Γράφει ὁ κ. Κωνσταντῖνος Βαθιώτης, τέως Ἀναπληρωτὴς Καθηγητὴς Νομικῆς Σχολῆς Δ.Π.Θ.
ΜΕΡΟΣ ΣΤ΄
ΤΑ ΡΟΜΠΟΤ ΤΟΥ ΤΣΑΠΕΚ
Ἂν αὐτὴ ἡ «στοχοσυμπόρευση» μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ μηχανῆς, γιὰ τὴν ὁποία ἔγινε λόγος στὸ τέλος τοῦ προηγούμενου Μέρους (Ε΄), δὲν ἐπιτευχθεῖ, τότε ὑπάρχει σοβαρὸς κίνδυνος νὰ ἐπαληθευτεῖ ἡ προφητεία τοῦ μυθιστοριογράφου καὶ θεατρικοῦ συγγραφέα Κάρελ Τσάπεκ (Karel Capek), ὅπως παρουσιάσθηκε μέσα ἀπὸ τὸ θεατρικὸ ἔργο του «Τὰ ρομπὸτ» [1], ἐκδοθὲν τὸ 1920:
Η ΕΚΘΡΟΝΙΣΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Σύμφωνα μὲ τὴν σύλληψη τοῦ Τσάπεκ, ἐκείνη τὴν χρονιὰ ἕνας μεγάλος φυσιολόγος, ὁ γερο-Ρόσσουμ, κατέφυγε σὲ ἕνα μακρινὸ νησί, ὅπου προσπάθησε νὰ ἀναπαραγάγει μὲ χημικὲς συνθέσεις τὴν ζωντανὴ ὕλη, ποὺ ὀνομάζεται Πρωτόπλασμα. Τὸ 1932 ἀνακάλυψε μία ὕλη ποὺ συμπεριφερόταν ἀπόλυτα σὰν ζωντανὴ μᾶζα, μολονότι ἡ χημική της σύνθεση ἦταν διαφορετική. Ἐν τέλει, ἀφοῦ ἔφτιαξε ἕνα τεχνητὸ σκύλο, κατάφερε νὰ φτιάξει καὶ ἕνα ἄνθρωπο [2].
Ὅπως χαρακτηριστικὰ γράφει ὁ Τσάπεκ, ὁ γερο-Ρόσσουμ «ἤθελε νὰ ἐκθρονίσει ἐπιστημονικὰ καὶ τὸν Θεό. Ἦταν ἕνας τρομερὸς ὑλιστής, γι’ αὐτὸ τά ’κανε ὅλα. Σκοπός του ἤτανε νὰ ἀποδείξει ὅτι δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ κανέναν Θεό. Γι’ αὐτὸ τὸν εἶχε πιάσει μανία νὰ πλάσει ἕνα ἄνθρωπο ποὺ νὰ μᾶς μοιάζει ἀπολύτως».
ΕΛΛΕΙΨΙΣ ΨΥΧΗΣ
Τὴν κατασκευὴ ρομπὸτ ἔχoυν ἀναλάβει τὸ ἐργοστάσιο Ρόσσουμ Οὐνιβέρσαλ Ρομπὸτ (R.U.R.), γενικὸς διευθυντὴς τῶν ὁποίων εἶναι ὁ Χάρρυ Ντομίν. Ὅταν ἐπισκέπτεται τὶς ἐγκαταστάσεις τοῦ ἐργοστασίου ἡ κόρη τοῦ Προέδρου Ἕλενα Γκλόρυ, ἡ ὁποία θέλει νὰ ἐνημερωθεῖ γιὰ τὴν παραγωγὴ καὶ τὴν λειτουργία τῶν ρομπότ, προσπαθεῖ νὰ κατανοήσει ὅτι «τὰ ρομπὸτ δὲν εἶναι ἄνθρωποι. Μηχανικά, εἶναι τελειότερα ἀπό μᾶς, ἔχουνε μία καταπληκτικὴ λογικὴ ἀντίληψη, ἀλλὰ δὲν ἔχουνε ψυχὴ» [3]. Φθάνει, μάλιστα, σὲ σημεῖο νὰ ἀκούσει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Χάρρυ ὅτι «τὸ ἔργο τοῦ μηχανικοῦ εἶναι τεχνικὰ ἀρτιότερο ἀπ’ τὸ ἔργο τῆς φύσης» καὶ ὅτι «ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἰδέα ἀπὸ μοντέρνα τεχνολογία» [4].
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΤΕΛΗΣ
Ἐν συνεχείᾳ ὁ Φάμπρυ, τεχνικὸς διευθυντὴς τοῦ ἐργοστασίου, ἐξηγεῖ στὴν Ἕλενα ποὺ δὲν ἐννοεῖ νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι τὰ ρομπὸτ δὲν ἔχουν συναισθήματα, ὅτι «τίποτα δὲν διαφέρει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὅσο τὸ ρομπὸτ» [5] καὶ ὅτι τὰ ρομπὸτ φτιάχτηκαν γιὰ νὰ δουλεύουν: «Ἕνα ρομπὸτ ἀντικαθιστᾶ δυόμισι ἐργάτες. Ἡ ἀνθρώπινη μηχανή […] ἦταν ἀπίστευτα ἀτελής. Ἔπρεπε κάποτε νὰ παραμεριστεῖ. […] εἶναι μεγάλη πρόοδος νὰ γεννᾶς μὲ μία μηχανή. Εἶναι πιὸ ἄνετο καὶ πιὸ γρήγορο. Κάθε ἐπιτάχυνση εἶναι πρόοδος» [6].
Καθὼς ἡ Ἕλενα ἐπιμένει ὅτι θέλει νὰ συμβάλει στὴν ἀπελευθέρωση τῶν ρομπότ, τὰ ὁποῖα «πρέπει νὰ τά… μεταχειριζόμαστε σὰν ἀνθρώπους», ὁ δρ Χαλλεμάγιερ, διευθυντὴς τοῦ ἱδρύματος ψυχολογίας καὶ ἐκπαίδευσης τῶν ρομπότ, τὴν ρωτᾶ εἰρωνικὰ μήπως θὰ ἔπρεπε νὰ ψηφίζουν, νὰ πίνουν μπίρα, νὰ μᾶς διατάζουν ἀλλὰ καὶ νὰ ψηφίζουν [7]. «Στὰ ρομπότ», συμπληρώνει, «τίποτα δὲν κάνει κέφι». Εἶναι «ἀπίστευτα λογικά, ἀλλὰ τίποτ’ ἄλλο. Χωρὶς θέληση. Χωρὶς πάθη. Χωρὶς παράδοση. Χωρὶς ψυχή. […] Τὰ ρομπὸτ δὲν ἀγαπᾶνε τίποτα, οὔτε τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό τους».
ΜΗΧΑΝΑΙ ΔΙΑ ΤΑ ΠΑΝΤΑ
Στὴν συζήτηση ποὺ ἀκολουθεῖ ἀνάμεσα στὴν Ἕλενα καὶ στὰ στελέχη τοῦ ἐργοστασίου, ὁ Χάρρυ ἀφηγεῖται τὸ ὅραμά του: σὲ δέκα χρόνια «ὅλα θὰ τὰ κάνουν οἱ ζωντανὲς μηχανές»: «Τὰ ρομπὸτ θὰ μᾶς ντύνουν καὶ θὰ μᾶς ταΐζουν. Τὰ ρομπὸτ θὰ φτιάχνουν τοῦβλα καὶ θὰ μᾶς χτίζουν σπίτια. Τὰ ρομπὸτ θὰ κρατᾶνε τοὺς λογαριασμούς μας καὶ θὰ σκουπίζουν τὶς σκάλες μας. Δὲν θὰ ὑπάρχει πιὰ καμία ἐργασία. Ὁ ἄνθρωπος θὰ κάνει πιὰ μόνο αὐτὸ ποὺ τοῦ ἀρέσει. Θ’ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ βάσανα καὶ θὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸν ἐξευτελισμὸ τῆς ἐργασίας. Θὰ ζεῖ μόνο, γιὰ νὰ γίνεται τελειότερος».
Τελικῶς, «θὰ πάψει ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι ὑπηρέτης τοῦ ἀνθρώπου καὶ σκλάβος τῆς ὕλης. Οἱ κοπιῶντες καὶ οἱ πεινῶντες θὰ κάθονται μπροστὰ σὲ γεμάτα τραπέζια. Τὰ ρομπὸτ θὰ πλένουν τὰ πόδια τοῦ ζητιάνου καὶ θὰ τοῦ ἑτοιμάζουν μία κλίνη στὸ δικό του σπίτι. Κανεὶς δὲν θὰ πληρώνει πιὰ τὸ ψωμί του μὲ σπατάλη τῆς ζωῆς καὶ μὲ μῖσος. Δὲν θὰ εἶσαι πιὰ ἐργάτης, δὲν θὰ εἶσαι πιὰ ὑπάλληλος. Δὲν θὰ σκάβεις πιὰ τὴ γῆ γιὰ κάρβουνο, δὲν θὰ κάθεσαι μπρὸς ἀπὸ μία ψυχρὴ μηχανή. Δὲν θὰ σπαταλᾶς πιὰ τὴν ψυχή σου στὴ δουλειὰ ποὺ τὴν καταριέσαι» [8].
ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ;
Στὴν παρατήρηση τοῦ κτίστη Ἄλκουιστ, τοῦ προϊσταμένου τῶν κτηριακῶν ἐγκαταστάσεων τοῦ ἐργοστασίου, ὅτι «αὐτὸ ποὺ περιγράφει μοιάζει πάρα πολὺ μὲ παράδεισο», διευκρινίζοντας, ὡστόσο, ὅτι «ὑπῆρχε μία καλωσύνη στὸ νὰ ὑπηρετεῖς καὶ μία μεγαλωσύνη στὸ νὰ ὑποτάσσεσαι», καθὼς καὶ «ἕνα εἶδος ἀρετῆς στὴν ἐργασία καὶ στὸν κάματο», ὁ Χάρρυ Ντομὶν δίνει μίαν ἀπάντηση στὴν ὁποία προεξάρχει ἡ «ἐκ βάθρων ἀλλαγὴ τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Ἀδάμ»:
«Δὲν θὰ τρώγεις πλέον τὸν ἄρτον σου ἐν τῷ ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου. Δὲν θὰ γνωρίσεις πλέον πεῖνα καὶ δίψα, κάματον καὶ ταπείνωσιν. Θὰ ἐπανέλθεις εἰς τὸν Παράδεισον, ὅπου σὲ ἔτρεφεν ἡ χεὶρ τοῦ Κυρίου. Θὰ εἶσαι ἐλεύθερος καὶ εὐδαίμων. Δὲν θά ’χεις κανένα ἄλλο καθῆκον, καμία ἄλλη ἐργασία, καμία ἄλλη φροντίδα, παρὰ μόνο πῶς νὰ γίνεσαι τελειότερος. Οὔτε τὸν ἄνθρωπο θὰ ὑπηρετεῖς, οὔτε τὴν ὕλη. Δὲν θὰ εἶσαι μηχανὴ καὶ μέσο παραγωγῆς. Θὰ εἶσαι ὁ Κύριος τῆς Δημιουργίας» [9].
ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ
Ἡ ὀρθὴ θεολογικὴ ἀπάντηση γιὰ τὴν ἀνταρσία τοῦ ἀνθρώπου ἐναντίον τοῦ Δημιουργοῦ, ἡ ὁποία θυμίζει τὴν ἀνυπακοὴ τῶν Πρωτοπλάστων ποὺ ἐπιθύμησαν τὴν ἀθανασία (ἡ Τεχνητὴ Νοημοσύνη θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς τὸ «μεταπατορικὸ ἁμάρτημα»), δίδεται ἀπὸ τὸν Τσάπεκ μέσῳ τῆς Νανᾶς, δηλ. τῆς καμαριέρας τῆς Ἕλενας, ἡ ὁποία ἐκφράζει τὴν ἀηδία της γι’ αὐτὰ τὰ ἄθεα δημιουργήματα, τὰ ρομπότ: [10] «αὐτὸ [ἐνν.: ἡ δημιουργία τῶν ρομπὸτ] εἶναι ἁμαρτία, αὐτὰ εἶναι ἔργα τοῦ Σατανᾶ, νὰ φτιάνουνε μὲ τὶς μηχανὲς αὐτὰ τὰ σκιάχτρα. Βλαστημᾶνε τὸν Κύριο […], βρίζουν τὸν Δημιουργό, ποὺ μᾶς ἔπλασε κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή του. […]. Μαγαρίσατε τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Θὰ ρίξει φωτιὰ ὁ Θεὸς καὶ θὰ μᾶς κάψει, θὰ τὸ δεῖτε, θὰ μᾶς τιμωρήσει σκληρά!».
ΟΡΓΑΝΩΣΙΣ ΤΩΝ ΡΟΜΠΟΤ
Σὲ ἑπόμενη στιχομυθία μεταξὺ τῆς Ἕλενας καὶ τῆς Νανᾶς, στὸ ἐπίκεντρο τῆς ὁποίας βρίσκονται οἱ πληροφορίες ὅτι ἱδρύθηκε ἡ πρώτη ὀργάνωση τῶν ρομπὸτ («οἱ ἐργάτες-ρομπότ, οἱ ὑπάλληλοι-ρομπὸτ τῶν ταχυδρομείων, οἱ ναῦτες καὶ στρατιῶτες ρομπὸτ ἀπηύθυναν ἔκκληση στὰ ρομπὸτ ὅλου τοῦ κόσμου» [11]) καὶ ὅτι «κατὰ τὴν παρελθοῦσαν ἑβδομάδα οὐδεμία γέννησις ἀνεκοινώθη», ἡ Νανὰ ἀποφαίνεται ὅτι «ἦλθε ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου»: [12] «Αὐτὸ εἶναι τὸ τέλος τοῦ κόσμου. Σὰν ξιπασμένοι Βελζεβούληδες τολμήσατε νὰ φτιάξετε ὅ,τι φτιάνει ὁ Μεγαλοδύναμος. Ἀθεΐα, βλαστημία, εἶν’ αὐτό. Βουληθήκατε νὰ γίνετε θεοί! Ὅπως ξαπόστειλε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Παράδεισο, ἔτσι θὰ τὸν ξαποστείλει κι ἀπὸ τὸν κόσμο!».
ΤΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
Στὴν συζήτηση παρεμβάλλεται καὶ ὁ κτίστης Ἄλκουιστ, ὁ ὁποῖος παραπονεῖται στὴν Ἕλενα γιὰ τὴν ἀπειλὴ τῆς προόδου ποὺ τοῦ προκαλεῖ ὄχι ἁπλῶς φόβο, ἀλλὰ ἴλιγγο (ἀντιθέτως, κανέναν ἴλιγγο δὲν νιώθει πάνω στὴν σκαλωσιὰ – «δὲν ξέρετε τί καλὸ κάνει στὰ χέρια νὰ σηκώνουν ἕνα τοῦβλο, νὰ τὸ τοποθετοῦν καὶ νὰ τὸ στεριώνουν») [13]. Γι’ αὐτὸ καταφεύγει στὴν λύση τῆς προσευχῆς: «Κύριε, σ’ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ καταπόνησες. Πανάγαθε Θεέ, φώτισε τὸν κύριο Ντομὶν κι ὅλους ἐκείνους ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὸν ἴσιο δρόμο. Κατάστρεψε τὸ ἔργο τους καὶ βοήθησε τοὺς ἀνθρώπους νὰ ξαναγυρίσουν στὶς φροντίδες καὶ στὴν ἐργασία. Προφύλαξε τὸ γένος τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν καταστροφή. Προστάτεψέ το ἀπὸ τὰ δεινὰ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Ἀπάλλαξέ μας ἀπὸ τὰ ρομπὸτ καὶ φύλαγε τὴν κυρία Ἕλενα. Ἀμήν».
Παρότι ὁ Ἄλκουιστ δὲν εἶναι ἀπολύτως βέβαιος ἂν πιστεύει στὸν Θεό, θεωρεῖ ὅτι εἶναι καλύτερο νὰ προσεύχεται παρὰ νὰ σκέφτεται, ὥστε νὰ γαληνεύει ἡ ψυχή του, καθὼς βλέπει μπροστά του τὴν καταστροφὴ τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Λύνει δὲ τὴν ἀπορία τῆς Ἕλενας, γιατί πλέον οἱ γυναῖκες δὲν γεννᾶνε παιδιά: «Γιατί ὁ μόχθος τοῦ ἀνθρώπου ἔγινε περιττός, γιατί ὁ πόνος εἶναι περιττός, γιατί ὁ ἄνθρωπος δὲν χρειάζεται νὰ κάνει πιὰ τίποτα, τίποτα, τίποτα, παρὰ μόνον ν’ ἀπολαμβάνει». Ὁλοκληρώνει δὲ τὴν τοποθέτησή του μὲ τὴν ἑξῆς ἀποφθεγματικὴ ρήση: «δὲν ὑπάρχει τίποτα χειρότερο γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ νὰ κάνεις τὸν κόσμο παράδεισο!» [14].
ΕΞΕΓΕΡΣΙΣ ΤΩΝ ΡΟΜΠΟΤ
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐντοπίζεται ἡ πρώτη περίεργη συμπεριφορὰ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν ρομπότ. Τὸ ρομπὸτ Ράντιους, τὸ ὁποῖο πλάσθηκε ἀπὸ τὸν δρ Γκὰλλ διαφορετικὸ ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα, ἐμφανίζεται ἐνώπιον τῆς Ἕλενας καὶ τῆς ἀνακοινώνει ὅτι δὲν θέλει νὰ δουλεύει γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, «δὲν θέλει ἀφεντικά», «θέλει νὰ εἶναι ἀφεντικὸ σὲ ἀνθρώπους» [15]. Ὁ δρ Γκὰλλ ἐξετάζει τὸ ρομπὸτ καί, ἀκολούθως, λέει στὴν Ἕλενα ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ μία ἁπλὴ κρίση ποὺ παθαίνουν συνήθως τὰ ρομπότ, ἀλλὰ μοιάζει μὲ «πεῖσμα, ὀργή, ἀνταρσία»· ἡ καρδιά του κτυποῦσε σὰν νὰ ἦταν ἀνθρώπου, «εἶχε πνιγεῖ στὸν ἱδρώτα ἀπὸ φόβο», «αὐτὸς ὁ ἀχρεῖος δὲν εἶναι πιὰ ρομπὸτ» [16].
Ἐν συνεχείᾳ πληροφορούμαστε ὅτι, μετὰ τὴν ἵδρυση τῆς ὀργάνωσης τῶν ρομπότ, πραγματοποιήθηκε ἡ ἐξέγερσή τους. Τὰ στελέχη τοῦ ἐργοστασίου R.U.R., μόλις ἀντικρύζουν νὰ ἔρχεται ἕνα πλοῖο τηρώντας τὴν ὥρα τοῦ προγραμματισμένου δρομολογίου ὑπολαμβάνουν ὅτι ἡ ἐξέγερση ἔχει κατασταλεῖ. Συμβαίνει τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο: Ἡ ἐξέγερση ἔχει ἐξαπλωθεῖ πρὸς πᾶσα κατεύθυνση καὶ τώρα ἔφθασε καὶ στὸ δικό τους νησί. Τὸ πλοῖο εἶναι γεμᾶτο ἀπὸ δέματα μὲ προκηρύξεις, στὶς ὁποῖες ἡ ὀργάνωση τῶν ρομπὸτ «κηρύσσει τὸν ἄνθρωπο ἐκτὸς νόμου καὶ ἐχθρό τοῦ σύμπαντος» καὶ διατάζει τὰ ρομπὸτ ὅλου τοῦ κόσμου νὰ ἐξολοθρεύσουν τοὺς ἀνθρώπους [17]. (Συνεχίζεται…)
Σημειώσεις:
[1] Μτφ.: Π. Σκούφης, ἔκδ. Δωδώνη, Ἀθήνα 2013. [2] Τσάπεκ, Τὰ ρομπότ, ὅ.π., σελ. 23-25. [3] Τσάπεκ, ὅ.π., σελ. 28. [4] Τσάπεκ, ὅ.π., σελ. 28/29. [5] Τσάπεκ, ὅ.π., σελ. 40. [6] Τσάπεκ, αὐτόθι. [7] Τσάπεκ, ὅ.π., σελ. 41. [8] Τσάπεκ, ὅ.π., σελ. 45. [9] Τσάπεκ, ὅ.π., σελ. 46. [10] Τσάπεκ, ὅ.π., σελ. 54 (ἡ ἔμφαση στὸ πρωτότυπο). [11] Τσάπεκ, ὅ.π., σελ. 61. [12] Τσάπεκ, ὅ.π., σελ. 62. [13] Τσάπεκ, ὅ.π., σελ. 64. [14] Τσάπεκ, ὅ.π., σελ. 66. [15] Τσάπεκ, ὅ.π., σελ. 69. [16] Τσάπεκ, ὅ.π., σελ. 71. [17] Τσάπεκ, ὅ.π., σελ. 86.