Tοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
1ος λόγος του σταυρού: Συγχώρησις
«Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34)
Ἂς
δοξάσουμε τὸ Θεό, ἀγαπητοί μου, διότι παρ᾿ ὅλη τὴν ἀτέλεια καὶ
ἁμαρτωλότητά μας μᾶς ἀξιώνει νὰ εἰσέλθουμε στὴν ἑβδομάδα αὐτή.
Ὀνομάζεται Μεγάλη Ἑβδομάδα ὄχι γιὰ τὸ μῆκος τῶν ὡρῶν της ἀλλὰ γιὰ τὴ
σημασία ὅσων συνέβησαν κατ᾽ αὐτήν· αὐτὰ ἑορτάζουμε οἱ ὀρθόδοξοι στοὺς
ναούς μας. Εἶνε γεγονότα κοσμογονικά, μπροστὰ στὰ ὁποῖα ὠχριοῦν καὶ
ἐκμηδενίζονται τὰ γεγονότα τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας. Ἐκεῖνα
λησμονοῦνται, «γενεαὶ πᾶσαι» ὅμως ὑμνοῦν καὶ θὰ ὑμνοῦν (ἐγκώμ. Μ. Σαβ.)
ὅσα συνέβησαν τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα.
Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ
Ἁγιορείτης, ὁ Κύριος ἐπάνω στὸ Γολγοθᾶ ἄνοιξε σχολεῖο καὶ ἕδρα του
ἔκανε τὸ σταυρό. «Ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς», εἶπε ὁ ἴδιος, «πάντας
ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν» (Ἰω. 12,32). Κι ὅπως εἶπε ἕνας νεώτερος
φιλόσοφος, ὁ σταυρὸς εἶνε μαγνήτης, ὁ ὑπέρθειος μαγνήτης, ποὺ ἑλκύει τὶς
ἐκλεκτὲς ψυχὲς ὅπως ὁ φυσικὸς μαγνήτης ἑλκύει τὰ μέταλλα. Μόνο χυδαῖες
ψυχὲς δὲν ἑλκύονται ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεανθρώπου.
Ὁ Χριστός μας λοιπὸν πάνω ἀπ᾽ τὸ
σταυρὸ ἄνοιξε τὰ χείλη του καὶ μίλησε ἑπτὰ φορές. Καὶ ἀπορεῖ κανείς,
πῶς βρῆκε τὴν ψυχραιμία, ἠρεμία, νηφαλιότητα, ἀπάθεια, νὰ πῇ τοὺς λόγους
αὐτούς, ποὺ καθένας εἶνε κ᾽ ἕνα θαῦμα. Πρέπει νὰ τοὺς νιώσουμε βαθειά,
νὰ γίνουν βίωμά μας, νὰ «συσταυρωθῶμεν» κ᾽ ἐμεῖς μαζί του ὅπως ψάλλουν
οἱ ὡραῖοι ὕμνοι (Μ. Δευτ. αἶν.).
Ἂς τολμήσουμε νὰ ῥίξουμε μιὰ
ματιὰ σὲ καθέναν ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ λόγους ποὺ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς
Χριστὸς εἶπε πάνω ἀπ᾽ τὸ σταυρό. Ἀρχίζουμε ἀπὸ τὸν πρῶτο λόγο, τὸ
«Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34).
* * *
Κάτω ἀπὸ ποιές συνθῆκες εἶπε ὁ
Χριστὸς αὐτὸ τὸ λόγο; Τὸν εἶπε ἐνῷ κρεμόταν στὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ, κι ἀπὸ
κάτω ὄχι ἄνθρωποι ἀλλὰ θηρία ὠρύονταν, βλαστημοῦσαν, ἀσχημονοῦσαν
ἐναντίον του. Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε Θεός, τί μποροῦσε νὰ κάνῃ;
Μποροῦσε νὰ στείλῃ λεγεῶνες ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων νὰ τοὺς σαρώσῃ,
μποροῦσε ν᾽ ἀνοίξῃ χάσμα καὶ ἡ γῆ νὰ τοὺς καταπιῇ ζωντανούς, μποροῦσε νὰ
τοὺς καταρασθῇ, μποροῦσε…
Δὲν ἔκανε τίποτε ἀπ᾽ αὐτά. Ἀλλὰ
ἄνοιξε τὸ ἄχραντό του στόμα, καὶ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς του εἶπε·
«Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Προσευχήθηκε ὑπὲρ τῶν
σταυρωτῶν του· προσευχήθηκε γιὰ τοὺς ἀρχιερεῖς γραμματεῖς καὶ
φαρισαίους, γιὰ τοὺς στρατιῶτες τὸν ἑκατόνταρχο καὶ τὸν Πιλᾶτο, γιὰ τὸ
λαὸ ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἡμέρα τῶν Βαΐων φώναζε «Ὡσαννά» καὶ ὕστερα φώναξε
«Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Μᾶρκ. 11,9. Ἰω. 19,6).
Καθένας ἀπ᾽ αὐτοὺς βέβαια εἶχε
τὴν εὐθύνη του, κι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς βαθμολόγησε τὴν εὐθύνη καὶ τὴν
ἐνοχή τους. Ἄλλη ἡ ἐνοχὴ τοῦ Ἰούδα καὶ ἄλλη τοῦ Πιλάτου. Ἔχεις κ᾽ ἐσὺ
εὐθύνη, Πιλᾶτε, ὑπογράφοντας τὴν καταδίκη μου, εἶπε, ἀλλὰ μεγαλύτερη
εὐθύνη ἔχει αὐτὸς ποὺ μὲ παρέδωσε σ᾽ ἐσένα (βλ. Ἰω. 19,11).
Εὐθύνη ἔχουν ὅλοι. Καὶ ὑπὲρ
ὅλων προσευχήθηκε. Βρῆκε μάλιστα γι᾽ αὐτοὺς τὴν πιὸ ἰσχυρὴ καὶ
πειστικὴ δικαιολογία, ὅτι «δὲν ξέουν τί κάνουν», ἔχουν ἄγνοια. Καὶ
πράγματι πολλοὶ ἀπ᾽ αὐτοὺς ἔπειτα μετανόησαν. Ὅταν μετὰ τὴν Ἀνάστασι ὁ
ἀπόστολος Πέτρος κήρυξε σ᾽ αὐτούς, ἄλλαξαν, πίστεψαν καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς
δέχθηκε στὴν Ἐκκλησία του.
* * *
Συγχώρησις! Αὐτὸ μᾶς διδάσκει ὁ Χριστὸς μὲ τὸν πρῶτο λόγο του πάνω ἀπ᾽ τὸ σταυρό. Μεγάλο πρᾶγμα ἡ συγχώρησις.
Ἀκόλουθοι καὶ μιμηταὶ τοῦ
Χριστοῦ στὴν ἀρετὴ τῆς συγχωρήσεως ἦταν οἱ ἀπόστολοι. Ὁ πρωτομάρτυρας
Στέφανος, ἐνῷ τὸν λιθοβολοῦσαν, προσευχόταν στὸν οὐράνιο Πατέρα·
«Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην» (Πράξ. 7,60). Μιμητὴς
ἀκόμα ἦταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πού, ἐνῷ διωκόταν ἀπὸ τοὺς ὁμοφύλους
του προσευχόταν γι᾽ αὐτοὺς λέγοντας· Σὲ παρακαλῶ, Κύριε, βάλε ἐμένα στὴν
κόλασι καὶ βάλε στὸν παράδεισο τοὺς συμπατριῶτες μου (βλ. ῾Ρωμ. 9,3).
Μεγάλες ψυχές!
Ἔχουμε παραδείγματα καὶ ἀπὸ τὴ
ζωὴ τοῦ ἔθνους μας. Στὸ Μεσολόγγι οἱ ἥρωες ὑπερασπισταί του τὴν παραμονὴ
τῶν Βαΐων ἐτέλεσαν νύχτα τὴ θεία λειτουργία στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας
Παρασκευῆς. Ἐκεῖ ἀλληλοσυγχωρήθηκαν, φιλήθηκαν, καὶ κοινώνησαν τὰ
ἄχραντα μυστήρια ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ῾Ρωγῶν Ἰωσήφ. Ἦταν μία θεία
κοινωνία σπάνια, ποὺ τὰ δάκρυά τους ἔπεφταν μέσα στὸ δισκοπότηρο κι
ἀναμειγνύονταν μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Μετὰ πλέον δὲν ἦταν ἄνθρωποι·
ἥρωες ἦταν, «λέοντες πῦρ πνεόντες» κατὰ τὴ φράσι τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου.
Καὶ ἐξώρμησαν, διέσπασαν τὸν κλοιό, καὶ προκάλεσαν τὸν παγκόσμιο
θαυμασμό. Συγχώρησαν, καὶ συγχωρήθηκαν.
Παράδειγμα συγχωρήσεως δίνει
ἐπίσης ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ, ὁ ἀθάνατος Κολοκοτρώνης. Ὅταν οἱ ἐχθροί του
σκότωσαν τὸ γυιό του τὸν Πᾶνο, αὐτὸς δὲν ἐκδικήθηκε τὸ φονιᾶ. Φάνηκε
εὐγενὴς καὶ μακρόθυμος. Μιὰ μέρα μάλιστα τὸν πῆρε καὶ τὸν ἔφερε στὸ
σπίτι. Κι ὅταν ἡ μάνα του εἶδε τὸ φονιᾶ, λέει· –Παιδί μου, τί κάνεις; τὸ
φονιᾶ μοῦ ἔφερες ἐδῶ; Κι αὐτὸς τί εἶπε· –Σώπα, μάνα· αὐτὸ εἶνε τὸ
καλύτερο μνημόσυνο γιὰ τὸν σκοτωμένο!
* * *
Ἂς ἔλθουμε ὅμως τώρα, ἀγαπητοί
μου, στὴν σκληρὴ ἐποχή μας, ποὺ δυστυχῶς δὲν δίνει συγχώρησι. Δύο ῥήματα
δὲν γνωρίζει νὰ πῇ, τὸ «εὐχαριστῶ» καὶ τὸ «συγχωρῶ». Μύρια καλὰ νὰ
κάνῃς, εὐχαριστῶ δὲν ἀκοῦς. Σπάνιες οἱ εὐγνώμονες ψυχές, οἱ ἄλλοι
τίποτα. Τὴν ἀγνωμοσύνη εἰσπράττουν σήμερα σὲ μεγάλο βαθμὸ ἰδίως οἱ
γονεῖς. Δὲν γνωρίζει λοιπὸν ἡ ἀνθρωπότης τὸ «εὐχαριστῶ»· ἀλλ᾽ οὔτε καὶ
τὸ «συγχωρῶ» γνωρίζει. Ἡ κακία εἶνε βαθειὰ ῥιζωμένη στὶς ψυχές, ἐνῷ ὁ
Χριστὸς μᾶς λέει, ὅτι μᾶς συμφέρει νὰ συγχωροῦμε, γιατὶ ἂν δὲν
συγχωρήσουμε τὸν ἄλλο δὲν θὰ συγχωρηθοῦμε κ᾽ ἐμεῖς (βλ. Ματθ.
6,12,14-15· 18,21-35. Μᾶρκ. 11,25-26).
Θέλετε παραδείγματα; Πρὸ ἡμερῶν
ἦρθαν στὴ μητρόπολι μιὰ νύφη, νέα γυναίκα, μαζὶ μὲ τὴν πεθερά της, ἡ
ὁποία τὴν ὑπέβαλλε σὲ μαρτύριο. Δὲν θέλω ἐδῶ νὰ κάνω ψυχανάλυσι ἐπὶ τοῦ
φαινομένου ποὺ λέγεται πεθερά. Μέσα στὶς ἑκατὸ –τί λέω–, μέσα στὶς
χίλιες πεθερὲς μία εἶνε εὐγενὴς ἐξαίρεσις· οἱ ἄλλες ζηλεύουν, γιατὶ κατὰ
τὸ λόγο τοῦ Κυρίου ὁ νέος ἀγαπάει πλέον τὴ γυναῖκα του περισσότερο
ἀπὸ τοὺς γονεῖς του (Γέν. 2,24. Ματθ. 19,5. Μᾶρκ. 10,7. Ἐφ. 5,31). Δὲν
τὸ ὑποφέρουν. Μιὰ αἰτία τῶν διαζυγίων εἶνε ἡ κακία τῆς πεθερᾶς.
Προσπάθησα λοιπὸν νὰ τὶς συμφιλιώσω. Λέω τῆς νέας· Κάνε της μιὰ
μετάνοια. Τῆς ἔκανε. –Μάνα, λέει, συχώρεσέ με. –Ὄχι…! ἐπέμενε ἡ πεθερά.
Κι αὐτὴ δὲν ἀποκλείεται ὅμως νὰ εἶνε καὶ μέσ᾿ στὴν ἐκκλησία, χωρὶς
συναίσθησι τῆς ἁμαρτίας της.
Ἄλλο παράδειγμα. Στὴ Μάνη
ὑπάρχει τὸ ἔθιμο τῆς ἐκδικήσεως, ἡ λεγόμενη βεντέττα. Λένε λοιπὸν ὅτι
κάποτε σὲ ἡμέρα Παρασκευὴ ὡρίσθηκε ἕνας συγγενὴς νὰ σκοτώσῃ τὸν
ἀντίπαλο. Καὶ γιὰ νὰ μὴ μείνῃ νηστικὸς ὅσο θὰ παραμονεύῃ, ἡ μάνα του
τοῦ ἑτοίμασε φαγητὸ νηστήσιμο! Τὸ ὅτι θὰ σκότωνε ἄνθρωπο δὲν ἦταν
τίποτα, τὸ νὰ καταλύσῃ ὅμως ἦταν ἁμαρτία!… Αὐτὴ εἶνε ἡ ὑποκριτικὴ
θρησκεία.
* * *
Συγγνώμη λοιπὸν νὰ ζητήσουμε
ὅλοι καὶ μάλιστα τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες. Νὰ μιμηθοῦμε τὸν Θεάνθρωπο,
ὅπως ἔκανε ὁ ἀπόστολος Παῦλος ποὺ μᾶς προτρέπει· «Μιμηταί μου γίνεσθε,
καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. 11,1). Ἂς ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς στὸν οὐράνιο
Πατέρα γιὰ ὅποιους τυχὸν μᾶς ἔβλαψαν ἢ ἀδίκησαν· «Ἄφες αὐτοῖς».
Ἂν θέλῃ ὁ Θεός, θὰ συνεχίσουμε
νὰ ἑρμηνεύουμε ἕναν – ἕνα τοὺς ἑπτὰ λόγους ποὺ εἶπε ὁ πάσχων Χριστὸς
ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ σταυροῦ. Ἐξηγήσαμε τώρα ἐδῶ (α΄) τὸ «Πάτερ, ἄφες
αὐτοῖς…»· πολὺ λίγα εἴπαμε, γιατὶ κάθε λόγος τοῦ Χριστοῦ μας εἶνε
πέλαγος νοημάτων καὶ μάλιστα οἱ τελευταῖοι αὐτοὶ λόγοι του. Στὴ συνέχεια
θὰ ἐξηγήσουμε (β΄) τὸ «Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου» καὶ «Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου»
(Ἰω. 19,26-27), κατόπιν (γ΄) τὸ «Ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ᾽ ἐμοῦ ἔσῃ
ἐν τῷ παραδείσῳ» (Λουκ. 23,43), ἔπειτα (δ΄) τὸ «Ἠλὶ ἠλί, λιμά σαβαχθανί;
τοῦτ᾽ ἔστι, Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46),
ἔπειτα (ε΄) τὸ «Διψῶ» (Ἰω. 19,28), καὶ τέλος (στ΄) τὸ «Τετέλεσται» (ἔ.ἀ.
19,30). Ὑπολείπεται (ζ΄) τὸ «Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ
πνεῦμά μου» (Λουκ. 23,46).
Μὲ τὰ κηρύγματα αὐτὰ δὲν κάνουμε
φιλολογία ἢ φιλοσοφία, δὲν μιλοῦμε ῥητορικὰ ἢ ποιητικά, οὔτε μὲ γλῶσσα
Δημοσθένους οὔτε μὲ γλῶσσα Ὁμήρου· θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ κάνουμε, ἀλλὰ
δὲν θέλουμε. Προσπαθοῦμε νὰ μιλήσουμε ἁπλᾶ, ὅπως μίλησε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς
ὁ Αἰτωλός, ὥστε αὐτὰ ποὺ λέμε νὰ γίνουν βιώματα καὶ νὰ τὰ ἐφαρμόσουμε
πρὸς δόξαν Θεοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας
τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης 11-4-1993 Κυρ. Βαΐων βράδυ)
http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=65402#more-65402