Κάποτε σέ ἕνα λιμάνι κατέφθασε ἕνα ἐμπορικό πλοῖο. Δύο Ἄγγλοι ναῦτες, θέλησαν νά πᾶνε νά διασκεδάσουν τό βράδυ. Ήπιαν καί γλέντησαν ὅλο τό βράδυ καί τά ξημερώματα, μπήκανε μέσα στή βάρκα, γιά νά ἐπιστρέψουν στο πλοῖο. Πιάσανε τά κουπιά οἱ 2 τους καί ἄρχισαν νά κωπηλατοῦν. Ξημέρωσε ὅμως καί οἱ 2 ναῦτες δέν εἶχαν φύγει από το μουράγιο.
Τούς πήρανε ἐκεῖ χαμπάρι οἱ κάτοικοι καί ἄρχισαν να μαζεύονται καί να γελοῦν μέ τό θέαμα πού ἔβλεπαν. Αὐτοί μεθυσμένοι ὅπως ἦταν, δέν ἔλυσαν τή βάρκα. Ἡ βάρκα ήταν δεμένη καί αὐτοί κωπηλατοῦσαν χωρίς να προχωράει ἡ βάρκα.
Ετσι εἶναι καί στήν προσευχή.
Τούς πήρανε ἐκεῖ χαμπάρι οἱ κάτοικοι καί ἄρχισαν να μαζεύονται καί να γελοῦν μέ τό θέαμα πού ἔβλεπαν. Αὐτοί μεθυσμένοι ὅπως ἦταν, δέν ἔλυσαν τή βάρκα. Ἡ βάρκα ήταν δεμένη καί αὐτοί κωπηλατοῦσαν χωρίς να προχωράει ἡ βάρκα.
Ετσι εἶναι καί στήν προσευχή.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κωπηλατούμε, ζητᾶμε, λέμε τίς ἀνάγκες μας στήν προσευχή μας, ἀλλά ἡ ἁμαρτία μᾶς κρατάει στο μουράγιο, δεν πάει στον προορισμό της. Θα πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ἀφήσει τήν ἁμαρτία, γιά νά μπορέσει να παρουσιαστεῖ στό Θεό. Δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι δίψυχος. Νά ἐργάζεται τήν ἁμαρτία καί νά εἶναι καί μέ τό Θεό.
Δημήτριος Παναγόπουλος-Ιεροκήρυκας
