«ὅτι ἔλεγον ὑµῖν ὅτι ἐν ἐσχάτῳ χρόνῳ ἔσονται ἐµπαῖκται κατὰ τὰς ἑαυτῶν ἐπιθυµίας πορευόµενοι τῶν ἀσεβειῶν. Οὗτοί εἰσιν οἱ ἀποδιορίζοντες, ψυχικοί, Πνεῦµα µὴ ἔχοντες» (Ἰούδ. 18, 19). (Δηλ.: 18 Ἐνθυµηθῆτε ὅτι σᾶς ἔλεγον οἱ ἀπόστολοι, ὅτι κατὰ τὸν πρὸ τῆς δευτέρας παρουσίας χρόνον θὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ θὰ ἐµπαίζουν τὰ ἱερώτατα, οἱ ὁποῖοι θὰ πορεύωνται κατὰ τὰς αἰσχράς των ἐπιθυµίας, ποὺ θὰ τοὺς παρασύρουν εἰς ἀσεβείας. Αὐτοὶ εἶναι οἰ δηµιουργοῦντες τὰ σχίσµατα καὶ τὰς διαιρέσεις εἰς τὴν Ἐκκλησίαν· ἄνθρωποι φυσικοί, οἱ ὁποῖοι σύρονται ὑπὸ τῆς ζωώδους φύσεως καὶ δὲν ἔχουν ἀναγεγεννηµένας ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος τὰς ἀνωτέρας ψυχικάς των δυνάµεις).
Μᾶς συνιστοῦν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, μακρυὰ ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, διότι εἶναι πάντα ἐπικίνδυνοι. Οἱ αἱρέσεις εἶναι ἔργα τοῦ διαβόλου. Μᾶς λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος.
«Τέτοια εἶναι ἡ πανουργία τοῦ διαβόλου νὰ εἰσάγη τὰ ὀλέθρια διδάγματά του ἤ μὲ πρόσθεση ἤ μὲ ἀφαίρεση ἤ μὲ διαστροφὴ ἤ μὲ παραποίηση τῶν κειμένων».
Ἰδιαίτερα ἐπικίνδυνη εἶναι ἡ αἵρεση τῶν προτεσταντῶν, οἱ προτεστάντες πρωτοεμφανίσθηκαν τὸ 1514 μὲ τὸν Λούθηρο, ποὺ ὑποτίθεται ὅτι κόπτονται γιὰ τὸν Χριστό. Ὅμως ἀπορρίπτουν τὴν Παναγία ὡς Θεοτόκο καὶ τὴν θεωροῦν ὡς μία ἁπλὴ γυναίκα. Ἑπομένως καὶ ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι γι’ αὐτοὺς Θεός. Στὸ περιοδικὸ «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ» Ἀρ. 120 ἀναφέρεται ἕνα πολὺ συγκλονιστικὸ παράδειγμα γιὰ τὴν αἵρεση τῶν Προτεσταντῶν.
«Ἡ Νίνα, ἕνα κοριτσάκι γύρω στὰ δέκα χρόνια, ἦταν τὸ τρίτο παιδὶ μιᾶς οἰκογένειας, ποὺ ζοῦσε στὸ Δυτικὸ Κονγκό. Τὰ δύο προηγούμενα ἀδελφάκια της, δύο ἀγόρια, ἔχουν ἀφήσει πολὺ νωρὶς αὐτὸ τὸν κόσμο.
Ἡ Νίνα ἔχει γεννηθῆ ἀπὸ μία μητέρα, ποὺ εἶχε ἔντονα θρησκευτικὰ ἐνδιαφέροντα καὶ μάλιστα σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε εἶχε ἀσπασθῆ κάποια προτεσταντικὴ αἵρεση καὶ εἶχε γίνει καί… «παστόρισσα» (νὰ ποῦμε ἱέρεια).
Ὅπως καταλαβαίνετε ἡ Νίνα ἀκολουθοῦσε τὴ μητέρα της στὴν σύναξη τῶν προτεσταντῶν. Ὅμως ἡ καλὴ φήμη τοῦ σχολείου τῆς Ὀρθόδοξης Ἱεραποστολῆς ἔφερε τὸ κοριτσάκι στὰ Ὀρθόδοξα θρανία.
Καθὼς ὁ χρόνος περνοῦσε, ἡ Νίνα ἄρχισε νὰ δυστροπῆ καὶ νὰ μὴ θέλη νὰ ἀκολουθῆ τὴ μητέρα της στὶς συνάξεις τῶν προτεσταντῶν. Παρακολουθοῦσε ὅμως ἀδιάλειπτα -καίτοι ἀβάπτιστη- τὶς ἐκκλησιαστικὲς συνάξεις τῶν Ὀρθοδόξων. Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ τὸ κορίτσι ζήτησε νὰ βαπτισθῆ!
Οἱ γονεῖς της καὶ πιὸ πολὺ ἡ γιαγιά της, δὲν ἤθελαν οὔτε νὰ ἀκούσουν κάτι τέτοιο. Αὐτὸ γιγάντωσε τὴν ἐπιθυμία τῆς Νίνας νὰ λάβη τὸ Ἅγιο Βάπτισμα. Ὁ πατέρας ἀναγκάστηκε νὰ ἐπανεξετάση τὸ αἴτημα τῆς κόρης τους καὶ πῆρε τὴν ἑξῆς ἀπόφαση: «τὰ δύο πρῶτα μου παιδιὰ πέθαναν τὸ ἕνα δύο ἐτῶν καὶ τὸ ἄλλο ἑνὸς ἔτους. Ἡ κορούλα μου ἔχει γίνει δέκα ἐτῶν. Ἂς βαπτισθῆ, ἀφοῦ τὸ θέλει τόσο πολύ, μήπως καὶ πεθάνη καὶ αὐτή»! Οἱ ὑπόλοιποι τῆς οἰκογένειας ὑποχώρησαν καὶ δέχθηκαν στενόχωρα τὴν ἀπόφασή του.
Ἡ Νίνα εὐχαρίστησε ὁλόκαρδα καὶ τὸν οὐράνιο καὶ τὸν ἐπίγειο πατέρα της, κατηχήθηκε καὶ σὲ λίγο καιρό, κρίθηκε ἕτοιμη γιὰ τὸ βάπτισμα.
Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ κατηχητικὰ μαθήματα, ἡ κατηχήτριά της μίλησε στὰ παιδιὰ γιὰ τὴν Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ Μητέρα μας καί, στὸ τέλος τοῦ μαθήματος, ἔδωσε σὲ κάθε παιδὶ μία χάρτινη εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ἡ ψυχὴ τῆς Νίνας αἰσθάνθηκε μία βαθιὰ καὶ μυστικὴ σχέση μὲ τὸ Πανάγιο Πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Μαρίας καί, γυρίζοντας στὸ σπίτι, τοποθέτησε τὴν ἱερὴ εἰκόνα Της στὸ πιὸ ψηλὸ σημεῖο ἑνὸς ἑρμαρίου τῆς τραπεζαρίας, προκαλώντας ἀρκετὲς ἀρνητικὲς ἀντιδράσεις στὰ ὑπόλοιπα πρόσωπα τῆς οἰκογένειας.
Τὶς Κυριακές, ἡ «παστόρισσα» μητέρα τῆς Νίνας δεχόταν τὴν ἐπίσκεψη πολλῶν Προτεσταντῶν στὸ σπίτι της. Μόλις οἱ Προτεστάντες εἶδαν τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ἔκαναν τὰ γνωστὰ σχόλιά τους καὶ ζήτησαν νὰ ἐκθρονίσουν τὴν Θεοτόκο ἀπὸ τὴν οἰκογενειακὴ ἑστία τῆς Νίνας. Ἡ ἐπιθυμία τῆς Νίνας ἀποδείχθηκε καὶ πάλι ὑπέρτερη τῶν προτεσταντικῶν ἀπαιτήσεων. Οἱ γονεῖς της εἶπαν ὅτι εἶναι παιδικὴ ἀξίωση καὶ δὲν θέλουν νὰ στενοχωρήσουν τὸ κορίτσι τους, ἀφοῦ, γιὰ τοὺς ἴδιους, αὐτὴ ἡ χάρτινη εἰκόνα δὲν ἦταν τίποτε τὸ σημαντικό. Οἱ προτεστάντες ἔφυγαν στενοχωρημένοι.
Τὴν ἀμέσως ἑπόμενη Κυριακή, ἕνας πάστορας, ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, θέλησε νὰ δῆ μὲ τὰ δικά του μάτια τὸ γεγονὸς καὶ συνοδευόμενος ἀπὸ μερικοὺς ἄλλους, κτύπησε τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τῆς Νίνας. Ἡ «παστόρισσα» ἄνοιξε πρόθυμη νὰ τοὺς καλοδεχθῆ. Τότε ὁ μεγάλος πάστορας τῆς λέγει:
– «Δὲν μπαίνω μέσα, γιατί ἐκεῖ ἐπάνω ἔχει ἕνα ΟΠΛΟ»!
Ἡ παστόρισσα ἀρκετὰ προσβεβλημένη ἀπάντησε:
– «Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λέγεις; Δὲν ὑπάρχει ὅπλο στὸ σπίτι μας»!
Ὁ πάστορας ἐπέμεινε:
– «Ἐκεῖ ψηλά, ὑπάρχει ἕνα ΟΠΛΟ»! καὶ ἔδειξε τὸ ἑρμάριο μὲ τὴν ἱερὴ εἰκόνα, παραμένοντας ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα.
Ἡ οἰκοδέσποινα τοῦ ἐξήγησε πὼς ἐκεῖ ὑπάρχει μία μικρὴ χάρτινη εἰκόνα, τὴν ὁποία πῆρε ἡ κόρη της ἀπὸ τὸ κατηχητικό της, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἐπέμενε ὅτι ὑπάρχει ἕνα ΟΠΛΟ! Στὸ τέλος πῆρε τὴ συνοδεία του καὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὸ σπίτι πικραμένοι.
Αὐτὴ ἡ ὁμολογία τοῦ πάστορα καὶ ἡ τρομάρα του μπροστὰ στὴν ἱερὴ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἦταν τὸ μήνυμα τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχὴ τῆς «παστόρισσας».
Βρέθηκε λοιπὸν ἡ εὐλογημένη νὰ περνάη τὴν πόρτα τῆς Ὀρθόδοξης Ἱεραποστολῆς αὐτὴ τὴ φορά, μὲ διαφορετικὸ ὕφος καὶ μὲ τὰ μάτια καὶ τὰ αὐτιά της ὁλάνοικτα. Εἶχε ἀποκτήσει «ὦτα τοῦ ἀκούειν» πρὸς ἀφάνταστη χαρὰ τῆς Νίνας.
Ἐκεῖ στὴ «Μισσιόνα», ἔκανε πολλὲς ἐρωτήσεις, πῆρε ἀπαντήσεις, ἔζησε τὸ κλῖμα τοῦ ἱεροῦ ναοῦ, συγκινήθηκε μπροστὰ στὴν ἱερὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου καὶ ζήτησε συγχώρηση γιὰ τὴν κακοδοξία, τὴν ὁποία εἶχε πιστέψει καὶ γιὰ τὸ ποὺ τόσες φορὲς ξυλοφόρτωσε τὴ Νίνα της.
Μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, πῆγε στοὺς Προτεστάντες καὶ ὁμολόγησε πὼς δὲν πιστεύει πλέον τὰ δόγματά τους, ἔριξε μπροστὰ στὰ πόδια τους καὶ τὸ ἱερατικό της ἔνδυμα -ἕνα μαῦρο φόρεμα- καὶ ἔτρεξε νὰ γραφτῆ στὸν κατάλογο τῶν κατηχουμένων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Κάποιος ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς τοῦ ναοῦ, ἀναφώνησε σὲ βυζαντινὸ μέλος: «Ξένα καὶ παράδοξα τετέλεσται σήμερον…».
Μεγάλη ζημιὰ κάνουν οἱ αἱρετικοὶ στὴν Ἱεραποστολὴ ἰδιαίτερα οἱ Προτεστάντες. Ἄς ἀγρυπνοῦμε.