ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025

Αἱ κύριαι θέσεις τῆς θεωρίας τοῦ πρωτείου τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἡ κριτική τους* – 2ον

Γράφει ὁ Ἡγούμενος π. Διονύσιος (Σλένωφ),

Προϊστάμενος τῆς Ἱ. Μ. Ἁγίου Ἀνδρέου, Διευθυντὴς τῆς Συνοδικῆς Βιβλιοθήκης

2ον.-Τελευταῖον

5. Μόνον ὁ Πατριάρχης Κων/λεως ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ διοικῆ τὴν παγκόσμιον διασπορὰν

  Σὲ γενικὲς γραμμές, μπορεῖ κανεὶς νὰ σημειώσει ὅτι πάνω στὴν ἑλληνο-αμερικανικὴ ἑλληνικὴ ποίμνη στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1900 ἕως τὴ δεκαετία τοῦ 1920 δοκιμάστηκε ἕνα μοντέλο διοίκησης τῆς διασπορᾶς, τὸ ὁποῖο σύντομα ἄρχισε νὰ ἀναπαράγεται καὶ σὲ σχέση μὲ ἄλλες περιοχὲς τοῦ κόσμου. Πρέπει, ὡστόσο, νὰ ληφθεῖ ὑπόψη ὅτι αὐτὸ τὸ ἀποκλειστικὸ δικαίωμα στὴ διασπορά, ποὺ ἀξιώνεται ἀκόμη καὶ σήμερα στὶς ἀρχὲς τοῦ 21ου αἰώνα, δὲν ἀνταποκρίνεται στὰ πραγματικὰ δικαιώματα τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως οὔτε κατὰ τὴν περίοδο ἀκμῆς τοῦ Βυζαντίου, οὔτε κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας.

  Στὴν πραγματικότητα, κατὰ τὴν περίοδο ἀπὸ τὸ 1922 (δημιουργία τῶν Μητροπόλεων Θυατείρων καὶ Ἀμερικῆς) ἕως τὸ 2008 (δημιουργία τῆς Μητροπόλεως Σιγκαπούρης), ὁλόκληρος ὁ κόσμος, μὲ ἐξαίρεση τὴν ἄμεση δικαιοδοσία ἄλλων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ἐκεῖνες τὶς περιοχές, ὅπου προβλεπόταν σύγκρουση συμφερόντων ἢ ἦταν ἐντελῶς ἀπελπιστικές, βρέθηκε ὑπὸ τὴ δικαιοδοσία τῆς διασπορᾶς τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ἐκτὸς τῆς δραστηριότητας τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως παρέμεινε ἡ ἤπειρος τῆς Ἀφρικῆς, καθὼς σχετιζόταν μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξάνδρειας, ἂν καὶ ἡ Ἀφρικὴ ἐκτὸς τῆς ἀρχαίας δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας θὰ μποροῦ­σε κι αὐτή, ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς Κωνσταντινούπολης, νὰ ἀνήκει στὶς περιοχὲς τῆς διασπορᾶς.

  Οἱ 12 περιφέρειες τῆς διασπορᾶς, ποὺ καθορίστηκαν στὴν 4η Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Συνάντηση τὸ 2009, ἀποδείχθηκαν πρακτικὰ πανομοιότυπες μὲ αὐτὲς τὶς ἑλληνικὲς μητροπόλεις, οἱ ὁποῖες διεκδικοῦν πλήρη ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία στὶς περιοχές τους.

  Στὸν παγκόσμιο χῶρο ὑπῆρχαν καὶ συνεχίζουν νὰ ὑπάρχουν ἄλλες ὀρθόδοξες διασπορὲς μὲ τὶς δικές τους διαιρέσεις σὲ ἐπαρχίες. Ἰδιαίτερα ἰσχυρὲς διασπορὲς διέθεταν οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ρωσίας, τῆς Ἀντιοχείας, τῆς Σερβίας καὶ τῆς Πολωνίας. Αὐτὲς ἀκριβῶς οἱ Ἐκκλησίες ἦταν οἱ κύριοι ἀντίπαλοι τῆς συγκέντρωσης ὅλων τῶν διασπορῶν ὑπὸ τὴν ἐξουσία τῆς Κωνσταντινούπολης. Ὡστόσο, γιὰ χάρη τῆς ἐκκλησιαστικῆς εἰρήνης καὶ τῆς διατήρησης τῆς ἑνότητας, ἐπιτράπηκε ἡ πραγματοποίηση Ἐπισκοπικῶν Συν­όδων σὲ σχέση μὲ τὶς μητροπόλεις τῆς διασπορᾶς τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, τῶν ὁποίων οἱ προϊστάμενοι θὰ ἔπρεπε νὰ προεδρεύουν τῶν ἴδιων τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνόδων. Γιὰ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, αὐτὸ ἦταν ἕνα ὁρισμένο μικρὸ κέρδος, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ὁλοκληρωθεῖ μὲ τὴν πλήρη ὑποταγὴ ὅλης τῆς διασπορᾶς σὲ αὐτὸ σὲ μία Πανορθόδοξη Σύνοδο.

  Στὸ ἔγγραφο τῆς συνόδου τῆς Κρήτης γιὰ τὴ διασπορὰ παρατίθεται ὁ κατάλογος τῶν μητροπόλεων τῆς διασπορᾶς τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως γιὰ τὸ 2016, μὲ τὴν προσθήκη τῆς Καναδικῆς Μητροπόλεως στὴν πρώτη θέση. Αὐτὸς ὁ κατάλογος γίνεται ἀντιληπτὸς ἀπὸ τοὺς ὑποστηρικτὲς τῆς θεωρίας τοῦ πρωτείου ὡς ὁ κανονιστικὸς κατάλογος περιοχῶν ὅλης τῆς παγκόσμιας ὀρθόδοξης διασπορᾶς. Ἡ ἀσάφεια, ποὺ εἶναι ἐνσωματωμένη στὴν ἀρχὴ τοῦ ἐγγράφου (ἐθνοφυλετισμὸς – ἀντ-ἐθνοφυλετισμός), παραμένει σὲ πλήρη ἔκταση. Δὲν μποροῦσαν νὰ τὴν ἐξαλείψουν ἐκεῖνοι ποὺ βλέπουν σὲ αὐτὲς τὶς ἑλληνικὲς περιοχὲς τῆς διασπορᾶς ἕνα χῶρο, γιὰ νὰ συμπεριληφθοῦν πιστοὶ ἄλλων ἐθνικῶν Ἐκκλησιῶν ποὺ ζοῦν ἔξω ἀπὸ τὶς χῶρες τους.

  Ὁ ὑποστηρικτὴς τῆς θεωρίας τοῦ πρωτείου π. Ἰωάννης Ριέρα θεωρεῖ ὅτι τὰ δικαιώματα τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως πάνω στὴ διασπορὰ πηγάζουν ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν θεωρία τοῦ πρωτείου, ἐὰν αὐτὴ ἀναγνωριστεῖ. Λὲς καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης, ὡς Ἐκκλησία-Μητέρα, ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ διοικεῖ ὅλη τὴ διασπορά. Ὡστόσο, δεδομένου ὅτι δέν ἀποδεικνύεται ἡ θεωρία τοῦ πρωτείου, καὶ ἡ διασπορὰ ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ὡς μέρος αὐτῆς τῆς θεωρίας, ἀποδεικνύεται ἐξίσου ἀντικανονικὴ ὅσο καὶ ὁλόκληρη ἡ θεωρία.

 Ἡ ἀπόρριψη τοῦ μοντέλου διοίκησης τῆς διασπορᾶς ποὺ προτείνει ἡ Κωνσταντινούπολη θέτει νέα καθήκοντα στὴν παγκόσμια Ὀρθοδοξία καὶ κάθε Τοπικὴ Ἐκκλησία. Χωρὶς νὰ προσπαθοῦμε νὰ προβλέψουμε τὴν ἀπόφαση ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ληφθεῖ σὲ πανορθόδοξο ἐπίπεδο, γιὰ νὰ βελτιωθεῖ ἡ κατάσταση μὲ τὴ διασπορά, μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι καὶ ἡ σημερινὴ κατάσταση τῆς διασπορᾶς – ἔστω καὶ ἐξωτερικὰ ἑτερογενὴς – μπορεῖ νὰ ἀποδειχθεῖ πιὸ ἐπιτυχημένη ἀπὸ τὸ μηχανιστικὸ σχέδιο διασπορᾶς ὑπὸ τὴν ἡγεσία τῆς Κωνσταντινούπολης, χωρὶς τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς γνήσιας ἀδελφότητας. Στὴν προοπτική, θὰ πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν μηχανισμοὶ ἀλληλεπίδρασης μεταξὺ τῶν διασπορῶν διαφόρων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, καί, πιθανῶς, τόσο δευτερεύουσες ὅσο καὶ κύριες περιπτώσεις νὰ ἐπιλύονται ἀτομικά. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες δὲν ἄφησαν κανόνες γιὰ τέτοιες περιπτώσεις. Ἡ Ἐκκλησία πάντα ἔζησε καὶ ζεῖ λαμβάνοντας ὑπόψη τὰ γεγονότα στὸν κόσμο. Παρόλα αὐτά, λαμβάνοντας ὑπόψη τὴν τρέχουσα κατάσταση, πρέπει κανεὶς νὰ συμβάλει προσεκτικὰ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο – κατὰ τὴ μορφὴ καὶ κατὰ τὸ πνεῦμα.

  Μπορεῖ κανεὶς νὰ θέσει τὸ ἐρώτημα: ἀλλὰ τί πρέπει νὰ γίνει, ἐὰν στὸν σύγχρονο κόσμο δὲν μπορεῖ νὰ ὀργανωθεῖ ἡ ἐκκλησιαστικὴ διασπορὰ σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχὴ «μία πόλη – ἕνας ἐπίσκοπος»; Εἶναι δύσκολο νὰ βρεθεῖ μία ἀπάντηση σὲ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα. Ὡστόσο, ὁ περιορισμὸς τῶν δικαιωμάτων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καὶ ἡ ἀπόδοση σὲ μία μόνο Ἐκκλησία, τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐκείνων τῶν δικαιωμάτων ποὺ ἱστορικὰ δὲν τῆς ἀνῆκαν, οὔτε στὴν ἐποχὴ τοῦ Βυζαντίου, οὔτε στὴν ἐποχὴ τῆς Τουρκοκρατίας, δὲν εἶναι λύση. Ἐὰν ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἀσκοῦσε ἀξιοπρεπῶς τὸ πρωτεῖο τιμῆς του καὶ μὲ πνεῦμα ταπεινοφροσύνης ὑπηρετοῦ­σε τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες, τότε, ἴσως, τὸ ζήτημα τῆς διασπορᾶς θὰ μποροῦσε – μὲ ἀμοιβαῖες συμφωνίες – νὰ συντονιστεῖ μὲ μεγαλύτερη ἀκρίβεια τόσο μὲ τὶς πραγματικὲς ἁρμοδιότητες τῆς ἴδιας τῆς Κωνσταντινούπολης, ὅσο καὶ μὲ τὰ καθήκοντα τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν, σὲ πνεῦμα εἰρήνης καὶ συμφωνίας. Ἀλλὰ στὴν τρέχουσα συγκρουσιακὴ κατάσταση, ποὺ ἐπιδεινώθηκε λόγῳ τῆς καταπίεσης τῆς Ἐκκλησίας στὴν Οὐκρανία, οἱ ἀξιώσεις τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως νὰ διοικεῖ τὶς διασπορὲς ὅλων τῶν ὑπολοίπων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ἀκούγονται ἰδιαίτερα προκατειλημμένες, ἀφοῦ ἐκεῖνος ποὺ ἔγινε ὁ ἐμπνευστὴς τοῦ σχίσματος δὲν μπορεῖ νὰ διοικεῖ ἐνορίες ποὺ σκέπτονται τὸν ἑαυτό τους σὲ ὀργανικὴ σχέση μὲ ἄλλες Τοπικὲς Ἐκκλησίες, εἰδικὰ μὲ ἐκεῖνες ποὺ δὲν ἀναγνωρίζουν τὸ ἐν λόγῳ σχίσμα.

6. Μόνον ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δύναται νὰ συγκαλῆ σύνοδον προκαθημένων ἢ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον

  Ἡ Ρωσικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὴν ἱστορία της ἀναγνώριζε τὸ πρωτεῖο τῆς τιμῆς καὶ τὸν συντονιστικὸ ρόλο τῆς Κωνσταντινούπολης, ὁ ὁποῖος βασιζόταν στὴν ἱστορικὰ διαμορφωμένη αὐθεντία της. Ὅμως, ὅταν ὁ συντονιστὴς διεκδικεῖ ἐξουσίες, ὅπως κάνει ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, τότε τὸ ἴδιο τὸ πρωτεῖο τῆς τιμῆς, ὅπως καὶ ἕνας τέτοιος συντονιστικὸς ρόλος, γίνεται ἀπαράδεκτο. Αὐτὲς οἱ θέσεις γίνονται κατανοητὲς σὲ σχέση μὲ τὸ ἐρώτημα ποιὸς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ συγκαλεῖ Πανορθόδοξη Σύνοδο.

Στὴν 1η χιλιετία (καὶ θεωρητικὰ καὶ στὴ 2η) τὸ δικαίωμα σύγκλησης τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀνῆκε ἀποκλειστικὰ στὸν βυζαντινὸ Αὐτοκράτορα. Ἡ σύγχρονη ἀκαδημαϊκὴ παρουσίαση τοῦ ρόλου τῶν Αὐτοκρατόρων/Βασιλέων στὴ σύγκληση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἔχει γίνει ἀπὸ τὸν πρωτοπρεσβύτερο Ν. Ἀφανάσιεφ καὶ τὸν F. Lauritzen.

  Ὁ ἀρχαῖος ἐκκλησιαστικὸς ἱστορικὸς Σωκράτης ὁ Σχολαστικὸς ἐκφράζει αὐτὴ τὴν προσέγγιση ὡς ἑξῆς:

  «Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ [οἱ Αὐτοκράτορες] ἄρχισαν νὰ ὑποστηρίζουν τὴν χριστιανικὴ πίστη, τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα ἐξαρτῶνταν ἀπὸ αὐτούς, καὶ οἱ μεγάλες Σύνοδοι λειτουργοῦ­σαν καὶ λειτουργοῦν βάσει τῆς ἀπόφασής τους».

  Οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι συγκαλοῦνται ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα κατὰ τὴν οἰκονομία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Αὐτοκράτορας γιὰ τὴ σύγκληση τῆς Συνόδου χρησιμοποιεῖ «διάταγμα» (θέσπισμα), καὶ ἔχει ἐπίσης στὴν ἐξουσία του νόμους, μὲ τοὺς ὁποίους ἐπικύρωσε πρῶτα τὶς πρῶτες τέσσερις Οἰκουμενικὲς Συνόδους (Αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός), καὶ στὴ συνέχεια τὶς ὑπόλοιπες τρεῖς (Αὐτοκράτορας Λέων ὁ Σοφός): «Στὴ βυζαντινὴ παράδοση, μία Σύνοδος ποὺ περιλαμβάνει περισσότερες δικαιοδοσίες πρέπει νὰ συγκαλεῖται ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα».

  Οἱ Ἐπίσκοποι μποροῦσαν νὰ συγκαλοῦν Συνόδους, ἀλλὰ ὄχι Οἰκουμενικές, ἀλλὰ Τοπικές. Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, ὁ Ἐπίσκοπος Ἀλέξανδρος προσπάθησε νὰ συγκαλέσει Σύνοδο ἐναντίον τοῦ Ἀρείου, καὶ οἱ Μακεδονιανοὶ αἱρετικοὶ – μία σειρὰ ἀπὸ δικές τους Συνόδους.

  Ὡς γνωστόν, μετὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ποὺ συγκαλοῦνταν ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα, αὐτὲς δὲν συγκλήθηκαν πιά. Στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 20οῦ αἰώνα διατυπώθηκε ἡ ἀκόλουθη ἔννοια: μετὰ τοὺς βυζαντινοὺς Αὐτοκράτορες, τὸ δικαίωμα σύγκλησης Οἰκουμενικῶν Συνόδων πέρασε στὸν Πάπα τῆς Ρώμης, καὶ μετὰ τὴν ἀποστασία του, αὐτὸ τὸ δικαίωμα θὰ ἔπρεπε νὰ κατέχει ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.

  Ὡστόσο, αὐτὴ ἡ ἔννοια, ὑποστηρικτὴς τῆς ὁποίας ἦταν καὶ ὁ Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης (Ζηζιούλας), δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν πραγματικότητα. Οἱ βυζαντινοὶ Αὐτοκράτορες δὲν ἀνάθεσαν μὲ κανένα τρόπο τὴν ἐξουσία τους στοὺς Πάπες τῆς Ρώμης μετὰ τὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.

  Ἐπιπλέον, μὲ διάταγμα τοῦ βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα Βασιλείου Α΄ συγκλήθηκε ἡ Μεγάλη Σύνοδος τοῦ 879–880 μ.Χ., στὴν ὁποία – σύμφωνα μὲ τὸν 1ο Κανόνα της – τὰ δικαιώματα τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης ἐξισώθηκαν μὲ τὰ δικαιώματα τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ Πάπες τῆς Ρώμης στὸ τέλος τῆς 1ης χιλιετίας δὲν πραγματοποίησαν Οἰκουμενικὲς ἢ πανορθόδοξες Συνόδους, καὶ συνεπῶς δὲν μποροῦσαν νὰ «μεταβιβάσουν» στοὺς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως ἕνα δικαίωμα ποὺ δὲν κατεῖχαν ἢ ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀσκήσουν.

  Οἱ Πάπες τῆς Ρώμης ἐπέμεναν στὸ δικαίωμά τους νὰ συγκαλοῦν Συνόδους βασιζόμενοι στὸ πρωτεῖο τους, ὡστόσο αὐτὴ ἡ ἀξίωση δὲν ἔγινε ἀποδεκτὴ στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Μία τέτοια «φιλοδυτικὴ» θέση, γιὰ παράδειγμα, διατυπώθηκε ἀπὸ τὸν Ἀρχιερέα τῆς Ρόδου στὸν βυζαντινὸ Αὐτοκράτορα στὴ Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας – ὅτι ὁ Πάπας «ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ συγκαλεῖ Συνόδους». Τὸ δικαίωμα τῶν Αὐτοκρατόρων νὰ συγκαλοῦν Οἰκουμενικὲς Συνόδους, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ δικαίωμα τῶν Παπῶν τῆς Ρώμης, εἶναι ἕνα χαρακτηριστικὸ κύριο θέμα τῆς βυζαντινῆς πολεμικῆς γραμματείας.

  Μὲ ἕνα τόσο ἀμφιλεγόμενο ρόλο τῶν Παπῶν τῆς Ρώμης, ὁ ρόλος τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στὴ σύγκληση μίας Συνόδου στὸ πρῶτο μισὸ καὶ στὰ μέσα τοῦ 20οῦ αἰώνα δὲν ἦταν εὐρέως ἀναγνωρισμένος. Μόνο τὸ 1968, στὴν Δ’ Παν­ορθόδοξη Συνάντηση (8–15 Ἰουνίου 1968, Σαμπεζί), ἐλήφθη ἡ ἀπόφαση ὅτι τὴν ἑπόμενη Πανορθόδοξη Σύνοδο θὰ συγκαλέσει ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.

  Αὐτὴ ἡ ἀπόφαση γιὰ τὴν παραχώρηση τοῦ δικαιώματος σύγκλησης τῆς Συνόδου στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ὁ κύριος εἰδικὸς στὴν ἱστορία τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως τὸν 20ο αἰώνα, ὁ ἱερέας Παῦλος Ἐρμίλοφ, τὴν ἀποκάλεσε «συμβιβαστικὸ ἐργασιακὸ μοντέλο», καὶ ὄχι νομοθεσία ποὺ ἔχει ψηφιστεῖ μία γιὰ πάντα καὶ «ἀναγνώριση τῆς πανεκκλησιαστικῆς ἡγεσίας τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως». Πράγματι, μπορεῖ κανεὶς νὰ συμφωνήσει μὲ αὐτὴ τὴν ἀξιολόγηση. Ταυτόχρονα, θὰ πρέπει νὰ τονιστεῖ ἰδιαίτερα ὅτι τὸ 1968, ὅπως καὶ στὴν Προσυνοδικὴ Συνάντηση τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2016, ἐπεξεργάζονταν μηχανισμοὺς γιὰ τὴ σύγκληση μιᾶς συγκεκριμένης Πανορθόδοξης Συνόδου – τῆς πρώτης μετὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἑπομένως, ἀπὸ σχεδίαση – μοναδικῆς.

  Σήμερα, ἡ συζήτηση γιὰ τὸ δικαίωμα σύγκλησης Συνόδου ἔχει ἐπιδεινωθεῖ σημαντικά. Στὴν παγκόσμια Ὀρθοδοξία τὸ 2018 συνέβη ἕνα σχίσμα, ποὺ προκλήθηκε ἀπὸ τὶς μονομερεῖς ἐνέργειες τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῶν Οὐκρανῶν σχισματικῶν. Ἀρχικά, ὁ Μητροπολίτης Ἱερόθεος (Βλάχος) προσπάθησε νὰ παρουσιάσει αὐτὴ τὴ μονομερῆ ἀναγνώριση ὡς προσωρινὴ – ἀργότερα θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπικυρωθεῖ συνοδικά. Ὡστόσο, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος διαφώνησε κατηγορηματικὰ μὲ αὐτὴ τὴν ἄποψη. Ἀπὸ τὴν δική του ἄποψη, ἔχει τὸ δικαίωμα σὲ αὐτὲς τὶς μονομερεῖς ἐνέργειες, καὶ δὲν ἀπαιτοῦν ἐπακόλουθη ἔγκριση σὲ Σύνοδο.

 Σὲ σχέση μὲ τὴν ἀπόλυτη διαφωνία τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μὲ αὐτὴ τὴ μονομερῆ πρακτικὴ καὶ τὰ θλιβερά της ἀποτελέσματα, οἱ συζητήσεις γιὰ τὴ Σύνοδο ἔχουν ἀποκτήσει αὐξημένη ὀξύτητα. Στὴν οὐσία, ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ συγκαλεῖ ἤ, ἀντίθετα, νὰ ἀρνεῖται τὴ διεξαγωγὴ Συνόδου, εἶναι ὁ κύριος δικαιοῦχος σὲ μία περίπλοκη συγκρουσιακὴ κατάσταση. Ἡ Σύνοδος πρέπει νὰ συγκληθεῖ ἔτσι ὥστε νὰ δικαιολογήσει τὸ σενάριό της ἢ ἁπλῶς νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσει. Καὶ ἀντίστροφα, ἡ Σύνοδος δὲν πρέπει νὰ συγκληθεῖ, γιὰ νὰ μὴ ἐμποδίσει τὴν πραγματοποίηση ἑνὸς παρόμοιου σεναρίου.

  Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἔχει δηλώσει ὁ ἴδιος ὅτι ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ συγκαλεῖ Σύνοδο. Ἄλλες ἑλληνόφωνες Ἐκκλησίες ἔχουν ἀποδεχτεῖ αὐτὴ τὴ θέση ὡς ἀξίωμα – τόσο αὐτὲς ποὺ συμφωνοῦν μὲ τὴ θέση τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ὅσο καὶ αὐτὲς ποὺ ἔχουν λάβει κριτικὴ ἢ οὐδέτερη στάση (Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες Ἱεροσολύμων καὶ Ἀλβανίας).

  Ὡστόσο, μετὰ τὸ 2018 ἡ κατάσταση ἔχει περιπλακεῖ σημαντικὰ σὲ σύγκριση μὲ τὴν προηγούμενη ἐποχή. Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως πραγματοποίησε εἰσβολὴ στὴ δικαιοδοσία τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ὁποία ἐνεργῶς ἐπέδειξε πρωτεῖο τιμῆς καὶ ἐξουσίας. Ὡς ὁ ἐμπνευστὴς τοῦ σχίσματος, κάνει ὅ,τι μπορεῖ, γιὰ νὰ διατηρήσει στὰ χέρια του τὴν πανορθόδοξη πρωτοβουλία σὰ νὰ μὴ εἶχε συμβεῖ τίποτα ἢ σὰ νὰ εἶχε συμβεῖ κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο εὐθύνεται ἡ ἀντίθετη πλευρά.

  Ἐν τῷ μεταξύ, οἱ σύγχρονοι ὑποστηρικτὲς τῆς θεωρίας τοῦ πρωτείου, βασιζόμενοι στὴ διακήρυξη τῆς συνάντησης τοῦ 1968 καὶ στὸ κανονισμὸ τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης τὸ 2016 (ἡ ὁποία, στὴν οὐσία, εἶχε ξεκινήσει τὸ 1968), βγάζουν συμπεράσματα σχετικὰ μὲ ἕνα γενικὸ κανόνα: ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως συγκαλεῖ τὴ Σύνοδο. Ὡστόσο, ἕνας τέτοιος καθολικὸς κανόνας δὲν συζητήθηκε οὔτε ἐγκρίθηκε, κάτι ποὺ κατανοοῦν ἀκόμη καὶ ἐκεῖνοι ποὺ παρουσιάζουν τὸ ἐπιθυμητὸ ὡς πραγματικὸ (ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν ἀνάλυση τῆς δημοσίευσης τοῦ Ἀ. Βαβούσκου).

  Θὰ πρέπει νὰ δοθεῖ ἰδιαίτερη προσοχὴ στὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης τὸ 2016. Μετὰ ἀπὸ χρόνια προετοιμασίας, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποτελέσει ἕνα νέο ὁρόσημο στὴ συνοδικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Πρὶν ἀπὸ αὐτήν, ὑπῆρχαν Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι μὲ τὴν παρουσία ἀντιπροσώπων ὅλων τῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν, καθὼς καὶ ἰδιαίτερα σημαντικὲς Τοπικὲς Σύνοδοι (ὅπως, γιὰ παράδειγμα, οἱ Παλαμιτικὲς Σύνοδοι τοῦ 1341 ἢ 1351 μ.Χ.), τῶν ὁποίων οἱ ἀποφάσεις εἶναι ἐξαιρετικὰ σχετικὲς γιὰ ὁλόκληρη τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Οἱ μεταγενέστερες Μεγάλες Σύνοδοι τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, προφανῶς, πλησίαζαν στὴ σύλληψή τους πρὸς τὶς Οἰκουμενικὲς (ὅπως, γιὰ παράδειγμα, ἡ Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1872 ἐναντίον τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ), ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πραγματικὴ ἀντιπροσώπευση τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ἀπὸ τὶς μέτριες (καὶ ὄχι πάντα ἀκριβεῖς) ἀποφάσεις τους, δὲν μποροῦσαν νὰ διεκδικήσουν ἕνα τέτοιο ρόλο.

  Ἡ Σύνοδο τῆς Κρήτης θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἡ πρώτη ἀντιπροσωπευτικὴ Σύνοδος μετὰ ἀπὸ ἕνα κενὸ περισσότερο ἀπὸ μία χιλιετία, κατ’ ἀναλογία μὲ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους – «πνευματοκίνητη» (πνευματοκίνητη), ὡστόσο, ἡ ἐλλιπὴς ἀντιπροσώπευση (τέσσερις Ἐκκλησίες ἀπουσίαζαν) καὶ μία πολὺ μέτρια ἡμερήσια διάταξη χωρὶς τὴν ἐπίλυση ὁποιουδήποτε κύριου δογματικοῦ ζητήματος δὲν συνέβαλαν στὴν ἀναγνώρισή της ὡς ἀνώτατης πνευματικῆς ἀρχῆς.

  Ἐν τῷ μεταξύ, ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης ἀποτέλεσε ἕνα πολὺ σημαντικὸ ὁρόσημο στὴν αὔξηση τῶν μονομερῶν ἀποφάσεων τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, οἱ ὁποῖες σύντομα ὁδήγησαν σὲ σχίσμα μεταξὺ τῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν. Στὴν περίπτωση τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως χρησιμοποίησε τὸ δικαίωμά του νὰ τὴ συγκαλέσει, ὡστόσο, αὐτὴ ἡ προσπάθεια δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ ἐπιτυχημένη.

  Γιὰ τὴ σύγκληση τῆς ἑπόμενης Πανορθόδοξης Συνόδου ἀπαιτεῖται ἡ ἀνάθεση ἀπὸ τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες αὐτοῦ τοῦ δικαιώματος στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ἢ σὲ ἕνα ἀπὸ τοὺς Προκαθημένους τῶν Ἐκκλησιῶν. Λόγῳ τῆς χαμένης ἑνότητας, μία ὁμόφωνη ἀνάθεση εἶναι ἕνα σχεδὸν ἀπρόσιτο ἔργο. Σήμερα, τὸ ἐρώτημα γίνεται πιὸ ὀξύ: μπορεῖ νὰ συγκαλεῖ Σύνοδο ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκλινε ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ ἔγινε ὁ ἐμπνευστὴς τοῦ σχίσματος στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Ὑπῆρχαν προηγούμενα ὅπου τὸ λάθος μέρος, χωρὶς νὰ ἀπαρνεῖται τὸ λάθος του, θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι δικαστὴς στὸ σωστό;

  Σὲ κάθε περίπτωση, ἡ θέση σχετικὰ μὲ τὸ δικαίωμα τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως νὰ συγκαλεῖ Πανορθόδοξη Σύν­οδο εἶναι λανθασμένη. Ἔχει ἤδη χρησιμοποιήσει αὐτὸ τὸ δικαίωμα καὶ ἔχει ἐξαντλήσει τὴν εὐκαιρία ποὺ τοῦ δόθηκε. Σὲ μία τέτοια περίπτωση, τίθεται τὸ εὔλογο ἐρώτημα: ποιοὶ εἶναι οἱ μηχανισμοὶ σύγκλησης Συνόδου στὴν ἐπακόλουθη ἐποχή; Στὰ μέσα τοῦ 20οῦ αἰώνα, σὲ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα δόθηκαν διαφορετικὲς ἀπαντήσεις. Στὸν 21ο αἰώνα, ἡ γενικὴ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση ἔχει κλιμακωθεῖ λόγῳ τῆς ἀξεπέραστης διαίρεσης. Μὲ μία γενικὴ προθυμία τῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν ἢ ἑνὸς μέρους τους νὰ ἀλληλεπιδροῦν σύμφωνα μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς συνοδικῆς ἐκκλησιολογίας σὲ πνεῦμα ἀλληλοβοήθειας καὶ ἀγάπης, θὰ ἀνοίξει ἡ δυνατότητα διεξαγωγῆς μίας μέγιστα ἀντιπροσωπευτικῆς Συνόδου μὲ εἰρηνευτικοὺς καὶ δημιουργικοὺς στόχους.

7. Τό Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον θεωρεῖται κεφαλὴ ἢ μητέρα τῶν Ἐκκλησιῶν, τάς ὁποίας ἐδημιούργησε

  Ἡ ἱστορικὴ προέλευση μίας Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως χρησιμοποιεῖται, γιὰ νὰ τεκμηριώσει τὸν κυριαρχικὸ χαρακτήρα του ἀπέναντί της. Συνεπάγεται ὅτι ἡ Ρωσικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θὰ πρέπει πάντα νὰ παραμένει σὲ ἐξαρτημένη θέση ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, κάτι ποὺ ἀντίκειται στὴν πλήρη αὐτοτέλεια ποὺ ἀπέκτησε στὰ τέλη τοῦ 16ου αἰώνα.

  Δεδομένου ὅτι ἱστορικὰ ἡ μεγαλύτερη τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ἀπέκτησε τὴν αὐτοκεφαλία της ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς θεωρίας τοῦ πρωτείου ὑποστηρίζουν τὴν ὑπεροχὴ τῆς Ἐκκλησίας-Κεφαλῆς ἢ τῆς Ἐκκλησίας-Μητέρας ἔναντι τῶν Ἐκκλησιῶν ποὺ δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὶς προσπάθειές της. Αὐτὴ ἡ ὑπεροχὴ ἐκφράζεται στὸ ὅτι οἱ θυγατρικὲς Ἐκκλησίες ὀφείλουν νὰ ὑπακούουν τὴν Κωνσταντινούπολη, νὰ ἐκτελοῦν ὅ,τι αὐτὴ διατάσσει, νὰ μὴ ἐπιμένουν στὰ δικαιώματα καὶ τὰ προνόμιά τους. Τέτοιες παραχωρήσεις, στὴν πράξη, μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν στὴν δικαιολόγηση τοῦ κακοῦ, στὴν διαστρέβλωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης, στὴν ἀδικαιολόγητη ὑποτίμηση τῶν ἐθνικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τῶν λαῶν – φορέων τῆς ὀρθόδοξης πίστης στὸν σύγχρονο κόσμο. Ἡ ἴδια προσέγγιση εἶναι ἀντὶ-ἱστορική, καθὼς ἐπιχειρεῖ νὰ ἐξετάσει τὴ σύγχρονη πραγματικότητα ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ γωνία ἱστορικῶν πραγματικοτήτων ποὺ δὲν ὑφίστανται πλέον, ποὺ ἔμειναν στὸ μακρινὸ παρελθόν.

  Στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, τὸ ἔθιμο ἦταν πάντα σημαντικό. Πολλὲς ἀρχαῖες Ἐκκλησίες, δυνάμει τοῦ ἐθίμου, ἀπέκτησαν καὶ διαφύλαξαν τὰ δικαιώματα καὶ τὰ προνόμιά τους. Ὡστόσο, στὴν ἱστορία τους συνέβη ἀνάπτυξη: μητροπόλεις μποροῦσαν νὰ γίνουν πατριαρχεῖα, ἐπισκοπὲς νὰ γίνουν ἀρχιεπισκοπές, κ.λπ. Ἐὰν οἱ ἀρχαῖες μητροπόλεις διεκδικοῦσαν τὰ ἄθικτα δικαιώματά τους, τότε οἱ νέες Ἐκκλησίες δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποκτήσουν τὶς δικές τους δικαιοδοσίες. Μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀνακαλέσει τὴν ἀρχαία Ἔφεσο, πρωτεύουσα τῆς Διοικήσεως Ἀσίας, ποὺ δὲν δέχτηκε ἀμέσως νὰ ὑποταγεῖ στὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης ποὺ ἱδρύθηκε τὸ 451 μ.Χ. Κατὰ συνέπεια, ἡ ἐπιμονὴ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Κωνσταντινούπολης στὸ ἱστορικὸ τοῦ πρωτείου (δυνάμει τοῦ ἐθίμου) ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς νέες πραγματικότητες τῆς ἀναπτυσσόμενης ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας (δυνάμει τῆς ὁποίας καὶ ἡ ἴδια ἡ Κωνσταντινούπολη ἀπέκτησε κάποτε αὐτὸ ποὺ προηγουμένως δὲν εἶχε).

  Στὴ πατερικὴ παράδοση, ποτὲ δὲν ἀναφέρεται σὲ μοναδικὴ κεφαλὴ τῆς ἐπίγειας Ἐκκλησίας ἢ σὲ Ἐκκλησία-Μητέρα κατ’ ἐξοχὴν – σὲ σχέση μὲ ὁποιαδήποτε Ἐκκλησία στὴν Ἀνατολή, συμπεριλαμβανομένης τῆς Ἐκκλησίας, πρώτης σὲ τίτλο, μετὰ τὸ διαχωρισμὸ τῆς Ρώμης τὸ 1054 μ.Χ. Μερικοὶ προκάτοχοι τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ τέλος τῆς 1ης χιλιετίας καὶ ἔπειτα, θεωροῦσαν τοὺς ἑαυτούς τους κατόχους πραγματικῆς ἀρχηγίας. Ἀλλὰ ἡ ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ ἀντιτάχθηκε σὲ αὐτὸ τὸ ὑπέρμετρο πρωτεῖο μὲ τὴν ἰδέα τῆς συνοδικότητας, ἐνισχυμένη ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ ἐπιθυμία νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα. Ἡ συνοδικότητα παραμένει μέχρι σήμερα ἕνα πολύτιμο κτῆμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης, ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ τίποτε νὰ ἀφαιρεθεῖ οὔτε νὰ προστεθεῖ.

8. Τὸ θεσμικὸν καθεστὼς τοῦ πρωτείου ταυτίζεται μὲ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας

  Οἱ θεολόγοι καὶ κανονολόγοι τῆς Κωνσταντινούπολης, υἱοθετώντας τὴ θεολογικὴ ἀναλογία τοῦ Μητροπολίτου Ἰωάννη (Ζηζιούλα) μεταξὺ τῆς μοναρχίας τοῦ Θεοῦ Πατρὸς στὴν Τρίαδα καὶ τῆς πρωτεύουσας θέσης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη στὴν οἰκουμενικὴ Ὀρθοδοξία, ἄρχισαν νὰ διατυπώνουν τὴν ἄρρηκτη ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας κατ’ εἰκόνα τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τοῦ συνδυασμοῦ τῶν δύο φύσεων: τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρώπινης – στὸ πρόσωπο τῆς Δεύτερης Ὑποστάσεως τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Χριστοῦ Σωτῆρος. Οἱ ἴδιες αὐτὲς ἀναλογίες – ἐὰν γίνονται σὲ ἐπίπεδο ἐκκλησιαστικῆς-διοικητικῆς ὀργάνωσης τῆς Ἐκκλησίας – μποροῦν νὰ παραπλανήσουν. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς προπύργιο τῆς ἀλήθειας, τὴ φυλάσσει. Καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἑνότητα ἀποκλίνονταν, μεταξὺ ἄλλων, καὶ Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως.

  Παράλληλα, οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς θεωρίας τοῦ πρωτείου ἐφαρμόζουν μία δική τους, ὄμορφο-εκφρασμένη, ρητορικὴ ἀντίστιξη. Λένε «Οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία» ἢ «Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ», ἀντὶ «Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως». Ταυτίζουν τὶς δύο Ἐκκλησίες, θεωρώντας ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη κατ’ ἐξοχὴν ἀντιπροσωπεύει τὴν Οἰκουμενική, ὅτι ἂν ὑπάρχει πουθενὰ ἀλήθεια, βρίσκεται ἀκριβῶς ἐδῶ, καὶ κανεὶς δὲν δικαιοῦται νὰ ἀμφισβητήσει ὅτι ὁ ἴδιος ὁ οἰκουμενικὸς θρόνος τὴν κατέχει (τὴν ἀλήθειαν). Ἡ Κωνσταντινούπολη – ἐξ ὁρισμοῦ ἔχει δίκιο, ὡς «Οἰκουμενική» (!) Ἐκκλησία.

  Ἡ ὑπέρμετρη ἔμφαση στὴν ἔννοια τῆς οἰκουμενικότητας ὁδηγεῖ ἐπίσης στήν ταύτιση τῆς Ἐκκλησίας ποὺ διεκδικεῖ ἰδιαίτερα τὸν τίτλο «οἰκουμενικὴ» μὲ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία, κάτι ποὺ φαίνεται πολὺ καλὰ στὴ ρητορικὴ τῶν ὑποστηρικτῶν τοῦ πρωτείου τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Γι’ αὐτούς, ἡ Οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἁπλῶς μία Ἐκκλησία χωρὶς σύνορα, ἀλλὰ μία Ἐκκλησία ποὺ κατ’ ἐξοχὴν ταυτίζεται μὲ τὸν πυρήνα ἢ τὴν οὐσία ὅλης τῆς παγκόσμιας Ὀρθοδοξίας.

  Ἀπὸ τὴν ἄποψη τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς θεωρίας τοῦ πρωτείου, ὅσοι πολεμοῦν τὸ πρωτεῖο, πολεμοῦν καὶ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ θεσμικὸ καθεστὼς τοῦ πρωτείου εἶναι γιὰ αὐτοὺς ἐγγύηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας. Χωρὶς νὰ συζητοῦν γιὰ τὸ ἀλάθητο, τὴν ἀναγνωρίζουν πρακτικά, ὅπως φαίνεται στὸ παράδειγμα τῆς λήψης ἀντικανονικῶν μέτρων στὸ «οὐκρανικὸ ζήτημα». Αὐτὸ ποὺ προκάλεσε τὸ σχίσμα στὴν παγκόσμια Ὀρθοδοξία, δικαιολογεῖται, σιωπᾶται, διαστρεβλώνεται, παρουσιάζεται θετικὰ ὑπὸ τὸ πρῖσμα μίας νέας ἐκκλησιολογίας. Ἡ μονομέρεια εἶναι τρόπος δικαιολόγησης τῆς ἀδικίας, γιατί ἐὰν ἐμπλεχθεῖ μεγαλύτερος ἀριθμὸς μερῶν, δὲν θὰ ἐπιτευχθεῖ συναίνεση.

  Ἐὰν ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης συγκριθεῖ μὲ τὸ Πρῶτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος – τὸν Θεὸ Πατέρα, τότε τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα του δὲν ὑπόκεινται σὲ κριτική. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς θεωρίας τοῦ πρωτείου φαίνεται νὰ ἔχουν τὸ δικαίωμα σὲ ἐλεύθερες ἑρμηνεῖες τῆς δο-γματικῆς καὶ τῶν κανόνων, ποὺ ἀπαιτοῦνται, πρωτίστως, γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τό πρωτεῖο καὶ τὴν πραγματικὴ ἡγεσία τους στὸν κόσμο τῆς σύγχρονης Ὀρθοδοξίας.

Συνεπῶς, σήμερα ἔχει συμβεῖ ἀπώλεια συναινέσεως καὶ ἁρμονίας μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Δυσ­τυχῶς, ὡς ἀποτέλεσμα μονομερῶν ἐνεργειῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, τὸ πρωτεῖο τῆς τιμῆς, ποὺ μετατράπηκε σὲ πρωτεῖο ἐξουσίας, ξεπέρασε ὅλα τὰ ἐπιτρεπτὰ ὅρια. Ἡ βαθιὰ πεποίθηση τῆς ἐμφανῶς λανθασμένης πλευρᾶς στὴν δική της ὀρθότητα ὁδήγησε στὴν ἑδραίωση τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς θεωρίας τοῦ πρωτείου τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως – χωρὶς προσπάθεια νὰ δοθεῖ σοβαρὴ ἐπιστημονικὴ-θεολογικὴ ἢ ἐκκλησιαστικὸ-ἱστορικὴ τεκμηρίωση, κάτι ποὺ εἶναι κατ’ ἀρχὴν ἀδύνατο νὰ γίνει.

Ἡ γενικὴ ἰδεολογία τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς θεωρίας τοῦ πρωτείου, μὲ τὴν ὑποστήριξη τοῦ ἐργαλείου τῆς δυτικοευρωπαϊκῆς καὶ ἀμερικανικῆς ἐπιστήμης, παρ’ ὅλα αὐτὰ συνεχίζει νὰ παρουσιάζεται σὲ ἕνα φόντο φαινομενικῆς ἀληθοφάνειας.

Οἱ προσπάθειες τῶν θεολόγων καὶ κανονολόγων τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀγνοοῦνται, δὲν ἀκούγονται, δὲν λαμβάνονται ὑπόψη, μένουν χωρὶς ἀπάντηση ἢ λαμβάνουν μία ἄκαμπτη ἀπάντηση ποὺ δὲν βασίζεται τόσο στὴν ἐπιστήμη, ὅσο σὲ ἰδεολογικὲς θέσεις.

  Ἡ Ρωσικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παραχώρησε ἐν μέρει τὸ «ἐσθονικὸ ζήτημα», ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει παραχώρηση στὸ «οὐκρανικό». Γιατί; Ἡ ἀντικανονικότητα τῶν ληφθέντων μέτρων εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε σὲ περίπτωση ἀναγνώρισής τους ἀπὸ ὁποιαδήποτε Ἐκκλησία, αὐτὴ ἀπειλεῖται μὲ σοβαρὸ σχίσμα καὶ ἀπόσπαση ἀπὸ μέρος τῶν πιστῶν, ποὺ προσανατολίζονται στὴ διαφύλαξη τῆς παράδοσης καὶ τῶν παραδοσιακῶν πνευματικῶν ἀξιῶν.

Ὁ μοναδικὸς δρόμος γιὰ τὴν ὑπέρβαση τοῦ σχίσματος εἶναι ἡ ἐγκατάλειψη ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη τῶν ὑπερορίων μέτρων καὶ ἡ θεραπεία τῶν συνεπειῶν τους, κάτι ποὺ στὸ πλαίσιο τῆς ρητορικῆς καὶ τῶν συγκεκριμένων περαιτέρω ἐνεργειῶν του φαίνεται ἀπίθανο. Ὡστόσο, «ὁδὸν ἀπέραντον πόρρω βαδίζων εὑρεῖς» (ρωσσικὴ παροιμία). Στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας συνέβησαν μαζικὲς ἐκτροπὲς σὲ σχίσματα ἢ σὲ αἵρεση, οἱ ὁποῖες στὸ τέλος ξεπεράστηκαν.

  Ὁ γνωστὸς μετα-βυζαντινὸς θεολόγος Ἅγιος Νεῖλος Καβάσιλας ἔγραψε ὅτι σὲ «κοινὰ» ζητήματα τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νὰ ἀσχολεῖται ὁ «πρῶτος» σὲ συναίνεση μὲ ὅλους τοὺς ὑπόλοιπους, ἀλλὰ ὄχι μόνος του. Εἶναι ἀποδεκτὸ τὸ πρωτεῖο τῆς τιμῆς, ἀλλὰ τὸ πρωτεῖο τῆς ἐξουσίας εἰσέρχεται σὲ πόλεμο μὲ τὴν «κοινὴ εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας». Αὐτὲς οἱ σκέψεις εἶναι σήμερα πιὸ ἐπίκαιρες ἀπὸ ποτέ.

Ἡ περαιτέρω ἀνάπτυξη ἐκκλησιαστικὸ-ἱστορικῶν καὶ κανονικὸ-θεολογικῶν ἐρευνῶν πάνω στὸ ἀμφισβητούμενο ζήτημα θὰ μπορέσει – ὅπως τὸ νερὸ σμιλεύει τὴν πέτρα – νὰ δημιουργήσει τὶς προϋποθέσεις γιὰ τὸν διακανονισμὸ τῆς κατάστασης καὶ τὴν ἀποκατάσταση τῆς χαμένης ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας. 

* Διαδικτυακή ὁμιλία, ἡ ὁποία ἐξεφωνήθη κατά τήν παρουσίασιν τοῦ βιβλίου τοῦ κ. Γεωργίου Καραλῆ εἰς Ρώμην τήν 24ην Ὀκτωβρίου 2025. 

Αἱ κύριαι θέσεις τῆς θεωρίας τοῦ πρωτείου τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἡ κριτική τους – 1ον