ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024

Ἀπο τελωνης εὐαγγελιστης

Τοῦ ἀποστόλου καὶ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου
Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2024

Μία ζωὴ ἔχουμε, ἀγαπητοί μου· μιά φορὰ ἔρ­χεται ὁ ἄνθρωπος στὸν κόσμο καὶ ζῇ ἐπὶ τῆς Γῆς – δὲν πρόκειται νὰ ξαναέλθῃ· καὶ βέβαια μιά φορὰ πεθαίνει, «μετὰ δὲ τοῦτο κρί­σις». Αὐτὴ τὴ μεγάλη ἀλήθεια κηρύττει ἡ Καινὴ Διαθήκη (Ἑβρ. 9,27). Τὰ ἄλλα ποὺ ἀ­κού­γονται ἀπὸ κάποιους, περὶ μετεμψυχώσε­ων ἢ μετεν­σαρκώσεων, εἶνε πλάνη καὶ ἀπάτη τοῦ πονηροῦ. Ἡ ἀλήθεια εἶνε, ὅτι μετὰ ἀ­πὸ τὴν παροῦσα ζωὴ μᾶς περιμένει τὸ κριτήριο ὅπου θὰ ζυγιστοῦν τὰ πεπραγμένα μας.

Γι᾽ αὐτὸ ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας ἔχει μεγάλη, ἀνυπολόγιστη ἀξία. Συχνὰ ἀκοῦμε, ὅτι «ὁ χρό­­νος εἶνε χρῆμα». «Μιὰ ζωὴ τὴν ἔχουμε…»,

τρα­­γουδάει ὁ κόσμος στρέφοντας τὸ νοῦ του σὲ ἐπιδιώξεις, ὑλικὰ κέρδη καὶ ἀπολαύσεις τοῦ κό­­σμου τούτου. Αὐτὰ ὅμως εἶνε πολὺ μικρά.
Ὁ ἅγιος ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα εἶχε ἀγαπή­­σει τὸ χρῆ­μα, ἦταν δέσμιος τοῦ πάθους τῆς φιλαρ­γυρίας. Ἦρθε ὅμως ὥρα ποὺ εἶδε, ὅτι ὑ­­πάρ­χει κάτι ἄλλο ἀνώτερο· καὶ τότε πῆρε τὴν ἀπόφασι, ὅπως ὁ ἔμπορος ἐκεῖνος ποὺ βρῆ­κε τὸν «πολύτιμον μαργαρίτην» (Ματθ. 13,46), καὶ ἄ­φησε τὸ χρῆμα γιὰ νὰ ζητήσῃ τὸ ἀνώτερο.
Ποιός εἶνε λοιπὸν ὁ ἅγιος αὐτός; πῶς τὸν λένε; Τὸ ὄνομά του εἶνε Ματθαῖος, ἦταν ἀπὸ τὴ Γαλιλαία, γυιὸς τοῦ Ἀλφαίου, καὶ ἔγινε ἕ­νας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ματθαῖος δὲν ἦταν φτωχὸς καὶ ἀγράμμα­τος ψαρᾶς ὅπως οἱ συμμαθηταί του· αὐτὸς διέφερε. Πῶς ἔζησε, τί ἔκανε στὴ ζωή του; πῶς ἀγίασε; Γι᾽ αὐ­­τὸν θὰ ποῦμε τώρα λίγα λόγια.

* * *

Ὁ Ματθαῖος, ἀδελφοί μου, ἦταν ἁμαρτωλός, πολὺ ἁμαρτωλός. Τί δουλειὰ ἔκανε; Δὲν ἦταν οὔτε βοσκὸς οὔτε γεωργός, ὄχι. Εἶχε ἕ­να ἁμαρτωλὸ ἐπάγγελμα. Ποιό; Ἦ­ταν τελώνης. Τί θὰ πῇ τελώνης; Αὐτὸς μὲ χρήματά του πλήρωνε τὸ κράτος, ἀγόραζε τοὺς φόρους τοῦ δημοσίου, καὶ κατόπιν εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ τοὺς εἰσ­πράττῃ ἀπὸ τοὺς πολῖ­τες· ἀλ­λὰ φερόταν σκληρὰ κ᾽ ἔ­κανε ἀδικίες. Ἐνῷ ἔ­πρεπε νὰ εἰσπράξῃ μιὰ δραχμή, αὐτὸς εἰσ­έπραττε δέκα δραχμές· τὴ μιὰ τὴν ἔδινε στὸ δημόσιο καὶ τὶς ἐννιὰ τὶς ἔβαζε στὴν τσέπη του. Μὲ ἄλ­λα λόγια ὁ τελώνης ἦταν ἀπατε­­­­ώνας – κλέφτης· καὶ ἔτσι τὸν θεωροῦσαν οἱ ἄν­θρωποι τὴν ἐπο­χὴ ἐκείνη. Κρατώντας τὰ ξένα χρήματα καὶ δίνοντας λίγα στὸ δημόσιο, αὐ­τὸς κατώρθωσε νὰ κάνῃ μεγάλη περιουσία. Ἦταν πολὺ φιλάρ­γυρος ὁ Ματθαῖος. Ἀλ­λὰ νὰ ποὺ ἔπεσε στὰ δίχτυα τοῦ μεγάλου Ψαρᾶ.
Μιὰ μέρα πέρασε ἀπὸ τὸ τελωνεῖο του ὁ Ἰησοῦς καὶ τὴν ὥρα ποὺ αὐτὸς μετροῦσε τὰ χρήματά του, τὰ «τριάκοντα ἀργύρια», ἐκείνη τὴν ὥρα ἀκούει τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ τοῦ λέῃ «Ἀκολούθει μοι» (Ματθ. 9,9). Θὰ περίμενε κανείς, αὐτὸς ὁ ὑλιστής, νὰ ἀδιαφορή­σῃ· συν­έβη ὅμως κάτι ἀνεξήγητο. Ἀποτόμως ὁ Ματθαῖος σηκώνεται καὶ ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο! Τί σκέφτηκε; Δὲν ἦταν ἕνας ἐν­θουσιασμὸς τῆς στιγμῆς· μετανόησε γιὰ τὴ ζωή του εἰλικρινὰ καὶ ἔμεινε σταθερὸς στὴν ἀπόφασί του. Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἄφησε ὁ­ρι­στι­κὰ πλέον τὸ ἐ­πάγγελμα τοῦ τελώνη καὶ διακήρυξε τὴν ἀ­πό­φασί του. Τὴν πανηγύρισε μάλιστα μὲ ἕνα καλὸ συμπόσιο, στὸ ὁποῖο, μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ καὶ τοὺς μαθητάς του, πολλοὶ φίλοι του, τε­λῶ­νες καὶ ἁμαρτωλοί, συμμετεῖχαν στὴ χαρά του. Ἐν συνεχείᾳ ὁ Ματθαῖος μοίρασε τὴν πε­ριουσία του σὲ φτωχοὺς καὶ ἔγινε μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. Ἔμεινε μαζί του μέχρι τέλους.
Μετὰ τὴν Ἀνάστασι καὶ τὴν Πεντηκοστὴ ὁ Ματθαῖος ἄφησε τὴν Ἰερουσαλὴμ καὶ πέταξε σὰν τὸν ἀετὸ γιὰ νὰ κηρύξῃ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Πῆγε μακριά, πέρα ἀπὸ τὸν Εὐφράτη καὶ τὴν Ἀρμενία, σὲ μέρη ποὺ κατοικοῦσαν Πάρθοι καὶ Μῆδοι, λαοὶ εἰ­δωλολατρικοί, τραχεῖς καὶ ἄξεστοι, ποὺ ἔ­τρωγαν κρέατα ὠμά, σκότωναν γυναῖκες, θυσίαζαν παιδιά, ἔκαναν ὄργια· ἄνθρωποι ἄγριοι κυριολεκτικῶς. Ποιός τολμοῦσε νὰ πλησιάσῃ ἐκεῖ; Καὶ ποιός κατόπιν ἵδρυσε ἐκεῖ ἐκκλησίες; ποιός τοὺς ἄλλαξε; ποιός τοὺς βάπτισε; ποιός τοὺς ἔκανε Χριστιανούς ὁ ἅγιος Ματθαῖος.
Πῶς ἔγιναν αὐτά; Μὲ ἕνα θαῦμα. Ποιό θαῦ­μα; Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύ­­ουμε. Ὁ ἀπόστολος Ματθαῖος κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα ῥαβδί, ποὺ τοῦ εἶχε δοθῆ ἀπὸ τὸν Κύριο ὕστερα ἀπὸ ἀσκητικοὺς ἀγῶ­νες του στὸ βουνό. Ἐκεῖ ποὺ κήρυττε λοι­πὸν τὸ Εὐαγγέ­λιο στοὺς ἀνθρωποφάγους ἐ­κείνους ποὺ τὰ στόματά τους ἦταν κόκκινα ἀπὸ τὸ αἷμα, τοῦ λέει ἕνας ἀπὸ αὐ­τούς, γέρος μὲ ἄσπρα μαλλιά· Θὰ πιστέψουμε ὅτι ἡ θρησκεία ποὺ μᾶς κηρύττεις εἶνε ἀ­ληθινή, ἂν τὸ ῥαβδὶ αὐτὸ ποὺ κρα­τᾷς τὸ φυτέψῃς ἐδῶ καὶ γίνῃ δέντρο. Τότε ὁ ἅγιος Ματθαῖος πλησιάζει στὸ κατώφλι τοῦ ναοῦ, βάζει τὸ ῥαβδί του στὴ γῆ καὶ λέει· «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος»· καὶ σὲ λίγο νά ἐκεῖ ἕνα πελώριο δέντρο γεμᾶτο γλυκεῖς καρποὺς καὶ ἀπὸ τὴ ῥίζα του ἀνέβλυσε πηγὴ μὲ καθαρὸ νερό! Βλέποντας αὐτὸ οἱ ἄγριοι ἔνιωσαν κατάπληξι καὶ πίστεψαν. Γιατὶ ἂν πιστεύῃς, γίνονται θαύματα· ἂν δὲν πιστεύ­ῃς, τότε οὔτε στὴν ἐκκλησία νὰ πᾷς οὔ­τε νὰ κοινωνᾷς.
Ἔτσι ἔγινε ἕνα πιὸ μεγάλο θαῦμα. Ποιό; Ἐκεῖνοι οἱ ἄγριοι, τὰ ἀγρίμια, τὰ ξερὰ κλαδιά, ἔγιναν καρποφόρα δέντρα. Διότι δὲν εἶνε τόσο σπουδαῖο ἕνα ῥαβδὶ νὰ γίνῃ δέντρο καρπο­φόρο· ͺπιὸ σπουδαῖο εἶνε, ἕνας ἀπελέκητος ἄν­­θρωπος, ἕνα στουρνάρι, ἕνα ξύλο ἄκαρπο, νὰ τὸν βλέ­πῃς ξαφνικὰ νὰ γίνεται ἥμερος, εὐ­γενής, πνευματικὸς ἄνθρωπος, μὲ ἁγιωσύνη, μὲ ἔργα πίστεως καὶ ἀγάπης, στολίδι τῆς ἐκ­κλησίας, τῆς πατρίδος, τῆς κοινωνίας.
Ἀφήνω ἄλλες λεπτομέρειες καὶ λέω ὅτι ὁ ἀπόστολος Ματθαῖος, ἀφοῦ ἔκανε πολλὰ ἀ­κόμη ἄλλα θαυμαστὰ σημεῖα καὶ ἀφοῦ ὑπέμεινε πολλὰ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τέλος εἶχε μαρτυρικὸ θάνατο διὰ πυρὸς στὴ Συρία, καὶ ἔτσι σφράγισε τὴ ζωή του.
Προτοῦ ὅμως νὰ τελειώσω προσθέτω τὸ ἑξ­ῆς. Ὁ ἅγιος Ματθαῖος ἐκτὸς ἀπὸ ἀπόστολος εἶνε καὶ εὐαγγελιστής. Ἔγραψε μὲ τὸ χέρι του τὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, τὸ πρῶτο βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης, ποὺ περιέχει ὅ,τι ὁ ἴ­διος εἶ­δε καὶ ἔζησε κοντὰ στὸν Κύριον ἡ­μῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὅποιος τὸ διαβάζει, πρέ­πει νά ᾽νε πέ­τρα – βράχος γιὰ νὰ μὴ συγ­κινηθῇ. Περιγρά­φει τὴ ζωή, τὴ διδασκαλία, τὰ θαύματα, τὸ σταυ­ρὸ τὰ πάθη καὶ τὴν ἀνάστασι τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ τὴ δευτέρα παρουσία του καὶ τὴν κρίσι ζώντων καὶ νεκρῶν. Τὴν ἀρχὴ τοῦ κα­τὰ Ματθαῖ­ον Εὐαγγελίου ἀκοῦμε στὴν ἐκ­κλη­σία τὴν Κυριακὴ πρὸ τῶν Χριστουγέννων.

* * *

Στὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου άποστόλου καὶ εὐ­αγγελιστοῦ Ματθαίου, ποὺ ἑορτάζει σήμε­ρα, βλέπουμε, ἀδελφοί μου, σπουδαῖες ἀλήθειες.
Βλέπουμε ὅτι ὁ Χριστὸς δέχεται τὴ μετάνοια καὶ μεγάλου ἁμαρτωλοῦ. Ὅταν ὑ­πάρ­­χῃ ἡ μετάνοια, ὁ Κύριος δὲν δυσ­κολεύεται· τὸν παίρνει κοντά του, τὸν ὑψώνει, τὸν δοξάζει.
Βλέπουμε, ὅτι ἕνας τελώνης μπορεῖ νὰ φτάσῃ νὰ γίνῃ μαθητής, ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστής.
Βλέπου­με, ὅτι πταίσματα καὶ ἔλεος, τὸ πλῆθος τῶν πταισμάτων τοῦ ἀν­θρώπου καὶ τὸ πλῆ­θος τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, εἶνε δύο μεγέθη ποὺ συγ­κρούονται, ἀλλὰ νικᾷ τὸ δεύτερο. Γι᾽ αὐτὸ στὴν Ἀκολουθία τῆς θείας Μεταλήψεως ὁ ἱερὸς συντάκτης λέει ποιητικῶς·
Γνωρίζω, Κύριέ μου, πολὺ καλά,
ὅτι «οὐ μέγεθος πταισμάτων,
οὐχ ἁμαρτημάτων πλῆθος
ὑπερβαίνει τοῦ Θεοῦ μου
τὴν πολλὴν μακροθυμίαν
καὶ φιλανθρωπίαν ἄκραν·
ἀλλ᾽ ἐλαίῳ συμπαθείας
τοὺς θερμῶς μετανοοῦντας
καὶ καθαίρεις καὶ λαμπρύνεις
καὶ φωτὸς ποιεῖς μετόχους,
κοινωνοὺς Θεότητός σου
ἐργαζόμενος ἀφθόνως
καί, τὸ ξένον καὶ ἀγγέλοις
καὶ ἀνθρώπων διανοίαις,
ὁμιλεῖς αὐτοῖς πολλάκις
ὥσπερ φίλοις σου γνησίοις.
Ταῦτα τολμηρὸν ποιεῖ με,
ταῦτά με πτεροῖ, Χριστέ μου…» (εὐχὴ Ζ΄).
Πές μου, ἀδελφέ, τ᾽ ἁμαρτήματά σου· πόσα εἶνε; Αὐ­τὰ ποὺ ἔχεις δὲν εἶνε τίποτα. Διπλάσια; δὲν εἶ­νε τίποτα. Τριπλάσια; δὲν εἶνε τίποτα. Τί εἶνε οἱ ἁμαρτίες; Φωτιά, κάρβουνα ἀναμμένα. Πάρε ἕνα μαγκάλι, πάρε ἕνα σωρὸ κάρβουνα, κάνε τὰ βουνὰ ἀναμμένα κάρβουνα· ἅμα τὰ ῥίξῃς στὴ θάλασσα, ποιός θὰ νική­σῃ, τὰ κάρβουνα ἢ ἡ θάλασσα; Ἡ θάλασσα βέβαια. ῾Ρίξε λοιπὸν –μὲ μετάνοια– στὴ θάλασσα τοῦ θείου ἐλέους ὅλα τὰ κάρβουνα τῶν πταισμάτων σου, καὶ ἡ θάλασσα θὰ τὰ σβήσῃ. Πόσα εἶνε; Ἄλλος ἔχει πέντε, ἄλλος ἔχει δέκα, ἄλλος ἔχει ἑκατό, ἄλλος ἔχει ἕνα βουνὸ ὁλόκληρο. Ὅσα καὶ νά ᾽νε, θὰ σβήσουν· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου Πτελεῶνος – Ἑορδαίας τὴν Τρίτη 16-11-1971, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 17-9-2024.

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=113415#more-113415