ΤΟ ΔΙΑ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ,
Η ΝΕΑ ΔΙΑΣΤΑΣΙΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Γράφει ὁ κ. Λέων Μπράνγκ, Θεολόγος
Μὲ τὸν Λειτουργικὸ Χρόνο ἐκφράζεται κατ’ ἐξοχὴν ἡ αἰώνια διάσταση τῆς ζωῆς στὴν Ὀρθοδοξία, ἡ Καινὴ Κτίση ποὺ μέσῳ τοῦ Θεανθρώπου ἐγκαινιάζεται στὴν ἱστορία. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους μέσα ἀπὸ τὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας τονίζεται ἰδιαίτερα ἡ αἰώνια διάσταση τῶν σωτηρίων γεγονότων διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀκοῦμε καὶ ψάλλουμε «σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον», «σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου», «σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου» … Σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς οἱ πιστοί, ἐκφράζοντας τὴν ἀπόλυτη βεβαιότητα γιὰ τὴν σωτηρία ἐν Χριστῷ, καταθέτουν τὴν ἐμπειρία τους μὲ τὰ λόγια: «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι».
Τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας δὲν εἶναι ἀνθρώπινο ἔργο, ἀλλὰ ἔργο τοῦ Θεοῦ, δὲν προσδιορίζεται ἀπὸ τὸ χρόνο, ὑπερβαίνει τὸ χρόνο. Ὅσοι μετέχουν στὴν Θεία Κοινωνία ἀνακαινίζονται συνεχῶς μέσῳ τῆς συμμετοχῆς τους στὸ Πανάγιον Σῶμα καὶ τὸ Τίμιον Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, «ὥστε», σύμφωνα μὲ τὴν Θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, «γενέσθαι τοῖς μεταλαμβάνουσιν εἰς νῆψιν ψυχῆς, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, εἰς κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος, εἰς βασιλείας οὐρανῶν πλήρωμα, εἰς παρρησίαν τὴν πρὸς σέ». Μέσῳ τῶν καθαγιασμένων διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Θείων Δώρων τρέφονται διαχρονικὰ μέσα στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, μέχρι τὸ τέλος αὐτῆς τῆς κοσμικῆς πραγματικότητας καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, τρέφονται μὲ τὸν «πάντοτε ἐσθιόμενον καὶ μηδέποτε δαπανώμενον, ἀλλὰ τοὺς μετέχοντας ἁγιάζοντα».
Καὶ εἶναι, φυσικὰ τὸ λιγότερο, παραλογισμός, νὰ θέλει νὰ ἐγκλωβίζει κανεὶς ὅλα ὅσα σχετίζονται μὲ τὴ σωτηρία μας μέσα στὸ χρόνο καὶ στὸ χῶρο, λέγοντας: ἡ τοποθέτηση τοῦ ἐσταυρωμένου πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, ἡ ὁποία συμβολίζει τὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ, σημαίνει ἐπιστροφὴ στὴν Μεγάλη Παρασκευή, τὴ Σταύρωση τῆς μίας ἡμέρας. Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε τὴν ὑπέρβαση τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου. Ὅλα εἶναι παρόντα στὸν λειτουργικὸ χρόνο, ὅπως κατ’ ἐξοχήν μᾶς τὸ τονίζει τὸ κείμενο τῆς Θείας Λειτουργίας: «Μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐντολῆς (τὸ «Λάβετε, φάγετε…» καὶ τὸ «Πίετε ἐξ’ αὐτοῦ πάντες…»), καὶ πάντων τῶν ὑπὲρ ἡμῶν γεγενημένων, τοῦ σταυροῦ, τοῦ τάφου, τῆς τριημέρου ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανοὺς ἀναβάσεως, τῆς ἐκ δεξιῶν καθέδρας, τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου πάλιν παρουσίας, τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα». Ἀκόμα καὶ τὰ μέλλοντα, ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, ποὺ δὲν ἔχει συντελεστεῖ ἀκόμα, λογαριάζεται ὡς παρόν, φανερώνοντας μὲ σαφήνεια τὴν ὑπέρβαση τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου σὲ ὅλες τὶς διαστάσεις τους.
Ἀτενίζοντας ὁ πιστὸς στὸ Ἱερὸ Βῆμα τὸν Τίμιο Σταυρὸ μὲ τὸ ἄχραντο Σῶμα τοῦ Κυρίου προσηλωμένο ἐπάνω του συνειδητοποιεῖ τὴ νίκη τοῦ Κυρίου ἐπὶ τοῦ Θανάτου, ὅτι ὁ Χριστὸς Θανάτῳ κατεπάτησε τὸν Θάνατον. Πῶς; Δὲν ἔπαθε ὅπως ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι λόγῳ τῆς πτώσεως, τὰ ἀδιάβλητα πάθη, ἀλλὰ δέχθηκε μὲ τὴ θέλησή Του νὰ τὰ ἐνεργήσει, ὅπου καὶ ὅποτε Ἐκεῖνος ἔκρινε. Δηλαδὴ δὲν πεινοῦσε, διψοῦσε, κουραζόταν, πονοῦσε κ.λπ. ἀναγκαστικά, ἐπειδὴ δὲν ἔλαβε μὲ τὴ Σάρκωσή Του τὴν μεταπτωτικὴ ἀνθρώπινη φύση μέσῳ σπέρματος καὶ ὠαρίου. Στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ Ὁποῖος σαρκώθηκε «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου», ἑνώθηκε ἡ Θεία Του φύση μὲ τὴν καινῶς κτησθεῖσα ἀνθρώπινη φύση καὶ ἄρα δὲν ἔλαβε τὰ ἀδιάβλητα πάθη ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἀλλὰ τὰ προσέλαβε, τὰ ἔλαβε ἐπὶ πλέον, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ σηκώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἔσχατη κατάσταση τῆς κατάπτωσής του, τὸν θάνατο. Καὶ τὰ προσέλαβε μὲ τὸ νὰ τὰ ἐνεργήσει ἐλεύθερα (πλήρης ἀνάλυση καὶ ἀνάπτυξη αὐτοῦ τοῦ θέματος μὲ πλούσια παράθεση πατερικῶν χωρίων μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὴ ἐξαιρετικὴ μελέτη τοῦ μακαριστοῦ π. Βασιλείου Ε. Βολουδάκη μὲ τίτλο «Χριστὸς “Ἀνθρώπων ἐπέκεινα”», Ἐκδόσεις Ὑπακοή, Ἀθήνα 1990).
Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Σταυρὸς ἔγινε τὸ μέσον τῆς θανάτωσής Του. Ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ ἐνεργεῖται ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, στὸν ὁποῖο «ἐδόθη πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς», ἑκούσια ὁ θάνατος. Καὶ εἶναι κεντρικῆς σημασίας γιὰ τὴ σωτηρία μας, ὅτι ὁ Κύριος καὶ Κυρίαρχος τοῦ θανάτου δὲν ἔπαθε τὸν θάνατο, ὅπως ὅλοι ἐμεῖς οἱ μεταπτωτικοὶ ἄνθρωποι, ἀλλὰ ἀπόλυτα ἐλεύθερα τὸν ἐνήργησε. Μᾶς τὸ ἐπιβεβαιώνει ἡ Ἁγία Γραφὴ μὲ τοὺς στίχους «κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα» (Ματθ. 27,50) καὶ «κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα» (Ἰω. 19,30). Καὶ οἱ δύο περιγραφὲς μᾶς δίνουν μὲ σαφήνεια τὸ ἑκούσιο τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου, τὸ μυστήριο τῆς κένωσης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Καὶ οἱ δύο περιγραφὲς τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸ Σταυρὸ προϋποθέτουν, ὅτι ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου ἦταν ἀπόλυτα ἑκούσιος. Διότι εἶναι ἀδύνατο γιὰ ἕναν ἄνθρωπο στὸ Σταυρὸ νὰ φωνάξει δυνατὰ καὶ ἔπειτα νὰ πεθάνει. Στὸ σταυρὸ πεθαίνει κανεὶς ἀπὸ ἀσφυξία, ἀπὸ ἔλλειψη ὀξυγόνου. Ἑπομένως αὐτὸ ἀποκλείεται νὰ συμβαδίζει μὲ δυνατὴ φωνή. Ἐπίσης σὲ περίπτωση ὄρθιας στάσης τὸ κεφάλι πέφτει ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ θανάτου. Ἀλλὰ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὡς ἄριστος καὶ ἀψευδὴς παρατηρητὴς κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρὸ μᾶς ἐπιβεβαιώνει, ὅτι ὁ Κύριος ἔκλεινε τὴν κεφαλή Του καὶ ἔπειτα ἀπέθανε. Ὁ Χριστὸς σύμφωνα καὶ μὲ τὶς δύο περιγραφὲς φανέρωσε τὸ θάνατό Του ὄντως ὡς ὕψιστο μυστήριο. Κανένα ἄλλο μέσο θανάτωσης δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει τόσο ἐμφανές. Συχνὰ ὁ ἄνθρωπος, παρασυρόμενος ἀπὸ τὴ δυτικὴ σχολαστικὴ θεολογία, βλέπει τὸν Σταυρό, στὸν ὁποῖο παριστάνεται τὸ ἔντονα ταλαιπωρημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὡς καθ’ αὐτὸ σύμβολο πόνου. Ἀλλὰ γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους αὐτὸ τὸ σῶμα ἐπάνω στὸν Σταυρὸ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Θεανθρώπου, ποὺ ὁδηγεῖται ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στὴ νίκη ἐπὶ τοῦ θανάτου, γιὰ νὰ ἐγείρει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν κατάσταση τοῦ θανάτου. Πολὺ χαρακτηριστικὰ τὸ φανερώνει ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα τῆς Ἀνάστασης μὲ τὸν ἀναστημένο καὶ ἔνδοξο Χριστὸ ποὺ κρατάει τοὺς πρωτόπλαστους, τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, ἀπὸ τὰ χέρια, γιὰ νὰ τοὺς σηκώσει ἀπὸ τὰ μνήματα.
Ὁ Σταυρὸς μᾶς ὑπενθυμίζει συνεχῶς αὐτὴ τὴν πραγματικότητα τῆς σωτηρίας μας. Ὅπως ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἐκ τῆς Παρθένου, «τὴν παρθενίαν μὴ λυμηνάμενος», ὅπως ἐνεργοῦσε τὰ ἀδιάβλητα πάθη, ὅποτε καὶ ὅπου ἐκεῖνος ἔκρινε, ὅπως τελικὰ ἐνήργησε τὸ θάνατο ἐπάνω στὸν Σταυρό, καὶ καταπάτησε μέσῳ αὐτοῦ τοῦ θανάτου τὸν θάνατο, ἔτσι καὶ ἡ νέα κτίση μπορεῖ μόνο μέσῳ τοῦ Σταυροῦ νὰ λάβει ἱστορικὴ διάσταση ὡς διὰ τοῦ Σταυροῦ πολίτευμα. Μᾶς τὸ ὑπενθυμίζει ἡ Ἐκκλησία μας κάθε πρωὶ στὴν ἀρχὴ τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου, γιὰ νὰ τὸ συνειδητοποιήσουμε πλήρως. Μὲ τὰ τροπάρια «Σῶσον, Κύριε, τὸν λαόν σου…», «Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῶ ἑκουσίως…» καὶ «Προστασία φοβερὰ καὶ ἀκαταίσχυντε…» ἐπικαλούμαστε τὸν Κύριο νὰ διαφυλάξει τὸ δικό Του διὰ τοῦ Σταυροῦ πολίτευμα, νὰ χαρίσει τοὺς οἰκτιρμούς Του στὴ δική Του ἐπώνυμο καὶ καινὴ πολιτεία, συμμαχώντας μὲ αὐτὴν καὶ παρέχοντας νίκες στοὺς πιστοὺς βασιλεῖς αὐτῆς τῆς πολιτείας. Καὶ στὴ συνέχεια στρεφόμαστε στὴν Παναγία γιὰ τὴν στήριξη τῆς πολιτείας τῶν ὀρθοδόξων, παραχωρώντας νίκη σὲ αὐτοὺς ποὺ ἐκείνη κάλεσε νὰ βασιλεύσουν.
Ἀτενίζοντας ἑπομένως ὁ πιστὸς στὸ Ἱερὸ Βῆμα πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα τὸν Τίμιο Σταυρό, μὲ τὸ ἄχραντο Σῶμα τοῦ Κυρίου προσηλωμένο ἐπάνω του, δὲν χάνει ἀπὸ τὰ μάτια του καὶ τὸ διὰ τοῦ Σταυροῦ πολίτευμα, τὴν χριστιανικὴ καινὴ πολιτεία στὸν κόσμο. Εἶναι ζωοποιὸς ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου ὄχι μόνο μὲ τὴν νίκη ἐπὶ τοῦ θανάτου καὶ τῆς φθορᾶς, τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ὀργάνωση τῆς νέας ζωῆς, τοῦ καινοῦ πολιτεύματος. Ὁ Σταυρὸς καὶ ὁ Τάφος (Ἁγία Τράπεζα), τὰ δύο αὐτὰ ὁρατὰ σημεῖα στὸ Ἱερὸ Βῆμα, εἶναι ἡ πηγὴ ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναβλύζει ἡ Καινὴ Κτίση, ἡ καινὴ διάσταση τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, ἡ ὁποία θέτει στόχο νὰ πραγματοποιήσει τὸ αἴτημα τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς «γενηθήτω τὸ θέλημά Σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς». Ὁ πιστὸς συνειδητοποιεῖ ὅτι ἡ Πολιτεία τοῦ Χριστοῦ, ἡ πολιτεία τῶν Ὀρθοδόξων ἐπὶ τῆς γῆς μπορεῖ μόνο τότε νὰ γίνει ἱστορικὴ πραγματικότητα – ὅσο αὐτὸ εἶναι δυνατὸ στὴν κάθε ἐποχὴ – ὅταν οἱ ἄνθρωποι παραμένουν χριστοκεντρικοὶ καὶ τρέφονται ἀπὸ τὸν Χριστό. Εἶναι προφανές, ὅτι αὐτὴ ἡ καινὴ πολιτεία τοῦ Χριστοῦ ἀφορᾶ σὲ ὅλη τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις της.
Πρόκειται γιὰ τὸ φυσικὸ πολίτευμα τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ εἶναι φυσικό, διότι ἔχει ὡς πηγὴ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ καὶ Δημιουργό μας. Ἑπομένως ἀνταποκρίνεται στὴ φύση μας ὡς ἀνθρώπων ποὺ ζοῦμε στὸν κόσμο αὐτό. Εἶναι αὐτὸ τὸ πολίτευμα ποὺ ἐγκαινιάζεται ἤδη ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ ἐποχὴ μὲ τὴ γόνιμη συνεργασία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν ἑπτὰ Διακόνων, οἱ ὁποῖοι ἐκλέχθηκαν ἀπὸ τοὺς πιστοὺς γιὰ τὴ διακονία τῶν τραπεζῶν. Εἶναι τὸ πολίτευμα ποὺ ὁμολογεῖ ὅτι κάθε μορφὴ ἐξουσίας ἔχει ὡς πηγὴ τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, στὸν ὁποῖο «ἐδόθη… πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. 28, 18). Αὐτὴν τὴν πᾶσα ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς ὅρισαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι μὲ τὴ μορφὴ δύο διακονιῶν, τῆς διακονίας τοῦ Λόγου, ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν πνευματικὴ ἐξουσία καὶ τὴν ὁποία κράτησαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους, καὶ τῆς διακονίας τῶν τραπεζῶν, τῶν βιοτικῶν ἀναγκῶν, ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν κοσμικὴ ἐξουσία καὶ δόθηκε στοὺς ἑπτὰ Διακόνους. Χαρακτηριστικὸ εἶναι, ὅτι οἱ φορεῖς καὶ τῶν δύο ἐξουσιῶν ὄφειλαν νὰ εἶναι πνευματοφόροι, δηλαδὴ ὄχι ἁπλῶς μὲ κάποιες ἰδιαίτερες ἱκανότητες, ἀλλὰ νὰ εἶναι «πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καὶ σοφίας» (Πράξ. 6, 3). Σὲ αὐτὸ τὸ ὕψος ἀνεβάζει ἐξ ἀρχῆς ὁ Χριστιανισμὸς τὴν πολιτικὴ διακονία, διότι μόνο μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις οἱ πολιτικοὶ θὰ εἶναι σὲ θέση μὲ πληρότητα νὰ ἀνταποκρίνονται στὸ ἀξίωμά τους.
Τὸ διὰ τοῦ Σταυροῦ πολίτευμα διαμορφώθηκε πλήρως στὴ δική μας ἱστορία τῆς Ρωμιοσύνης. Ὁ ἄνθρωπος ὡς ψυχοσωματικὴ ἑνότητα, ἔχοντας πνευματικὲς καὶ βιοτικὲς ἀνάγκες, διακονεῖται σὲ αὐτὴ τὴν καινὴ πολιτεία τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς ἀντίστοιχους φορεῖς τῶν δύο ἐξουσιῶν-διακονίων ποὺ συνδέονται μέσῳ τοῦ Σταυροῦ μεταξύ τους καὶ καλοῦνται νὰ συνυπάρχουν καὶ νὰ συνεργάζονται γιὰ τὸ καλό τοῦ λαοῦ τῆς Αὐτοκρατορίας. Ὀνομάζονται Ἱερωσύνη (ἡ πνευματικὴ ἐξουσία-διακονία) καὶ Βασιλεία (ἡ κοσμικὴ ἐξουσία-διακονία). Δὲν πρόκειται γιὰ δύο ξεχωριστὰ καὶ αὐτόνομα μεγέθη, ὅπως ἐκλαμβάνονται σήμερα ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ Πολιτεία, ἀλλὰ καὶ οἱ δύο, ὅπως ἐπισημάναμε ἤδη, ἔχουν τὴν πηγή τους στὸν Χριστό. Τὸ διὰ τοῦ Σταυροῦ πολίτευμα δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει παρὰ μόνο μέσῳ τῆς ἐν Χριστῷ συναλληλίας πνευματικῆς καὶ κοσμικῆς ἐξουσίας, μέσῳ τῆς ἱερωσύνης καὶ τῆς βασιλείας, μέσῳ τῆς κάθετης καὶ ὁριζόντιας διάστασης τῆς ζωῆς, μέσῳ τῆς κάθετης καὶ τῆς ὁριζόντιας κεραίας τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου. Ἔτσι ἀπολύτως τίποτα δὲν μένει ἔξω ἀπὸ αὐτὴ τὴ νέα πραγματικότητα τῆς ζωῆς ποὺ ἐγκαθίσταται στὸν κόσμο, «ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα» (Β΄ Κορ. 5, 17). Αὐτὰ ποὺ καθιέρωσαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι στὴν πρώτη Ἐκκλησία, παίρνουν μέσῳ τῶν Ἁγίων Αὐτοκρατόρων Κωνσταντίνου καὶ Ἰουστινιανοῦ ἱστορικὴ σάρκα καὶ ὀστᾶ. Δυστυχῶς στὸν δικό μας σημερινὸ κόσμο μοιάζουν νὰ ἔχουν πλήρως ἀπολεσθεῖ. Ἔχουμε υἱοθετήσει μὲ εὐθύνη κυρίως τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας (ἰδιαίτερα διαφωτιστικὸ σχετικὰ εἶναι τὸ βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ π. Βασιλείου Ε. Βολουδάκη «Ἡ πολιτικὴ εἶναι ποιμαντική. Ἡ πνευματική μας εὐθύνη γιὰ τὸ κατάντημα τῆς πατρίδος μας, Ἐκδόσεις θυηπόλος, Ἀθήνα 2011») ἀπόλυτα τὴν δυτικὴ ἐκδοχὴ τῆς ἐκτός τοῦ Θεοῦ κοσμικῆς ἐξουσίας ποὺ ἀρνεῖται τὸν Χριστὸ ὡς πηγή της. Οἱ συνέπειες αὐτῆς τῆς ἐπιλογῆς διαγράφονται ὅλο καὶ πιὸ ζοφερὲς καὶ καταστροφικὲς γιὰ τὴν κοινωνία μας μὲ μία πολιτικὴ ἐξουσία, ἡ ὁποία ἐν πολλοῖς ἔχει ἰδιοποιηθεῖ καὶ τὰ γι’ αὐτὴν νευραλγικὰ σημεῖα τῆς πνευματικῆς ἐξουσίας.