ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2025

«Ἐάν τό ἅλας μωρανθῇ…» – 4ον

(Ὁ ρόλος τῶν Χριστιανῶν εἰς τὸν κόσμον)

Τοῦ κ. Ἰωάννου Β. Κωστάκη

4ον

   6. Τὸ ἁλάτι εἶναι, βέβαια, χρήσιμο προκειμένου νὰ διατηροῦνται οἱ ζωικὲς τροφὲς ἀπὸ τὴν σήψη. Εἶναι ὅμως ἐξ ἴσου ἀπαραίτητο καὶ γιὰ τὴν συντήρηση, τὴν ὑγεία τοῦ ὀργανισμοῦ τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου. Σύμφωνα μὲ διαπιστώσεις ἁρμοδίων ἐρευνητῶν, στὸ σῶμα κάθε ζωντανοῦ ἀνθρώπου, ὑπάρχει πάντοτε μικρὴ ποσότητα ἅλατος. (Μισὸ κιλὸ περίπου;) Στὴ διάρκεια δὲ κάθε ἔτους εἰσάγονται στὸν ὀργανισμό, ἀπὸ διάφορες πηγές, περίπου ὀκτὼ κιλὰ ἅλατος.

Κάτι ἀνάλογο ἰσχύει καὶ στὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες, ὅταν σ’ αὐτὲς ὑπάρχουν καὶ δροῦν ἐνάρετοι χριστιανοί. Ἀλλὰ τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὴν προσωπικὴ ζωή τῶν πιστῶν. Ἡ ἀρετὴ ἔχει μόνιμη παρουσία, εἶναι στάση καὶ σταθερὸς τρόπος ζωῆς τοῦ ψυχικοῦ ὀργανισμοῦ. Δὲν μειώνεται τὸ ἀγωνιστικὸ φρόνημα καὶ ὁ θεῖος ζῆλος γιὰ ἐνάρετη ζωή. Διαρκῶς αὐξάνεται πορευόμενος «ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν», διατηρώντας ἔτσι τὴν πνευματική του ἀσηψία, προάγεται σὲ πνευματικὴ ἀφθαρσία. Αὐτὸ θὰ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν εὐεργετικὴ ἐπίδρασή του στὸν στενὸ καὶ εὐρύτερο χῶρο τῆς προσωπικῆς- ἀτομικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς του.

Ἀβραάμ: Ὁ «σύμβουλος» τοῦ Θεοῦ

Στὸ βιβλίο «Γένεσις», τῆς Π.Δ. ἐκτὸς τῶν ἄλλων, κυριαρχεῖ ἡ μεγάλη μορφὴ τοῦ Πατριάρχου Ἀβραάμ. Σ’ αὐτὸν ἀποκαλύπτεται ὁ Θεὸς στὶς πόλεις Οὒρ καὶ Χαρράν. «Καὶ εἶπε Κύριος τῷ Ἀβραάμ: Φύγε ἀπὸ τὴν πατρίδα σου, τοὺς συγγενεῖς σου, τὸ πατρικό σου σπίτι. Ἄφησε ὅλα τὰ ὑποστατικά σου καὶ πήγαινε σὲ χώρα, ποὺ δὲν γνωρίζεις, ποὺ θὰ σοῦ δείξω. Κι’ ἐγὼ θὰ σὲ κάνω γενάρχη μεγάλου ἔθνους. Θὰ σὲ εὐλογήσω. Θὰ ἀποκτήσεις πλούσια τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Θὰ δοξάσω τὸ ὄνομά σου, καὶ θὰ εἶσαι πλούσιος καὶ δοξασμένος. Θὰ εὐλογήσω ὅσους σὲ σέβονται καὶ σὲ τιμοῦν, καὶ θὰ εἶσαι πλούσιος, τιμημένος καὶ δοξασμένος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, αἰωνίως. Θὰ καταραστῶ ἐκείνους ποὺ σὲ καταριόνται καὶ σὲ πολεμοῦν. Πάνω ἀπ’ ὅλα ὅμως «ἐνευλογηθήσονται ἐν σοί, πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς…». (Γένεσ. 12, 1-3).

Ἡ κλήση αὐτὴ θέτει σὲ δοκιμασία τὴν πίστη, τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἀφοσίωση-ὑπακοὴ τοῦ Ἀβραάμ, στὸ Θεό. Ὑπερνικώντας ὁ Ἀβραὰμ κάθε δισταγμὸ καὶ λογισμοὺς ἀμφιβολίας «περιπατεῖ διὰ πίστεως», πρὸς τὴν ἄγνωστη χώρα ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Ἡ ἀμοιβή του εἶναι πολύπλευρη: α) Ἀριθμητική:Ἡ ὑπόσχεση –διαβεβαίωση τοῦ Θεοῦ εἶναι σαφής: «ποιήσω σε εἰς ἔθνος μέγα…». β) τὸ «Εὐλογήσω σε…». Τὸ ρῆμα εὐλογῶ, ὅταν ἀπευθύνεται ἀπ’ τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὸν Θεό, σημαίνει: αἰνῶ, ἐπαινῶ, δοξάζω. Ὅταν ὅμως λέγεται ἀπ’ τὸν Θεὸ πρὸς τὸν ἄνθρωπο σημαίνει: πλουτίζω, παρέχω ἄφθονες δωρεές, κυρίως ὑλικές.

γ) Ἡ δόξα.Αὐτὸ προκύπτει ἀπὸ τὴν ὑπόσχεση: «Μεγαλυνῶ τὸ ὄνομά σου».

δ) Ἡ εὐλογία γιὰ τοὺς ἄλλους. Δηλαδὴ ὁ Ἀβραὰμ θὰ εἶναι τόσο πλήρης ἀπὸ τὶς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ, ὥστε θὰ ἐκχειλίζουν, καὶ ὁ ἴδιος θὰ γίνη πηγὴ εὐλογιῶν καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους. Αὐτὸ σημαίνει τὸ «εὐλογήσω τοὺς εὐλογοῦντάς σε..». Τὸ εὐλογῶ, ὅταν λέγεται ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ἄνθρωπο σημαίνει: λέγω καλὰ λόγια γιὰ τοὺς ἄλλους, τοὺς ἐπαινῶ. Δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔρχονται σὲ ἐπικοινωνία καὶ ἀναστροφὴ μὲ τὸν Ἀβραάμ, τὸν δίκαιο, θὰ εἶναι εὐλογημένοι ἢ καταραμένοι, ἀναλόγως τῆς φιλικῆς ἢ ἐχθρικῆς διαθέσεως καὶ στάσεώς τους ἀπέναντι τοῦ δικαίου καὶ εὐσεβοῦς πατριάρχου. ε) Ἡ εὐλογία θὰ ἔχει συνέχεια. Μὲ τὸ «ἐν σοὶ εὐλογηθήσονται», εἶναι σὰν νὰ τοῦ λέγει: Θὰ σὲ ἀξιώσω τέτοια καὶ τόση εὐλογία, ὥστε αὐτὴ νὰ συνεχίζεται σ’ ὅλους τοὺς αἰῶνες. Κι’ αὐτὸ θὰ γίνεται «ἐν σοί..», καὶ «ἐν τῷ σπέρματί σου» εἰς «πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς…».(Γένεσ. 22.18). Τὸ σπέρμα δὲ τοῦ Ἀβραάμ, αὐτὸς ὁ ἀπόγονός του, εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ ὕψιστη δόξα τοῦ προπάτορος τοῦ Χριστοῦ καὶ πατριάρχου ὅλου τοῦ κόσμου.

Σ’ αὐτὸν τὸν δίκαιο Ἀβραὰμ φανερώθηκε γιὰ μία ἀκόμα φορά ὁ Θεός, ἕνα μεσημέρι, ἐνῷ ὁ πατριάρχης καθόταν κοντὰ στὴν βελανιδιὰ τοῦ Μαμβρῆ, μπροστὰ στὴν θύρα τῆς σκηνῆς του. Ξαφνικὰ ἐμφανίστηκαν μπροστά του τρεῖς ἄνδρες. Ὁ ἕνας ἦταν ὁ Θεός, οἱ δὲ ἄλλοι δύο ἦταν ὑπηρέτες του ἄγγελοι. Μετὰ τὴν πλούσια φιλοξενία ποὺ τοὺς πρόσφερε ὁ Ἀβραάμ, οἱ τρεῖς ἐπισκέπτες, ἀναχώρησαν ἀπ’ τὰ ὑψώματα ποὺ βρισκόταν ἡ σκηνή του καὶ κατευθύνθηκαν πρὸς τὴν πεδιάδα τῶν Σοδόμων. Ὁ Ἀβραὰμ τοὺς προέπεμψε μὲ εὐλάβεια. Ἐνῷ δὲ οἱ δύο ἄγγελοι, τὸ βράδυ, «πρὸς ἑσπέρας» εἰσέρχονταν στὰ Σόδομα, ὁ ἕνας, ὁ Κύριος συγκαταβαίνει νὰ ἀποκαλύψη στὸν δίκαιο Ἀβραὰμ τὰ σχέδιά του γιὰ τὰ Σόδομα.

Εἶναι ἄξιο παρατηρήσεως τὸ γεγονὸς ὅτι: Στὸν Ἀβραὰμ οἱ τρεῖς ἄνδρες πῆγαν τὸ μεσημέρι, ὅταν ὑπῆρχε ἄπλετο τὸ φῶς τοῦ ἡλίου. Ἐνῷ στὰ Σόδομα οἱ δύο ἄγγελοι εἰσέρχονται «πρὸς ἑσπέρας», τὸ βράδυ ὅταν πέφτει τὸ σκοτάδι. «Νὺξ γὰρ καὶ σκότος ἡ τιμωρία τῶν ἀσεβῶν, οἱ δὲ δίκαιοι ὁμοίως φωτὶ λάμπουσιν. Ἔνθα μὲν ἦν ἀγαθῶν μήνυσις ὁ Δεσπότης παρῆν. Ἐπὶ τὴν τιμωρίαν δὲ οὐκ αὐτὸς παραγίνεται. Δεικνὺς ὅτι τὸ μὲν εὖ πάσχειν καθ’ ἡδονὴν αὐτῷ γίνεται, τὰς δὲ τιμωρίας τοῖς ἀγγέλοις ὑπηρέταις κέχρηται». (Ἄδηλος).

Τὰ Σόδομα, καὶ οἱ ἄλλες πόλεις τῆς ἁμαρτίας, ἁπλώνονται μπροστὰ στὸν πατριάρχη, χωρὶς αὐτὸς νὰ βλέπει ἢ νὰ ἀκούει τὸν θόρυβο καὶ τὶς κραυγὲς τῆς ἁμαρτίας ποὺ πλεονάζει σ’ αὐτές. Γιατί κάθε ἁμαρτία ἔχει τὴ δική της κραυγὴ καὶ κάθε ἀδικία τὴ δική της φωνή. Οἱ ἁμαρτίες τῶν πόλεων ἐκείνων ἦταν πολλές, μεγάλες καὶ ἀποκρουστικές. Προκαλοῦν τὴν θεία μακροθυμία καὶ ἀπαιτοῦν τὴν θεία τιμωρία. Ὁ ἐγωισμός, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ἀκολασία, καὶ πρὸ παντὸς ἡ παρὰ φύσιν ἀσέλγεια, προκαλοῦν τὴν «ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας». (Κολασ. 3. 6).

Μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴ θλιβερὴ καὶ ὄζουσα ἀνομιῶν πραγματικότητα, ἀνθρωποπαθῶς, παρουσιάζεται ὁ Θεὸς νὰ λέει στὸν πιστὸ δοῦλο του, τὸν Ἀβραάμ: «Πολλὲς κραυγὲς ἀνεβαίνουν σ’ ἐμένα ἀπὸ τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα. Οἱ ἁμαρτίες τῶν κατοίκων τους εἶναι πολὺ μεγάλες. Θὰ κατεβῶ ἐκεῖ, γιὰ νὰ ἰδῶ, ἐὰν αὐτὲς γίνονται ὅπως οἱ κραυγές τους φτάνουν σ’ ἐμένα ἢ ὄχι. Θέλω νὰ μάθω…». (Γενεσ. 18. 20-21).

Ἐνῷ οἱ δύο ἄγγελοι φθάνουν στὰ Σόδομα, ὁ Ἀβραὰμ στέκεται ὄρθιος «ἐναντίον Κυρίου», μπροστὰ στὸ Θεό. Λαμβάνει ἰδιαίτερη θέση στὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὡς νὰ γίνεται σύμβουλός του.

Τὰ Σόδομα δὲν ἀφοροῦν προσωπικῶς τὸν Ἀβραάμ. Ἡ ἀρετή του ὅμως τὸν φέρνει πλησίον «ἐνώπιον» τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τοῦ ἐπιτρέπει νὰ πληροφορεῖται, νὰ γνωρίζει, μόνος αὐτός, τὶς προθέσεις καὶ τὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὰ Σόδομα. Μὲ δέος, συστολή, ἀλλὰ καὶ τὴν παρρησία τοῦ δικαίου, πλησιάζει τὸ Θεὸ καὶ τοῦ λέει: «Θὰ καταστρέψεις τὸν δίκαιο μαζὶ μὲ τὸν ἀσεβῆ; Καὶ θὰ εἶναι ὁ δίκαιος στὴν ἴδια μοῖρα μὲ τὸν ἀσεβῆ; Ἂν δηλαδὴ εὑρίσκονται σὲ μία πόλη πενῆντα δίκαιοι, θὰ τοὺς καταστρέψης μαζὶ μὲ τοὺς ἀδίκους; Δὲν θὰ ἀφήσης ἀτιμώρητη ὅλη τὴν πόλη γιὰ χάρη τῶν πενῆντα δικαίων ποὺ ζοῦν σ’ αὐτή; Ἐσὺ οὐδέποτε θὰ κάνης κάτι τέτοιο. Δηλαδὴ νὰ φονεύσης τὸν δίκαιο μαζὶ μὲ τὸν ἀσεβῆ, ὥστε νὰ εἶναι στὴν ἴδια μοῖρα (νὰ ἔχουν τὴν ἴδια τύχη) καὶ οἱ δύο (ὁ δίκαιος καὶ ὁ ἀσεβής).

https://orthodoxostypos.gr