ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Τα ερωτήματα τα οποία προκαλεί η μυθιστορηματική αυτοβιογραφία του Κλάους Κένεθ

Ὅταν διαβάζεις κάποιο βιβλίο, στό τέλος ἀναρωτιέσαι: καί τώρα τί μοῦ ἔμεινε, τί ἀποκόμισα; Τό ἴδιο ἐρώτημα ἔθεσα στόν ἑαυτό μου, ὅταν τό φετινό καλοκαίρι τέλειωσα τό πολυδιαφημιζόμενο βιβλίο τοῦ Κλάους Κένεθ: «Χιλιάδες μίλια πρός τόν δρόμο τῆς καρδιᾶς. ᾿Από τό σκοτάδι τοῦ μίσους στόν Γέροντα Σωφρόνιο» (ἐκδ. ᾿Εν πλῷ, ᾿Αθήνα 2009). ῾Η ἀλήθεια εἶναι ὅτι αὐτό τό βιβλίο μέ προβλημάτισε πολύ καί μοῦ γέννησε ὁρισμένα ἐρωτηματικά, τά ὁποῖα θεώρησα σκόπιμο νά θέσω στήν κρίση τοῦ ὀρθόδοξου ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ, μιά καί σέ αὐτό κυρίως ἀπευθύνεται ἡ μετάφρασή του στά ἑλληνικά.
῾Ο συγγραφέας τοῦ βιβλίου Κλάους Κένεθ γράφει χαρακτηριστικά ὁλοκληρώνοντας τό βιβλίο του: «Σκοπός τοῦ παρόντος βιβλίου εἶναι νά ἀποτελέσει μιά μαρτυρία γιά το ὅτι ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων μας καί ἡ ἐσωτερική μας ἀναγέννηση θά εἶναι πράγματα ἐφικτά, παντοῦ καί πάντα, ὅσο ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος θά συγκινεῖ τήν καρδιά μας (...)» (σ. 412). Δέν εἶμαι σίγουρος ἄν τό βιβλίο αὐτό ἐπιτυγχάνει τό σκοπό του. ῾Υπάρχουν πολλά σημεῖα στα ὁποῖα «μπάζει» νερά, σημεῖα τά ὁποῖα χρήζουν μεγάλης προσοχῆς, διασαφηνίσεως καί ἑρμηνείας. ῾Υπάρχουν ὅμως καί πολύ καλές και δυνατές σελίδες, πού ἀποπνέουν το ἄρωμα τῆς εἰλικρινοῦς ἐξομολογήσεως τοῦ συγγραφέα, καθώς και ἀξιόλογες πληροφορίες πού θά μποροῦσαν νά χρησιμοποιηθοῦν στον ἀπολογητικό τομέα τῆς ᾿Εκκλησίας μας. ῞Ομως, ὅταν ἕνα ὄμορφο πλοῖο ἀρχίζει νά «μπάζει νερά», δέν θα κοιτάζουμε τήν πολυτέλεια καί τις ἀνέσεις πού ἔχει, ἀλλά τό πῶς θα κλείσουμε τίς τρύπες εἰσόδου τῶν θαλασσίων ὑδάτων, εἰδάλλως ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νά καταποντιστοῦμε κι ἐμεῖς μαζί μέ τό ὄμορφο πλοῖο. Καί ὑπάρχουν, δυστυχῶς, ὁρισμένες τρύπες σ᾿ αὐτό τό βιβλίο, πού πρέπει νά τίς ἐξετάσουμε μέ τή δέουσα προσοχή. Πρoτοῦ ὅμως ξεκινήσουμε, θεωρήσαμε σκόπιμο να δώσουμε ὁρισμένες πληροφορίες γιά τόν συγγραφέα καί τή ζωή του.

῾Η ζωή τοῦ Κλάους Κένεθ (ἀπό ἐδῶ καί στό ἑξῆς: Κλ. Κ.) εἶναι ὄντως περιπετειώδης. ᾿Από τή γέννησή του (1945) ἕως τό 1983 πού γνώρισε τόν μακαριστό Γέροντα Σωφρόνιο, ἡ ζωή του χαρακτηρίζεται ἀπό ἔντονες πνευματικές διακυμάνσεις.

᾿Από τήν παιδική του ἡλικία τον στιγματίζουν οἱ κακουχίες καί ἡ γονεϊκή ἐγκατάλειψη. Σέ νεαρή ἡλικία κακοποιεῖται σεξουαλικά ἀπό ἕναν καθολικό ἱερέα, γεγονός πού τόν κάνει νά ἀποστραφεῖ τόν Χριστιανισμό. Στά ἐφηβικά του χρόνια ἐξωθεῖται σέ ἀντικοινωνικές και ἀναρχικές συμπεριφορές, πού ἔχουν ὡς συνέπεια τίς συχνές καταδίκες καί φυλακίσεις του. ᾿Αργότερα ὡς νέος ἐγκαταλείπει τίς Πανεπιστημιακές του σπουδές καί για ἑπτά χρόνια (1967-1973) βυθίζεται στόν κόσμο τῶν ναρκωτικῶν.

᾿Αργότερα, τόν βρίσκουμε νά περιπλανιέται σ᾿ ὁλόκληρο τόν ἀνατολικό κόσμο ἀναζητώντας την ἀλήθεια καί –κυρίως- τή δύναμη να ἐξουσιάζει τούς ἀνθρώπους, τους ὁποίους μισεῖ ὁλοένα καί περισσότερο. Στήν ἀναζήτησή του αὐτή περνάει ἀπό ὅλες τίς μεγάλες θρησκεῖες (᾿Ισλαμισμό, ᾿Ινδουϊσμό, Βουδισμό). ᾿Αργότερα τόν βρίσκουμε μπλεγμένο στά γρανάζια τοῦ λατινοαμερικάνικου ἀποκρυφισμοῦ καί τή μαγεία.. Στήν Κολομβία γλιτώνει ἀπό βέβαιο θάνατο.

Στά τριάντα ἕξι του χρόνια ἐπιστρέφει στήν Εὐρώπη, ὁλοκληρώνει τίς σπουδές του καί διορίζεται ὡς καθηγητής σέ σχολεῖο. ῎Ερχεται σέ ἐπαφή μέ τόν Προτεσταντικό χῶρο καί τίς ποικίλες παραφυάδες του καί σιγά σιγά μεταστρέφεται στόν Χριστιανισμό.

῾Ως ὀρθόδοξος δίνει τή μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ, μέ ὅποιον τρόπο νομίζει πιό πρόσφορο. Μέ εὐλογία τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Σωφρονίου μεταφράζει στά γερμανικά το ἔργο του: «῾Η ζωή του ζωή μου». Περιοδεύει τήν Εὐρώπη καί ὁμιλεῖ γιά τήν ᾿Ορθοδοξία μέ βάση την προσωπική του πορεία καί μεταστροφή. ᾿Αναπτύσσει ἔντονη φιλανθρωπική δράση στή Σερβία και τήν ᾿Αφρική. Τό βιβλίο πού ἐξετάζουμε ἔχει μεταφραστεῖ σέ ἑπτά γλῶσσες καί ἀποτελεῖ μιά «μυθιστορηματική βιογραφία» τοῦ Κλ. Κ.

῾Ο Κλ. Κ. γιά ἕνα μεγάλο διάστημα τῆς ζωῆς του ἐξ αἰτίας τῶν τραυματικῶν ἐμπειριῶν, πού εἶχε ἀποκομίσει ἀπό τόν καθολικισμό, κλείνει ἑρμητικά τήν πόρτα τῆς ψυχῆς του στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό: «Δυστυχῶς, ἐξαιτίας τῶν μεγάλων τραυμάτων πού εἶχα ὑποστεῖ, ὅταν ἤμουν παιδί, δέν μποροῦσα νά δῶ ὅ,τι εἶχε σχέση μέ τόν Χριστιανισμό. Στήν πραγματικότητα, ἐκεῖνο πού μέ ἐμπόδιζε νά πλησιάσω τήν ”κοινότητα„ ἀπό τήν ὁποία εἶχα ξεμακρύνει, ἦταν -ὅπως πάντα- ἡ φανερή ὑποκρισία τῶν κατ᾿ ὄνομα μόνο χριστιανῶν» (σ.158). ῾Επομένως, Κλ. Κ. εἶναι ὁ τύπος τοῦ ἀπογοητευμένου ἀπό τά τυπικά σχήματα καί τήν θρησκευτική ὑποκρισία χριστιανοῦ, ὁ ὁποῖος σάν το διψασμένο ἐλάφι ἀναζητᾶ νά ξεδιψάσει τήν πνευματική του δίψα σε χώρους «ἀλλοτρίους», οἱ ὁποῖοι ἀρχικά τοῦ δίνουν τήν ἐντύπωση ὅτι θά τοῦ προσφέρουν τόν «παράδεισο». Δέν θά ἀργήσει ὅμως σιγά σιγά νά συνειδητοποιήσει ὅτι ἡ ξένη χώρα μόνο ξυλοκέρατα θά εἶχε νά τοῦ προσφέρει καί μιά ψευδαίσθηση τοῦ ἀληθινοῦ παραδείσου: «Οἱ περιπετειώδεις σκηνές πού ζοῦσα στη ζούγκλα τῆς Μαλαισίας, παλεύοντας μέ σκορπιούς, πιθήκους καί φίδια, ἐναλλάσσονταν πλέον μέ αὐτές τῆς ἐσωτερικῆς μου ζούγκλας, ὅπου συνωστίζονταν δαίμονες, πνεύματα καί ὀχιές» (σ. 116). ῾Η πολυπόθητη, ὅμως, ἐσωτερική γαλήνη καί ἐλευθερία ἦταν ἕνα ἄπιαστο ὄνειρο.

῾Ο Κλ. Κ. περιγράφει μιά ἀνεξήγητη προσωπική του ἐμπειρία, πού ἐμπεριέχει πολλά στοιχεῖα ἀντιφάσεως. Καταρχάς μᾶς μιλάει γιά μια ἐπίσκεψη τῆς χάρης, ἐνῶ βρισκόταν σέ μιά κατάσταση ἀφόρητου πόνου ζώντας μέσα σ᾿ ἕνα βουδιστικό μοναστήρι: «...ἦρθε ξαφνικά ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο ἄγνωστος γιά μένα, ἀλλά φιλεύσπλαγχνος Κύριος, θέλησε νά ἀποκαλύψει το πρόσωπό Του σέ ἐμένα, τό πολύπαθο παιδί του, γι᾿ αὐτό καί ἐπέτρεψε νά βρεθῶ ἐνώπιον καταστάσεων μέσα ἀπό τίς ὁποῖες μποροῦσε νά μοῦ ἀποκαλυφθεῖ κατά ἕνα ἰδιαίτερο τρόπο» (σ. 138). Παρακάτω ἐξηγεῖ ὅτι αὐτή ἡ ἐπίσκεψη τῆς χάρης ἦταν μία μικρή Καινή Διαθήκη πού βρέθηκε μέσα στήν τσέπη του καί μία περικοπή σχετικά μέ τή μοιχαλίδα, πού συγχώρεσε ὁ Κύριος.

Παρά τήν ἐπίσκεψη τῆς χάρης τοῦ Χριστοῦ ἀδυνατεῖ, ὅπως ὁμολογεῖ, νά βγεῖ ἀπό τό ἀδιέξοδό του καί τις τραυματικές του ἐμπειρίες: «῏Ηταν ἀπίστευτο πού ἡ βοήθεια μοῦ δόθηκε τή στιγμή ἀκριβῶς πού τή χρειαζόμουν.. Πάντως συνέχιζα νά εἶμαι παγιδευμένος τόσο στή ζούγκλα τῶν βασάνων μου ὅσο καί σέ αὐτή τῆς Ταϋλάνδης, καί κάτι τέτοιο δεν μέ ἄφηνε νά δῶ τόν ”χριστιανισμό„ ὡς μιά πραγματική ἐναλλακτική ὁδό.
Μά πῶς νά ξεχάσω τά ἑπτά χρόνια πού πέρασα κοντά σέ αὐτόν τόν κατ᾿ ὄνομα μόνο ἱερέα...» (σ. 141). Φαίνεται πώς ἡ ἐπίσκεψη τῆς χάρης τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν τόσο δραστική και γι᾿ αὐτό ἐπιδόθηκε μέ περισσότερο ζῆλο στόν διαλογισμό καί ἔφτασε μάλιστα σέ ἐπίπεδο τελειότητας με ἁπτά ἀποτελέσματα: ἔβγαινε ἀπό το σῶμα του καί βίωνε παρόμοιες καταστάσεις πού περιγράφουν οἱ κλινικά νεκροί! (σ. 141, 142). Αὐτή την ἐμπειρία του τήν χαρακτηρίζει ὡς «φωτεινή πλευρά τοῦ διαλογισμοῦ». Παρακάτω ὅμως μᾶς ἀποκαλύπτει: «ὑπῆρχε ὅμως καί ἡ ἄλλη ὄψη τοῦ νομίσματος: τώρα πιά μοῦ ἐμφανίζονταν δαίμονες, μέ τίς πιό ἀποκρουστικές μορφές, ἀλλά τό πιο τρομακτικό ἦταν ὅτι μποροῦσα να τούς βλέπω κανονικά, μέ τά ἴδια μου τά μάτια, ὡς εἰκόνες πού σχηματίζονταν ἀπό ἀκτῖνες λέιζερ» (σ. 143).


Σέ πολλά σημεῖα περιγράφει την κόλαση πού βιώνει. Δέν εἶναι σίγουρος γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. ῎Οντας στή Βολιβία καί περνώντας δύσκολες καταστάσεις θά ἀναφωνήσει: «Δέν εἶχα καμία ἐπιθυμία να συνεχίσω νά ζῶ μέσα στήν ἄγνοια.
Μιά δυνατή φωνή βγῆκε ἀπό τά βάθη τῆς χαμένης καρδιᾶς μου: ”Θεέ μου, ἄν ὑπάρχεις, ἔλα καί σῶσε με τώρα„» (σ. 183). ῎Εχει ἀρχίσει να συνειδητοποιεῖ ὅτι εἶναι ἐγκλωβισμένος ἀπό ἰσχυρές σκοτεινές δυνάμεις, ἀπό τίς ὁποῖες καί προσπαθεῖ νά ἀπελευθερωθεῖ (σ. 189, 190).


Κατόπιν γνωρίζει τόν προτεσταντικό χῶρο καί ἀρχίζει νά ἐξηγεῖ διάφορα περιστατικά, πού τοῦ συμβαίνουν στή ζωή του ὡς θαύματα και νά βλέπει πίσω ἀπό αὐτά τό προστατευτικό χέρι τοῦ Θεοῦ. ᾿Αργότερα, κατά προτροπή κάποιας φίλης του, θά γνωρίσει ἕναν προτεστάντη πάστορα, τόν Μόρις, ὁ ὁποῖος θα τόν πείσει ὅτι ἔχει δώσει δικαιώματα στόν διάβολο καί θά τοῦ κάνει μάλιστα καί δύο ἐξορκισμούς. ῾Ο πρῶτος δέν ἔπιασε, ὁ δεύτερος ὅμως ἔπιασε γιά τά καλά. ῾Ο προτεστάντης πάστορας ἀποφάνθηκε: «Τώρα πιά πρέπει νά νιώθεις πολύ ἀσφαλής. Εἶσαι πλέον σέ θέση να ἀκούσεις τόν Κύριο» (σ. 220). ᾿Ενῶ δέχεται νά τόν ἐξορκίσουν, ἀργότερα θά ὁμολογήσει: «Δέν εἶμαι χριστιανός. Δέν ἀνήκω στήν ὁμάδα σας (ἐνν. κάποια προτεσταντική παραφυάδα)» (σ. 221). Παντοῦ τό μπέρδεμα. Φάσκει καί ἀντιφάσκει. Συνεχῶς ἀναζητεῖ καί διαφορετικές θρησκευτικές ἐμπειρίες. Στή συνέχεια τόν βρίσκουμε νά ἔχει χωθεῖ γιά τά καλά στόν Προτεσταντισμό.
῾Ο Μόρις (ὁ προτεστάντης πάστορας) «ὕψωσε τά χέρια του πρός τον οὐρανό καί φώναξε δυνατά καί με θαυμαστή συγκίνηση, ”᾿Αλληλούια! ῾Ο Κλάους τά κατάφερε! Δοξάστε τόν Κύριο!» (σ.243) (!!!).. (τά πρόσθετα θαυμαστικά δικά μας).


Κατόπιν κοινωνεῖ κατά τό προτεσταντικό τυπικό καί στό τέλος διαπιστώνει: «᾿Επιτέλους, πορευόμουν τόν δρόμο πού ὁδηγοῦσε στόν παράδεισο. Καί ναί, διά τοῦ Χριστοῦ καί ἐν Χριστῷ, μπόρεσα καί νίκησα τόν φόβο τοῦ θανάτου! ῾Ο Χριστός εἶχε νικήσει τόν θάνατο. Μιά ζωή αὐτό δέν προσπαθοῦσα νά πετύχω;» (σ. 244). ῾Ο ἀναγνώστης διαβάζοντας αὐτές τίς γραμμές ἔχει τήν αἴσθηση ὅτι ὁ προτεσταντικός χῶρος δέν εἶναι καί τόσο ἀπορριπτέος, ὅσο θέλουν νά τόν παρουσιάζουν μερικοί, ὅτι καί ἐκεῖ ἐνεργεῖ ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ. ῞Οταν μάλιστα ὁ Κλ. Κ. φαίνεται σέ πολλά σημεῖα νά ὁμιλεῖ μέ τόν Χριστό κι ἐκεῖνος πολύ φυσικά νά τοῦ ἀπαντᾶ καί να τόν καθοδηγεῖ, ἡ παραπάνω διαπίστωση γίνεται πιό πιστευτή. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι σχεδόν τό μισό βιβλίο ἀναφέρεται στίς περιπλάνησή του σέ ἐξωχριστιανικές θρησκεῖες, τό ἄλλο μισό στήν θητεία του στον προτεσταντικό χῶρο καί μόλις λίγες σελίδες στό τέλος στήν γνωριμία του μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο καί τή μεταστροφή του στήν ᾿Ορθοδοξία. Κι ἀναρωτιέται κανείς: γιατί νά χυθεῖ τόσο μελάνι στήν περιγραφή μιᾶς περιπέτειας; Πολλές φορές νιώθεις ὅτι ὁ Κλ. Κ. δέν παίρνει θέση περιγράφοντας τίς διάφορες πνευματικές του περιπέτειες. Δέν ἔχει ἐξ ἀρχῆς ἕνα κριτικό πνεῦμα ἔναντι τῶν αἱρέσεων στις ὁποῖες εἶχε μπλεχτεῖ. Διαφαίνεται μιά συμπάθεια καί ἕνα πνεῦμα ἀνοχῆς, ἰδίως στούς Προτεστάντες. Μόνο πρός τό τέλος κάνει μια κριτική ἀναθεώρηση καί φαίνεται νά ἀποστασιοποιεῖται.

᾿Εδῶ θά ἤθελα νά κάνω μιά παρέκβαση καί νά θυμίσω σέ ὅλους μας τόν μεγάλο κίνδυνο πού διατρέχουμε ὅλοι μας ἀπό τόν ἐπίβουλο τῆς σωτηρίας μας διάβολο, «τόν πλανῶντα τήν οἰκουμένην ὅλην», τοῦ ὁποίου τό τέλος προδιαγράφεται οἰκτρό, διότι θά βασανισθεῖ «ἡμέρας καὶ νυκτὸς εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων» (᾿Αποκ. κ΄, 10). Καί δέν μπορεῖ κάποιος να ἰσχυρισθεῖ ὅτι εἶναι ἀπρόσβλητος ἀπό τίς προσβολές τοῦ Βελίαρ, γιατί σύμφωνα μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο: «ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μὴ πέσῃ» (Α΄ Κορ. ι΄, 12). ᾿Εξ ἄλλου ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας μᾶς ἔχει προειδοποιήσει: «πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου λέγοντες, ἐγώ εἰμι ὁ Χριστός, καὶ πολλοὺς πλανήσουσι» Ματθ. κδ΄, 5).

Βέβαια, ἔχουμε στήν ᾿Εκκλησία μας τήν κλήση τοῦ ᾿Αποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου κατά τρόπο παράδοξο («κατ᾿ οἰκονομίαν τύφλωση») καί τό σωτηριῶδες ἐρώτημα πού τοῦ ἀπηύθυνε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μετά τό: «Σαούλ, Σαούλ, τί με διώκεις». Καί ἡ κατάληξη τοῦ σωτηριώδους διαλόγου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ-Παύλου: «ἐγώ εἰμι ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὃν σὺ διώκεις» (Πράξ. θ΄, 4-5· κβ΄, 7-8). ᾿Από ἐκεῖ κι ἔπειτα, ὁ ἀπόστολος Παῦλος βαπτίζεται, γίνεται ναός τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί ὅλη του ἡ καρδιά ἐλευθερώνεται ἀπό τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας (Ρωμ. α΄, 2). Οἱ μετέπειτα πνευματικές του ἐμπειρίες εἶναι γνήσιες καί ἡ σχέση του μέ τόν Χριστό γίνεται πάντοτε ἐν ἁγίῳ Πνεύματι: «Οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν Κύριος ᾿Ιησοῦς εἰ μὴ ἐν Πνεύματι ἁγίῳ» (Α΄ Κορ. ιβ΄, 3).

Δέν μποροῦμε νά ἰσχυρισθοῦμε ὅμως ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού ἐπιστρέφουν στόν Χριστό ἔχουν ἑκατό τοῖς ἑκατό γνήσιες πνευματικές ἐμπειρίες. ῾Ο κίνδυνος τῆς πλάνης ἐλλοχεύει πάντοτε. Γι᾿ αὐτό ὁ μέγας διδάσκαλος τῆς νηπτικῆς ἐργασίας Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ἐπισημαίνει τούς κινδύνους τῆς πλάνης κατά τό ἔργο τῆς προσευχῆς: «Πρόσεχε οὖν ἀκριβῶς, Θεοῦ ἐραστά, ἐν γνώσει (=μέ ἀκρίβεια και γνώση)· ἐπὰν ἐργαζόμενος τὸ ἔργον (ἐνν. τό δύσκολο πνευματικό ἔργο τῆς προσευχῆς), ἴδῃς φῶς ἤ πῦρ ἔξωθεν ἤ ἔσωθεν, ἤ σχῆμα δῆθεν Χριστοῦ ἤ ῎Αγγέλου ἤ ἑτέρου τινός, μὴ παραδέξῃ αὐτό, ἵνα μὴ βλάβην ὑποστῇς· μηδὲ σὺ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ εἰκονικῶς προσέχων (=μήτε ἐσύ ὁ ἴδιος προσέχοντας τις εἰκόνες αὐτές), ἐάσῃς τὸν νοῦν ἐκτυποῦν τοιαῦτα (=ἀφήσεις τον νοῦ σου νά τίς ἀποτυπώνει). Πάντα γὰρ ταῦτα ἔξωθεν ἀκαίρως μετασχηματιζόμενα, πρὸς τὸ πλανῆσαι τὴν ψυχὴν γίνονται» (Φιλοκαλία, τ. Δ΄, σελ. 76, ἔκδ. ᾿Αστέρος).

῎Ας σημειωθεῖ ὅτι οἱ προτροπές αὐτές τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου γίνονται πρός βαπτισμένους ὀρθοδόξους χριστιανούς, ἀνθρώπους δηλ. πού ἔχουν ἀναγεννηθεῖ μέ τό θεῖο βάπτισμα. Πόσο μᾶλλον ἰσχύουν γιά ἀνθρώπους πού βυθίζονται στή θάλασσα τοῦ Προτεσταντισμοῦ καί σέ ἀμφισβητούμενες ἐμπειρίες τοῦ χώρου αὐτοῦ. Πῶς, λοιπόν, μποροῦμε να δεχτοῦμε ἀβασάνιστα ὅσα μᾶς λέει παρακάτω ὁ Κλ. Κ. ὅταν ἤθελε νά κοινωνήσει ἀπό τούς Προτεστάντες καί δέν ἤξερε ἄν τόν ἤθελε πραγματικά ὁ Χριστός; Μᾶς λέει λοιπόν: «Κι ἐπειδή τό δίλημμα αὐτό μονοπωλοῦσε τίς σκέψεις μου, ἔγειρα αὐθόρμητα τό κεφάλι ἐμπρός καί ἔκλεισα τά μάτια ὥστε τίποτα νά μή ἀποσπᾶ τήν προσοχή μου. Τότε Τόν ρώτησα: ”Χριστέ, θές νά ᾿ρθω;„ Μέσα σέ κλάσματα δευτερολέπτου, σάν νά περίμενε ἀπό καιρό τή στιγμή αὐτή, ἔδωσε τό ”παρών„ καί μοῦ μίλησε! ῎Οχι, δέν ἦταν προϊόν τῶν σκέψεών μου, γιατί Τόν ἄκουσα νά λέει δυνατά καί καθαρά: ”Ναί, ἔλα! Σοῦ ἔχω δώσει ἄφεση ἁμαρτιῶν„» (σ. 227, 228). ᾿Εμεῖς τώρα, πρέπει νά πιστέψουμε τόν Κλ. Κ. ὅτι αὐτά δέν εἶναι προϊόντα τῶν σκέψεών του, γιατί ἄκουσε τόν Χριστό νά τοῦ μιλάει δυνατά καί καθαρά! Θά μπορούσαμε, πράγματι, νά εἴμαστε πιό καλοδιάθετοι καί πιό δεκτικοί στίς «ἀποκαλύψεις» τοῦ Κλ. Κ., ἄν δέν ὑπῆρχε κι αὐτή ἡ μυστηριώδης ὁραματίστρια ἡ κυρία Γκροζάν «πού ἔμενε στή Λωζάνη καί ἦταν πολύ γνωστή γιά τό χάρισμα πού εἶχε νά βλέπει ὁράματα, τά ὁποῖα πάντα ἐπαληθεύονταν»! (σελ. 245) ῎Ετσι, λοιπόν, ἡ περίφημη αὐτή κυρία Γκροζάν εἶπε τά ἑξῆς ἀποκαλυπτικά στόν Κλ. Κ.: «Τή στιγμή ἀκριβῶς πού μοῦ δίνατε τό δισκοπότηρο μέ τόν οἶνο, εἶδα ἕνα ὅραμα: Οἱ πύλες τοῦ οὐρανοῦ ἄνοιξαν διάπλατα. Οἱ οὐράνιοι οἰκοδεσπότες ἀνήγγελλαν μιά πολύ μεγάλη νίκη καί οἱ ἄγγελοι ἔψαλλαν ἕνα θεσπέσιο ὕμνο» (σ. 244). ῾Ο Κλ. Κ. κοίταξε τή συγκινημένη καί δακρυσμένη κυρία καί μέ δάκρυα στα μάτια τῆς ἀπάντησε: «Νομίζω πώς μόλις... ἔγινα χριστιανός...» (σ. 245). Πολλά δάκρυα, πολλή συγκίνηση, πολύς συναισθηματισμός! Ποῦ, ὅμως, βρίσκεται ἡ ἀλήθεια; Θά δεχθοῦμε ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ αὐτές τίς θρησκευτικές ἐμπειρίες ἤ θά ἀκούσουμε τόν ἅγιο ᾿Ιωάννη τόν Χρυσόστομο πού μᾶς διδάσκει: «ποικίλον καί πολυειδὲς καὶ συγκεχυμένον ἡ πλάνη, ἡ δὲ ἀλήθεια μία» (Ε.Π.Ε. 16Β, 386). ᾿Αλλά μήπως καί στόν ὀρθόδοξο χῶρο δέν ἔχουμε τίς λεγόμενες «φωτισμένες», πού βλέπουν μέ πολλή ἄνεση τον Χριστό, τήν Παναγία, τούς ᾿Αγγέλους, πού φορᾶνε κάτι ὁμοιόμορφες μαντῆλες καί κρατοῦν σφικτά στά χέρια τους ἕναν ξύλινο σταυρό; ῾Η ᾿Εκκλησία μας εἶναι πολύ ἐπιφυλακτική σέ τέτοιου εἴδους καταστάσεις καί μᾶς κρούει τήν κώδωνα τοῦ κινδύνου: Προσοχή! Προσοχή! Προσοχή! ᾿Ιδίως ἄτομα πού ἔχουν περάσει «πολλά στή ζωή τους», γίνονται εὔκολη λεία στα χέρια τοῦ ἀρχεκάκου. ῾Η ῾Αγία Γραφή μᾶς ἐπισημαίνει ὅτι ὁ σατανᾶς «μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός»! (Β΄ Κορ. ια΄, 14).

Εἶναι ἀρκετά πράγματα πού μᾶς παραξένεψαν κατά τήν ἀνάγνωση αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, τά ὁποῖα καί θα παραλείψω. ῞Ενα τελευταῖο και ἐνδεικτικό εἶναι ὁ θαυμασμός και ἀποδοχή πού δείχνει ὁ Κλ. Κ. στο πρόσωπο τῆς Μητέρας Τερέζας, τήν ὁποία καί εἶχε γνωρίσει προσωπικῶς. Γιά ὅσους δέν θυμοῦνται τά περί τῆς Μητέρας Τερέζας να ποῦμε ὅτι ἦταν καθολική μοναχή, ἱδρύτρια μοναχικοῦ τάγματος και ὅτι τό 1979 βραβεύτηκε μέ τό Νόμπελ εἰρήνης γιά τή φιλανθρωπική καί εἰρηνευτική της δραστηριότητα. Πέθανε σέ ἡλικία 87 ἐτῶν το 1987, ἀλλά ὁ Πάπας ᾿Ιωάννης Παῦλος ὁ Β΄ δέν ἔχασε τήν χρυσή εὐκαιρία γιά προβολή τοῦ Καθολικισμοῦ καί τό 2003 τήν ἀνεκήρυξε σέ ὁσία. ῞Οπως μᾶς πληροφοροῦν τά ΜΜΕ: «Προσκυνητές ἀπό κάθε γωνιά τοῦ κόσμου κατέφθασαν στή Ρώμη γιά νά τιμήσουν τή μνήμη τῆς μοναχῆς πού ἀφιέρωσε τή ζωή της στούς φτωχούς, τους ἄστεγους καί τούς ἄρρωστους τῆς Καλκούτας» (πηγή: διαδίκτυο BBC.GREEK.com).

῾Ο Κλ. Κ. μᾶς λέγει πώς ἡ Μητέρα Τερέζα τόση μεγάλη ἐπιρροή εἶχε πάνω του πού τόν ἔκανε να κλάψει ὕστερα ἀπό εἴκοσι χρόνια. (σ. 29). Μάλιστα στό βιβλίο του τῆς ἀφιερώνει ὁλόκληρο κεφάλαιο (σ. 95-107). ῎Οντας σέ κατάσταση ἔντονου ψυχικοῦ φόρτου καί ἀμετρήτων δακρύων, ὁ Κλ. Κ. θά μᾶς πεῖ περί τῆς Μητέρας Τερέζας: «ἡ ψυχή τῆς Μητέρας Τερέζας ἀνέδιδε τόση ἀγάπη καί ζεστασιά πού οἱ πάγοι τῆς καρδιᾶς μου ἔλιωσαν. Μιά καρδιά πού ἐδῶ καί τόσο καιρό ἦταν ἀπό πέτρα μεταμορφώθηκε ἀμέσως σέ ἀνθρώπινη καρδιά. ῾Η Μητέρα Τερέζα στεκόταν σαν ἀληθινή μητέρα στούς φτωχούς, ἕνας ἀπό τούς ὁποίους ἤμουν κι ἐγώ. ῏Ηταν ἡ μητέρα μου. Ποτέ μου δέν εἶχα ἀληθινή Μητέρα, ἐνῶ αὐτή ἦταν μιά μοναδική γυναίκα, μιά μητέρα γιά μένα, τόν φτωχότερο τῶν φτωχῶν τῆς Καλκούτας» (σ. 102, 103).

῞Οσο κι ἄν μᾶς εἶναι συμπαθής ὁ Κλ. Κ. γιά τήν ὁμολογουμένως ἐξομολογητική του διάθεση, δέν μποροῦμε νά μήν παρατηρήσουμε τον ἐντονότατο συναισθηματισμό πού ἐκπέμπουν τά βιώματά του, ἕναν συναισθηματισμό πού μπορεῖ να ἀποβεῖ ἀνασταλτικός σέ μιά νηφάλια καί λογική ἐξέταση τῶν ἐσωτερικῶν του καταστάσεων. Πάλι ἡ Μητέρα Τερέζα φαίνεται νά τον ἔχει θαμπώσει: «Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ δύναμη τῶν λόγων της, ἀλλά και τόσο πολύ ξαφνιάστηκα μέ την ἁπλότητά της, πού ἄλλαξε ριζικά ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἔβλεπα τά πράγματα» (σ. 104). Βέβαια, ὁ Κλ. Κ. βρισκόταν τότε σέ μία φάση ἀναζήτησης τῆς ἀλήθειας καί δικαιολογοῦνται ἴσως κάποιες ὑπερβολικές ἐκφράσεις του, ὅπως οἱ παραπάνω. ῞Ομως, ἄν καί τό βιβλίο γράφτηκε ἐκ τῶν ὑστέρων, δεν βλέπουμε σέ κανένα σημεῖο να ἀπομυθοποιεῖται -ἀπό ἕνα ὀρθόδοξο πλέον- τό πρότυπο τῆς Μητέρας Τερέζας. Παντοῦ θαυμασμός, θαυμασμός, θαυμασμός!

Σέ κάποιο ἄλλο σημεῖο ἡ Μητέρα Τερέζα κάνει στόν Κλ. Κ. μαθήματα θρησκευτικῆς χειρομαντείας!: «῞Ενα πρωΐ μοῦ εἶπε: ”᾿Ελα ἐδῶ„ καί μοῦ ἔπιασε τό χέρι ἀνοίγοντας τήν παλάμη μου. ”Κοίτα ἐδῶ... Στο μέσο τῆς παλάμης κάθε ἀνθρώπου ὑπάρχει ἕνα κεφαλαῖο Μ, πού σχηματίζεται ἀπό τίς γραμμές τοῦ χεριοῦ του· νά λές πώς ἡ Παρθένος Μαρία, ἡ μεγάλη Προστάτισσα, χάραξε αὐτό τό γράμμα, γιά νά μη ξεχνᾶς πώς εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ πού μεσιτεύει γιά μᾶς στόν Υἱό της. ῞Αμα ἔχεις δυσκολίες ἤ κάτι δέν πάει καλά, ἄνοιξε τήν παλάμη σου καί ζήτα τή βοήθεια τῆς Παναγίας. Θά τρέξει κοντά σου νά σέ προστατεύσει„» (σ. 105). Δέν νομίζω πώς χρειάζεται νά ἀνοίξουμε τό χέρι μας καί νά δοῦμε τίς γραμμές τῆς παλάμης μας γιά νά σπεύσει ἡ Παναγία μας σέ βοήθεια. Κάτι τέτοιες ἑρμηνεῖες ἀγγίζουν τά ὅρια τοῦ κωμικοῦ. ῾Η Παναγία Μητέρα μας μέ μιά ἁπλῆ ἐκ βάθους καρδίας ἐπίκλησή της εἶναι πραγματικά κοντά μας.

῾Ο μακαριστός Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ ῎Εσσεξ, ἄν καί ἀρχικά τοῦ ἔδειξε μιά πατρική συμπάθεια γιά τόν ὁμολογουμένως ἀξιέπαινο ἀγώνα πού ἔκανε νά ἀπεγκλωβιστεῖ ἀπό τά δίκτυα τοῦ μισοκάλου, ἐν τούτοις δέν φάνηκε διατεθειμένος νά τόν δεχθεῖ ἀμέσως στούς κόλπους τῆς ὀρθόδοξης ᾿Εκκλησίας, προφανῶς γιά νά τον δοκιμάσει καί νά τόν ὁδηγήσει σταδιακά σέ ἐπίπεδο ὡριμότητας τέτοιο, ὥστε ἕτοιμος καί «κατηχημένος» νά δεχτεῖ τό ὀρθόδοξο βάπτισμα: «Πάντως, ὅταν βρισκόμουν μαζί του (ἔνν. μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο), ἔνιωθα κάτι τό ἀνείπωτο, ἕνα μυστήριο -ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη κρυβόταν πίσω ἀπό τό χιοῦμορ του. Ὅταν γελοῦσε -καί αὐτό συνέβαινε συχνά ὅταν ἤμασταν μαζί- τρανταζόταν ὁλόκληρος καί νόμιζες πώς τόν σήκωνε ψηλά ἕνα σύννεφο. ῾Ωστόσο, ἀκόμα δέν ἦταν πρόθυμος νά μέ δεχτεῖ στούς κόλπους τῆς ᾿Εκκλησίας του. ῎Ετσι, για ἄλλη μιά φορά μοῦ εἶπε νά γυρίσω πίσω» (σ. 397).

᾿Αργότερα ἡ πορεία του προς τήν ᾿Ορθοδοξία εἶναι ὄντως ἐπαινετή. ᾿Εφάρμοσε ὅσα τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας σχετικά μέ τή νοερά προσευχή: «Κλάους, σοῦ συνιστῶ νά κάνεις νοερά προσευχή. Τά λόγια εἶναι: ”Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, τόν ἁμαρτωλό» „ ῎Αν λές τακτικά αὐτήν τήν ”προσευχή τῆς καρδιᾶς„, θά δεῖς τήν καλή ἀλλοίωση πού θά σοῦ χαρίσει ὁ Κύριος». (σ. 397). ῾Η κατοπινή του πορεία εἶναι ἀξιοπαρατήρητη: «Χάρη στήν καρδιακή προσευχή πολλά πράγματα ἄλλαξαν σύν τῷ χρόνῳ. Μπόρεσα νά περάσω ἀπό τό γάλα στή στερεά τροφή μέσω τῆς συνεχοῦς προσπάθειας και τῆς πειθαρχίας» (σ. (401). Πράγματι, ἡ φωτεινή προσωπικότητα τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Σωφρονίου φαίνεται ὅτι ἐξάσκησε μιά εὐεργετική ἐπίδραση στήν πνευματική ζωή τοῦ Κλ. Κ. Γι᾿ αὐτό κι ὁ ἴδιος θά ὁμολογήσει στόν ἐπίλογο τοῦ βιβλίου: «῾Ο χριστιανικός δρόμος μοιάζει συχνά νά εἶναι ἀδιάβατος, ἀλλά ὅπως ἔδειξα καί στό ἀνά χείρας βιβλίο, δέν ὑπάρχει ἄλλη ἐναλλακτική ὁδός ἀπό αὐτήν τῆς ᾿Ορθοδοξίας» (σ. 418).

Πάντως, τό βιβλίο αὐτό, ἄν διαβαστεῖ ἀπό κάποιον, θά πρέπει να διαβαστεῖ μέ ἐπιφύλαξη καί προσοχή, ἰδίως στά σημεῖα ὅπου ἐπικεντρώσαμε τήν κριτική μας. ᾿Ασφαλῶς δέν εἶναι ἕνα βιβλίο πού θά συστήναμε σέ ἐφήβους, στού ὁποίους δέν ἔχουν κατασταλάξει πολλά στοιχεῖα σχετικά μέ τήν πίστη. ῾Υπάρχει ὁ κίνδυνος νά ὁδηγηθοῦν σέ κόσμους πού δέν θα μποροῦν νά τούς ἐλέγξουν. ᾿Ενθυμοῦμαι, ὅταν ἤμουν φοιτητής στη Θεολογική Σχολή, μοῦ εἶχε προταθεῖ νά κάνω κάποια ἐργασία στα πλαίσια θρησκειολογικοῦ μαθήματος στό βιβλίο: «῾Η αὐτοβιογραφία ἑνός Γιόγκι», ὅπου ἀπό ἕνα σύγχρονο γκουροῦ παρουσιαζόταν με κάθε λεπτομέρεια ἡ κοσμοαντίληψη τῆς Γιόγκα. ῞Οταν κατόπιν ρώτησα τόν μακαριστό καί πολύ ἀγάπητό μου πατέρα ᾿Αντώνιο ᾿Αλεβιζόπουλο γιά τό ἐγχείρημα αὐτό, ἐκεῖνος μέ ἀπέτρεψε, ἐπισημαίνοντάς μου παράλληλα τούς κινδύνους στούς ὁποίους θά μποροῦσα νά ἐμπλακῶ.

῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι «διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. ιδ΄, 22). ῎Ας παρακαλέσουμε τόν φιλεύσπλαγχνο Πατέρα ὅλων μας, ὥστε ὅσες θλίψεις περάσουμε στή ζωή μας, νά μεταποιηθοῦν μέ τή χάρη Του σέ ἀληθινά ἐν Χριστῷ βιώματα, βιώματα πού θά μᾶς ὁδηγήσουν με ἀσφάλεια στό ἀκύμαντο λιμάνι τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.