Μια φορά κι έναν καιρό πολλοί λαγοί μαζεύτηκαν σ’ ένα ξέφωτο στο δάσος κι έλεγε ο καθένας τα βάσανά του:
– Η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά, όταν με κυνηγούν οι άνθρωποι, που νομίζω πως φεύγει απ’ την ουρά μου…
– Και τα σκυλιά τους που μας κυνηγούν να μας κατασπαράξουν, αυτό πώς το αντέχουμε!
– Και δε μας κυνηγούν μόνο στη γη αλλά κι απ’ τον ουρανό! Ξεχνάτε τους αετούς που παραμονεύουν να μας γραπώσουν με τα νύχια τους;
Λέγανε, λέγανε και τελειωμό δεν είχανε… Άνθρωποι και ζώα, όλοι εναντίον τους, τι να την κάνουν τέτοια ζωή; Μέσα στην θλίψη και την απελπισία τους το πήραν απόφαση: θα φύγουν απ’ αυτή τη ζωή, για να γλιτώσουν μια και καλή. Θέλετε να μάθετε πώς;
Μια και καλή τραβάνε για την κοντινή λίμνη… Όλοι μαζί μια βουτιά στα νερά της και πνίξιμο, τέλος τα βάσανα… Αποφασισμένοι λοιπόν τρέχουν με ορμή για να βουτήξουν στη λίμνη… αλλά οι βάτραχοι της λίμνης, που κάθονταν στις καλαμιές τριγύρω, μόλις ένιωσαν το ποδοβολητό των λαγών πήδηξαν στη λίμνη μ’ ένα συγχρονισμένο εκρηκτικό πλααατς!
– Ε, σύντροφοι, φώναξε λαχανιασμένος ο αρχηγός λαγός, φρενάροντας απότομα, υπάρχουν κι άλλοι, πιο φοβισμένοι κι απελπισμένοι από μας με πιο πολλά βάσανα, που βούτηξαν στη λίμνη…
Οι λαγοί κοίταζαν ό ένας τον άλλο με νόημα, καθώς σταματούσαν το τρεχαλητό ο ένας μετά τον άλλο και παρηγορήθηκαν, καθώς σκέφτηκαν πως υπάρχουν και χειρότερα βάσανα από τα δικά τους.
– Ας μην κάνουμε κακό στη ζωή μας, ας το παλέψουμε κι άλλο…
Επέστρεψαν στο δάσος τους και συνέχισαν να ζουν, μάλιστα πιο ευτυχισμένα, γιατί κατάλαβαν πως όταν βλέπεις τον άλλο που περνάει χειρότερα, τότε διαπιστώνεις την αξία της δικής σου ζωής και παίρνεις δύναμη και κουράγιο…
Απόδοση: Δ.Σ.