μέ τό θέμα «τί εἶναι ἡ ἁμαρτία καί ποιά εἶναι τά ὀδυνηρά ἀποτελέσματά της».
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἔχει ἕνα ὡραιότατο βιβλίο, πού λέγεται Ἐξομολογητάριο, τό ἔχω φέρει ἐδῶ νά σᾶς τό δείξω, καί ἐκεῖ μέσα ἔχει συμβουλή καί πρός τόν Πνευματικό καί πρός τόν μετανοοῦντα, δηλαδή στόν κάθε χριστιανό. Καί ἀφοῦ μᾶς δίνει τίς συμβουλές του, μέ βάση τούς ἁγίους Πατέρες καί τήν Ἁγία Γραφή, πῶς πρέπει νά ἐξομολογούμαστε, στό τέλος ἀπευθυνόμενος στόν μετανοοῦντα, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά εἶναι κληρικός, μπορεῖ νά εἶναι καί λαϊκός, ὅλοι πρέπει καί ὀφείλουμε νά μετανοοῦμε, μᾶς δίνει κάποια φάρμακα, γιά νά μήν ἐπαναλάβουμε τίς ἁμαρτίες, τίς ὁποῖες ἐξομολογηθήκαμε. Γιατί πολλές φορές, δυστυχῶς, ναί μέν ἐξομολογούμαστε, ἀλλά πάλι πέφτουμε στά ἴδια. Καί ἀνάμεσα στά ἄλλα φάρμακα, μᾶς δίνει καί ἕνα, τό ὁποῖο τό ὀνομάζει «ἡ γνῶσις τῆς ἁμαρτίας». Δηλαδή, ὅταν κανείς γνωρίσει τί εἶναι ἡ ἁμαρτία καί ποιά τά ὀδυνηρά ἀποτελέσματά της, αὐτό εἶναι ἕνας ἀνασταλτικός παράγοντας στήν ἁμαρτία τήν ἴδια, στό νά μήν ἁμαρτήσει ξανά ὁ ἄνθρωπος. Καί αὐτό εἶναι τό πέμπτο κατά σειρά ἀπό τά φάρμακα πού δίνει ὡς προφυλακτικό ἀπό τήν ἁμαρτία.
            Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κάνουν τήν ἁμαρτία, ἐπειδή δέν γνωρίζουν πόσο μεγάλο κακό εἶναι. Γι’ αὐτό καί στήν Ἁγία Γραφή ὀνομάζονται οἱ ἁμαρτωλοί ἄφρονες καί ἄγνωστοι, μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν ἔχουν γνώση πνευματική. Λέει στίς Παροιμίες, «ἐν γέλωτι ἄφρων πράττει κακά»[1]. Μέ γέλια, δηλαδή, ὁ ἀνότητος πράττει πονηρά ἔργα. Και, δυστυχῶς, πολλές φορές μέ γέλιο ἐξομολογεῖται κιόλας, πού σημαίνει ὅτι δέν μετανοεῖ. Καί ὁ σοφός Σειράχ λέει «ἀνήρ ἄφρων καί πλανώμενος διανοεῖται μωρά»[2]. Ὁ ἀσύνετος ἄνθρωπος σκέπτεται ἀνόητα. Πάλι μιλάει γιά ἀφροσύνη, γιά ἔλλειψη σύνεσης.
            Καί ὁ Δαβίδ ὀνομάζει ἀφροσύνη τήν ἁμαρτία καί λέει «ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου ἀπό προσώπου τῆς ἀφροσύνης μου»[3], δηλαδή σάπισαν τά τραύματά μου ἐξαιτίας τῆς ἀφροσύνης μου, τῆς ἀνοησίας μου, τῆς ἔλλειψης συνέσεώς μου. Ἑπομένως, αὐτός πού ἁμαρτάνει ὀνομάζεται ἄφρων ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀνόητος. Φοβερά ἀνόητος! Γι’ αὐτό, θά πρέπει νά γνωρίσουμε βαθιά τί εἶναι ἡ ἁμαρτία, τί μεγάλο κακό εἶναι καί ποιά εἶναι τά φοβερά ἀποτελέσματά της. Βέβαια σ’ ἕναν βαθμό, γιατί κανένας νοῦς δέν μπορεῖ νά τήν καταλάβει τελείως. Καί τό ἀποδεικνύει πάλι ἁγιογραφικά ὁ Ἅγιος Νικόδημος. Λέει στόν 18ο Ψαλμό: Ποιός μπορεῖ νά γνωρίσει τά παραπτώματα; Τί εἶναι ἡ ἁμαρτία, τί μεγάλο κακό εἶναι καί ποιά εἶναι τά φοβερά ἀποτελέσματά της; «Παραπτώματα τίς συνήσει;»[4].
            Μποροῦμε ὅμως νά καταλάβουμε πόσο μεγάλο κακό εἶναι ἡ ἁμαρτία πρῶτον ἀπ΄ αὐτή τήν ἴδια τήν ἁμαρτία (καί θά ποῦμε τί εἶναι αὐτό) καί ἀπό τήν τιμωρία πού πῆρε ἡ ἁμαρτία ἀπό τόν Θεό.
            Πρῶτα νά δοῦμε τήν ἁμαρτία ἀπό τήν ἴδα τήν ἁμαρτία, ἀπ’ τόν ἑαυτό της. Ἡ ἁμαρτία αὐτή καθεαυτήν εἶναι ἕνα κακό ἄπειρο, λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, γιατί εἶναι μία προσβολή στόν ἄπειρο Θεό καί μιά καταφρόνηση τῆς ἄπειρης μεγαλειότητάς Του. Ἐπειδή, ὅταν, ἄς ὑποθέσουμε, ἐσύ θέλεις νά κάνεις φόνο ἤ πορνεία ἤ κλοπή ἤ κάποια ἄλλη ἁμαρτία, σκέψου, ὅτι ὁ Θεός στέκεται ἀπό τό ἕνα σου μέρος καί ὁ διάβολος ἀπό τό ἄλλο. Καί ὁ Θεός σοῦ λέει· «Ἄνθρωπε, μή κάνεις τήν ἁμαρτία αὐτή, εἶναι πράγμα ἀντίθετο στόν νόμο Μου· ἐάν δέν τήν κάνεις, θά κερδίσεις ἕναν αἰώνιο Παράδεισο· ἐάν τήν κάνεις, μία αἰώνια κόλαση». Ὁ διάβολος πάλι σοῦ λέει· «Κάνε τήν ἁμαρτία αὐτή καί μή σκέπτεσαι οὔτε τήν προσβολή, πού προξενεῖ στόν Θεό, οὔτε τήν τιμωρία, πού θά πάρεις ἀργότερα».
            Ἐσύ τώρα, ἐάν ἀκούσεις τόν διάβολο καί διαπράξεις αὐτή τήν ἁμαρτία, τί κάνεις; Περιφρονεῖς τόν Θεό, καταφρονεῖς τόν νόμο Του, ἐξευτελίζεις τή μεγαλειότητά Του καί, ἐάν ὄχι μέ τόν λόγο, ὅμως μέ τό ἔργο φαίνεται, ὅτι Τοῦ λές αὐτά τά ἴδια λόγια πού εἶπε καί ὁ Ἰώβ· Λέει στόν Κύριο ὁ ἁμαρτωλός· «ἀπόστα ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὁδούς σου εἰδέναι οὐ βούλομαι»[5]. Φύγε ἀπό μένα· δέν θέλω νά γνωρίζω τά θελήματά Σου καί τίς ἐντολές Σου»· ἐγώ δέν φροντίζω γιά Ἐσένα, ἐγώ δέν θέλω τόν Παράδεισό Σου, δέν ὑπολογίζω τήν κόλασή Σου, δέν φοβᾶμαι τήν ὀργή Σου, δέν Σέ ξέρω γιά δικό μου αὐθέντη· γι’ αὐτό καί δέν θέλω νά ἀκούσω τήν φωνή καί τήν προσταγή Σου· μοιάζοντας ἔτσι καί ἐσύ μέ τόν σκληροτράχηλο Φαραώ, ὁ ὁποῖος ἔλεγε· Ποιός εἶναι αὐτός, τού ὁποίου τήν φωνή θά ἀκούσω; Δέν γνωρίζω τόν Κύριο.. Ὅταν τοῦ ἔδιναν τό μήνυμα ὅτι ὁ Θεός θέλει ν’ ἀφήσεις τόν λαό Του. «Τίς ἐστιν οὗ εἰσακούσομαι τῆς φωνῆς αὐτοῦ, ὥστε ἐξαποστεῖλαι τούς υἱούς Ἰσραήλ; Οὐκ οἶδα τόν Κύριον»[6].
            Ἔτσι κι ἐσύ, βρίζοντας καί καταφρονώντας τόν Θεό, ἁμαρτάνεις σέ ὅλα, ὅπως εἶναι γραμμένο στήν αἴνεση τῶν τριῶν Παίδων ἐν τῇ καμίνῳ· «Ἁμαρτήσαμε σέ ὅλα»[7], λέγανε οἱ τρεῖς Παῖδες. Κι ἐσύ λοιπόν, ὅταν ἁμαρτάνεις, καταφρονεῖς τόν Θεό ὡς Νομοθέτη. Δέν λογαριάζεις τόν νόμο Του. Δεύτερον, ὡς Δεσπότη. Δέν ὑποτάσσεσαι στήν ἐξουσία Του· τρίτο, ὡς Δημιουργό, γυρίζοντας ἐπάνω Του τό εἶναι σου. Αὐτός πού σέ ἔφτιαξε καί σοῦ ἔδωσε τήν ὕπαρξη, ἐσύ τήν ὕπαρξή σου τή στρέφεις ἐναντίον Του, τόν νοῦ σου, τό αὐτεξούσιό σου καί ὅλα ὅσα πῆρες ἀπό Αὐτόν ὡς ἐπιθετικά ὅπλα ἐναντίον Του. Ἁμαρτάνεις σέ ὅλα.
            Τέταρτον, γιατί Τόν καταφρονεῖς ὡς τό ἔσχατο τέλος, μή φροντίζοντας γιά τήν μακαριότητα, πού σοῦ ὑποσχέθηκε. Διαβάζουμε στήν Ἀποκάλυψη: «ἐγώ εἰμί τό Α καί τό Ω, ἡ ἀρχή καί τό τέλος, ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος»[8].
-           Θέλεις τήν χαρά καί τήν μακαριότητα;
            «Ἐγώ εἶμαι», λέει ὁ Χριστός. Τό ἔσχατο τέλος στό ὁποῖο πρέπει νά προσβλέπει κάθε ἄνθρωπος. Κι ἐσύ αὐτή τήν ἄπειρη μακαριότητα, πού σοῦ ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεός, τήν καταφρονεῖς.
            Καταφρονεῖς, πέμπτο, τόν Θεό ὡς Λυτρωτή. Δέν σκέπτεσαι τό αἷμα πού ἔχυσε καί τόν ἐπώδυνο θάνατο πού δοκίμασε γιά σένα· Τόν καταφρονεῖς ὡς Κριτή, χωρίς νά φοβᾶσαι τήν φρικτή Του ἀπόφαση, τόν θυμό Του, τίς κολάσεις Του. Τόν καταφρονεῖς καί ὡς Φίλο, χωρίς νά θέλεις τή φιλία Του. Δέν ἀποδέχεσαι τή φιλία Του, δέν ἀποδέχεσαι καί τήν Χάρη Του· καί τέλος Τόν καταφρονεῖς καί ὡς Πατέρα ἀποστρεφόμενος τήν κληρονομία καί τήν υἱοθεσία πού σοῦ χαρίζει.
            Ἁμαρτάνεις σέ ὅλα, καταφρονώντας τήν εὐσπλαγχνία Του. Τήν χρησιμοποεῖς τήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ σάν ἕνα ὄργανο, γιά νά ἁμαρτάνεις ἀχαλίνωτα. Ὁ Θεός σοῦ δίνει χρόνο γιά νά μετανοήσεις, σέ σπλαχνίζεται καί δέν σέ κατακαίει ἀμέσως ἐνῶ ἁμαρτάνεις, κι ἐσύ αὐτή τήν μακροθυμία, αὐτή τήν εὐσπλαχνία, τή χρησιμοποιεῖς γιά νά παρατείνεις τήν ἁμαρτία.
            Καταφρονεῖς τήν ἀγαθότητά Του, κάνοντάς την νά ὑποφέρει ἐσένα τόν ἀποστάτη καί νά σέ ὑπηρετεῖ στίς πράξεις ἐκεῖνες, πού αὐτή ἐμποδίζει· καταφρονεῖς τή δικαιοσύνη Του, μή σκεπτόμενος τίς οἰκουμενικές παιδεῖες, πού αὐτή ἔδωσε σέ τόσους καί τόσους παράνομους σάν καί ἐσένα· καταφρονεῖς καί τήν πρόνοιά Του, χαλώντας τήν τάξη καί τό τέλος, γιά τό ὁποῖο αὐτή σέ διέταξε. Καταφρονεῖς καί τήν αἰωνιότητά Του, κάνοντας τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία, ἐάν ὑπῆρχε τρόπος νά φθαρεῖ τό εἶναι τοῦ Θεοῦ καί ὅλο τό μεγαλεῖο καί ἡ δόξα καί ἡ ζωή καί ἡ βασιλεία, θά μποροῦσε νά τά διαφθείρει ὅλα αὐτά αὐτή ἡ ἁμαρτία σου.
            Καί γιά νά μιλήσω μέ συντομία, λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ἁμαρτάνεις σέ ὅλα· καταφρονεῖς ὅλα τά ἄλλα τελειότατα, παγκάλλιστα καί ἄπειρα ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ καί χρησιμοποιεῖς ὅλα τά καλά τῆς φύσεως, ὅλα τά καλά τῆς θείας Του χάριτος, σάν ἅρματα, σάν ὅπλα γιά νά Τόν πολεμήσεις, Αὐτόν τόν ἴδιο πού σοῦ τά ἔδωσε· Πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ὕβρις σου καί πόσο ἄπειρη ἡ καταφρόνησή σου! Ὥστε, ὅσο ἄπειρες εἶναι οἱ τελειότητες καί τά ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ καί ὅσα εἶναι τά χαρίσματα τά φυσικά, τά ὑπερφυσικά, ὅπως εἶναι ἡ Θεία Χάρις, τά κοινά, τά μερικά, τά κρυφά, τά φανερά, τά ὁποῖα χάρισε ὁ Θεός σέ ἐσένα τόν ἄνθρωπο, τόσο ἄπειρη εἶναι ἡ κακία τῆς ἁμαρτίας σου, ἄνθρωπε, ἡ ὁποια καταφρονεῖ καί βρίζει ὅλα αὐτά.
            Τό ὅτι ὅμως αὐτά δέν εἶναι ἁπλοί στοχασμοί, ἀλλά ἀλήθειες ἀναντίρρητες, τό μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος παραπονεῖται καί λέει στούς ἁμαρτωλούς ὅτι παρέβηκαν τόν νόμο Του καί τόν καταφρόνησαν· Αὐτοί, ὡς ἄνθρωπος ἁμαρτωλός καταπατώντας τήν διαθήκη μου· ἐκεῖ μέ καταφρόνησε, λέει ὁ Προφήτης Ὠσηέ στό ἕκτο κεφάλαιο, στόν ἕβδομο στίχο. «Αὐτοί δέ εἰσιν ὡς ἄνθρωπος παραβαίνων διαθήκην· ἐκεῖ κατεφρόνησέ μου»[9]. Παραπονεῖται ὁ Θεός γιά τήν καταφρόνηση πού Τοῦ δείχνουμε.
            Ἄλλοτε πάλι λέει, ἐγέννησε καί ἀνέθρεψε τούς ὑβριστές Του, στόν Προφήτη Ἡσαΐα. «Υἱούς ἐγέννησα καί ἐδόξασα, αὐτοί δέ με ἠθέτησαν»[10], Μέ ἀρνήθηκαν. Ἐγώ ἔκανα υἱούς - παιδιά καί αὐτοί Μέ ἀρνήθηκαν. Ἄλλοτε πάλι λέει ὁ ἴδιος ὁ Θεός ὅτι μᾶς ἀγαπᾶ. Ἀγαπᾶ τούς ἁμαρτωλούς. Ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἀνθρώπους σάν ἕνας ἐραστής, ἐνῶ αὐτοί Τόν καταφρονοῦν καί Τόν ἀποστρέφονται, «ὅπως μία γυναίκα φαίνεται ἄπιστη στόν ἄνδρα της, ἔτσι καί ὁ Ἰσραηλιτικός λαός φάνηκε ἄπιστος σέ Ἐμένα»[11]· καί ἄλλοτε λέγει, ὅτι ὁ θυμός τους καί ἡ ὑπερηφάνειά τους ἀντιστέκεται σέ Αὐτόν· «ὁ θυμός σου, ἀπό τόν ὁποῖον κυριεύθηκες ἐναντίον μου», λέει ὁ Θεός, «καί ἡ πικρία τῆς ψυχῆς σου ἀνέβηκαν πρός Ἐμένα»[12]. Πόσοι ἄνθρωποι, ἀδελφοί μου, δέν τά βάζουν μέ τόν Θεό; Καί σήμερα μάλιστα πού ἔχουμε αὐτή τήν κρίση πόσοι ἄνθρωποι βρίζουν τόν Θεό! Πόσοι ἄνθρωποι, ὅταν τούς ἔρθει μιά δυσκολία, γογγύζουν κατά τοῦ Κυρίου καί ἁμαρτάνουν δυστυχῶς ἀσύστολα καί ἀναίσχυντα.
            Τά μαρτυρεῖ καί ὁ θεῖος Παῦλος φωνάζοντας, ὅτι οἱ ἁμαρτωλοί καταφρονοῦν τήν ἀγαθότητα καί τή μακροθυμία τοῦ Θεοῦ. Λέγει στήν πρός Ρωμαίους, στό δεύτερο κεφάλαιο, στόν τέταρτο στίχο, «τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος αὐτοῦ καί τῆς ἀνοχῆς καί τῆς μακροθυμίας καταφρονεῖς»[13]. Περιφρονεῖς δηλαδή τήν ἄπειρη καλοσύνη καί τήν ἀνεκτικότητα καί τήν μακροθυμία τοῦ Θεοῦ;
            Αὐτοί πού ἁμαρτάνουν, καταπατοῦν τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, βεβηλώνουν τό αἷμα Του καί περιφρονοῦν τή χάρη Του· «Ἐκεῖνος πού ἐξευτέλισε τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ καί τό αἷμα τῆς νέας διαθήκης τό θεώρησε χωρίς ἀξία καί πού ἐξύβρισε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, τό Ὁποῖο τοῦ δώρισε τή χάρη»[14], πόση τιμωρία τοῦ ἀξίζει; λέει στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή. Ὅταν κάποιος ἀθετοῦσε τόν νόμο τοῦ Μωυσέως, λέει στόν προηγούμενο στίχο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «χωρίς οἰκτιρμῶν ἐπί δυσίν μάρτυσιν ἀποθνήσκει»[15]. Ὅταν ἦταν δύο μάρτυρες καί ἔδιναν μαρτυρία καταδικαστική γιά κάποιον πού παράβηκε τόν νόμο, αὐτός καταδικαζόταν σέ θάνατο. Καί λέει ὁ Ἀπόστολος τώρα, «πόσῳ δοκεῖτε χείρονος ἀξιωθήσεται τιμωρίας»[16]. Πόσο νομίζετε χειρότερη τιμωρία ἀξίζει «ὁ τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ καταπατήσας καί τό αἷμα τῆς διαθήκης κοινόν ἡγησάμενος», καί θεωρεῖ κάτι κοινό τό αἷμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ; «Ἐν ᾧ ἡγιάσθη καί τό Πνεῦμα τῆς χάριτος ἐνυβρίσας;»[17] καί ὕβρισε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο;
            Ὅλα αὐτά εἶναι λόγια ζωντανά, μέ τά ὁποῖα ἀποδεικνύεται πόσο ὁ Θεός βλάπτεται καί περιφρονεῖται ἀπό τήν ἁμαρτία καί πόσο ἀληθέστατο εἶναι ἐκεῖνο τό ἀπόφθεγμα, πού εἶπε μία παρθένος, δηλαδή ὅτι, ἐάν ὑποθέσουμε, ὅτι μπροστά της ἦταν ἕνα πέλαγος ἀπό φωτιά καί στό λιμάνι του βρισκόταν μία ἁμαρτία θανάσιμη, θά προτιμοῦσε νά πέσει αὐτή σέ ἐκεῖνο τό πύρινο πέλαγος, παρά νά πέσει στά χέρια τῆς ἁμαρτίας.
            Ἕνας Ἐπίσκοπος ἔλεγε, ὅτι ἐάν ἔβλεπε ἀπό τό ἕνα μέρος ἀνοικτή τήν πόρτα τῆς κολάσεως καί ἀπό τό ἄλλο μία θανάσιμη ἁμαρτία, θά προτιμοῦσε νά ριχθεῖ στήν κόλαση, παρά νά πέσει σ’ αὐτή τήν ἁμαρτία.  Καί ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνή, λέγουν, ὅτι ὅταν ἄκουγε μόνο τό ὄνομα τῆς θανάσιμης ἁμαρτίας, ἔτρεμε ὁλόκληρη ἀπό τήν κεφαλή μέχρι τά πόδια καί ἔπεφτε στή γῆ σάν νεκρή, καί ἔλεγε ὅτι δέν μπόρεσε ποτέ νά καταλάβει πῶς τολμᾶ ὁ ἄνθρωπος νά ἁμαρτήσει θανάσιμα καί νά παραπικράνει τόν Θεό.
            Ἐσύ λοιπόν ἀδελφέ, θαυμάζεις ἀκούγοντας ὅλα αὐτά; Ἐγώ ὅμως θαυμάζω περισσότερο ἐσένα, πῶς τολμᾶς καί ἁμαρτάνεις ἐσύ ὁ Χριστιανός, πού πιστεύεις αὐτές τίς ἀλήθειες· πού πρέπει ἤ νά ζεῖς χριστιανική ζωή ἤ νά μήν ὀνομάζεσαι Χριστιανός.
-           Πῶς λεγόμαστε, ἀδελφοί μου, Χριστιανοί καί δέν τηροῦμε αὐτά πού λέει ὁ Χριστός καί δέν μιμούμαστε τόν Χριστό;
            «Ὁ Χριστιανός», λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, «εἶναι ἀληθινός οἶκος Χριστοῦ, λογικός, πού ἀποτελεῖται ἀπό ἀγαθά ἔργα καί ὀρθά δόγματα». Βλέπετε αὐτή τή συμφυΐα. Ἡ πίστη δέν εἶναι αὐτονομημένη. Εἶναι ἡ ἄλλη ὄψη τῆς ζωῆς. Δέν μπορεῖς νά ξεχωρίσεις τήν πίστη ἀπό τά ἔργα, τό δόγμα ἀπό τήν ἀγάπη. Σήμερα, ὅμως, ὑπάρχουν πολλοί ἄνθρωποι πού τό ξεχωρίζουν καί λένε ναί.. ἐγώ πιστεύω.. καί μάλιστα περισσότερο ἀπό σένα πού κάνεις τούς μεγάλους σταυρούς.. μή κοιτᾶς πού δέν πηγαίνω στήν ἐκκλησία.. Καί κάνει ὅλες τίς ἁμαρτίες! Ἀλλά παρόλα αὐτά λέει ὅτι πιστεύει καί νομίζει ὅτι θά σωθεῖ ἐπειδή πιστεύει. Αὐτό εἶναι τό πνεῦμα τό προτεσταντικό, τό αἱρετικό. Ὄχι, ὁ Χριστιανός εἶναι πού ἔχει καί ὀρθή πίστη καί ὀρθή ζωή. Σήμερα ὑπάρχει μία αἵρεση πού λέγεται «μεταπατερική θεολογία», ἡ ὁποία λέει, ὅτι ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι κάτι σπουδαῖο, εἶναι μία ἀστοχία. Πῶς πετοῦσες ἄς ποῦμε, σ’ ἕνα παιδικό παιχνίδι, πού εἴχαμε παλιά, κάτι βέλη καί προσπαθούσαμε νά βροῦμε τόν στόχο καί δέν τόν πετυχαίναμε. Πήγαινε παραέξω τό βέλος.. Ἔ, κάπως ἔτσι εἶναι καί ἡ ἁμαρτία.. ἔπαιξες καί ἔχασες. Ὄχι, δέν εἶναι ἔτσι! Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἕνα ἄπειρο κακό, καί εἴπαμε λίγα γιά νά καταλάβουμε αὐτή καθεαυτή τή μεγάλη προσβολή ἀπέναντι στόν Θεό, στήν ἀγαθότητά Του.
            Ἕνας πού ἁμαρτάνει δέν μπορεῖ νά ὀνομάζεται Χριστιανός καί μάλιστα, ὅταν ἐπιμένει νά ἁμαρτάνει καί νά μή μετανοεῖ. Λέει ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἑρμηνεύοντας ἕνα ρητό τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου, τό ὁποῖο ρητό λέγει τά ἑξῆς· Σέ ἐκείνους, πού Μέ ὑπηρετοῦν θά δοθεῖ νέο ὄνομα, τό ὁποῖο θά εἶναι εὐλογημένο σέ ὅλη τήν οἰκουμένη· διότι θά δοξάσουν τόν ἀληθινό Θεό. «Τοῖς δέ δουλεύουσί μοι κληθήσεται ὄνομα καινόν»[18]. Καινούριο ὄνομα. Ποιό εἶναι αὐτό; Τό ὄνομα Χριστιανός, «Ὅ εὐλογηθήσεται», θά εἶναι εὐλογημένο, «ἐπί τῆς γῆς· εὐλογήσουσι γάρ τόν Θεόν τόν ἀληθινόν». Καί αὐτοί πού θά φέρουν αὐτό τό ὄνομα θά δοξάσουν τόν ἀληθινό Θεό.
-           Ἀλλά πότε δοξάζεται ὁ Θεός;
            Ὅταν πιστεύουμε σωστά γι’ Αὐτόν, ἀλλά καί ζοῦμε σύμφωνα μέ τίς ἐντολές Του. Λέει λοιπόν, ἑρμηνεύοντας αὐτό τό ρητό ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας,  «Προσερχόμαστε», λέει, «στόν Χριστό μέ νέα ζωή εὐαγγελική», ἀλλάζει ἡ ζωή μας ὅλη, «καί τήν ἀπό Αὐτόν κλήση, ἔχοντάς την ὡς στεφάνη χρηματίζουμε Χριστιανοί». Παίρνουμε τήν ὀνομασία μας ἀπό τόν Ἴδιο καί ὀνομαζόμαστε Χριστιανοί καί φορᾶμε τό ὄνομά μας σάν στεφάνι. «Αὐτό λοιπόν εἶναι τό περιβόητο καί εὐλογημένο ὄνομα σέ ὅλη τήν οἰκουμένη». Καί ὁ Θεοδώρητος ὁ ἑρμηνευτής τό ἴδιο ρητό τό ἑρμηνεύει καί λέει: «Μετά τήν ἐπιφάνεια», τή φανέρωση, «τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, Χριστιανοί ὀνομάσθηκαν αὐτοί πού Τόν πίστεψαν καί οἱ ἄνθρωποι τό προφέρουν αὐτό ἀντί γιά κάθε εὐφημία». Δέν ὑπάρχει πιό μεγάλη εὐφημία, δηλαδή δόξα, ἀπό αὐτό τό ὄνομα. «Διότι, ὅταν θέλουν νά ἐπαινεθοῦν, μετά τούς πολλούς ἐπαίνους συνηθίζουν νά συμπληρώνουν· ὄντως Χριστιανός εἶναι αὐτός, κάνει ὅσα πρέπουν σέ Χριστιανό· τόσο γεμάτη εἶναι ἡ ὀνομασία ἀπό εὐλογία καί ἔπαινο».
            Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος στήν γ' ἐπιστολή πρός Μαγνησίους γράφει· «ἄς γίνουμε ἄξιοι τῆς ὀνομασίας, πού δεχθήκαμε». Ἄξιοι τοῦ ὀνόματος Χριστιανός. «Κι αὐτό ἔγινε ἀρχικά», λέει, «στή Συρία». Ὅπως λέει στίς Πράξεις, «πρῶτα στήν Ἀντιόχεια οἱ μαθητές ὀνομάσθηκαν Χριστιανοί»[19]. Καί πάλι στήν ιβ' πρός Ρωμαίους ἐπιστολή λέει: «Δέν θέλω μόνο νά λέγομαι Χριστιανός, ἀλλά καί νά βρεθῶ», δηλαδή νά ἀποδειχθῶ στά πράγματα. «Γιατί, ἐάν βρεθῶ, καί νά λέγομαι μπορῶ». Ἄν πράγματι ἀποδειχθεῖ ὅτι εἶμαι Χριστιανός, τότε μπορῶ καί νά λέγομαι Χριστιανός. Ἀλλιῶς μάταια ἀποκαλοῦμαι Χριστιανός.
            Καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης στήν πρός Ἁρμόνιο ἐπιστολή λέει: Τί εἶναι ὁ Χριστιανισμός; «Χριστιανισμός εἶναι τῆς θείας φύσεως μίμηση», μίμηση τοῦ Θεοῦ. Καί στήν πρός Ὀλύμπιο Μοναχό ἐπιστολή του λέει τά ἑξῆς· «Τρία εἶναι τά χαρακτηριστικά τοῦ Χριστιανοῦ στή ζωή του· ἡ πράξη, ὁ λόγος καί ἡ ἐνθύμηση», ἡ σκέψη. Ὅλα ξεκινοῦν ἀπό τή σκέψη, τόν λογισμό. Ὅταν εἶναι ὀρθή ἡ σκέψη, σύμφωνη μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ (καί ὁ λογισμός), τότε ἔχουμε καί ὀρθό λόγο, μιλᾶμε καί σωστά. Καί μετά ἔχουμε καί ὀρθές πράξεις. Γιατί ἀρχή τοῦ λόγου εἶναι οἱ σκέψεις καί ἀρχή τῆς πράξης εἶναι ὁ λόγος.
            Καί λέει κάτι πάρα πολύ ὡραῖο ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης: «πᾶν, ὅ μή εἰς Χριστόν βλέπει», καθετί πού δέν βλέπει στόν Χριστό, «ἤ ρῆμα», ἤ εἶναι ρῆμα, λόγος δηλαδή, «ἤ ἔργον ἤ νόημα», ἤ εἶναι μία σκέψη, «εἰς τό ἀντικείμενον τῷ Χριστῷ πάντως ὁρᾷ». Βλέπει τό ἀντίθετο τοῦ Χριστοῦ. Βλέπει τόν πονηρό δηλαδή, τόν διάβολο. «Ὅλα τά δικά μας», λέει πάλι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, «οἱ σκέψεις, τά λόγια, οἱ πράξεις, πρέπει νά βλέπουν στόν Χριστό». Εἴδατε πάλι πού καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας τό λέει, «ὁ μή συνάγων μετ' ἐμοῦ σκορπίζει»[20]. Αὐτός πού δέν μαζεύει μαζί Μου, σκορπίζει. Καί «ὁ μή ὤν μετ' ἐμοῦ κατ' ἐμοῦ ἐστι»[21]. Καί αὐτός πού δέν εἶναι μαζί Μου, εἶναι ἐναντίον Μου.
-           Καί ποιός εἶναι μαζί μέ τόν Χριστό;
            Αὐτός τοῦ ὁποίου ὅλα τά δικά του, οἱ πράξεις του, οἱ σκέψεις του, τά λόγια του, ὅλα αὐτά, βλέπουν στόν Χριστό, ἀποσκοποῦν στή δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ἔχουν αἰτία τόν Χριστό καί σκοπό νά εὐαρεστήσει ὁ ἄνθρωπος πού τά ἔχει στόν Χριστό. Αὐτός εἶναι ὁ πραγματικός Χριστιανός καί αὐτή εἶναι ἡ χριστιανική ζωή.
            Ἄς δοῦμε καί τήν ἁμαρτία ἀπό τίς περιστάσεις. Καί θά ἐξηγήσουμε τί ἐννοοῦμε.
-           Γιατί εἶναι τόσο βαρύ πράγμα ἡ ἁμαρτία;
            Πρῶτα, διότι ἐσύ ὁ ἴδιος πού τήν κάνεις, ἐσύ πού ἀντιστέκεσαι σέ τόση ἄπειρη μεγαλειότητα τοῦ Δημιουργοῦ σου, ποιός εἶσαι; Ἕνα τιποτένιο σκουλήκι τῆς γῆς, ἕνας λίγος πηλός, ὅπως λέει ὁ Προφήτης Ἡσαΐας· «Πατήρ ἡμῶν σύ εἶ, ἡμεῖς δέ πηλός»[22]. Πατέρας μας εἶσαι ἐσύ Θεέ μας, ἐνῶ ἐμεῖς χῶμα. Σκώληξ τόσο τετιμημένος, ὥστε νά γίνεις υἱός Θεοῦ κατά χάριν! Αὐτός εἶσαι! Ἀλλά εἶσαι σκώληξ. Καί ὁ Θεός σοῦ δίνει τόση Χάρη, νά μπορέσεις νά γίνεις υἱός τοῦ Θεοῦ. Ἐσύ οὔτε ὅτι εἶσαι σκώληξ σκέφτεσαι, ἀλλά καταφρονεῖς κι αὐτή τή μεγάλη δωρεά νά μπορέσεις νά γίνεις υἱός τοῦ Θεοῦ. Τό καταφρονεῖς καί δέν τό ἐνεργοποιεῖς αὐτό τό δῶρο τοῦ Θεοῦ. Δέν τό παίρνεις.
            Ἕνας ἄνθρωπος, πού ὄχι μόνο ἔχεις τήν προέλευσή σου ἀπό τό χῶμα καί στό χῶμα θά διαλυθεῖς· ἀλλά καί ἕνας ἄνθρωπος ἀπόλυτα εὐεργετημένος ἀπό τόν Θεό, δημιουργημένος μέ τήν ἄπειρη δύναμη καί σοφία Του, διαφυλαγμένος μέ τήν ἄπειρη πρόνοια τοῦ Χριστοῦ, ἐξαγορασμένος μέ τά ἀναρίθμητα βάσανα τοῦ Χριστοῦ καί τούς πόνους Του, υἱοθετημένος στό βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ, κοινωνός τῶν Μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ, θρεμμένος μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ καί μέ τό σῶμα Του· ἔνας τέτοιος ἄνθρωπος ἁμαρτάνεις; Ὤ φρικωδεστάτου θεάματος!
            Καλά νά ἁμαρτάνει ἔνας Σκύθης, ἕνας Ἀγαρηνός, ἕνας εἰδωλολάτρης, κάπως ἀνεκτό ἀκούγεται· Ἐάν ὁ ἐχθρός μου μέ ἔβριζε, θά τό ἀνεχόμουνα. «Εἰ ὁ ἐχθρός ὠνείδισέ με, ὑπήνεγκα ἄν»[23]· Ἀλλά νά ἁμαρτάνει ἕνας Χριστιανός, πού ἔγινε μέτοχος στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πού στρατεύεται κάτω ἀπό τή σημαία καί τή σκέπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι οἰκεῖος Του, πού ἀπόλαυσε τόσες φορές τίς χάρες Του, πού Τοῦ ὀφείλει ὅλο τόν ἑαυτό του, αὐτό δέ μπορεῖ νά γίνει ἀνεκτό· «Σύ δέ, ἄνθρωπε ἰσόψυχε, ἡγεμών μου καί γνωστέ μου, ὅς ἐπί τό αὐτό ἐγλύκανάς μοι ἐδέσματα»[24]. Ἐσύ ὅμως ἄνθρωπέ μου, λέει ὁ Θεός, πού σέ θεωροῦσα σάν τόν ἑαυτό Μου καί σέ ἀγαποῦσα, πού μέ τήν παρουσία σου γλύκανες τά φαγητά Μου, ἐσύ Μέ καταφρονεῖς ἔτσι;
            Γι’ αὐτό εἶχε δίκαιο καί ὁ ἱερός Αὐγουστίνος νά λέει, ὅτι ὅταν ἁμαρτήσει ἕνας ἄπιστος, εἶναι ἄξιος τῆς κολάσεως· ὅταν ὅμως ἁμαρτήσει ἕνας Χριστιανός, δέν εἶναι ἄξιος μόνο τῆς τοῦ ἅδου κολάσεως, ἀλλά χρειάζεται νά γίνει ἐπίτηδες γι’ αὐτόν ἕνας δεύτερος ἅδης· καί ἡ μεγάλη ἐκείνη κάμινος τοῦ πυρός, πού θά τόν δεχθεῖ χρειάζεται νά ἔχει, ὅπως ἡ Βαβυλώνια, φλόγες ἑπταπλασιώτερες καί δαίμονες ἑπτά φορές σκληρότερους καί βασανιστήρια ἄλλα διαβολικά, ἑπτά φορές φοβερότερα καί περισσότερα ἀπό τά βασανιστήρια τῶν ἁπίστων.
            Ἕνας Διδάσκαλος, συμπεραίνοντας ἀπό τήν πλάση καί ἀπό τήν ἀνάπλαση τοῦ ἀνθρώπσυ τό χρέος πού πρέπει νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό, συνήθισε νά λέει τά ἑξῆς· «Ἐάν», λέει, «Θεέ μου, σοῦ ὀφείλω ὁλόκληρο τόν ἑαυτό μου, ἀφοῦ Ἐσύ μέ δημιούργησες, ἄραγε πόσο σοῦ ὀφείλω, πού καί μέ ἀνέπλασες;», μἐ ἀνακαίνισες; Μέ ἔκανες πάλι καινούριο;
            Ἡ δεύτερη περίσταση τῆς ἁμαρτίας ἀπό τήν ὁποία μποροῦμε νά καταλάβουμε πόσο βαρύ πράγμα εἶναι, εἶναι ἡ αἰτία γιά τήν ὁποία ἐσύ ἁμαρτάνεις. Τολμᾶς ἐσύ νά κάνεις τήν ἁμαρτία, γιατί ὑπάρχει κάποια μεγάλη ἀνάγκη; Γιά νά φυλάξεις τή ζωή σου; Γιά νά ἀποκτήσεις δόξα ἤ πλοῦτο καί βασιλεία; Ὄχι· τήν κάνεις γιά λίγη φακή, ὅπως ὁ Ἡσαῦ· γιά νά φᾶς λίγο μέλι, ὅπως ὁ Ἰωνάθαν· γιά νά ἀποκτήσεις λίγο κριθάρι ἤ ἕνα κομμάτι ψωμί «Ἐβεβήλουν με πρός τόν λαόν μου ἕνεκεν δρακός κριθῶν καί ἕνεκεν κλασμάτων ἄρτων»[25]. Ἐσύ ἀπορρίπτεις τή Χάρη τοῦ Θεοῦ πολλές φορές, καταπατεῖς τόν νόμο Του, καταφρονεῖς τίς εὐεργεσίες Του, γιατί; Γιά μία σιχαμερή ἡδονή, γιά ἕνα τιποτένιο κέρδος, τό ὁποῖο μάλιστα εἶναι καί πολύ πολύ προσωρινό, γιά μία μόνη μάταια φαντασία σου, γιά ἕνα.. γιά ἕνα μηδέν. Νά σέ ποιά ὑπερβολή φθάνει ἡ κακία τῆς καρδιᾶς σου, ἄνθρωπε, γιά τήν ὁποία παραπονετικά φωνάζει ὁ Ἰησοῦς: «Ἐμίσησάν με δωρεάν»[26], δηλαδή χωρίς οὐσιαστικό λόγο. Μέ μίσησαν τά πλάσματά Μου, ἀλλοίμονο! Γιά μία τέτοια σου καταφρόνηση δέν ἔπρεπε ὁ οὐρανός νά βρέξει πάλι ἐπάνω σου τή φωτιά καί τό θειάφι τῶν Σοδόμων γιά νά σέ κατακάψει; λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος.
            Καί τρίτη περίσταση τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ τόπος στόν ὁποῖο ἁμαρτάνεις. Ποῦ ἁμαρτάνεις ἀδελφέ; Ἄχ! καί ἄν ἔβριζες τόν Θεό σέ κάποιον τόπο πού νά μή βλέπει Αὐτός τήν ὕβρη, κάπως θά ἦταν ἀνεκτό· ἀλλά ἐφόσον ὁ Θεός εἶναι ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν, δέν ὑπάρχει τόπος πού νά μπορεῖς νά κρυφτεῖς καί νά μή σέ βλέπει. Ἁμαρτάνεις μπροστά στόν Θεό, μπροστά στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, μπροστά στούς ὀφθαλμούς Του καί εἶναι σάν νά Τοῦ λές· «Μολονότι Ἐσύ εἶσαι παρών καί μέ βλέπεις καί μέ ἀκοῦς, καί γνωρίζεις κάθε μου λογισμό καί λόγο καί ἔργο, μολονότι οἱ φωτεινότατοι ὀφθαλμοί Σου βλέπουν μέ μίσος τήν κακία, ὅμως ἐγώ θέλω νά τήν κάνω. Ἐάν τή βλέπεις καί ἐάν δέν Σοῦ ἀρέσει, λίγο μέ ἐνδιαφέρει ἐμένα αὐτό· φθάνει νά μή μέ δοῦν τά μάτια τῶν ἀνθρώπων, καί τά δικά Σου ἐάν μέ δοῦν, δέν συγχίζομαι», δέν μέ νοιάζει· Ὤ τόλμη ἀνήκουστη! Αὐθάδεια ἀνεκδιήγητη! Βέβαια, ὅταν ὁ ἄνθρωπος διαστραφεῖ πάρα πολύ, δέν τόν νοιάζει νά τόν βλέπουν καί τά μάτια τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἡ ἔσχατη βαθμίδα κακίας, νά ἁμαρτάνεις δημόσια καί μάλιστα νά ἀπαιτεῖς καί χειροκρότημα.
            Καί ποιός φταίχτης ἀποτολμᾶ ποτέ νά σφάλλει μπροστά στόν δικό του κριτή; Ποιός ἀποστάτης ἐπιβουλεύεται τόν αὐθέντη του μπροστά στά ἴδια του τά μάτια; Μόνος, μόνος ἐσύ, ἄθλιε ἁμαρτωλέ, κάνεις αὐτό τό τόλμημα· μόνος ἐσύ, πού συγκρινόμενος μέ τήν ἀπειρία τοῦ Θεοῦ, εἶσαι ἀπείρως μικρότερος ἀπό τό παραμικρότατο σκουλήκι τῆς γῆς. Αὐθαδιάζεις νά σηκώνεις τόν τράχηλό σου ἐναντίον στήν ὑψηλότατη μεγαλειότητα καί ζητᾶς νά Τῆς πάρεις τόν στέφανο ἀπό τήν κεφαλή καί νά τή διαφθείρεις· πράγμα, πού εἶναι τολμηρότερο, παρά ἐάν ἕνας μύρμηγκας μποροῦσε νά σηκωθεῖ ἐνάντια στόν ἥλιο καί νά ζητᾶ νά τόν σβήσει. Λέει στόν Ἰώβ «ἔναντι δέ Κυρίου παντοκράτορος ἐτραχηλίασεν»[27]. Δηλαδή, ὕψωσε αὐθάδη καί ἀλαζονικό τόν τράχηλό του ἐνάντια Κυρίου τοῦ Παντοκράτορα· «ἔδραμε δέ ἐναντίον αὐτοῦ ὕβρει»[28]. Μέ ὑπερηφάνεια ἔτρεξε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ποιός; Αὐτός ὁ φτωχός μύρμηγκας, ὁ ἄνθρωπος.
            Τέταρτη περίσταση τῆς ἁμαρτίας ὁ καιρός, ὁ χρόνος. Πότε τήν κάνεις τήν ἁμαρτία; Ὅταν εἶσαι κάτω ἀπό τίς τιμωρίες τοῦ Θεοῦ ἤ ὅταν εἶσαι κάτω ἀπό τίς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ; Τήν κάνεις πάντοτε. Ὄχι μόνο ὅταν ὁ Θεός σέ παιδαγωγεῖ καί σέ τιμωρεῖ, ἀλλά καί ὅταν σέ εὐλογεῖ καί σέ εὐεργετεῖ, καί ἴσως τότε ἀκόμα πιό ἀσύστολα καί ἀνετότερα τήν κάνεις. Γι’ αὐτό παραπονεῖται ὁ ἴδιος ὁ Θεός· «Ὁ λαός αὐτός ὁ παροξύνων με ἐναντίον ἐμοῦ διαπαντός»[29]. Αὐτός ὀ λαός φέρεται πάντοτε προκλητικά ἐναντίον Μου καί Μέ παροργίζει. Πάντοτε. Γιά πάντα, καί ὅταν σοῦ δίνει τό συμφέρον σου καί ὅταν σοῦ διαφυλάττει τήν ὕπαρξή σου καί ὅταν σοῦ χαρίζει τή ζωοτροφία καί ἐνδυμασία σου. Γιά πάντα, καί ὅταν σέ σκεπάζει ἀπό χίλιους κινδύνους φοβερούς, καί ὅταν σοῦ δίνει τή δύναμη, τήν ὑγεία, τήν ὀμορφιά, τούς φίλους, τήν περιουσία καί ὅλα τά ἄλλα ἀγαθά, ὅσα καί ἄν ἔχεις, κι ἐσύ ἐπιμένεις καί τότε νά ἁμαρτάνεις.
            Καί τό μεγαλύτερο, ὅτι στόν ἴδιο καιρό πού δέχεσαι αὐτά ἀπό τόν Θεό, ὅλα αὐτά τά δῶρα, ἐσύ τά χρησιμοποιεῖς, ὄχι γιά νά εὐχαριστήσεις, ὄχι γιά νά εὐγνωμονήσεις, ἀλλά ὡς ὅπλα, γιά νά Τόν πολεμήσεις. Νά Τόν πολεμήσεις ἀκατάπαυσα, Αὐτόν τόν ἴδιο πού σοῦ τά έδωσε· πράγμα, πού ἄν τό ἔκανες ἐναντίον ἑνός ἐπίγειου ἄρχοντα, ἑνός ἐπίγειου Βασιλέως, θά ἤσουν ἕνα τέρας παρανομίας καί ἀχαριστίας. Θά μιλοῦσαν γιά τήν ἀχαριστία σου αὐτή ὅλες οἱ Ἱστορίες τοῦ κόσμου καί θά ντρέπονταν οἱ ἄνθρωποι ὅλοι πού ἔχουν κοινή τή φύση μέ σένα.
            Πέμπτη περίσταση τῆς ἁμαρτίας εἶναι τά φοβερά καί ὀδυνηρά ἀποτελέσματά της, τά ὁποῖα, λέει ὁ Ἅγιος, εἶναι ἑπτά, ὅπως οἱ ἑπτά κεφαλές τοῦ φαρμακεροῦ δράκοντα.
-           Ποιά εἶναι τά κακά τῆς ἁμαρτίας, τά ὀδυνηρά ἀποτελέσματα;
            Πρῶτο, ἡ στέρηση τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ, καί τῆς προκαταρκτικῆς καί τῆς δραστικῆς καί δικαιούσης, πού λαμβάνουμε μέ τό ἅγιο Βάπτισμα καί ἀκόμα ἀκριβέστερα μέ τό ἅγιο Χρίσμα. Γενικῶς ἡ στέρηση τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ, πού ἀποκτᾶται μέ τήν πίστη, ἡ ὁποία εἶναι ἕνα μαργαριτάρι τόσο πολύτιμο, πού γι’ αὐτό ξόδευσε ὁ Χριστός μας ὅλο Του τό αἷμα, γιά νά σοῦ τόν ἐξαγοράσει αὐτό τόν μαργαρίτη, τόν ὁποῖο ἐσύ, ταλαίπωρε, τόν ἀλλάζεις μέ ἕνα τίποτε καί κάνεις πιό ἀνόητα ἀπό ἕνα νήπιο, πού ἀλλάζει ἕνα διαμάντι μέ ἕνα μόνο καρύδι.
            Χωρίς αὐτή τή Χάρη, ἡ ψυχή σου, ἀδελφέ, μένει τόσο ἄσχημη, πού δέν μπορεῖ κανείς νά τή δεῖ ὅπως εἶναι καί νά μή πεθάνει. Καί σήμερα, δυστυχῶς, πλήθυνε αὐτή ἡ ἀσχήμια στόν κόσμο. Δέν βλέπεις ὄμορφα πρόσωπα. Βλέπεις πρόσωπα ἄσχημα, ἄγρια, καταθλιμμένα, πρόσωπα πού μοιάζουν μέ τόν πονηρό. Γιατί ἡ Χάρις λείπει. Εἶναι στερημένοι τῆς Χάριτος οἱ ἄνθρωποι σήμερα. Καί ἡ αἰτία; Ἡ ἁμαρτία.
            Φαίνεται στίς Ἐκκλησιαστικές Ἱστορίες -ὑπάρχει αὐτό τό περιστατικό- μία παρθένος εἶδε ἕναν δαίμονα πού εἶχε τόση ἀσχήμια, πού αὐτή ἡ καημένη τόσο τρόμαξε πού ὑποσχέθηκε νά προτιμήσει καλύτερα νά βαδίσει ἕναν δρόμο γεμάτο ἀπό ἀναμμένα κάρβουνα καί πυρακτωμένα σίδερα καί νά τόν βαδίζει μέ γυμνά πόδια μέχρι τή συντέλεια τοῦ κόσμου αὐτόν τόν δρόμο, παρά νά δεῖ ἄλλη φορά ἕνα τέτοιο ἀνυπόφορο θέαμα. Ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος σέ μερικούς πού θέλανε νά δοῦν τόν διάβολο. Τί θέλεις νά τόν δεῖς; λέει. Εἶναι ἀπαίσιος!
            Καί ὁ Θεός τῆς εἶπε ἐκείνης τῆς παρθένου, ὅτι δέν εἶδε ὅλη τήν ἀσχήμια τοῦ δαίμονα, ἀλλά μιά εἰκόνα.
            Μία μόνο θανάσιμη ἁμαρτία προξένησε στόν δαίμονα μία τέτοια τερατώδη ἀσχήμια! Καί μή ξεχνᾶμε καί ὁ δαίμονας ἦταν ἄγγελος. Ὁ Ἑωσφόρος ἦταν ὡραιότατος ἀρχάγγελος καί ἡ ἁμαρτία, ἡ μία ἁμαρτία, ἡ ὑπερηφάνεια, τόν ἔκανε τόσο ἀπαίσιο. Ἐάν λοιπόν μία μόνο ἁμαρτία ἔκανε τόσο ἄσχημο τόν πρώην ἄγγελο, πόση ἄραγε ἀσχήμια ἀπέκτησε, ἀδελφέ, ἡ δική σου ψυχή, γιά τίς τόσες καί τόσες ἁμαρτίες; Ποιός μπορεῖ νά καταλάβει πόσο σιχαμερή εἶναι αὐτή ἡ ἁμαρτία μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ; Καί πόση βρωμιά βγάζουν οἱ πληγές της; Καί ἐάν ἡ ἴδια παρθένος αἰσθανόταν τή βρωμιά τῶν ἁμαρτωλῶν καί δέν μποροῦσε νά ὑποφέρει, πόσο τάχα βρωμερός εἶσαι ἐσύ ὁ καταφαγωμένος ἀπό τίς ἁμαρτίες μπροστά στόν Θεό;
            Βεβαιότατα, κανένα ἑρπετό, κανένας δράκοντας, κανένα θηρίο δέν εἶναι τόσο μισητό μπροστά σέ σένα, ἁμαρτωλέ, ὅσο εἶσαι ἐσύ μισητός στόν Θεό μέ τήν ἁμαρτία. Καί παρόλα αὐτά ἐσύ ὁ ταλαίπωρος δέν βλέπεις τήν βρωμισμένη σου ψυχή καί δέν λυπᾶσαι. Ἀλλά τί; Σάν τό παγώνι χαίρεσαι γιά τά ὄμορφα ροῦχα πού φορᾶς, γιά τό ὡραῖο σου πρόσωπο ἤ γιά τίς ἄλλες ἐξωτερικές σου ἐπιφάνειες. Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος μέ κάθε δίκαιο ὀνόμασε ἐσένα καί τούς ὁμοίους σου τάφους κεκονιαμένους, πού ἀπό ἔξω μέν εἶναι ἕνα ὡραῖο μάρμαρο, μία ὄμορφη ἐπιγραφή, μέσα ὅμως εἶναι γεμάτοι ἀπό κόκκαλα βρώμικα. «Οὐαί ὑμῖν, ὅτι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μέν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δέ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καί πάσης ἀκαθαρσίας»[30].
-           Μήπως, ἀδελφοί μου, ἔτσι δέν εἶναι σήμερα οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι;
            Βάφονται, φτιάχνονται.. γιά νά φαίνονται ὡραῖοι, ἀλλά ἡ ψυχή εἶναι πολύ ἄσχημη λόγω τῆς ἁμαρτίας. Μήπως κι ἐμεῖς εἴμαστε ἀνάμεσά τους;
              Δεύτερο κακό τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ στέρηση τῆς υἱοθεσίας. Ἡ ἁμαρτία στερεῖ τήν ψυχή σου, ἁμαρτωλέ, ἀπό τή θεία υἱοθεσία, ἡ ὁποια εἶναι μία εἰδική καί ξεχωριστή δωρεά, πού δίνεται στούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Εἶναι ἔνα πολύ ὑψηλό χάρισμα, πού δίνει τό Ἅγιο Πνεῦμα πού θέλει νά κατοικήσει μέσα σου. Ἡ ἐνέργεια αὐτή τοῦ Θεοῦ σέ κάνει υἱό τοῦ Θεοῦ καί κληρονόμο τῆς βασιλείας. Υἱό τοῦ Θεοῦ, ἀδελφό τοῦ Χριστοῦ καί συγκληρονόμο τοῦ Θεοῦ μαζί μέ τόν Χριστό καί αὐτή κάνει τά ἔργα σου ἄξια τόσο μεγάλου μισθοῦ, ὥστε καί ἡ πιό μικρή μικρή σου πράξη εἶναι τόσης πολλῆς τιμῆς ἄξια, ὅσο εἶναι καί ὅλος ὁ Παράδεισος· ἀλλά ἐσύ, μέ τήν ἁμαρτία πού κάνεις, τήν χάνεις αὐτή τή δωρεά. Καί ἀπό υἱός Θεοῦ, ἀλλοίμονο.. γίνεσαι υἱός διαβόλου, παρόμοιος μέ ἐκεῖνον ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας, γιατί ἡ ἁμαρτία σέ κάνει νά μοιάζεις μέ αὐτόν, νά ἔχεις αὐτόν πατέρα σου, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος στούς Φαρισαίους· «ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρός τοῦ διαβόλου ἐστέ»[31]. Δέν ἔχετε πατέρα τόν Θεό.
            Τρίτο κακό τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ στέρηση τοῦ Παραδείσου. Στερεῖς, ἀδελφέ μου, ἀπό τόν ἑαυτό σου, ὅταν ἁμαρτάνεις καί δέν μετανοεῖς, τήν αἰώνια κληρονομιά τοῦ Παραδείσου, τήν ὁποία ἔχει ἑτοιμασμένη νά σοῦ δώσει ὁ ἐπουράνιος Πατέρας.
            Καί ποιός μπορεῖ νά πεῖ, πόσο ἀπό ὅλους τιμᾶται ἕνας πρωτότοκος υἱός καί κληρονόμος ἑνός Βασιλιά; Πόσο ἀπό ὅλους φθονεῖται; Πόσο μακαρίζεται; Κανένας δέ μπορεῖ νά τό πεῖ αὐτό. Ἔτσι, ἀντίθετα, δέν μπορεῖ κανείς νά πεῖ πόσο εἶναι ἀνόητος, πόσο χλευάζεται ἀπό ὅλους, ἕνας πού θά πουλήσει τά πρωτοτόκιά του αὐτά καί τήν κληρονομιά του γιά κάτι ἀσήμαντο, ὅπως ὁ Ἡσαῦ τά πούλησε γιά λίγη φακή. Σύγκρινε τώρα ἐσύ, ἁμαρτωλέ, τόν οὐρανό μέ τή γῆ, τήν κληρονομιά τῆς ἄφθαρτης βασιλείας πού ἔχασες, μέ τά πρωτοτόκια τοῦ Ἡσαῦ καί μέ τήν ἐπίγεια κληρονομιά τῆς φθαρτῆς βασιλείας καί θά καταλάβεις πόσο περισσότερο ἄξιος γιά γέλια εἶσαι καί πόσο περισσότερο ἀνόητος. Γι’ αὐτό ἔγραφε ὁ Ἀπόστολος στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή· «Μή τις πόρνος ἤ βέβηλος ὡς Ἡσαῦ, ὅς ἀντί βρώσεως μιᾶς», ἀντί γιά μιά βρώση, γιά ἕνα φαγητό, «ἀπέδοτο τά πρωτοτόκια αὐτοῦ»[32], ἔδωσε τά πρωτοτόκιά του. «Ἴστε γάρ ὅτι καί μετέπειτα, θέλων κληρονομῆσαι τήν εὐλογίαν ἀπεδοκιμάσθη». Τό ξέρετε πολύ καλά, ὅταν μετά προσπάθησε νά πάρει τήν εὐλογία ἀπό τόν πατέρα του, ἀποδοκιμάστηκε. «Μετανοίας γάρ τόπον οὐχ εὗρε». Δέν μπόρεσε μετά νά βρεῖ τόπο μετάνοιας. «Καίπερ μετά δακρύων ἐκζητήσας αὐτήν» [33], ἄν καί ζήτησε μέ δάκρυα αὐτή.
            Τέταρτο κακό, πού προξενεῖ ἡ ἁμαρτία, εἶναι ὅτι σοῦ στερεῖ ὅλους τούς μισθούς τῶν καλῶν σου ἔργων πού ἔκανες πρίν ἀπό τήν ἁμαρτία. Πόσες σκληραγωγίες, πόσες ἀσκήσεις, πόσους κόπους, πόσες νηστεῖες, ὅλα αὐτά πᾶνε χαμένα, ἐφόσον πέσεις σέ μία ἁμαρτία καί δέ μετανοήσεις. Λέει στόν Προφήτη Ἰεζεκιήλ: Ὅλες οἱ δικαιοσύνες σου δέν θά ληφθοῦν ὑπ’ ὄψιν, ἐφόσον μετά ἀπ’ ὅλα αὐτά πέσεις στήν ἁμαρτία. «Πᾶσαι αἱ δικαιοσύναι αὐτοῦ οὐ μή ἀναμνησθῶσιν»[34]. Γιατί ὅπως λέει καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης· «Ὁ θεϊκός ὀφθαλμός πάντοτε βλέπει τό ἐνεστώς», δηλαδή τό παρόν, δέν σκέπτεται τό παρελθόν, «τό παρῳχηκός οὐ λογίζεται».
            Γι’ αὐτό λέει καί ὁ Μέγας Βασίλειος· «Αὐτός πού σημείωσε κάποια πρόοδο στά ἀγαθά ἔργα», ἔκανε κάποια πνευματικά πράγματα καί πρόκοψε λίγο, «καί κατόπιν ἐπέστρεψε στήν ἀρχαία συνήθεια», στόν ἴδιο τόν ἐμετό του, δηλαδή στήν ἁμαρτία, «αὐτός ὄχι μόνο ἔχασε τόν μισθό τῶν ἀγαθῶν ἔργων πού ἔχει κάνει, ἀλλά θά πάρει καί μεγαλύτερη καταδίκη, γιατί μολονότι γεύθηκε τό ἀποτέλεσμα τῶν καλῶν λόγων τοῦ Θεοῦ καί ἀξιώθηκε καί γνώρισε τά Μυστήρια, ὅλα τά πρόδωσε, ἀφοῦ δελέασθηκε ἀπό μιά μικρή ἡδονή». Σ’ αὐτόν πού δόθηκε πολύ, θά ζητηθεῖ καί πολύ[35].
            Καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος εἶπε· «Ὀνομάζουμε κακούς ὄχι αὐτούς πού εἶναι πεσμένοι κάτω, ἀλλά αὐτούς πού, ὅταν ὑψωθοῦν, πέφτουν πολύ χαμηλά». Καί ὁ σοφός Σολομῶντας εἶπε· Τρομερή πάντοτε καί ξαφνική εἶναι ἡ τιμωρία τῶν παράνομων ἀρχόντων. «Κρίσις ἀπότομος ἐν τοῖς ὑπερέχουσι γίνεται»[36]. Σ’ αὐτούς, πού ἔχουν προκόψει στήν ἀρετή καί ἔχουν ἀνέβει κάπως ψηλά καί δέν προσέξουν καί πέσουν, ἔρχεται ἀπότομη ἡ κρίση καί ἡ τιμωρία τοῦ Θεοῦ. «Ὁ γάρ ἐλάχιστος συγγνωστός ἐστιν ἐλέους, δυνατοί δέ δυνατῶς ἐτασθήσονται»[37]. Αὐτοί πού εἶναι δυνατοί, ἔχουνε προκόψει, θά ἐξεταστοῦν καί αὐστηρά. Θά πρέπει πολύ λοιπόν νά προσέχουμε ἐμεῖς πού προσπαθοῦμε νά ζοῦμε πνευματικά νά μήν πέσουμε. Γιατί ὅσο πιό ψηλά κανείς ἀνεβαίνει, τόσο καί πιό πολύ, ἐάν πέσει, ἡ πτώση του θά εἶναι φοβερότερη.
            Καί μπορεῖ νά βρεθεῖ στόν κόσμο κάποια ἄλλη μεγαλύτερη ζημιά ἀπό αὐτή; Βεβαιότατα, ἀδελφέ, στήν τόσο μεγάλη καταστροφή σου ἀπορεῖ κανείς καί δέν ξέρει τί νά πεῖ· ὅπως ἐκεῖνοι οἱ φίλοι τοῦ Ἰώβ, βλέποντας τήν τόσο μεγάλη συμφορά πού ἔπαθε, ἑπτά ὁλόκληρες ἡμέρες καθισμένοι μπροστά του, σιωποῦσαν καί δέν μποροῦσαν νά ποῦν οὔτε ἕναν λόγο.
            Πέμπτο κακό τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ στέρηση τῆς θείας βοήθειας, γιατί ὅταν κανείς ἁμαρτάνει, αὐτό κάνει τόν Θεό νά συστέλλει κάπως τή βοήθειά Του. «Ὅπως ἡ μητέρα παρηγορεῖ τό παιδί της, ἔτσι καί Ἐγώ θά σᾶς παρηγορήσω»[38], λέει ὁ Θεός μέ τό στόμα τοῦ Προφήτη Ἡσαΐα. Αὐτός τή βοηθεῖ, τήν κυβερνᾶ, τήν κρατεῖ στήν ἀγκαλιά Του τήν ψυχή σου ὅταν δέν ἁμαρτάνει, τῆς γλυκαίνει τήν καρδιά, τῆς φωτίζει τόν νοῦ, τῆς θερμαίνει τή θέληση καί τῆς δίνει μία δραστική δύναμη, γιά νά ἐργάζεται εὔκολα τή σωτηρία της.
            Ὅταν ὅμως ἐσύ ἁμαρτήσεις θανάσιμα καί δέν μετανοεῖς, ἄν καί ὁ Θεός δέν σέ ἐγκαταλείπει -ποτέ δέν μᾶς ἀφήνει ὁ Θεός- ὅμως δέ γίνεται δεκτική πλέον ἡ ψυχή σου στή θεία βοήθεια. Καί ὁ Θεός φαίνεται σάν νά συστέλλει τή βοήθειά Του. Στήν πραγματικότητα ἡ αἰτία εἴμαστε ἐμεῖς, γιατί κάθε ἁμαρτία ὑψώνει ἕνα τεῖχος πού μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό καί ἐμποδίζει τή θεία βοήθεια.
            Ἕκτο κακό τῆς ἁμαρτίας ἡ αἰώνια κόλαση. Καί γι’ αὐτό δέν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς τό εἶπε ὅτι ὑπάρχει αὐτή ἡ αἰώνια κόλαση «καί ἀπελεύσονται οἱ ἄνομοι εἰς κόλασιν αἰώνιον»[39].
            Ἕβδομο κακό τῆς ἁμαρτίας καί τελευταῖο ὁ Ἅδης, ὁ τόπος πού θά παραμείνει ἡ ψυχή τοῦ ἁμαρτωλοῦ καί ἀμετανόητου μέχρι τή Δευτέρα Παρουσία. Σέ  ἐκεῖνες τίς φοβερές φυλακές, σ΄ ἐκεῖνον τόν ὀδυνηρό τόπο.
            Βλέπουμε λοιπόν καί ἀπό αὐτές τίς περιστάσεις πόσο κακό εἶναι ἡ ἁμαρτία.
            Καί τρίτο καί τελευταῖο, μποροῦμε νά καταλάβουμε πόσο μεγάλο κακό εἶναι ἡ ἁμαρτία ἀπό τίς παιδεῖες, ἀπό τίς παιδαγωγίες δηλαδή, πού ἔλαβε ἡ ἁμαρτία ἀπό τόν Θεό. Ἡ ἁμαρτία εἶναι κακία. Ἡ ἁμαρτία ἀπό μόνη της ὀνομάζεται κακία καί γίνεται ἀπό τή μοχθηρή καί κακότροπη προαίρεση. Καταχρηστικά ὅμως, καί ἡ ποινή καί ἡ παίδευση τῆς ἁμαρτίας λέγεται κακία, λέγει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, γιατί κάνει κακούς τούς ἁμαρτάνοντες ἡ ἁμαρτία πού γίνεται πρός τό συμφέρον, σύμφωνα μέ τό ἑπόμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία λέει καί ὁ Προφήτης Ἀμώς· «Εἰ ἔσται κακία ἐν πόλει, ἥν Κύριος οὐκ ἐποίησε»[40]. Ἡ ἁμαρτία αὐτή καθεαυτή φέρνει πίσω της τήν παιδαγωγία, φέρνει καί «τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας»[41], φέρνει τόν θάνατο. Γι’ αὐτό εἶναι κακό ἡ ἁμαρτία. Ἀλλά καί τά ἀποτελέσματά της πάλι, καί ἡ παιδαγωγία πού ὁ Κύριος παραχωρεῖ, πάλι κι αὐτό τό ὀνομάζουμε κακό.
            Μποροῦμε λοιπόν νά δοῦμε πόσο κακό εἶναι ἡ ἁμαρτία ἀπό τήν παιδαγωγία, ἀπό τήν τιμωρία πού ἀκολουθεῖ μετά ἀπό αὐτή. Ὁ Θεός παίδευσε τήν ἁμαρτία στούς Ἀγγέλους, στούς ἀνθρώπους καί στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Στούς Ἀγγέλους, πρῶτο, παίδευσε ὁ Θεός τήν ἁμαρτία καί τό βλέπουμε αὐτό στήν περίπτωση τοῦ διαβόλου. Λέει στήν ἐπιστολή τοῦ Ἰούδα: «Ἀγγέλους πού δέν ἔμειναν πιστοί στό ἀξίωμά τους, ἀλλά ἐγκατέλειψαν τήν οὐράνια κατοικία τους, ὁ Κύριος τούς ἔχει φυλακίσει στό σκοτάδι μέ αἰώνια δεσμά, γιά νά δικασθοῦν τή μεγάλη ἡμέρα τῆς κρίσεως»[42]. «Ἀγγέλων ἁμαρτησάντων οὐκ ἐφείσατο, ἀλλά σειραῖς ζόφου ταρταρώσας παρέδωκεν εἰς κρίσιν τηρουμένους»[43], λέγει πάλι καί ὁ Ἀπόστολος Πέτρος στή δευτέρα του καθολική ἐπιστολή. Δέν λυπήθηκε ὁ Θεός τούς Ἀγγέλους ὅταν ἁμάρτησαν. Τούς ἔριξε στά τάρταρα, ὅπου φυλάγονται δέσμιοι στό σκοτάδι περιμένοντας τήν τελική κρίση.
            Οἰ ἁμαρτάνοντες, οἱ ἴδιοι τελικά αὐτοβασανίζονται, αὐτοταλαιπωροῦνται καί ταλαιπωροῦν καί τόν πλησίον.
            Μεγάλο κακό ἡ ἁμαρτία καί φαίνεται στήν παιδεία τῶν Ἀγγέλων πού ἁμάρτησαν. Φαίνεται καί στήν παιδεία τῶν ἀνθρώπων, ὅταν ἁμαρτάνουν. Ὁ Θεός παίδευσε τήν ἁμαρτία στούς ἀνθρώπους καί αὐτό τό βλέπουμε κατ’ ἀρχάς στούς Πρωτόπλαστους, πού μόλις παρήκουσαν τόν Θεό, ἐξορίστηκαν. Καταδικάστηκαν νά ζοῦν σ’ αὐτή τή γῆ μέ φτώχεια, μέ ἀσθένειες, μέ πόνους, μέ ἀναστεναγμούς, μέ δυστυχίες καί τελικά μέ ἕναν ἀφύσικο καί ὀδυνηρό θάνατο νά τελειώνουν αὐτή τή ζωή.
            Παίδευσε τήν ἁμαρτία, στήν ἐποχή τοῦ Νῶε μέ τόν κατακλυσμό τόν ὁποῖο ἔφερε στή γῆ. Παίδευσε τήν ἁμαρτία στά Σόδομα καί τά Γόμορρα, ὅταν μέ ἕναν καινούριο κατακλυσμό, ἀπό θειάφι καί φωτιά αὐτή τή φορά, κατέστρεψε τίς πέντε αὐτές πόλεις πού εἶχαν φτάσει στόν κολοφῶνα τῆς ἁμαρτίας. Καί τελευταῖα, κατεδίκασε τούς ἀμετανόητους ἁμαρτωλούς νά κατακαίγονται αἰώνια μέσα στό πῦρ τῆς κολάσεως, ὅπως ἀκοῦμε καί στή σχετική περικοπή κατά τήν ὁποία μᾶς μιλάει ὁ Κύριος γιά τήν κρίση.
            Σοῦ φαίνονται, ἀδελφέ μου, μεγάλες αὐτές οἱ παιδεῖες τῆς ἁμαρτίας; Ἀλλά νά γνωρίζεις ὅτι κάθε ἁμαρτία δέν παιδεύεται ποτέ ἀπό τόν Θεό, ὅσο ἀξίζει, ἀλλά πάντοτε μέ εὐσπλαγχνία· καί ἕνας ἁμαρτωλός, μολονότι κολάζεται αἰώνια, ὅμως κολάζεται λιγότερο ἀπό ὅ,τι τοῦ πρέπει. Καί μπορεῖ κι αὐτός νά πεῖ ἐκεῖνο τοῦ Ἰώβ· «Πόσα ἔργα ἄξια κατακρίσεως δέν διέπραξα καί ὁ Κύριος μέ εὐσπλαχνίστηκε, δέν μέ τιμώρησε ὅσο μοῦ ἔπρεπε»[44].
            Καί τέλος, γιά νά καταλάβουμε πόσο κακό εἶναι ἡ ἁμαρτία, θά δοῦμε πῶς στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τιμωρήθηκε ἡ ἁμαρτία. Ὁ Χριστός μας βεβαίως δέν ἁμάρτησε, ἀλλά ὑπέφερε γιά τίς δικές μας ἁμαρτίες. Καί μία ἀγκίδα ἀπό τά ἀγκάθια τοῦ Χριστοῦ, μία μόνο μαστίγωσή Του εἶναι μεγαλύτερη παιδεία, ἀπό τό ἄν ὁ Θεός κατέστρεφε ὅλο τόν κόσμο καί γκρέμιζε ἀνθρώπους, Ἀγγέλους, Ἀρχαγγέλους καί κάθε ἄλλο κτίσμα μέσα στό πῦρ τῆς κολάσεως. Γι’ αὐτό κι ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, ἄς προσέξουμε πάρα πολύ ἀπό ἐδῶ καί ἐμπρός νά πάψουμε νά ἁμαρτάνουμε. Θά πεῖτε: Εἶναι δυνατόν; Βεβαιότατα! Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ βεβαίως καί ὄχι μέ τή δική μας ἱκανότητα.
            Ἡ ἁμαρτία εἶναι φοβερό καί ἄπειρο κακό. Ἡ ἁμαρτία εἶναι τό παρά φύσιν, δέν εἶναι τό φυσικό μας. Ἡ ἁμαρτία εἶναι τό κεντρί τοῦ θανάτου. Τό θανατηφόρο αὐτό κεντρί, τό κεντρί πού σκοτώνει, πού θανατώνει, πού μᾶς νεκροποιεῖ, μᾶς κάνει νεκρούς. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ αἰτία τῆς ταλαιπωρίας μας. Ἡ ἁμαρτία μᾶς καταστρέφει, μᾶς διαλύει τήν προσωπικότητα. Μᾶς κολάζει καί τώρα καί μετά θάνατον. Ἡ ἁμαρτία ἐρημώνει τήν ψυχή μας.
            Ἄς παρακαλοῦμε τόν Θεό, ἄς παρακαλοῦμε τούς ἅγιους Πατέρες, καί τόν Ἅγιο Νικόδημο καί ὅλους τούς ἁγίους Ἀγγέλους νά μᾶς φυλάγουν ἀπό αὐτό τό φοβερό κακό, τό ὁποῖο ἔχοντας κάποια γνώση μέ βάση τούς ἅγιους Πατέρες, ὅπως εἴπαμε, ἄς φυλάγουμε κι ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας γιά νά μή θρηνήσουμε σέ κόλαση αἰώνια, ἀλλά νά ἀγαλλόμεθα στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.


 Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

[1] Παρ. 10, 23.
[2] Σοφ.Σειρ. 16, 23.
[3] Ψαλμ. 37, 6.
[4] Ψαλμ. 18, 13.
[5] Ἰώβ  21, 14.
[6] Ἐξ. 5, 2.
[7] Δαν. 3, 29.
[8] Ἀποκ. 22, 13 .
[9] Ὠσηέ 6, 7.
[10] Ἡσ. 1, 2.
[11] Ἱερ. 3, 20.  
[12] Ἡσ. 37, 29.
[13] Ρωμ. 2, 4.
[14] Ἑβρ. 10, 29.
[15] Ἑβρ. 10, 28.
[16] Ἑβρ. 10, 29.
[17] Ὅ.π.
[18] Ἡσ. 65, 15.
[19] Πράξ. 11, 26.
[20] Ματθ. 12, 30.
[21] Ὅ.π.
[22] Ἡσ. 64, 8.
[23] Ψαλμ. 54, 13.
[24] Ψαλμ. 54, 14.
[25] Ἰεζ. 13, 19.
[26] Ἰων. 15, 25.
[27] Ἰώβ 15, 25.
[28] Ἰώβ 15, 26.
[29] Ἡσ. 65, 3.
[30] Ματθ. 23, 27.
[31] Ἰω. 8, 44.
[32] Ἑβρ. 12, 16.
[33] Ἑβρ. 12, 17.
[34] Ἰεζ. 33, 13.
[35] Λουκ. 12, 48.
[36] Σοφ.Σολ. 6, 5.
[37] Σοφ.Σολ. 6, 6.
[38] Ἡσ. 66, 13.
[39] Ματθ. 25, 46.
[40] Ἀμως 3, 6.
[41] Ρωμ. 6, 23.
[42] Ἰούδ. 6.
[43] Β΄Πέτρ. 2, 4.
[44] Ἰώβ. 33, 27.