ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2024

Ἐπιστημονικὴ ἀναίρεσις ἐγκυκλίου τοῦ Σεβ. Περιστερίου – 3ον

Τῆς κας Ἄννας Κακαδιάρη, ἀρχαιολόγου-φιλολόγου

3ον

  Οὐδέποτε –βιβλιογραφικὰ τουλάχιστον- ἐπισημαίνεται διαφοροποίηση ἀνάμεσα στὸν Σταυρό, στὸν Ἐσταυρωμένο καὶ στὸν «Ἐσταυρωμένο τῆς Μ. Παρασκευῆς» στὸ Ἱερὸ Βῆμα, ἤδη ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Εἰκονομαχίας καὶ τῆς Ἀναστήλωσης τῶν εἰκόνων, δεῖγμα τοῦ πνεύματος τῆς ἐλευθερίας ποὺ διέπει τὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ καὶ οὐδέποτε ὑπῆρξε προσπάθεια ὑποχρεωτικῆς κατάργησής τους, ἐκτὸς βέβαια ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Εἰκονομαχίας, ὅπου διατηρήθηκε παρὰ ταῦτα ὁ σταυρὸς ὡς σύμβολο τῆς πίστης καὶ ὡς ὄργανο τῆς νίκης22 καὶ μάλιστα οἱ μελετητὲς κάνουν λόγο γιὰ «σταυροφιλία» 23. Γιὰ αὐτὸ τὸν λόγο καὶ δὲν ὑπῆρξε ἀνάγκη σύνθεσης ξεχωριστῶν ἀκολουθιῶν ἢ ὕμνων πρὸς τὸν Ἐσταυρωμένο, ὅπως παρατηρεῖ ἔντονα ὁ Ἐπίσκοπος Περιστερίου (σελ. 22-23), ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε-καὶ δὲν ὑπάρχει στὴν Ὀρθοδοξία- διάκριση ἀνάμεσα σὲ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ σὲ Ἐσταυρωμένο Χριστό.

  Ἀκόμα κι ὅταν ὁ Ἐσταυρωμένος δὲν τοποθετεῖ­ται στὸ Ἱερὸ Βῆμα ἢ ὅταν δὲν ὑπάρχει Ἐσταυρωμένος σὲ μικροὺς ἐπαρχιακοὺς ναοὺς ἢ ἐξωκκλήσια ἢ ἀκόμη καὶ σὲ ναΰδρια ἢ καθολικὰ μοναστηριῶν –λόγω ἔλλειψης συνήθως χώρου- τοποθετεῖ­ται μεγάλος σταυρὸς ἢ μικρότερου μεγέθους Ἐσταυρωμένος ἢ συνηθέστερα ὁ σταυρὸς λιτανείας, πάλι στὸ ἴδιο πνεῦμα ἐλευθερίας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ποὺ δὲν καταργεῖ, ὅμως, τὴν Παράδοση. Οὐδέποτε, λοιπόν, ὑπῆρξε «σύγχυση μεταξὺ τοῦ περιεχομένου τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ τῆς χωροταξικῆς τοποθέτησής του», ὅπως διατείνεται τὸ ἐν λόγῳ φυλλάδιο τοῦ Ἐπισκόπου .

  Ἡ θέση ὅτι «μὲ τὴν ἄστοχη καὶ αὐθαίρετη τοποθέτηση σὲ ἀρκετοὺς ναοὺς τῆς Ἑλλαδικῆς ἐπικράτειας τοῦ 2ου «Ἐσταυρωμένου τῆς Μ. Παρασκευῆς» μέσα στὸ Ἱερὸ Βῆμα, «ἐκμηδενίσαμε καὶ ἐκθρονίσαμε» τὴν ἀόρατη παρουσία τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα» διεγείρει ἀρκετὰ ἐρωτηματικά:

  1. Ὁ Ἐσταυρωμένος μὲ ποιὸν τρόπο ἐκμηδενίζει καὶ ἐκθρονίζει τὴν Ἁγία Τριάδα; Ἀφοῦ «Οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν Πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ. Εἰ ἐγνώκειτέ με, καὶ τὸν Πατέρα μου ἐγνώκειτε ἄν. Καὶ ἀπ’ ἄρτι γινώσκετε αὐτὸν καὶ ἑωράκατε αὐτόν» (Ἰω. ιδ΄ 6-7). «Ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν Πατέρα» «Ἐγὼ ἐν τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοὶ ἐστι» (Ἰω. ιδ΄ 8-14) «ὅτι τρεῖς εἰσιν οἱ μαρτυροῦντες ἐν τῷ οὐρανῷ ὁ Πατήρ, ὁ Λόγος καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦ­μα καὶ οὗτοι οἱ τρεῖς Ἕν εἰσιν» (Ἰω. Α 5:7) Μήπως οἱ τρεῖς ὑποστάσεις ἢ ἀλλιῶς τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος δὲν συνυπάρχουν καὶ δὲν ἀλληλοπεριχωροῦνται ἀσύγχυτα ἑνωμένα καὶ ἀδιάσπαστα διαιρούμενα24; Μήπως ἀτενίζοντες τὸν Ἐσταυρωμένο Χριστὸ δὲν ἀτενίζουμε τὴν Ἁγία Τριάδα; Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὅταν ὁμιλεῖ στὴν Ἔκδοσής του γιὰ τὸν Λόγο ἀναφέρει ὅτι: «Πρὸ πάντων τῶν αἰώνων λέγοντες δείκνυμεν, ὅτι ἄχρονος καὶ ἄναρχος αὐτοῦ ἡ γέννησις· οὐ γὰρ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παρήχθη ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀπαύγασμα τῆς δόξης, ὁ χαρακτὴρ τῆς τοῦ Πατρὸς ὑποστάσεως, ἡ ζῶσα σοφία καὶ δύναμις, ὁ λόγος ὁ ἐνυπόστατος, ἡ οὐσιώδης καὶ τελεία καὶ ζῶσα εἰκὼν τοῦ ἀοράτου Θεοῦ, ἀλλ’ ἀεὶ ἦν σὺν τῷ Πατρὶ καὶ ἐν αὐτῷ ἀϊδίως καὶ ἀνάρχως ἐξ αὐτοῦ γεγεννημένος· οὐ γὰρ ἦν πότε ὁ Πατήρ, ὅτε οὐκ ἦν ὁ Υἱός, ἀλλ’ ἅμα Πατήρ, ἅμα Υἱὸς ἐξ αὐτοῦ γεγεννημένος· Πατὴρ γὰρ ἐκτὸς Υἱοῦ οὐκ ἂν κληθείη»25 Δὲν εἶναι ὁ Υἱὸς «δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο», ὅπως συνομολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως; «Θεοῦ δὲ ὅταν εἴπω, λέγω Πατρός, καὶ Υἱοῦ, καὶ ἁγίου Πνεύματος»26 ἐπισημαίνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.

  2. Ὁ Ἐσταυρωμένος δὲν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἔνθρονος Χριστός; Ὁ σταυρὸς δὲν ἀποτελεῖ τὸν θρόνο δόξης τοῦ Κυρίου; Πῶς «ἐκθρονίζει» τὴν Ἁγία Τριάδα; Δὲν εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα «ὁμοούσιος καὶ ἀδιαίρετος»; Ὁ Κύριος ἂν καὶ νεκρὸς στὸν Ἅδη δὲν ἀποχωρίζεται τὴ θεϊκή του φύση, ἀλλὰ παραμένει ἀχώριστα ἑνωμένος μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως ἀκριβῶς περιγράφει τὸ τροπάριο τοῦ κανόνα τοῦ Μ. Σαββάτου «Μία ὑπῆρχεν ἡ ἐν τῷ ᾅδη ἀχώριστος καὶ ἐν τάφῳ καὶ ἐν τῇ Ἐδὲμ Θεότης Χριστοῦ σὺν Πατρὶ καὶ Πνεύματι…». «Κἄν νεκρὸς ὡράθης, ἀλλὰ ζῶν ὡς Θεός, νεκρωθέντας τοὺς βροτοὺς ἀνεζώωσας, τὸν ἐμὸν ἀπονεκρώσας νεκρωτὴν» (Α΄ στάσις, ὄρθρος Μ. Σαββάτου, Τριώδιον). Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τονίζει ὅτι «ἐδεήθημεν Θεοῦ σαρκουμένου καὶ νεκρουμένου, ἵνα ζήσωμεν»27. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τὸ πάθος καὶ τὴν ἔνδοξή Του ἀνάσταση δοξάστηκε, ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση. Μαζὶ μὲ Αὐτὸν δοξάστηκε καὶ ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ μετεῖχε ὁ δεύτερος στὴν δόξα τοῦ Πρώτου. «Τοιαύτην ἑορτὴν ἑορτάζεις σήμερον· τοιοῦτόν ἑστιᾶ τὸ ἐπὶ σοὶ τοῦ γεννηθέντος γενέθλιον, καὶ τοῦ παθόντος ἐπιτάφιον· τοιοῦτον σοι τὸ τοῦ Πάσχα μυστήριον. Ταῦτα ὁ νόμος ὑπέγραψε· ταῦτα Χριστὸς ἐτελείωσεν, ὁ τοῦ γράμματος καταλυτής, ὁ τελειωτὴς τοῦ Πνεύματος, ὃς οἷς ἔπαθε, τὸ πάσχειν διδάσκων, οἷς ἐδοξάσθη, τὸ συνδοξασθῆναι χαρίζεται».28 «Αὐτὸς οὗτος ὁ σταυρός, φησί, τῆς βασιλείας ἐστὶ σύμβολον. Διὰ τοῦτο δὲ αὐτὸν βασιλέα καλῶ, ἐπειδὴ βλέπω αὐτὸν σταυρούμενον· βασιλέως γὰρ ἐστι τὸ ὑπὲρ τῶν ἀρχομένων ἀποθνήσκειν. Αὐτὸς δι’ ἑαυτοῦ εἶπεν· Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων. Οὐκοῦν καὶ ὁ βασιλεὺς ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν ἀρχομένων. Ἐπεῖ οὖν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἔθηκεν, διὰ τοῦτο αὐτὸν βασιλέα καλῶ. Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου. Εἶδες πῶς καὶ βασιλείας ὁ σταυρὸς σύμβολον;» (Ἰωάννης Χρυσόστομος, Λόγος Εἰς τὸν Σταυρὸν καὶ εἰς τὸν λῃστήν, PG 49, 403)

  3. Δὲν ἐκφράζει ἡ Ὕψωση τοῦ Κυρίου ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν Παράδεισο; Δὲν ἀποτελεῖ ὁ σταυρὸς τὸ ὄργανο τῆς λύτρωσης τοῦ πιστοῦ ἀπὸ τὴν ἄβυσσο τοῦ κάτω κόσμου; Τὸν σταυρὸ κρατᾶ θριαμβευτικὰ ὁ Χριστὸς στὴν Κάθοδό Του στὸν Ἅδη καὶ χάρη σὲ αὐτὸν ἀπελευθερώνει τὸν δέσμιο ἁμαρτωλὸ . Ὁ σταυρὸς ἀποτελεῖ ὑπόσχεση ὅτι οἱ ψυχὲς τῶν πιστῶν χριστιανῶν μποροῦν νὰ ἀνυψωθοῦν μέχρι τὴν οὐράνια βασιλεία29.

  Ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ Ἐπισκόπου γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο Χριστὸ ὡς «μόνιμα Ἐσταυρωμένου» «πεθαμένου» καὶ κρεμασμένου ὅλο τὸν χρόνο» ὁ ὁποῖος προκαλεῖ «Ἀπελπισία!» καὶ «ψυχολογικὰ προβλήματα» διεγείρει κι ἄλλα ἐρωτήματα ὅπως:

  1. Σὲ ποιὸν ἢ ποιοὺς προκαλεῖ ψυχολογικὰ προβλήματα καὶ «καταφεύγουν στὶς λύσεις ποὺ προσφέρει ἡ ψυχολογία»; Ἐπειδὴ οἱ ὀρθόδοξοι πιστοὶ ἀτενίζοντας τὸν Κύριο Ἐσταυρωμένο ἀποκτοῦν ὑπερκόσμια παρηγοριὰ καὶ ἀντλοῦν ἀκατανίκητη δύναμη καὶ Χάρη, χαίρουν κι ἁγιάζονται. Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοσή μας ἔχει ὡς βάση τὰ λόγια του Ἀποστόλου Παύλου «εἰ δὲ ἀπεθάνομεν σὺν Χριστῷ, πιστεύομεν ὅτι καὶ συζήσωμεν αὐτῷ, εἰδότες ὅτι Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνῄσκει, θάνατος αὐτῷ οὐκέτι κυριεύει» (Πρὸς Ρωμαίους 6:8 ). Ζοῦμε μὲς στὸ φῶς τοῦ Σταυροῦ, ἔχοντας ἀφήσει τὸ σκοτάδι πίσω μας, πορευόμενοι πρὸς τὴν λύτρωση. Κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο «εἰ εἷς ὑπὲρ πάντων ἀπέθανεν, ἄρα οἱ πάντες ἀπέθανον· καὶ ὑπὲρ πάντων ἀπέθανεν, ἵνα οἱ ζῶντες μηκέτι ἑαυτοῖς ζῶσιν, ἀλλὰ τῷ ὑπὲρ αὐτῶν ἀποθανόντι καὶ ἐγερθέντι» (Β΄ Κόρ. 5, 14-15). Ὁ δὲ Γρηγόριος ὁ Νύσσης, στὸν Κατηχητικό του Λόγο γιὰ τὸ Πάσχα, διευκρινίζει τὴ σκέψη αὐτὴ σημειώνοντας ὅτι ὁ Χριστὸς πεθαίνοντας ἔδωσε ἀρχὴ στὴ φύση τῆς ἀνάστασης μὲ τὸ δικό του σῶμα, συνανασταίνοντας μὲ τὴ δύναμή του ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Πεθαίνοντας ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος, παραμένει ζωντανὸς ὡς Θεός, «θνήσκων καὶ μὴ νεκρούμενος· θεότητι γὰρ ζῶν νεκροῦται σώματι» (Ρωμανός, Γ΄ οἶκος κοντακίου Εἰς τὸ Πάθος τοῦ Κυρίου καὶ εἰς τὸν θρῆνον τῆς Θεοτόκου, Ρωμανὸς 1997, τόμ. 1, σ. 408).

 2. Πόσο ὀρθόδοξη εἶναι ἡ παρομοίωση τοῦ Ἐσταυρωμένου μὲ «ὁρατὸ κτιστὸ θεὸ»  ἢ μὲ τὰ ἀγάλματα τῆς παπικῆς ἐκκλησίας; (Συνοδευτικὸ προσκλητικὸ μήνυμα) Ἔχει καμία σχέση ὁ Βυζαντινὸς ὀρθόδοξος Ἐσταυρωμένος μὲ τὰ «ἀγάλματα ἐκ κηροῦ, γύψου ἢ ξύλου, ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἀπὸ χάνδρα, τὰ δάκρυα ἀπὸ ἀδάμαντας, τὸ σῶμα χυδαίως αἱμοστάζον καὶ τὰ ὀστᾶ ἀπὸ τῶν ἀγκώνων καὶ γονάτων ἐκχυνόμενα»; Ἡ παπικὴ ἐκκλησία «Ἐμηχανεύθη τὸν Ἐσταυρωμένον τοῦ Καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Ἱσπανίας Burgos, πεποιημένον ἐξ ἀληθινοῦ ἀνθρωπίνου δέρματος τεταριχευμένου, καὶ φέροντα περούκαν ἀντὶ κόμης. Ἀνεστήλωσεν ἐν τοῖς εὐκτηρίοις της τὰ παράδοξα τῆς Ἀειπαρθένου ἀνδρείκελα, ὧν ἐψιμυθίωσε τὸ πρόσωπον, ἐστόλισε μὲ λιθοκόλλητα ἐνώτια τὰ αὐτία… περιέβαλε τὸ σύνολον μὲ τὰς φρενοτρόπους ἀμφιέσεις τοῦ συρμοῦ. Οὕτως ἡ ἄβυσσος ἐν τῇ Δύσῃ ἐπεκαλέσθη τὴν ἄβυσσον»29

  3. Πόσο ὀρθόδοξη εἶναι μία θέση ποὺ διαχωρίζει τὸ πρόσωπο τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἀναστάντα Χριστοῦ; Νὰ δηλώνει πὼς «ξαναγυρίζουμε ἀνοήτως πίσω στὴν Ἱστορία καὶ δὲν θέλουμε ἢ καλύτερα, δὲν φτάνουμε ποτὲ στὴν Βασιλεία στὸ σύνολό Της, γιατί βολευόμαστε ψυχολογικὰ σὲ ἕνα Ἐσταυρωμένο Χριστὸ πάσχοντα»; Τί σημαίνει «βολευόμαστε ψυχολογικά»; Ἀπὸ τὴ μία «ἀποκτοῦμε ψυχολογικὰ προβλήματα» καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη «βολευόμαστε ψυχολογικά»; Εἶναι ὀρθόδοξη ἡ ἀντίληψη ὅτι «Ὁ Ἀναστημένος-καὶ ὄχι ὁ Ἐσταυρωμένος νεκρὰ-ἐκεῖ Χριστὸς προσ­φέρει ζωντανὰ τὴν χάρη»; Ὑπάρχει στὴν Ὀρθόδοξη πίστη ὁ διαχωρισμὸς τοῦ ἔργου τῆς Θείας Οἰκονομίας;30 κατὰ τὴν Θεία Ἀναφορὰ.  Πάνω στὸν σταυρὸ δὲν παρακολουθοῦμε ὁλόκληρο τὸ ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας;

  4. Ὑπάρχει ὀρθόδοξη διδασκαλία ποὺ νὰ ἀντιμετωπίζει τὴν Σταύρωση ὡς ἕνα ἁπλὸ ἱστορικὸ γεγονὸς «τῆς μίας μέρας», ὅπως ἀναγράφει ὁ Μητροπολίτης στὸ Συνοδευτικὸ Προσ­κλητικὸ μήνυμα καὶ ἐνῷ ὁ ἴδιος παραδέχεται ὅτι αὐτὸ ἀποτελεῖ προτεσταντικὴ ἀντίληψη;  Εἶναι ὀρθόδοξη ἡ λογικὴ τῆς παρομοίωσης τοῦ Ἐσταυρωμένου μέ … «ἀνθοδοχεῖο γεμάτο μὲ πανέμορφα τριαντάφυλλα» ποὺ πρέπει νὰ τοποθετήσουμε σὲ συγκεκριμένη θέση; Ἀπὸ πότε στὴν ὀρθοδοξία οἱ εἰκόνες καὶ τὰ ἱερὰ σύμβολα εἶναι διακοσμητικά, ὅπως στὴ Δύση; Ἀπὸ πότε ἔγκειται στοὺς ἱερεῖς ποὺ «δὲν μποροῦν νὰ ὑποστηρίξουν θεολογικὰ μία τέτοια πρωτοβουλία ἀποκατάστασης τῆς λειτουργικῆς ὀρθότητας»  νὰ κρατήσουν ἢ νὰ ἀφαιρέσουν τὸν Ἐσταυρωμένο ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Βῆμα; Θὰ πρέπει νὰ ἔχουν διδακτορικὸ στὴν θεολογία τῆς Δύσης ἢ νὰ ἐκθέσουν γραπτὰ ὑπομνήματα ἢ θεολογικὲς μελέτες ὅλοι οἱ ἱερεῖς ἀνὰ τὴν ἐπικράτεια ἢ τὶς ὀρθόδοξες χῶρες, κάθε φορὰ ποὺ ὁ ἐπίσκοπός τους πιστεύει ὅτι χρειάζεται ἀλλαγὴ πρὸς τὸ ἀρχαιότερο; Θὰ πρέπει ἀντίστοιχα, ἐμεῖς οἱ –μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ- πιστοὶ νὰ ἔχουμε ἀντίστοιχη πιστοποιημένη εἰδίκευση γιὰ νὰ εἰσακουγόμαστε, ὅταν ἐπιχειρεῖται ἀλλοίωση τῆς Παράδοσης;

  5. Ἐγείρεται τὸ ἐρώτημα πάλι, γιὰ τὸ πόσο ὀρθόδοξη εἶναι μία ἀντίληψη γιὰ τὴ Θεία Λειτουργία, ὅπου «ἔχουμε ἕνα νοητὸ καὶ ἀόρατο Τριαδικὸ Θεὸ πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, συνυπάρχοντα στὸ ἴδιο σημεῖο ἕνα ὁρατὸ νεκρὸ Χριστὸ «Ἐσταυρωμένο» ; «Ὁ Ἐσταυρωμένος δὲν μπορεῖ νὰ ἔρθει γιατί εἶναι πεθαμένος πάνω στὸν σταυρὸ καὶ ὡς ἐκ τούτου στατικὸς κι ἀκίνητος ὁλόκληρο τὸν χρόνο…Λέμε ποτὲ σὲ ἀκίνητο καὶ πεθαμένο «Ἔλα!» Ἀστεῖα πράγματα!». Κι ὅμως ὁ Κύριος λέει «μὴ φοβοῦ· ἐγὼ εἰμι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος καὶ ὁ ζῶν, καὶ ἐγενόμην νεκρός, καὶ ἰδοὺ ζῶν εἰμι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, καὶ ἔχω τὰς κλεῖς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾅδου» (Ἀποκ. 1, 17-18). Ἤ, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τῶν προφητῶν: «θεὸς ἐγγίζων ἐγὼ εἰμι … καὶ οὐχὶ θεὸς πόρρωθεν» (Ἰερ. 23, 23) καὶ «ἐκ χειρὸς Ἅδου ρύσομαι, καὶ ἐκ θανάτου λυτρώσομαι αὐτούς· ποῦ ἡ δίκη σου, θάνατε; ποῦ τὸ κέντρον σου, ᾅδη;» (Ὤσ. 13, 14) καὶ «ἰδοὺ ἐγὼ ἀνοίγω ὑμῶν τὰ μνήματα καὶ ἀνάξω ὑμᾶς ἐκ τῶν μνημάτων ὑμῶν καὶ εἰσάξω ὑμᾶς εἰς τὴν γῆν τοῦ Ἰσραήλ… καὶ δώσω τὸ πνεῦ­μά μου εἰς ὑμᾶς καὶ ζήσεσθε» (Ἰεζ. 37, 12 καὶ 14). «Ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμὶ πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28:20) «Οὐ μὴ σε ἄνω, οὐδ’ οὐ μὴ σε ἐγκαταλίπω» (Ἑβρ. ιγ΄ 5).

Σημειώσεις:

22. C. Jolivet-Levy, La Cappadoce. Memoire de Byzance, Paris 1997, 23-27.  23. Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, 8, Περὶ τῆς ἁγίας Τριάδος,PG 94,821-824. 24. Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, 8, Περὶ τῆς ἁγίας Τριάδος,PG 94, 809Β-812Α. 25. Βλ. ὅ.π., Εἰς τὰ Θεοφάνεια εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, Λόγος ΛΗ’, Θ’ PG 36, 24.320Β. Εἰς τὸ Ἅγιον Πάσχα, Λόγος ΜΕ’, Δ’, PG 36, 628C. Βλ. ἐπίσης καὶ Περὶ δόγματος καὶ καταστάσεως ἐπισκόπων, Λόγος Κ’, Ε’, PG 35, 1069C: «Ἐπεὶ δὲ ἀνεκαθήραμεν τῷ λόγῳ τὸν θεόλογον, φέρε δὴ καὶ περὶ Θεοῦ ὡς ἐν βραχεῖ διαλεχθῶμεν, αὐτῷ τῷ Πατρί, καὶ τῷ Υἱῷ, καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι θαρρήσαντες, περὶ ὧν ὁ λόγος». 26. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Εἰς τὸ Ἅγιον Πάσχα, Λόγος ΜΕ’, ΚΗ’, PG 36, 661C. 27. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Εἰς τὸ Ἅγιον Πάσχα, Λόγος ΜΕ’,ΜΕ’, Β’, PG 36, 652CD. 28. Ἰωάννης Χρυσόστομος, Λόγος εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, PG 49, 397. 29. Κωνσταντῖνος Καλλίνικος , «Ὁ Χριστιανικὸς ναὸς καὶ τὰ τελούμενα ἐν αὐτῷ», Ἐν Ἀλεξανδρείᾳ, 1921 σελ. 272. 30. Βασίλειος Τουλουμτσής, Θεολόγος, Ἡ ἑνότητα Σταυροῦ καὶ Ἀνάστασης στὸ «ἑνιαῖον» τῆς θείας Οἰκονομίας καὶ στὸ «διαιρετικὸν» τῆς προτεσταντικῆς ἐσχατολογίας, σ.20 Πεμπτουσία, 29 Ἰουνίου 2023: «Ὁ Σταυρός, λοιπόν, παραγκωνίζεται σκοπίμως, διότι αὐτὸ ἐπιτάσσει ἡ δυτικὴ θεολογικὴ σκέψη καὶ ὁ δυτικὸς πολιτισμός, ὁ ὁποῖος σὲ κάθε περίπτωση χαρακτηρίζει καὶ τὶς οἰκεῖες θρησκευτικὲς κοινότητες. Τέτοιες θέσεις, ὅμως, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μεταφέρονται στὰ καθ’ ἡμᾶς καὶ νὰ ἀναπαράγονται ὑπὸ τὸ ἔνδυμα τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας. Γίνεται εὔκολα κατανοητὸ πὼς γιὰ τὴν προτεσταντικὴ θεολογία, ἀπ’ ὅπου ἕλκει τὴν καταγωγή της ἡ ἐν λόγῳ νέα ἐσχατολογικὴ προσέγγιση, τὸ βάρος τῶν ἐσχάτων ἔρχεται νὰ καλύψει ἕνα ὑπαρκτὸ κενὸ ποὺ δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν παρερμηνεία τῆς χριστολογίας, ἡ ὁποία κάνει λόγο γιὰ ἀποτυχημένο «ἱστορικὸ Ἰησοῦ», ὁπότε ὡς λύση προκρίνεται ὁ τονισμὸς τῶν ἐσχάτων. Τὸ ἴδιο πρᾶγμα, ὅμως, ἐνῷ στὸν προτεσταντισμὸ ἔρχεται νὰ προσθέσει κάτι ἀναγκαῖο γιὰ τὴν ἐκεῖ προβληματικὴ ἑρμηνευτική, ὅταν ἐφαρμόζεται στὴν ὀρθόδοξη θεολογία ἀκολουθεῖ τὴν ἀκριβῶς ἀντίστροφη πορεία, ἀφαιρώντας. Ἐκκινώντας λοιπὸν ἀπὸ «τὸ μέλλον τῶν ἐσχάτων» ὁδεύει πρὸς τὰ πίσω τῆς ἱστορίας, ἐπιβάλλοντας τὰ κριτήρια τῆς δυτικῆς θεολογικῆς σκέψης, μέσῳ τῶν ὁποίων ἐπανερμηνεύεται σύνολη ἡ θεολογία, σὲ σημεῖο νὰ γίνεται λόγος γιὰ «ἱστορικὸ καὶ ἐσχατολογικὸ Χριστό», κάτι ποὺ ὁδηγεῖ τελικὰ στὴν ἀποδοχὴ τῆς δυτικῆς ὑποτίμησης τοῦ Σταυροῦ ἀκόμη καὶ στὸ πλαίσιο τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας. Ἐνῷ δηλ. στὸν προτεσταντισμὸ ὁ «ἐσχατολογικὸς Χριστὸς» ἐμφανίζεται ὡς ἀντιστάθμισμα στὸ κενὸ ποὺ δημιουργεῖ ἡ θεώρηση περὶ τοῦ «ἱστορικοῦ Ἰησοῦ», στὴν προτεσταντίζουσα ὀρθόδοξη θεολογία, ἐκκινώντας ἀπὸ τὸν «ἐσχατολογικὸ Χριστὸ» καταλήγουμε μοιραῖα νὰ συζητοῦμε γιὰ ἕνα «ἱστορικὸ Χριστό», ὁ ὁποῖος εἶχε τὸ βλέμμα στὰ ἔσχατα, ἀναμένοντας καὶ ὁ ἴδιος τὴν Βασιλεία. Ὑπ’ αὐτὴν τὴν ἄποψη, ὅμως, ἐγείρονται πρόσθετα σοβαρὰ προβλήματα ποὺ ἀφοροῦν τόσο, τὴν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο καὶ τὴν ἀκεραιότητα τῆς χριστολογικῆς πίστεως».

https://orthodoxostypos.gr