ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2025

Ὁ Χριστός τό πρότυπον, τό μέσον καί τό μέτρον τοῦ ἀνθρώπου

  Ὁ ἅγιος Κύριλλος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, ἕνας ἐκ τῶν μεγίστων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ψυχή τῆς τρίτης οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ καθαιρέτης τοῦ θεοτοκομάχου Νεστορίου (πού ἦταν τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως), ἔθετε ὡς πάγια βάση στό θεολογικό ἔργο του, τό πιστῶς ἐμμένειν καί μεταδίδειν ἀκραιφνῆ τήν ἀποστολική Παράδοση, αὐτό δηλαδή, πού πάντοτε καί πανταχοῦ  πίστευε ἡ Ἐκκλησία. Ἡ μετάδοση τῆς Παράδοσης, ὡς κύριο ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου πού εἶναι, ἀποτέλεσε ἑπομένως τό ἄοκνο ἔργο τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, κάτι πού ἐμφαίνεται καί στούς θεολογικούς λόγους του.

  Εἰδικότερα, στόν λόγο του “Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς”, θέτει τά ἑξῆς θεολογικά ἐρωτήματα: «Ποιόν λοιπόν γέννησε ἡ ἁγία Παρθένος; Τόν ἄνθρωπο, ἤ τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ; Ποιός εἶναι πραγματικά ὁ Ἰησοῦς Χριστός; Ὁ ἄνθρωπος πού γεννήθηκε ἀπό γυναίκα, ἤ ὁ Λόγος πού προῆλθε ἀπό τόν Θεό;». Καί ἀπαντᾶ μέ ἔμφαση ὁ θεῖος Πατήρ:

  «Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἡ πλάνη, τό νά ξεφεύγης ἀπό αὐτό πού εἶναι πρέπον καί ἀληθινό. Δέν πρέπει μέ κανένα τρόπο νά λέμε ὅτι εἶναι δύο μετά τήν ἕνωση καί νά ἐννοοῦμε τόν καθένα ξεχωριστά. Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ὁ νοῦς βλέπει κάποια διαφορά τῶν φύσεων, γιατί δέν εἶναι ταυτόσημες ἡ θεότητα καί ἡ ἀνθρωπότητα· ἀλλά δέχεται μαζί μέ τίς σκέψεις γιά αὐτές καί τήν συνάντησή τους σέ ἑνότητα. Ὥστε ὡς Θεός προῆλθε ἀπό τόν Θεό Πατέρα καί ὡς ἄνθρωπος ἀπό τήν Παρθένο. Γιατί ὁ Λόγος, ὁ ὁποῖος ἔλαμψε ἀπό τόν Θεό Πατέρα, κατά τρόπο ἀπερίγραπτο καί πάνω ἀπό τόν νοῦν, λέγεται ὅτι γεννήθηκε καί μέσῳ γυναικός, ὅταν κατέβηκε στήν ἀνθρωπότητα, καί ἐγκαταστάθηκε σέ αὐτό πού δέν ἦταν, ὄχι γιά νά μείνη ταπεινωμένος, ἀλλά γιά νά πιστευθῆ ὅτι ἦταν Θεός καί ὅταν ἐμφανίσθηκε στήν γῆ μέ τήν δική μας μορφή, ὄχι σάν νά κατοίκησε μέσα σέ ἄνθρωπο, ἀλλά ὅτι ὁ ἴδιος ἔγινε ἄνθρωπος κατά φύση, διασώζοντας ὁπωσδήποτε τήν δική του δόξα».

  Καί προσθέτει ὁ Ἅγιος Κύριλλος «ὅτι εἶναι λάθος καί πολύ ἐπιζήμιο τό νά κόβουν σέ δύο καί νά τοποθετοῦν χωριστά τόν ἄνθρωπο καί τόν Λόγο, γιατί δέν τό ἐπιτρέπει τό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας καί ἡ θεόπνευστη Γραφή, φωνάζει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἕνας. Δὲν πρέπει ὅμως, λέγω ἐγώ, νά λέγεται Χριστός Ἰησοῦς οὔτε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ χωρίς τήν ἀνθρώπινη φύση, οὔτε καί ὁ ναός πού γεννήθηκε ἐκ γυναικός, χωρίς νά ἔχη ἑνωθῆ μέ τόν Λόγο. Γιατί Χριστός νοεῖται ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι συνενωμένος μέ τήν ἀνθρώπινη φύση, μέ ἕνωση κατ’ οἰκονομία καί ἀπερίγραπτη καί εἶναι ἀνώτερος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ὡς κατά φύση Θεός καί Υἱός, ὑποδεέστερος ὅμως κατά τι ἀπό τήν θεϊκή δόξα, ὡς ἄνθρωπος. Γιά αὐτό ἄλλοτε ἔλεγε, “Αὐτός πού εἶδε ἐμένα, εἶδε τόν Πατέρα”, “Ἐγώ καί ὁ Πατέρας εἴμαστε ἕνα”, καί ἄλλοτε πάλι· “Ὁ Πατέρας μου εἶναι μεγαλύτερος ἀπό ἐμένα”. Ἐπειδή δηλαδή δέν εἶναι κατώτερος ἀπό τόν Πατέρα, ὡς πρός τήν ταυτότητα τῆς οὐσίας καί τήν ἰσοτιμία του σέ κάθε τι ἄλλο, εἶναι κατώτερος ἐξαιτίας τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς του. Ἀλλά καί μέσα ἀπό τίς ἅγιες Γραφές κηρύσσεται ἄλλοτε ὡς πλήρης ἄνθρωπος, ἐνῶ ἀποσιωπᾶται κατ’ οἰκονομία ἡ θεότητά του, καί ἄλλτε πάλι κηρύσσεται Θεός, ἐνῶ ἀποσιωπᾶται ἡ ἀνθρώπινη φύση του. Δέν ἀδικεῖται ὅμως μέ κανένα τρόπο μέ τήν ἑνότητα καί τῶν δύο», λέγει ὁ θεῖος Πατήρ.

  Εἶναι ἀναμφισβήτητο γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ὑπῆρξε μέγιστος Πατέρας καί Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος κατέδειξε ἐμφατικά τήν πραγματική ἕνωση τῶν δύο ἀσυγχύτων φύσεων, τῆς θείας καί τῆς ἀνθρωπίνης, ἐν τῇ ὑποστάσει τοῦ Υἱοῦ, τοῦ Θεοῦ Λόγου, τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ ἀλήθεια αὐτή ἀποτελεῖ προϋπόθεση ἀπόλυτη γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.

  Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γίνεται ἄνθρωπος, καί καλεῖται δεύτερος Ἀδάμ, ὄχι γιά νά δημιουργήση νέα ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά γιά νά θεραπεύση, νά σώση καί νά ὁδηγήση στό μακάριον τέλος, ὅ,τι δέν μπόρεσε νά κάνει ὁ πρῶτος Ἀδάμ. Ἡ ἀνθρώπινη φύση, μέ τήν ὁποία ἑνώνεται ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως καί ἀναλλοιώτως ὁ Θεός Λόγος ἤδη ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι συλλήψεως τῆς Θεοτόκου Μαρίας, πλουτίζεται στήν πληρότητα τῶν θείων χαρισμάτων, καί εἶναι ἀναμάρτητη καί τελεία.

  Ἔτσι, ἡ ἀληθινή γέννηση τοῦ σαρκωθέντος Λόγου, προβάλλεται ἀπό τόν ἅγιο Κύριλλο, πού τονίζει ὅτι ὄντως ἡ Παρθένος Μαρία γέννησε τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, χωρίς αὐτό νά σημαίνη ὅτι γέννησε τήν ἀΐδια θεία φύση, πιστοποιώντας μέ αὐτόν τόν τρόπο ὅτι ἡ Παρθένος Μαριάμ εἶναι καί ὀνομάζεται Θεοτόκος. Ἡ γέννηση τοῦ θείου Λόγου ἀπό τήν Παρθένο δέν ἔγινε ἁπλῶς κατά θέληση ἤ κατ’ εὐδοκίαν, ὅπως ἰσχυρίζονταν οἱ αἱρετικοί τήν ἐποχή τοῦ Κυρίλου, ὁ Νεστόριος καί ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας, ἀλλά μέ τήν πραγματική, τήν καθ’ ὑπόστασιν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὁ Θεός Λόγος καί Υἱός τοῦ Πατρός γεννήθηκε κατά σάρκα, διαφυλάσσοντας ἀκέραιες τίς ἰδιότητες τῶν δύο φύσεων, οἱ ὁποῖες ἐν Αὐτῷ ἑνώθηκαν πλήρως.

  Μετά τήν ἕνωσή τους οἱ δύο φύσεις, ὄντας ἑνωμένες /ἀσυγχύτως/ ἐν τῇ μιᾷ ὑποστάσει τοῦ Θεοῦ Λόγου, διακρίνονται κατά τήν θεωρία, ὁ νοῦς δηλαδή κατανοεῖ /ἀδιαιρέτως/ τήν διαφορά τους· γιά αὐτό ἄλλωστε στό κείμενο ὁ ἅγιος Κύριλλος ἀνέφερε ὅτι «Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ὁ νοῦς βλέπει κάποια διαφορά τῶν φύσεων, γιατί δέν εἶναι ταυτόσημες ἡ θεότητα καί ἡ ἀνθρωπότητα». Τό μυστήριο τῆς συνυπάρξεως τῶν διαφορετικῶν δύο φύσεων στόν Χριστό, ὁ ὁποῖος ὅμως εἶναι μόνον ἕνας κατά τήν ὑπόσταση, κατανοεῖται μέ τό παράδειγμα τοῦ ἀνθρώπου. Στόν ἄνθρωπο μολονότι εἶναι ἕνας, διακρίνουμε θεωρητικά τόν διφυῆ χαρακτήρά του, ὅτι δηλαδή ἐνυπάρχουν σέ αὐτόν καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα, διατηρώντας καί τά δύο στοιχεῖα τίς ἰδιότητές τους.

  Σημειώνει ἐπίσης ὁ ἅγιος Κύριλλος, ὅτι ὁ Χριστός «καί εἶναι ἀνώτερος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως», καταδεικνύοντας ὅτι ἡ κτιστή ἀνθρώπινη φύση δέν συνυπάρχει ὡς ἰσότιμη πραγματιότητα μέ τήν θεία φύση στόν Χριστό, ὥστε τούτη νά ὑπάρχη μέ διακριτή -δική της- ὑπόσταση, μιᾶς καί ἡ ὑπόσταση στήν ὁποία ἀνήκει εἶναι αὐτή τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἐπιβεβαιώνει ἑπομένως, ὅτι στόν Χριστό αὐτό πού ἔχει σημασία εἶναι ὄχι ἡ ἰσοτιμία τῶν δύο φύσεων, ἀλλά ἡ ἀκεραιότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ὥστε ὁλόκληρη νά σωθῆ, νά ἁγιασθῆ καί νά θεωθῆ. Στήν ἐπιστολή 101, ὁ ἅγιος Κύριλλος θά τονίση ὅτι «Τέλειον οὖν ὁ ἡμέτερος νοῦς καί ἡγεμονικόν, ἀλλά ψυχῆς καί σώματος, οὐχ ἁπλῶς τέλειον, Θεοῦ δέ δοῦλον καί ὑποχείριον, ἀλλ’ οὐ συνηγεμονικόν οὐδέ ὁμότιμον…».

  Ἐξηγεῖ δηλαδή, ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ ἀνθρωπίνη φύση, καί τό ἀκραιφνέστερον αὐτῆς, ὁ νοῦς, εἶναι “δοῦλον” καί “ὑποχείριον” τοῦ Θεοῦ, διότι ἀποτελεῖ δημιούργημα καί κτίσμα τοῦ Θεοῦ. Ἔχει τό εἶναι του ἀπό τόν Θεό. Ἔχει ὕπαρξη, ἀλλά δέν εἶναι αὐθύπαρκτος καί αὐθυπόστατος. Ἡ πραγματικότητα αὐτή ἐξηγεῖ τό γιατί στό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως, ἔχουμε ἕνωση ἀκέραιης τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως (πού δέν ἔχει ἀνθρωπίνη -διακριτή- ὑπόσταση), μέ τήν θεία φύση στήν ὑπόσταση τοῦ θεοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος μόνον ἀποτελεῖ αὐθυπόσταση.

  Ὁ θεῖος Παῦλος στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή του γράφει, «ἐπειδή γάρ δι’ ἀνθρώπου ὁ θάνατος, καί δι’ ἀνθρώπου ἀνάστασις νεκρῶν. Ὥσπερ γάρ ἐν τῷ Ἀδάμ πάντες ἀποθνήσκουσιν, οὕτω καί ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται», δηλαδή ἡ σάρκα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ζωοποιός γιά τούς πιστούς, διότι εἶναι τοῦ θείου Λόγου καί ὄχι κάποιου ἄλλου προσώπου. Σημειώνει ὁ ἅγιος Κύριλλος στόν “Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς” λόγου του ὅτι: «Ὅπως τό σῶμα, ἐπειδή ἔγινε σάρκα τοῦ Λόγου πού ζωοποιεῖ τά πάντα, ξεπερνᾶ τήν δύναμη τοῦ θανάτου καί τῆς φθορᾶς, κατά τόν ἴδιο τρόπο ἡ ψυχή, ἐπειδή ἔγινε ψυχή ἐκείνου πού δέν γνωρίζει νά ἁμαρτάνη, στέκεται σταθερά ἀμετακίνητη σέ ὅλα τά ἀγαθά καί εἶναι ἀσύγκριτα πιό δυνατή ἀπό τήν ἁμαρτία πού τήν τυραννοῦσε παλαιότερα. Γιατί ὁ Χριστός εἶναι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος “ὁ ὁποῖος δέν ἔκανε ἁμαρτία οὔτε βρέθηκε δόλος στό στόμα του”, γινόμενος, κατά κάποιο τρόπο, ρίζα καί ἀρχή ἐκείνων πού ἀνακαινίζονται σέ νέα ζωή μέσῳ τοῦ Πνεύματος, γιά νά μεταδώση στό ἀνθρώπινο γένος, μιά γιά πάντα, τήν ἀθανασία τοῦ σώματος καί τήν ἀσφάλεια καί σταθερότητα τῆς θεότητος μέ τήν μέθεξη καί κατά χάρη», ὁ θεῖος Πατήρ μέ τόν λόγο του αὐτό, μᾶς παρουσιάζει τό μυστήριο τῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων τῶν δύο φύσεων ἐν τῇ μιᾷ ὑποστάσει τοῦ Χριστοῦ.

  Γίνεται φανερό ὅτι ἄμεση συνέπεια, ὡς ἀντίδοση ἰδιώματος, τῆς διπλῆς γεννήσεως τοῦ θείου Λόγου, ἀπό τόν Πατέρα ἀχρόνως καί ἀπό τήν Παρθένο Μαρία ἐν χρόνῳ, εἶναι ἡ ζωογόνος δύναμη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ· ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἀπέκτησε ζωογόνο δύναμη καί χαρισματικά προσόντα λόγω ἀκριβῶς τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεώς της μέ τήν θεία φύση.

  Γιά τόν Ἅγιο Κύριλλο ἔχει τεράστια σημασία ἡ ἀπόλυτη ἑνότητα τῆς μιᾶς ὑποστάσεως τοῦ Χριστοῦ, στήν ὁποία ἐνυπάρχουν ἀσύγχυτες, ἀδιαίρετες, ἄτρεπτες καί ἀναλλοίωτες οἱ δύο φύσεις του. Διότι ὁ Χριστός δέν εἶναι μόνον ὁ Σωτήρας τοῦ ἀνθρώπου, γράφει ὁ μακαριστός καθηγητής Στυλιανός Παπαδόπουλος, ἀναφερόμενος στόν μέγα Ἀλεξανδρινό Πατριάρχη, εἶναι καί τό πρότυπο τοῦ ἀνθρώπου καί τό μέτρο του καί τό μέσο, μέ τό ὁποῖο γνωρίζει τόν Θεό καί τόν κόσμο, διότι ἀνακαίνισε-θέωσε τήν ἀνθρώπινη φύση, προσλαμβάνοντάς την χωρίς ἁμαρτία στήν ὑπόστασή Του.

Γεώργιος Κ. Τραμπούλης,

θεολόγος

https://orthodoxostypos.gr