ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2024

Απαντήσεις σε επιχειρήματα κατά τής σωματικής ανάστασης τού Χριστού

 

Μάρτυρες του Ιεχωβά - Χιλιαστές

Μιχάλης Μαυροφοράκης

Αγαπητοί ακροατές χαίρετε. Σήμερα θα συνεχίσουμε την μελέτη μας γύρω από το ζήτημα της αναστάσεως των νεκρών και συγκεκριμένα θα αναφέρουμε και άλλες αποδείξεις από την Αγία Γραφή ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός αναστήθηκε με το ανθρώπινο σώμα Του. Έτσι, η σημερινή εκπομπή τιτλοφορείται «Η χριστιανική κλήσις και η ανάστασις των νεκρών, μέρος ενδέκατον». (00:27)

  1. Σύνδεση με τα προηγούμενα

Στην προηγούμενη εκπομπή αναφερθήκαμε σε περιστατικά και μαρτυρίες εμφανίσεων του Ιησού Χριστού στους μαθητές Του κατά την διάρκεια της περιόδου των 40 ημερών που αρχίζει από την Ανάστασή Του και τελειώνει με την Ανάληψή Του στους Ουρανούς. Μάλιστα, αφιερώσαμε αρκετό χρόνο και εξετάσαμε με μεγάλη λεπτομέρεια το περιστατικό της εμφανίσεως του Κυρίου στην Μαρία την Μαγδαληνή, λίγο μετά από την Ανάστασή Του. Αυτό το κάναμε για αναιρέσουμε πλήρως τις κακοδοξίες ορισμένων που ισχυρίζονται ότι ο Χριστός δεν ανεστήθη με το ανθρώπινο σώμα Του, αλλά ανεστήθη ως πνεύμα με αγγελικό σώμα. Και μάλιστα λένε πως ακόμα και αυτό το αγγελικό σώμα δεν το έλαβε αμέσως αλλά αφού πρώτα ανέβηκε στον Ουρανό, στον Πατέρα Του, γεγονός που το τοποθετούν όχι πολύ μετά τον διάλογο με την Μαρία. Χρησιμοποιούν λοιπόν και αυτό το περιστατικό για να στηρίξουν αυτή την κακοδοξία λέγοντας ότι όταν είπε ο Κύριος προς την Μαρία «µή µου άπτου, ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον Πατέρα» (Ιω. 20, 17), εννοούσε «μην με αγγίζεις, διότι δεν έχω ανέβη ακόμα στον Πατέρα για να λάβω το νέο Μου σώμα». (01:44)

Αυτή όμως η ερμηνεία του  χωρίου είναι πέρα για πέρα εσφαλμένη και βλάσφημη, όπως καταδείξαμε με πολλές αποδείξεις στην προηγούμενη εκπομπή. Παράλληλα, φανερώνει και την ελλιπή γνώση των Αγίων Γραφών που έχουν, όπως επίσης και την προκατειλημμένη και βεβιασμένη ερμηνεία που κάνουν στο κείμενο προκειμένου να υποστηρίξουν με κάθε τρόπο τις εσφαλμένες θεωρίες τους. (02:08)

Πολύ περιληπτικά λοιπόν, επαναλαμβάνουμε και σήμερα ότι ο Κύριος είπε στην Μαρία: «µή µου άπτου» όχι επειδή δήθεν εστερείτο σώματος και έτσι ήταν αδύνατον να Τον αγγίξει. Άλλωστε, όπως σαφώς φανερώνει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, όχι μόνον Τον άγγιξε, αλλά και «εκράτησεν αυτού τους πόδας» (Μτ κη,9). Προφανώς λοιπόν, της είπε αυτά τα λόγια για να της διορθώσει την γνώμη που είχε λόγω της μεγάλης χαρά και εκπλήξεως για τον αναστημένο Ιησού, ότι είχε αναστηθεί όπως όλοι οι άλλοι αναστημένοι νεκροί μέχρι τότε και πως επρόκειτο να συνεχίσει να μένει κοντά τους όπως και πριν. (02:52) Για αυτό άλλωστε ο Κύριος επρόσθεσε «ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον Πατέρα», θέλοντας να της δώσει να καταλάβει ότι εκεί επίκειται να πάει, ότι αυτή είναι η όντως Ζωή για όλους του πιστούς, αυτήν πρέπει διακαώς να ποθούν, σ’ αυτήν να προσβλέπουν και όχι στην παρούσα, η οποία είναι προσωρινή. Ταυτόχρονα, την βοηθούσε να εννοήσει ότι ανεστήθη σε καινούρια ζωή, όχι πλέον ως άνθρωπος φθαρτός και θνητός, αλλά άφθαρτος και αθάνατος, και επομένως η θέση Του δεν ήταν πλέον σε αυτή την φθαρτή κτίση, αλλά στην αφθαρσία της Βασιλείας του Θεού. (03:34) Επιπρόσθετα, της διόρθωνε την γνώμη για την μελλοντική σχέση που θα είχε ο Χριστός με τους μαθητάς Του, ότι αυτή δεν θα είναι πλέον όπως ήταν πριν, αλλά με την Ανάστασή Του εισήλθε σε μια νέα φάση όπου θα σχετίζονται και γνωρίζονται με τον Κύριο, όχι δια των φθαρτών αισθήσεων, αλλά δια του Αγίου Πνεύματος και ως μέλη του Σώματός Του. Κάτι ανάλογο, άλλωστε, εννοεί και ο Απόστολος Παύλος όταν λέγει   «Ώστε ημείς από τού νυν ουδένα οίδαμεν (γνωρίζουμε) κατά σάρκα· ει δε και εγνώκαμεν κατά σάρκα Χριστόν, αλλά νυν ουκέτι γινώσκομεν.» (Β Κορ. ε,16) (04:20)

Σε αυτήν λοιπόν την μόνιμη και πλήρη σχέση πρέπει να προσβλέπουν πλέον οι μαθητές, και όχι στην προσωρινή και ατελή που μέχρι τότε ήξεραν. Παράλληλα όμως, λέγοντας στην Μαρία ότι «ούπω αναβέβηκα προς τον Πατέρα» -και που, σαφώς, υπαινίσσεται την Ανάληψή Του στους Ουρανούς μετά από 40 ημέρες- θέλει να της υπενθυμίσει και την επαγγελία του Παρακλήτου Πνεύματος. Δηλαδή, σαν να της έλεγε: «Μην σκέπτεσαι ταπεινά και μην θέλεις να με κρατήσεις εδώ, διότι δεν ανέβηκα ακόμη στον Πατέρα• και μόνον όταν ανέβω θα σας στείλω το Άγιον Πνεύμα που σας υποσχέθηκα». (05:01)

Λίγο πριν, είχε πει στους μαθητάς Του: «συμφέρει υμίν ίνα εγώ απέλθω. εάν γαρ εγώ μη απέλθω, ο παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς· εάν δε πορευθώ, πέμψω αυτόν προς υμάς» (Ιω ιστ,7). Και γνωρίζουμε ότι επορεύθη προς τον Πατέρα όταν ανελήφθη στους Ουρανούς (Πρ α,11). Αυτά λοιπόν εννοώντας ο Κύριος είπε τα λόγια που προαναφέραμε στην Μαρία. Δεν τα είπε από κάποια δική Του «αδυναμία», αλλά επειδή ήθελε να διορθώσει την γνώμη της Μαρίας, να την ανυψώσει από τα γήινα και φθαρτά στα επουράνια και άφθαρτα. (05:48)

  1. Η μαρτυρία τού Κυρίου στον Θωμά

Ας προχωρήσουμε όμως σήμερα και ας εξετάσουμε ένα ακόμη περιστατικό από τις εμφανίσεις του Χριστού στους μαθητάς Του κατά την περίοδο μετά την Ανάστασή Του και προ της Αναλήψεώς Του στους Ουρανούς. Και αυτό το περιστατικό αναφέρεται στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, κεφάλαιο 20ο και στίχους 24 έως 29 (κ’ 24-29), από όπου και διαβάζουμε σχολιάζοντας ταυτόχρονα:

«Θωμάς δε εις εκ τών δώδεκα, ο λεγόμενος Δίδυμος, ουκ ην μετ αυτών ότε ήλθεν ο Ιησούς (δεν ήταν παρών όταν ο Κύριος παρουσιάστηκε στο μέσον των μαθητών και των θυρών κεκλεισμένων την ίδια ημέρα της Αναστάσεώς Του). έλεγον ουν αυτώ οι άλλοι μαθηταί· εωράκαμεν τον Κύριον (είδαμε τον Κύριο). ο δε είπεν αυτοίς· εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον τών ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον τών ήλων, και βάλω την χείρά μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω». Δηλαδή, τόσο μεγάλη αμφιβολία είχε για το αν πράγματι αναστήθηκε ο Κύριος, ώστε δεν του έφτανε απλώς να δει τα σημάδια των καρφιών και της λόγχης, αλλά ήθελε να τα ψηλαφίσει και με το χέρι του για να βεβαιωθεί και δια της αφής. «Και μεθ ημέρας οκτώ (δηλαδή την αμέσως επόμενη Κυριακή μετά την Ανάσταση) πάλιν ήσαν έσω οι μαθηταί αυτού και Θωμάς μετ αυτών. έρχεται ο Ιησούς τών θυρών κεκλεισμένων, και έστη εις το μέσον και είπεν· ειρήνη υμίν».

Παρατηρούμε πως πάλι με θαυμαστό και υπερφυσικό τρόπο εμφανίζεται ανάμεσά τους· και αμέσως μετά τον γενικό χαιρετισμό, στρέφει το ενδιαφέρον Του σ’ αυτόν που έχει το πρόβλημα, στον Θωμά· όπως ο καλός ποιμένας στο πρόβατο που έχει περισσότερη ανάγκη. «είτα λέγει τω Θωμά· φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε και ίδε τας χείράς μου, και φέρε την χείρά σου και βάλε εις την πλευράν μου, και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός».

Φαντάζεστε την έκπληξη αλλά και τον θαυμασμό του Θωμά. Βλέπει τον Ιησού ξαφνικά και με θαυμαστό τρόπο να παρουσιάζεται μπροστά του, ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές. Ταυτόχρονα, επαναλαμβάνει ο Κύριος στον Θωμά σχεδόν κατά λέξη τα όσα ο ίδιος αξίωνε λίγο νωρίτερα για να πειστεί για την Ανάσταση του Χριστού, και μάλιστα τον προέτρεπε να πιστοποιήσει και δια της αφής ότι ο Ιησούς ανεστήθη με το ανθρώπινο σώμα Του και ότι δεν είναι πνεύμα ή φάντασμα ή ψυχή. Παράλληλα όμως, προξενεί και τον δικό μας θαυμασμό η συγκατάβαση του Κυρίου να εκπληρώσει τους όρους που υπαγόρευε η απιστία του μαθητού Του για να μην τον αφήσει στην απιστία του. Ο Κύριος που θριάμβευσε κατά του θανάτου απευθύνεται με αγάπη και τρυφερότητα προς τον δούλο που με αλαζονεία και κρυφό εγωισμό του υπαγόρευε όρους. (09:12) Δίνει ζωντανό παράδειγμα ταπεινοφροσύνης, πραότητας και συμπαθείας για τον έλεγχο των αντιτιθεμένων. Μας διδάσκει να αντιμετωπίζουμε χωρίς φανατισμό, οργή ή αγανάκτηση, αλλά αντίθετα με μακροθυμία, με ανοχή, με υπομονή ακόμη και τις ειρωνείες και τους χλευασμούς των ή πιθανόν και τις αδικίες και τους διωγμούς των· διότι δεν γνωρίζουμε αν ο Θεός «ος πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Τιμ β’ 4) δεν μεταστρέψει δια του φωτισμού αυτούς που τώρα αντιτίθενται στην πίστην. (09:54)

Και συνεχίζει την διήγηση ο Ευαγγελιστής στον στίχο 28: «και απεκρίθη Θωμάς και είπεν αυτώ· ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Αποκρίθηκε τότε ο Θωμάς και Του είπε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Αυτός που προηγουμένως απιστούσε τώρα κάνει αυτή την συγκλονιστική ομολογία πίστεως. Ομολογεί τον Χριστό ότι είναι ο Κύριός του και ο Θεός του. Οι Σωκινιανοί και μερικοί άλλοι στο παρελθόν -αλλά δυστυχώς πολλοί και στις μέρες μας- επιχειρούν να εφαρμόσουν τους λόγους αυτούς του Αποστόλου σαν αίνο και κραυγή λατρείας προς τον Θεό και όχι σαν ομολογία πίστεως που απευθύνεται στον Χριστό. Αυτό το κάνουν διότι κακόδοξα και βλάσφημα έχουν υποβιβάσει τον Υιό και Λόγο του Θεού στο επίπεδο των κτισμάτων, λέγοντας ότι δεν είναι ο αληθινός Θεός αλλά ένας από τους πολλούς θεούς ή «θεοειδείς» όπως για παράδειγμα είναι οι Άγγελοι. Έτσι δεν μπορούν να δεχτούν ότι η ομολογία του Θωμά απευθύνεται προς τον Ιησού διότι τότε γκρεμίζεται ολόκληρη η δογματική τους. Ωστόσο, ο Ευαγγελιστής είναι σαφής και κατηγορηματικός ότι ο Θωμάς είπε αυτά τα λόγια απευθυνόμενος μόνο στον Ιησού και όχι στον ουρανό ή πουθενά αλλού: «απεκρίθη Θωμάς και είπεν αυτώ», δηλαδή, αποκρίθηκε ο Θωμάς και Του είπε. Δεν λέγει «τότε είπε ο Θωμάς», γενικά, ή «τότε ήνεσε ο Θωμάς τον Θεό και είπε…». Προσδιορίζει λοιπόν με ακρίβεια ότι ο Θωμάς απευθύνθηκε ΜΟΝΟ στον Ιησού και Του είπε «ο Κύριός μου και ο Θεός μου»· δηλαδή, «πιστεύω και αναγνωρίζω ότι είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Άλλοι, πάλι, κακόδοξα ισχυρίζονται ότι ναι μεν η φράση αυτή απευθύνεται στον Χριστό, αλλά ερμηνεύεται: «είσαι Κύριος και Θεός, όχι με απόλυτη αλλά με σχετική έννοια». Και αυτή όμως η ερμηνεία είναι τελείως εσφαλμένη, διότι και η λέξη «Κύριος» και η λέξη «Θεός» συνοδεύονται με το οριστικό άρθρο: «Ο Κύριος» και «Ο Θεός», που προσδιορίζουν τον Χριστό σαν τον απόλυτο και μοναδικό και κατά φύσιν Κύριο και Θεό του Θωμά. (12:29)

Παραθέτουμε ένα απόσπασμα του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας που αναφέρεται στο ζήτημα αυτό: «Ο μακάριος Θωμάς, ορθοτάτην επ’ αυτώ την ομολογίαν εποιήτο λέγων· Ο Κύριός μου και ο Θεός μου. Επιτηρητέον δε, ότι μοναδικώς και συνάρθρως ο Κύριός μου, φησί, και ο Θεός μου. Ου γαρ απλώς έφη· Κύριός μου και Θεός μου, ίνα μη τις οίηται καθ’ ομοιότηταν την ημετέραν -ήγουν των αγίων αγγέλων- Κύριον αυτόν ειρήσθη και Θεόν, αλλ’ έναν Κύριον αυτόν ειδικώς και Θεόν ως εκ του κατά φύσιν Κυρίου και Θεού γεννηθέντα Πατρός». Σε μετάφραση οι λόγοι του πατρός αυτού της Εκκλησίας έχουν ως εξής:  «Ο μακάριος Θωμάς έκανε πάρα πολύ σωστή την ομολογία για τον Χριστό λέγοντας «ο Κύριός μου και ο Θεός μου», αξίζει δε να παρατηρήσουμε ότι με μοναδικό τρόπο και μαζί με άρθρο «ο Κύριός μου -λέγει- και ο Θεός μου». Διότι δεν είπε απλώς «Κύριός μου και Θεός μου» για να μην νομίσει κανείς ότι κατά παρόμοιον τρόπο με εμάς -όπως για παράδειγμα οι Άγιοι Άγγελοι- λέγεται ότι είναι Κύριος και Θεός αλλά λέγει Αυτόν «έναν Κύριον και Θεόν» κατά ειδικό τρόπο, επειδή είναι γεννημένος από τον Πατέρα που είναι κατά φύσιν Κύριος και Θεός» (τέλος παραθέσεως). (14:04)

Κλείνουμε όμως εδώ εσπευσμένα την παρένθεση για την θεότητα του Χριστού, λόγω ελλείψεως χρόνου και για να μην ξεφύγουμε από το θέμα μας που είναι η Ανάσταση του Κυρίου με το ανθρώπινο σώμα Του· ωστόσο, εάν ο Κύριος θελήσει θα επανέλθουμε στο σημαντικότατο αυτή ζήτημα της πίστης μας σε μελλοντική εκπομπή. (14:27)

  1. Γιατί το αναστημένο σώμα τού Χριστού λέγεται “πνευματικό”;

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο θέμα μας.

Με ποιο τρόπο απέδειξε ο Κύριος στον Θωμά την Ανάστασή Του; Ή καλύτερα, τι του απέδειξε ότι αναστήθηκε; Προφανώς το ανθρώπινο σώμα Του. Αυτό με το οποίο Τον γνώριζαν, αυτό που έπαθε και σταυρώθηκε, αυτό που δέχτηκε τα καρφιά και την λόγχη, αυτό που ετάφη, αυτό και αναστήθηκε. Βεβαίως, το ανθρώπινο αυτό σώμα ήταν προικισμένο με καινούργιες ιδιότητες. Λειτουργούσαν σε αυτό οι δυνάμεις του μέλλοντος αιώνος. Ήταν ανακαινισμένο και γεμάτο από το Άγιο Πνεύμα. Γι αυτό και πολλές φορές καλείται και «πνευματικό» σε αντιδιαστολή και για να το διακρίνουμε από το τωρινό ανθρώπινο σώμα μας που καλείται και «ψυχικό» για να υποδηλωθεί ότι διοικείται από τις κατώτερες και ζωώδεις δυνάμεις της ψυχής. Μια από αυτές τις πνευματικές ιδιότητες του ανθρωπίνου σώματος του ανεστημένου Χριστού ήταν ότι δεν περιοριζόταν πλέον από την παχυλή ύλη, όπως οι τοίχοι και οι κλειστές πόρτες επί παραδείγματι, ή η ανύψωσή του στους Ουρανούς κατά την Ανάληψη.

  1. Γιατί το αναστημένο σώμα είχε πληγές;

Στο σημείο αυτό θα μπορούσε κανείς να θέσει τα ακόλουθα εύλογα ερωτήματα: «Πώς το άφθαρτο, πνευματικό σώμα του Ιησού φέρει τα σημάδια των πληγών του Πάθους;», και «πώς το λεπτότατο αυτό σώμα που περνούσε μέσα από τις κλειστές πόρτες μπορεί να ψηλαφηθεί από τον Θωμά;». Τις ίδιες ερωτήσεις κάνει και ο ιερός Χρυσόστομος και δίνει αμέσως μετά την απάντηση. Ας διαβάσουμε το απόσπασμα: «Άξιον δεν διαπορήσαι, πως σώμα άφθαρτον τύποις εδείκνυτο των ήλων και απτόν ην θνητή χειρί; Αλλά μη θορυβηθείς, συγκαταβάσεως γαρ ην το γινόμενον. Το γαρ ούτω λεπτόν και κούφον, ως κεκλεισμένων εισελθείν των θυρών, παχύτητος πάσης απήλλακτο, αλλά ως τε πιστευθείναι την Ανάστασιν τούτω δείκνυται και ως τε μαθείν ότι Αυτός ην ο σταυρωθείς και ουκ άλλως αντ’ Αυτού ανέστη. Ωσπερ, ουν, επι των κυμάτων περιπατούντα προ του Σταυρού ου λέγομεν άλλη φύσεως το σώμα εκείνο, αλλά της ημετέρας, ούτω, μετά την Ανάστασιν Αυτόν ορώντες τους τύπους έχοντα ουκ ερούμεν αυτό φθαρτόν είναι λοιπόν. Δια γαρ τον μαθητήν ταύτα επεδείκνυτο» (τέλος παραθέσεως). (17:09)

Φανερό είναι λοιπόν, πως το σώμα του ανεστημένου Χριστού είναι μεν άφθαρτο και αθάνατο, είναι όμως ανθρώπινο σώμα, και έχει μεν ορισμένες ιδιότητες διαφορετικές αλλά αυτό δεν το κάνει να είναι διαφορετικής φύσεως. Παράλληλα, τα σημάδια από τις πληγές και η δυνατότητα της αφής που χαρακτήριζαν το σώμα του Χριστού κατά την συνομιλία Του με τον Θωμά, δεν υπήρχαν σαν αναπόφευκτα στοιχεία του σώματος αυτού, αλλά από συγκατάβαση, για να πιστέψει ο μαθητής ότι το ίδιο σώμα που έπαθε, αυτό και ανεστήθη.

  1. Το ψευδοδίλλημα τής τροφής

Κάποιος άλλος θα μπορούσε να ρωτήσει «Μα, κατ’ αυτόν τον τρόπο, δηλαδή με το να επιδειχτούν στον μαθητή  χαρακτηριστικά του σώματος του Χριστού, τα οποία δεν είναι εγγενή της φύσεως του ανεστημένου σώματος του Ιησού, δεν εξαπατήθηκε ο Θωμάς;». Η ερώτηση αυτή, είναι εσφαλμένη και μοιάζει με αυτήν που είχαμε απαντήσει σε προηγούμενη εκπομπή σχετικά με την απόδειξη που έδινε ο Χριστός στους μαθητάς του για την Ανάσταση του ανθρωπίνου σώματός Του, τρώγοντας μαζί τους και ενώ το αναστημένο σώμα Του δεν έχει ανάγκη τροφής για να διατηρηθεί στην ζωή ως άφθαρτο και αθάνατο που είναι. (18:21)

Επαναλαμβάνουμε και τώρα ότι το ερώτημα αυτό είναι εσφαλμένο διότι παρουσιάζει ένα ψευτοδίλημμα· το εξής: «Ή έχει ανάγκη τροφής και τρώει ή δεν έχει ανάγκη τροφής και δεν τρώει ποτέ». Στην πραγματικότητα όμως υπάρχει και τρίτη εκδοχή η οποία μάλιστα είναι και η ισχύουσα: Δεν έχει ανάγκη τροφής αλλά μπορεί να φάει όποτε θέλει. Και βέβαια, το να εκφράσει κανείς την ελεύθερη βούλησή του μέσα στα πλαίσια των φυσικών του ορίων και δυνατοτήτων κάθε άλλο παρά απάτη είναι. Με το να μπορεί ένα πουλί, για παράδειγμα, να πετάξει, καθόλου δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να περπατήσει· και διαλέγει ένα από τα δύο, ανάλογα με το τι είναι καταλληλότερο για την κάθε περίσταση. (19:14)

  1. Το δήθεν “αγγελικό σώμα” καταργεί την ανάσταση

Τέλος, ένας τρίτος θα μπορούσε να ρωτήσει το εξής: Αφού ο Χριστός παρουσίασε ένα σώμα στον Θωμά το οποίο δεν ήταν αυτό που μονίμως φέρει, άραγε δεν θα μπορούσε να έχει αναστηθεί με αγγελικό σώμα και μόνο για λόγους αποδείξεως της Αναστάσεως να κάνει διάφορες υλοποιήσεις με ανθρώπινη μορφή όπως οι Άγγελοι; Κατ’ αρχάς, έχουμε πολλές φορές μέχρι τώρα αναφέρει και θα το επαναλάβουμε και τώρα ότι ανίσταται, εγείρεται -δηλαδή σηκώνεται- αυτό που προηγουμένως έχει πέσει. Στην περίπτωση του Χριστού αλλά και όλων των ανθρώπων αυτό είναι το ανθρώπινο σώμα τους. Δεν μπορεί να πέσει ανθρώπινο σώμα και να αναστηθεί αγγελικό, διότι αυτό δεν είναι ανάστασις. Σε αυτή την περίπτωση το ανθρώπινο σώμα δεν ανίσταται και επομένως δεν υπάρχει ανάστασις για τον άνθρωπο. Επιπρόσθετα, αν γινόταν κάτι τέτοιο, αυτό πράγματι θα αποτελούσε απάτη· διότι, τι άλλο θα μπορούσε να ήταν αν ο Χριστός προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τους αποδείξει ότι αναστήθηκε το ανθρώπινο σώμα Του είτε εξαφανίζοντάς το από τον τάφο, είτε τρώγοντας και πίνοντας μαζί με τους μαθητές, είτε προτείνοντάς το να το ψηλαφίσουν, είτε λέγοντάς τους ότι το σώμα αυτό έχει σάρκα και οστά, ενώ στην πραγματικότητα να είχε αγγελικό σώμα; (20:39)

Υπάρχουν όμως, εκτός από αυτούς, πολλοί άλλοι, σοβαρότεροι και βαθύτεροι λόγοι που σχετίζονται άμεσα με την σωτηρία μας και με την Θεία Οικονομία, για τους οποίους ο Κύριος Ιησούς Χριστός δε μπορούσε να έχει αναστηθεί με άλλης φύσεως σώμα, πάρα μόνο με το ανθρώπινο σώμα Του. Ας ελπίσουμε πως θα μας δοθεί αυτή η ευκαιρία να αναπτύξουμε αυτούς τους λόγους στο μέλλον.

  1. Ψηλάφηση τού σώματος

Σε απόλυτη αρμονία με όσα προηγουμένως αναφέραμε ευρίσκεται και η κεντρική δήλωση που κάνει ο ίδιος ο Απόστολος και Ευαγγελιστής -δηλαδή ο Ιωάννης- στην πρώτη του επιστολή. Στην εισαγωγή της επιστολής αυτής και μάλιστα στον πρώτο στίχο, αναφέρει περί του Χριστού τα εξής (διαβάζουμε από την Α Ιωάννου, α’ 1): «Ό ην απ αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί τού λόγου τής ζωής· και η ζωή εφανερώθη, και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον, ήτις ην προς τον πατέρα και εφανερώθη ημίν» (Εκείνο που υπήρχε απ’ αρχής, το οποίο και εμείς οι Απόστολοι ακούσαμε με τα αυτιά μας, το οποίο με τα μάτια μας έχουμε δει, το οποίο παρατηρήσαμε προσεκτικά και θαυμάσαμε και οι χείρες μας εψηλάφισαν, θέλω δηλαδή να πω περί του ενυποστάτου Λόγου, που είναι η πηγή και η αιτία της ζωής· αυτή η ενυπόστατος Ζωή έγινε άνθρωπος και φανερώθηκε με σάρκα ως άνθρωπος και την έχουμε δει με τα μάτια μας και δίδουμε μαρτυρία για αυτήν και σας απαγγέλουμε την ζωή την αιώνια που αϊδίως υπήρχε κοντά στον Πατέρα και φανερώθηκε σε εμάς). Σε αυτή την πολύ σύντομη αλλά και πολύ περιεκτική περιγραφή του Αποστόλου για τον Χριστό, εξαίρεται ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού και Θεός έγινε άνθρωπος ατρέπτως και μονίμως και αμετάκλητα και σαν άνθρωπο Τον γνώρισαν οι μαθητές. Μάλιστα, αναφέρει με λεπτομέρεια ότι Τον άκουσαν, Τον είδαν με τα μάτια τους, ακόμη και Τον ψηλάφισαν με τα χέρια τους. (23:13)

  1. Οι μετά την ανάσταση φανερώσεις και γεύματα

Βέβαια, όλα αυτά δεν συνέβαιναν μόνο προ του σταυρικού θανάτου, αλλά εξίσου και μετά την Ανάσταση καθ’ όλο το διάστημα των 40 ημερών προ της Αναλήψεώς Του, οπότε ανέβηκε προς τον Πατέρα. Είναι δε πολύ πιθανό η έκφραση περί της ψηλαφήσεως του Χριστού που αναφέρει στην επιστολή του ο Ιωάννης «και αι χείρες ημών εψηλάφησαν» να προσδιορίζει την ψηλάφησή Του από τους μαθητές μετά την Ανάσταση. Μ’ αυτά τα λόγια ο Απόστολος Ιωάννης θέλει να φανερώσει την άκρα αλλά και μόνιμη ενότητα του Υιού και Λόγου του Θεού και βεβαίως Θεού κατά φύσιν με τον άνθρωπο στο πρόσωπο του Χριστού και κατ’ αυτόν τον τρόπο καταφέρει βαρύτατο πλήγμα σε όλους όσους ισχυρίζονταν το αντίθετο στην εποχή του και ιδιαίτερα στους Δοκίτες, μια αίρεση των πρωτοχριστιανικών χρόνων. Πλήγμα όμως καταφέρει και εναντίον όλων εκείνων που είτε δεν δέχονται ότι υπήρξε ποτέ αυτή η ένωση είτε δέχονται ότι ήταν προσωρινή και τερματίστηκε πάνω στον Σταυρό. Και φυσικά σε όλους αυτούς συμπεριλαμβάνονται και όλοι όσοι πιστεύουν ότι ο Χριστός δεν αναστήθηκε ως άνθρωπος, ή μ’ άλλα λόγια ότι έπαψε να είναι  άνθρωπος όταν αναστήθηκε. (24:32)

Ας προχωρήσουμε όμως, και ας ακούσουμε το κήρυγμα του Αποστόλου Πέτρου προς τον Κορνήλιο και τους οικείους του σχετικά με το πρόσωπο του Ιησού Χριστού και ιδιαίτερα με τις αποδείξεις περί της Αναστάσεως του Κυρίου που του εκθέτει. Διαβάζουμε το περιστατικό από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων, κεφάλαιο 10ο  (ι’), και στίχους 40-41: «τούτον (τον Ιησούν) ο Θεός ήγειρε τη τρίτη ημέρα και έδωκεν αυτόν εμφανή γενέσθαι, ου παντί τω λαώ, αλλά μάρτυσι τοις προκεχειροτονημένοις υπό τού Θεού, ημίν, οίτινες συνεφάγομεν και συνεπίομεν αυτώ μετά το αναστήναι αυτόν εκ νεκρών». Σε μετάφραση οι στίχοι αυτοί μπορούν να αποδοθούν ως εξής: «Τούτον τον Ιησούν ο Θεός ανέστησε εκ νεκρών κατά την τρίτη ημέρα από του θανάτου Του, και επέτρεψε να γίνει ορατός και να εμφανιστεί όχι σε όλο τον λαό, αλλά ενεφανίσθη σε μάρτυρες οι οποίοι είχαν εκλεγεί από τον Θεό πριν εσταυρωθεί και αναστηθεί ο Ιησούς· και αυτοί οι μάρτυρες είμαστε εμείς οι Απόστολοι οι οποίοι εφάγαμε και ήπιαμε μαζί με Αυτόν μετά την Ανάστασή Του εκ νεκρών». (25:54)

Πως αποδεικνύεται η Ανάσταση του Χριστού; Κυρίως με τις εμφανίσεις Του μετά την Ανάστασή Του, όπως λέει ο Απόστολος Πέτρος στον Κορνήλιο. Σε ποιους εμφανιζόταν; Όχι σε όλους αλλά στους μαθητές Του που είχε επιλέξει από πριν να γίνουν μάρτυρες της Αναστάσεώς Του και κήρυκες του Ευαγγελίου σε όλον τον κόσμο. Με ποιον τρόπο μαρτυρεί ο Απόστολος, αλλά και πιστοποιεί και βεβαιώνει τον Κορνήλιο ότι ο Ιησούς πράγματι Αναστήθηκε; Λέγοντάς του ότι «φάγαμε και ήπιαμε μαζί Του»: «συνεφάγομεν και συνεπίομεν αυτώ μετά το αναστήναι αυτόν εκ νεκρών». Και ερχόμαστε τώρα στο κρίσιμο ερώτημα της μελέτης μας: Ως τι αναστήθηκε ο Ιησούς; Ως άνθρωπος ή ως άγγελος; Ή, αν διατυπώσουμε το ίδιο ερώτημα με διαφορετικό τρόπο: Με τι σώμα αναστήθηκε ο Ιησούς; Με ανθρώπινο ή με αγγελικό; Προφανώς ως άνθρωπος, με ανθρώπινο σώμα. Διότι, αν ήταν διαφορετικά, τι αξία θα είχε το επιχείρημα του Αποστόλου ότι έφαγαν και ήπιαν μαζί; Τι θα μπορούσε να αποδείξει; Μάλλον θα δημιουργούσε στον Κορνήλιο την εντύπωση ότι ενυπάρχει απάτη ή ότι ο Πέτρος δεν ήξερε τι έλεγε. Αντίθετα, ο Απόστολος Πέτρος αφήνει να εννοηθεί σαφώς, χωρίς να κάνει πουθενά ούτε νύξη για το αντίθετο ότι ο Ιησούς ως άνθρωπος υπέμεινε τον σταυρικό θάνατο και την ταφή (στ. 39), αλλά παρομοίως ως άνθρωπος και ανεστήθη· φέροντας φυσικά ανθρώπινο σώμα που μπορούσε και έτρωγε και έπινε. (27:41)

Ας ακούσουμε όμως τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, πως σχολιάζει το σημείο αυτό: «Οράς πόθεν την Ανάστασιν βεβαιούται; Από του φαγείν. Διατί δε, μηδέν αναστάς εποίησε σημείον αλλά έφαγε και έπιε; Ότι και αυτή η Ανάστασις καθ’ εαυτή μέγα σημείον ην,ταύτης δε, ουδέν ούτως εις απόδειξιν μείζων ως το φαγείν και πιείν». Δηλαδή: «Βλέπεις με ποιον τρόπο επιβεβαιώνει την Ανάσταση; Από το ότι έφαγε. Γιατί όμως δεν έκανε κανένα θαύμα όταν αναστήθηκε αλλά έφαγε και ήπιε; Διότι και αυτή η Ανάστασις από μόνη της ήταν πολύ μεγάλο θαύμα. Και για αυτήν δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη από το ότι έφαγε και ήπιε. (28:40)

Ο δε Σεβήρος Αντιοχείας συμπληρώνει: «Μετά δε γε την Ανάστασιν ουκέτι κατά χρείαν έφαγε και έπιε, αλλά μόνον πιστούμενος, και επιδεικνύς τοις οικείοις μαθηταίς και τοις μετα ταύτα δι εκείνων πιστεύειν μέλλουσι, την αληθήν φύσιν του σώματος, ω και πέπονθεν εκών και ανέστη θεοπρεπώς». Δηλαδή: «Μετά, βεβαίως, την Ανάσταση δεν έφαγε και ήπιε από φυσική ανάγκη αλλά μόνον για να πιστοποιήσει τους μαθητές Του και όλους όσους έμελλε να πιστέψουν δια μέσω αυτών την πραγματική φύση του σώματός Του. Δηλαδή, εκείνο το οποίο και έπαθε εκουσίως, εκείνο και ανεστήθη κατά θεοπρεπή τρόπο». (28:29)

Μερικά ακόμη χωρία της Αγ. Γραφής όπου φαίνεται αμέσως ή εμμέσως ότι ο Κύριος ανεστήθη ως άνθρωπος με το ανθρώπινο σώμα Του δια του οποίου έφαγε και ήπιε είναι στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο κα’ 13&14, και στις Πράξεις των Αποστόλων α’ 4. Στο μεν πρώτο χωρίο ο Ιησούς συντρώγει με επτά από τους Αποστόλους στην ακρογιαλιά της λίμνης Τιβεριάδος, ενώ στο δεύτερο ο Λουκάς αναφέρει ότι επί σαράντα ημέρες μετά την Ανάστασή Του ο Ιησούς ήταν «συναλιζόμενος (…) αυτοίς», δηλαδή συναναστρεφόταν και συνέτρωγε μαζί τους. (30:09)

  1. Τα τεκμήρια τής ανάστασης

Αξίζει όμως να εξετάσουμε και το προηγούμενο εδάφιο, αυτό που μόλις προ ολίγο αναφέραμε. Το εδάφιο αυτό, που είναι στις Πράξεις των Αποστόλων α’ 3, θα μας δώσει συνάμα και την ευκαιρία να κάνουμε μια μικρή ανακεφαλαίωση των όσων μέχρι τώρα έχουμε παρουσιάσει σε σχέση με το σώμα του ανεστημένου Χριστού όπως εμφανίζεται κατά την περίοδο των σαράντα ημερών μετά την Ανάστασή του και προ της Αναλήψεως. Διαβάζουμε: «οις (δηλαδή τοις Αποστόλοις) και παρέστησεν εαυτόν ζώντα μετά το παθείν αυτόν εν πολλοίς τεκμηρίοις, δι’ ημερών τεσσαράκοντα οπτανόμενος αυτοίς και λέγων τα περί τής βασιλείας τού Θεού». Μας λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς ότι ο Χριστός μετά το πάθος Του απέδειξε στους Αποστόλους με πολλά τεκμήρια ότι ήταν ζωντανός· παρουσιαζόταν δε κατά διαλείμματα επί σαράντα ημέρες εμφανιζόμενος στους Μαθητές και λέγοντάς τους περί της Βασιλείας του Θεού. Το σημαντικό για το θέμα μας στοιχείο αυτού του εδαφίου είναι ότι μετά το πάθος Του απέδειξε στους Αποστόλους με πολλά τεκμήρια ότι ήταν ζωντανός. Ποια είναι αυτά τα τεκμήρια; Ας τα δούμε πάλι επιγραμματικά για να δούμε τι είδους φύση ανεστήθη, ανθρώπινη ή αγγελική; (31:39)

1ον: Κατά την Ανάσταση ο τάφος βρέθηκε κενός και το σώμα δεν υπήρχε μέσα. Αυτό από μόνο του αποτελεί τρανή απόδειξη ότι το ανθρώπινο σώμα Του αναστήθηκε και όχι νέο, αγγελικό (Μκ ιστ’ 6, Μτ κη’ 6).

2ον: Εμφανίστηκε στους Μαθητές και Τον είδαν και Τον άκουσαν σαν άνθρωπο. Αυτοί άραγε τι μαρτυρούν; Ότι ήταν Άγγελος; Κάθε άλλο. Πιστοποιούν συνέχεια ότι ήταν άνθρωπος. Μήπως τάχα δεν είχαν δει άγγελο ώστε να μην μπορούν να διακρίνουν την διαφορά; Ούτε και αυτό είναι σωστό, διότι Άγγελοι εμφανίστηκαν κατά την Ανάσταση στην Μαρία και εκείνη τους γνώρισε αμέσως: «και θεωρεί δύο αγγέλους εν λευκοίς καθεζομένους κλπ». Άγγελοι, επίσης, εμφανίστηκαν κατά την Ανάληψη (Πρ. α’ 10). Άγγελος απελευθέρωσε τους Μαθητάς από την φυλακή όπου τους είχαν κλείσει οι Σαδδουκαίοι (Πρ. ε’ 19). Άγγελος απελευθέρωσε τον Πέτρο από την φυλακή όπου τον είχε κλείσει ο Ηρώδης (Πρ. ιβ’ 7), και ένα σωρό άλλες περιπτώσεις που δεν θα μας φτάσει ο χρόνος ούτε να τις κατονομάσουμε. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οι Μαθητές αναγνώρισαν ότι είναι Άγγελοι και όχι άνθρωποι. Στην περίπτωση όμως του Χριστού δηλώνουν κατηγορηματικά ότι είναι άνθρωπος. (33:11)

3ον: Ο ίδιος ο Ιησούς, όταν πρωτοεμφανίζεται μπροστά τους μετά την Ανάσταση τους λέγει ρητά και με σαφήνεια ότι δεν είναι πνεύμα αλλά άνθρωπος με σάρκα και οστά. Μάλιστα, τους προτρέπει να Τον ψηλαφίσουν κιόλας ώστε στις αισθήσεις της όρασης και της ακοής να προστεθεί και η αφή ως μάρτυς της Αναστάσεως του ανθρωπίνου σώματός Του: «ίδετε τας χείράς μου και τους πόδας μου, ότι αυτός εγώ ειμι· ψηλαφήσατέ με και ίδετε, ότι πνεύμα σάρκα και οστέα ουκ έχει καθώς εμέ θεωρείτε έχοντα» (Λκ κδ’ 39). Επίσης και Ιωάννης κ’ 20&27.

4ον: Έφαγε και ήπιε με τους Αποστόλους μετά την Ανάστασή Του πολλές φορές ώστε να τους διαλύσει κάθε αμφιβολία ότι ο ίδιος, ο άνθρωπος Ιησούς είχε αναστηθεί και όχι άλλος (Λκ κδ’ 41-43, Πρ ι’ 40, Ιω κα’ 13-15 και Πράξεις α’ 4). Άραγε, αν είχε αναστηθεί με αγγελικό σώμα γιατί να προσπαθεί τόσο έντονα να τους πείσει ότι το σώμα Του ήταν ανθρώπινο;

  1. Η αίρεση τής ασώματης “ανάστασης” αντιστρατεύεται τη σωτηρία

Ας προσέξουν λοιπόν, όσοι έχουν υιοθετήσει την κακοδοξία ότι ο Χριστός δεν αναστήθηκε με το ανθρώπινο σώμα Του αλλά με άλλο σώμα διότι έρχονται σε άμεση και πλήρη αντίθεση με την Αγ. Γραφή και το αποστολικό κήρυγμα, ενώ ο ζήλος που έχουν μοιάζει με αυτόν του Παύλου όταν από άγνοια κυνηγούσε και φυλάκιζε τους Χριστιανούς κλωτσώντας έτσι πάνω σε καρφιά (Πράξεις κστ’ 14). Η αποδοχή μιας τέτοιας τελείως εσφαλμένης αντίληψης έχει σαν άμεση συνέπεια ότι ο άνθρωπος δεν αναστήθηκε από την φθορά, παραμένει ακόμη μακριά από τον Θεό και δεν τον άγγιξε η Σωτηρία. Σημαίνει, ότι τα αποτελέσματα της θείας Ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού δεν είχαν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα πάνω στον άνθρωπο, αλλά απλώς τακτοποίησαν ορισμένα νομικά ζητήματα και μερικές τυπικές διαφορές. Για αυτό το θέμα όμως, θα μιλήσουμε σε επομένη εκπομπή αναλυτικά. Εκείνο που τώρα μας ενδιαφέρει είναι ότι ο άνθρωπος αναστήθηκε ουσιαστικά και πραγματικά στο πρόσωπο του Χριστού και ενώθηκε δια του Υιού και Λόγου του Θεού με τον Θεό. Έτσι, οι συνέπειες της πτώσης του ανθρώπου ήρθησαν μερικώς και θα αρθούν ολοκληρωτικά και πλήρως με την εξομοίωση και του σώματός τους με το αναστημένο ανθρώπινο σώμα του  Χριστού κατά την Δευτέρα Παρουσία.

Εδώ όμως τελείωσε και η σημερινή εκπομπή. Σε όσους επιθυμούν να εξετάσουν και προσωπικά το ζήτημα της Αναστάσεως του ανθρωπίνου σώματος του Χριστού, τους παραπέμπουμε στο πολύ εμπεριστατωμένο βιβλίο του κ. Δημητρίου Κόκκορη με τίτλο «Ορθοδοξία και Κακοδοξία» εκδόσεως 1991.

Σας ευχαριστούμε που μας παρακολουθήσατε, ευχαριστούμε και τον πατέρα Δημήτριο Παπαγιάννη που είχε την επιμέλεια του ήχου. Χαίρετε και ο Θεός μαζί μας.

 Απομαγνητοφώνηση: Ευθύμιος Περιστερά. Απομαγνητοφώνηση από εκπομπή της Πειραϊκής Εκκλησίας, της σειράς εκπομπών: “Ορθοδοξία και Αίρεση“, του Β΄ Βιβλικού και των συνεργατών του. Ηχητικό αρχείο Ομιλία  No 26 

Απαντήσεις σε επιχειρήματα κατά τής σωματικής ανάστασης τού Χριστού (oodegr.com)

https://www.entaksis.gr