«Ἀµὴν γὰρ λέγω ὑµῖν ὅτι ὃς ἂν εἴπῃ τῷ ὄρει τούτῳ, ἄρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ µὴ διακριθῇ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, ἀλλὰ πιστεύσῃ ὅτι ἃ λέγει γίνεται, ἔσται αὐτῷ ὃ ἐὰν εἴπῃ» (Μᾶρκ. ια΄, 23). (Δηλ.: Σᾶς προτρέπω ν’ ἀποκτήσετε πίστιν θερµήν, διότι ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι εἰς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ὄχι πρὸς ἁπλῆν ἐπίδειξιν θαυµατουργικῆς δυνάµεως, ἀλλὰ διὰ σοβαρὰν καὶ σπουδαίαν ἀνάγκην θὰ εἴπῃ εἰς τὸ βουνὸν αὐτό, σήκω καὶ πέσε εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ δὲν θὰ αἰσθανθῇ δισταγµὸν καὶ ἀµφιβολίαν µέσα εἰς τὴν καρδίαν του, ἀλλὰ θὰ πιστεύσῃ, ὅτι ἐκεῖνα ποὺ λέγει γίνονται διὰ τῆς δυνάµεως τοῦ Θεοῦ, εἰς αὐτὸν ποὺ θὰ ἔχῃ τὴν πίστιν αὐτήν, θὰ γίνῃ ἐκεῖνο ποὺ θὰ εἴπῃ).
- Λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γιὰ τὴν ὀρθὴ πίστη:
«Τέτοια εἶναι ἡ πίστη. Μέσα σὲ λίγα λόγια περιέχει τὴν σωτηρία. «Γιατί, ἄν ὁμολογήσης μὲ τὸ στόμα σου», λέγει, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Κύριος καὶ πιστεύσεις μὲ τὴν καρδιά σου, ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἀνέστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ σωθῆς» (Ρωμ. 10, 9).
«Κανεὶς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ζήσει σωστὰ δὲν δυσπιστεῖ γιὰ τὰ μελλοντικά, ὅπως ἀκριβῶς βέβαια πολλοί ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν παραμελήσει, ἐπειδὴ πιέζονται ἀπὸ πονηρὴ συνείδηση, δὲ θέλουν νὰ ὑπάρχη οὔτε κρίση οὔτε ἀνταπόδοση.
Καὶ συνεχίζει: «Κανείς, ποὺ ζῆ σὲ πλάνη, δὲν θὰ προτιμήση νὰ προσέλθη στὴν πίστη, ἄν πρῶτα δὲν προδιαγράψη γιὰ τὸν ἑαυτό του κανόνες ὀρθῆς ζωῆς, καὶ κανεὶς δὲν θὰ μείνη στὴ ἀπιστία, ἄν πρῶτα δὲν ἀποφασίση νὰ μείνη κακὸς σ’ ὅλη του τὴ ζωή».
- Στὸ βίο τοῦ Γέροντος Σάββα Καψαλιώτου περιλαμβάνεται ἕνα ἀξιοθαύμαστο γράμμα μὲ κάτι ποὺ ἔλαβε:
«Ἤμουν ὀρφανός ἀπό πατέρα καὶ ἄπιστος. Ἔζησα ὡς ἔφηβος μέ ἀσωτίες καί ἁμαρτίες καὶ ἔμεινα μερικὰ χρόνια εἰς τὴν φυλακὴ ὅπου μετανόησα. Ἕνα χρόνο πρὶν ἀποφυλακιστῶ, αὐτοκτόνησε ἡ μητέρα μου. Τώρα δὲν εἶχα κανένα. Οἱ πρώην φίλοι μου, οἱ ἀλητοπαρέες δὲν ὑπῆρχαν πλέον γιὰ μένα. Προσευχόμουν νὰ μὲ φωτίση ὁ Θεὸς γιὰ ἕνα Χριστιανικὸ γάμο ἤ νὰ γίνω μοναχός. Γνώρισα τὴν Ν., ἀρραβωνιαστήκαμε καὶ σύντομα ἔγινε ὁ γάμος μας. Σᾶς στέλνω τὴ φωτογραφία μας νὰ εὔχεσθε νὰ ζοῦμε, ὅπως θέλει ὁ Θεός. Ἡ πεθερά μου Βαλ. εἶναι 41 ἐτῶν καὶ εἶναι σὲ ἀναπηρικὸ καροτσάκι, τὰ χέρια της κομμένα εἰς τοὺς ἀγκῶνες καὶ τὰ πόδια της κομμένα εἰς τοὺς μηρούς. Τώρα δοξάζει τὸν Θεὸν καὶ ὑπομένει.. Τί εἶχε συμβῆ; Ὅταν ἦταν νέα ἔγινε φιλονικία μὲ Χριστιανοὺς γιὰ τὴν ὕπαρξη Θεοῦ· ἡ Β. τοὺς εἶπε: «Δὲν πιστεύω ὅτι ὑπάρχει Θεός, ἄς μοῦ κόψη τὸ χέρι καὶ θὰ πιστέψω». Ἡ συζήτηση ἔλαβε τέλος. Μετὰ ἀπὸ ἡμέρες, καθὼς ταξίδευε τὸ τραῖνο, ἐκτροχιάστηκε… Πολύνεκρο τὸ δυστύχημα… Ἡ πεθερά μου πολὺ βαρειὰ τραυματίστηκε, οἱ γιατροὶ τῆς ἔκοψαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια. Ἀπ’ αὐτὸ ἔγινε πιστὴ καὶ ὑπομένει τὴν ἀναπηρία της»…
- Ἐπίσης στὸ βιβλίο ἀναφέρονται καὶ μερικὰ ἄλλα συγκλονιστικὰ γιὰ τὴν πίστη γεγονότα:
«Πῆγα εἰς τὴν Μονὴ Ὁσίου Μελετίου εἰς Κιθαρῶνα Ἀττικῆς καὶ ἔμεινα 8 χρόνια.
Μεγάλη ἡ χάρις τοῦ Ὁσίου Μελετίου. Μιὰ ἡμέρα ζύμωνα ψωμί, ἔρχεται ἕνας νεαρὸς ἀντάρτης, ὁπλισμένος καὶ μ’ ἐρωτοῦσε γιὰ τὴν Ἐκκλησία… «Ποῦ τὸν εἴδατε τὸν Θεό;». Ἐγὼ τοῦ εἶπα πολλά, ὅ,τι μὲ φώτισε ὁ Θεός, ἐκεῖνος ἀντέλεγε. Μετὰ ἔφυγε καὶ ἐκεῖ εἰς τὸ παρεκκλήσι βλέπει μιὰ νεκρὴ πεταλούδα, ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὅτι εἶνα νεκρή, εἶπε: «Θεέ, ἄν ὑπάρχης, ἄς πετάξη…» καὶ ὤ τοῦ θαύματος! Ἡ πεταλούδα σηκώθηκε καὶ ἔφυγε. Αὐτὸς χλώμιασε καὶ ἐπιστρέφοντας μοῦ εἶπε τί συνέβη.
Δόξαζα τὸ Θεὸ καὶ εἶπα: «Παιδί μου, δὲν σοῦ τὰ ἔλεγα πρὶν ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι ἀληθινός;».
- Ἔφεραν ἕνα δαιμονιζόμενο κορίτσι ἀπὸ τὸ χωριὰ Δαριμάρι. Ἕνα τέταρτο ἄφριζε καὶ σπάραζε ἐπάνω εἰς τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου Μελετίου. Μετὰ σηκώθηκε καὶ ἔκαμε τὸ σταυρό της. Ἦταν καλά.
- Ἕνας λαϊκὸς ποὺ ἐργαζόταν εἰς τὴν Μονή, θυμώδης, ὅλο ἔβριζε τοὺς μοναχούς: «Θὰ σᾶς πετάξω καὶ θὰ σᾶς φᾶνε τὰ σκυλιά». Τὸν συνέλαβαν οἱ Γερμανοὶ καὶ ἀφοῦ τὸν ἐκτέλεσαν ὄχι πολὺ μακριὰ ἀπ’ τὴν Μονή, τὸν πέταξαν καὶ σκέπασαν μὲ πέτρες. Σὲ λίγες ἡμέρες ποὺ τὸν βρήκαμε, τὸν ἔτρωγαν τὰ σκυλιά. Ἐλεεινὸ θέαμα…
Ὁ μακαριστὸς Δημήτριος Παναγόπουλος διηγεῖται: «Μία κυρία πῆγε πρόσφορα στὴν Ἐκκλησία καὶ ὅταν ἦλθε στὴ σειρὰ νὰ Κοινωνήση, γέλασε, διότι ἄκουγε τὸν ἱερέα ποὺ ἔλεγε:
-Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ…
Καὶ εἶπε μέσα της: «Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ὁ παπάς, ἐφόσον ἐγὼ ἔκανα τὸ πρόσφορο. Τί σῶμα καὶ αἷμα λέει αὐτός…».
Ὅταν ὅμως ἦλθε ἡ ὥρα νὰ Κοινωνήση, ἡ μερίδα ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ποτήριο ἔγινε Σάρκα καὶ Αἷμα καὶ μόλις τὸ κατάλαβε, ἔπεσε κάτω λιπόθυμη. Τὴν πῆραν σηκωτὴ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὴν βρέξανε, τὴν κτυπήσανε, γιὰ νὰ συνέλθη.
Ὁ ἱερέας ἐναπόθεσε τὸ Ἅγιο Ποτήριο στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ βγῆκε στὸν ἄμβωνα ζητώντας συγγνώμη ἀπὸ τὸ λαό;
– Συγχωρέστε με ἀδελφοί μου, ἐγὼ εἶμαι ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ γιὰ μένα ἔγινε αὐτὸ τὸ περιστατικό.
Στὸ μεταξὺ ἡ κυρία συνῆλθε καὶ φώναξε ἀπὸ τὴ θέση της:
– Δὲν ἔγινε γιὰ σένα πάτερ! Ἔγινε γιὰ μένα αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, διότι ἐγὼ στὴ σειρὰ ποὺ ἐρχόμουν νὰ Κοινωνήσω, εἶπα αὐτὸ καὶ αὐτό… ἡ ἄπιστη. Ποῦ νὰ τὸ φαντασθῶ ὅτι θὰ γίνη κάτι τέτοιο;».