ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Σάββατο 13 Ιουλίου 2024

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΑΙΡΕΣΗ ΣΤΗΝ ΕΝΩΜΕΝΗ ΕΥΡΩΠΗ

 

Απολογητικά

Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή Δρ. Θ.

    Στην σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, της Νέας Εποχής και της Νέας Τάξης πραγμάτων, η αυξημένη δραστηριότητα των αιρέσεων και παραθρησκευτικών ομάδων δημιουργεί σοβαρά προβλήματα για τον άνθρωπο ως πρόσωπο, διότι τον απομακρύνει από την Αλήθεια διακόπτοντας κάθε προσπάθεια για πραγματοποίηση της κοινωνίας, όπως αυτή προσφέρεται ως δωρεά μέσα στο σώμα τού Χριστού, την Εκκλησία. Ο Χριστός είναι πράγματι η Αλήθεια και το Φως που δίνει ζωή στην ανθρώπινη ύπαρξη καταξιώνοντάς την, αφού ο ίδιος ήταν και άνθρωπος. Η Αλήθεια αυτή «δι’ Αυτού εγένετο» και είναι προσωπική, αφού συνδέεται με το πρόσωπο του Θεανθρώπου (π. Ιουστίνος Πόποβιτς). Η Αλήθεια εδώ είναι η ένωση με τον ίδιο τον Θεάνθρωπο μέσα από τη διάσταση της Θ. Ευχα­ριστίας. Κάθε προσπάθεια αυτονόμησης και ανεξαρτησίας απ’ αυτήν είναι πλάνη η αίρεση1.

Τι είναι Αίρεση

Είναι πραγματικά δύσκολο να καθορίσουμε εννοιο­λογικά με ακρίβεια τον όρο αίρεση. Εδώ θα αναφέρουμε εν συντομία τα πιο βασικά χαρακτηριστικά αυτής της προσπάθειας καθορισμού τού όρου τόσο στον ελληνικό όσο και στον ευρωπαϊκό χώρο με σκοπό να αντιληφθούμε την διαφορά της κατανόησής του. Επίσης θα παρουσιάσουμε τα δύο μοντέλα ερμηνείας των αιρέσεων στον ευρωπαϊκό στοχασμό και την νέα μετονομασία αυτών και τέλος θα παρουσιάσουμε τα αποτελέσματα της συνδιάσκεψης τού Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το θέμα αυτό σε συνδυασμό με την ορθόδοξη ποιμαντική άποψη για την αντιμετώπισή τους.

Το φαινόμενο της αίρεσης στην σύγχρονη επιστημονική έρευνα εμφανίζεται αρκετά περίπλοκο και πολύπλευρο και για την αντικειμενική εξέταση, που χρειάζεται η συνδρομή και άλλων επιστημών όπως της κοινωνιολογίας της ψυχο­λογίας, της θρησκειολογίας, της ιστορίας τού πνεύματος και της ψυχιατρικής2.

Η εννοιολογική βάση της αίρεσης προέρχεται από το ρήμα «αιρέω», αλλά ως προς τον χαρακτήρα της εκλογής ή της προτίμησης, την παίρνει από τη σημασία του μέσου ρήματος «αιρέομαι» που σημαίνει διαλέγω3. Με την διαλογή αυτή έχουμε απολυτοποίηση της Αλήθειας. Η απόλυτο-ποίηση αυτή της αλήθειας οδηγεί στην πλάνη. Οι αιρετικοί λειτουργούν αυτόνομα από την κοινή εκκλησιαστική κοινό­τητα και συνείδηση και έτσι δεν είναι χριστιανοί4. Στην Κ.Δ., ο όρος αίρεση στις επιστολές του Απ. Παύλου σημαίνει τη διδασκαλία δαιμόνων και της εμπνεύσεως πονηρών πνευμάτων. Επίσης οι διάφορες παραβάσεις, η διάσπαση της ενότητας της Εκκλησίας, η ψευδής γνώση, χαρακτη­ρίζονται ως οι παράμετροι της αίρεσης που νοθεύουν το πρόσωπο τού Χριστού και το νόημα τού Ευαγγελίου Του.

Είναι ουσιαστικά η προσβολή της βίωσης της καινής ζωής μέσα στην καινή κτίση που προσφέρεται για την πραγμά­τωση της Αλήθειας5.

Όλα τα παραπάνω μπορούμε να τα συνοψίσουμε στον ορισμό της αίρεσης που δίνει ο καθ. Ι. Καρμίρης: «Αίρεσις είναι πάσα πεπλανημένη διδασκαλία, παρεκκλίνουσα από της γνήσιας χριστιανικής πίστεως, άμα δε πάσα ιδιαιτέρα χριστιανική κοινότης, διαφωνούσα προς την δογματικήν διδασκαλίαν της αληθούς Εκκλησίας και αποκοπείσα από της κοινωνίας και ενότητος μετ’ αυτής»6:

Στον Ευρωπαϊκό στοχασμό και ευρύτερα στην Δύση στην Αμερική ο όρος Sect, Sekt, χρησιμοποιείται ως technicus για να χαρακτηρίσει μία μικρή εθελοντική, αποκλειστική θρησκευτική ομάδα, που απαιτεί ολοκληρωτική αφοσίωση από τους οπαδούς της. Δίνει έμφαση ιδιαίτερη στο διαχω­ρισμό της από την κοινωνία και γενικότερα την απόρριψή της. Με βάση τη διαδικασία της «δογματοποίησης» (denominationalization), στρατολογούνται μέλη και αυξάνουν σε μέγεθος και συνθετότατα τη δυναμική της ομάδας μετα­τρέποντας την ιδεολογία σε δόγμα (denomination). Η αυστηρή παραδοχή και προσήλωση αυτής της ιδεολογίας οδηγεί και στο φαινόμενο τού κοινωνικού αποκλεισμού και της άρνησης της κοινωνίας7. Οι όροι αυτοί προέρχονται από το λατινικό sequi (δηλαδή να ακολουθεί κάποιος μία διδα­σκαλία) και το secta (που σημαίνει σχολή) και είναι εκφραστές αυτής της τάσης που επικρατεί στον Ευρωπαϊκό χώρο να ερμηνεύονται τα φαινόμενα αυτά με βάση κοινωνιολογικά πρότυπα και όχι με βάση την θεολογία που μπορεί να αναλύσει και να εξετάσει πολύπλευρα αυτά8. Και ακριβώς εδώ είναι το πρόβλημα που προκύπτει με βάση αύτη τη διαπίστωση και που θα το εξετάσουμε παρακάτω.

Τα νέα δεδομένα περί σεκτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Είναι πραγματικά σημαντικό να παρακολουθήσουμε στο σημείο αυτό τα νέα δεδομένα που έχουν διαμορφώσει την συνείδηση του Ευρωπαίου πολίτη και ίσως δημιουργούν μία σύγχυση ως προς την ταυτότητα των αιρέσεων αφαιρώντας από αυτές την θρησκευτική καταβολή και απαρχή τους και την θεολογική αντιμετώπισή τους. Όταν αναφέρουμε τον όρο Sekt σήμερα στην Ευρώπη πρέπει να γνωρίζουμε ότι αυτός εκφράζει έναν μετασχηματισμό της θρησκευτικότητας δια μέσου ενός δυνατού πλουραλισμού και μιας εξατομίκευσης του θρησκευτικού και πολιτισμικού βιώματος. Ο Κ. Nientiedt αναφέρει ότι «δεν βιώνουμε το θάνατο του θρησκευτικού στοιχείου αλλά το δικό του μετασχηματισμό»9. Αυτός ο μετασχηματισμός έχει συγκεκριμένη ορολογία και από Sekt χρησιμοποιείται ευρύτερα ο όρος «Νέα θρησκευτική κίνηση», «εναλλακτική κουλ­τούρα», «μεταμοντέρνα μεταφυσική», «αντιθετική θεολογία», «νέα γνώση»10.

Η νέα αυτή ορολογία σε συνδυασμό με το φαινόμενο της εκκοσμίκευσης11 και της ερμηνείας της κοινω­νικής τυπολογίας για την Εκκλησία12 μεταθέτει το πρό­βλημα της αίρεσης από τον άξονα της θεολογίας στον άξονα της κοινωνιολογίας και του δικαίου με όλες τις συνέπειες που έχει αυτό το γεγονός για την Ορθοδοξία. Ουσιαστικά σήμερα με τον όρο Sect δεν περιγράφεται και δεν απο­δίδεται η αρνητική σημασία τού φαινομένου. Με τους όρους αυτούς λοιπόν εκφράζεται ουδέτερα η νέα αυτή πραγματικότητα στην Ευρώπη η οποία με τον τρόπο που περιγράφεται ως «Νέες θρησκευτικές κινήσεις» ή «ειδικές θρησκευτικές κοινότητες»13 αποκρύπτει τον πραγματικό σκοπό της ύπαρξης των φαινομένων των αιρέσεων που είναι η απομάκρυνση από την ορθοδοξία και τον Χριστό και η άρνηση του προσώπου του ανθρώπου που ολοκληρώνεται σε σχέση με το θεό και τον συνάνθρωπό του.

Τα παραπάνω γίνονται κατανοητά μέσα από τα δύο μοντέλα ερμηνείας του φαινομένου των σεκτών τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική14. Α) Το πρώτο βασικό μο­ντέλο ερμηνείας αυτών των ομάδων είναι η «Αλληλοδιείσ­δυση» (interpellation) ως ο τρόπος ερμηνείας μιας ιδεολογίας15. Με τον όρο αυτό εκφράζεται η άποψη ότι οι ιδεολογίες δεν είναι απλώς ιδέες ή οι πεποιθήσεις που έχουν οι άνθρωποι. Τις ιδεολογίες αυτές θα πρέπει να τις εκλάβουμε ως κοινωνικές διαδικασίες. Απευθύνονται δηλαδή στους ανθρώπους και τους αποδίδουν μία συγκεκριμένη υποκει­μενικότητα. Επομένως παίζουν σημαντικό ρόλο πρώτα στην κατασκευή της ταυτότητας των ατόμων και κατόπιν στον καθορισμό της θέσης στην κοινωνία. Η αίρεση λοιπόν είναι μία θρησκευτική ιδεολογία που δίνει στους πιστούς -οπαδούς της μία ορισμένη ταυτότητα σε σχέση με το Θεό και τους άλλους ανθρώπους και δρα ανεξάρτητα από την κοινωνία έχοντας δικούς της νόμους λειτουργίας που πολλές φορές είναι αντίθετοι με αυτούς της πολιτείας.

Β) Το δεύτερο μοντέλο ερμηνείας είναι αυτό που εντάσσει την αίρεση σε ένα ηθικιστικό πλαίσιο λειτουργίας. Η αίρεση ως «Νέα ηθική κίνηση» ουσιαστικά εξετάζεται κάτω από το πρίσμα μίας κίνησης που έχει μεν κάποια στοιχεία θρησκευτικότητας αλλά πάλι μέσα από αυτόν τον χαρακτηρισμό τονίζεται και ερμηνεύεται η διάσταση της ηθικής των «κοινωνικών αυτών ομάδων» ως τρόπου έκφρασης συμπεριφοράς σε συνάρτηση με το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο16. Και εδώ παρατηρούμε την αδυναμία να κατα­νοηθεί το βάθος του φαινομένου της αιρέσεως αφού η ηθική αυτή ερμηνεύεται με κοινωνικούς όρους17. Εδώ αναφέρουμε την σημαντική μελέτη για την κατανόηση του θέματος, του L. Lehmhofer, ο οποίος μιλά για μία μετατόπιση του περιεχομένου της αίρεσης από το δογματικό στο ηθικό πλαίσιο18.

Με βάση τα παραπάνω μοντέλα ερμηνείας, γίνεται, κατανοητό, ότι ο όρος Sect στον χώρο της Ευρώπης παίρνει περιεχόμενο κοινωνικό και εξετάζεται με βάση την επι­στήμη της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας, του δικαίου και όχι του ορθοδόξου θεολογικού λόγου. Αυτό έχει αποτέ­λεσμα την ουδετεροποίηση και το θρησκευτικό αποχρωματισμό του όρου, αφού αυτός περικλείεται σε κοινωνικά πλαίσια διακοπής μιας ομάδας από τον κοινωνικό ιστό, καθώς και την σύγχυση και την άρνηση της πραγματικής διάστασης του φαινομένου. Από αυτό κατανοούμε την αδυναμία της ευρωπαϊκής (σχέσης) σκέψης και διανόησης να δει τον άνθρωπο ως πρόσωπο, καθώς και την σύγχυση και την άρνηση της πραγματικής διάστασης του φαινομέ­νου. Από αυτό κατανοούμε επίσης την αδυναμία της ευρω­παϊκής (σχέσης) σκέψης και διανόησης να δει τον άνθρωπο ως πρόσωπο, αφού αυτός εξαντλείται μέσα σε απρόσωπα συστήματα δικαίου και κράτους. Κατά συνέπεια αποκτά ο όρος Sect μία νομική υπόσταση και αντιμετωπίζεται νομικά με το πνεύμα του νόμου και όχι με το πνεύμα του Θεού19. Εδώ θα εξετάσουμε και το σχετικό πλαίσιο του Ευρω­παϊκού κοινοβουλίου για τις σέκτες, Α4-0408/97 και θα καταλάβουμε καλύτερα τα παραπάνω.

Europaisches Parlament

Berict uber die Secten in der Europaischen Union 11 Dezember 1997. A4-0408/97

(Αναφορά για τις αιρέσεις στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο) 

Η συνεδρίαση που ξεκίνησε τις εργασίες της στις 18 Φεβρουαρίου 1997 και τις ολοκλήρωσε στις 8 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, περιέχει αρκετά στοιχεία για τον τρόπο με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση εξετάζει το όλο θέμα καθώς και για τους τρόπους που προτείνει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα αυτό των σεκτών20. Με βάση νομικές διατάξεις, όπως της 25ης Νοεμβρίου 1981 για την κατάργηση όλων των μορφών των διακρίσεων (Diskriminierung) και φανα­τισμών με βάση τη θρησκεία και την πίστη,

– τη συνθήκη για τα δικαιώματα του παιδιού, και της Charta der Rechte,

– την υπόδειξη της 5ης Φεβρουαρίου, του Ευρωπαϊκού συμβουλίου, το 1992 για τις σέκτες και τις νέες θρησκευ­τικές κινήσεις,

– την υπόδειξη της Γαλλικής εθνικής συνέλευσης της 20ης Δεκεμβρίου 1995 για τις σέκτες στην Γαλλία, και του Βελγικού κοινοβουλίου στις 20 Απριλίου 1997 για την καταπολέμηση των παράνομων πρακτικών από σέκτες και των κινδύνων για την κοινωνία και τα άτομα,

– την υπόδειξη της επιτροπής για τις σέκτες και τα Ψυχο-group του Γερμανικού κοινοβουλίου

– την απόφαση της 22ας Μαΐου 1984 για την βλάβη που προκαλούν νέες οργανώσεις στα εθνικά συντάγματα των κρατών-μελών,

– την απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 1996 για τις σέ­κτες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και τα ανθρώπινα δικαιώ­ματα της 8ης Απριλίου 1997,

– της γνώσης της επιτροπής για βασικές ελευθερίες και εσωτερικές υποθέσεις αποφάσισε να αναπτύξει εκείνες τις στρατηγικές, σύμφωνα με τις οποίες θα προστατεύεται το κράτος της κάθε χώρας, ο πολίτης της, βασικοί θεσμοί που καθορίζουν την ομαλή πολιτειακή λειτουργία και θα δια­φυλάσσουν τις ανθρώπινες αξίες από τον προσηλυτισμό της κάθε ομάδας21. Αυτές οι στρατηγικές είναι:

1) Δημιουργία μιας ευρωπαϊκής τράπεζας στοιχείων γι’ αυτό το σκοπό κάτω από την κυριαρχία της Europol.

2) Δημιουργία για μία κίνηση για συνεργασία στο θέ­μα αυτό σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

3) τη δημιουργία εθνικών σταθμών πληροφοριών και την διακίνηση αυτών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δηλαδή την διεθνοποίηση της πληροφορίας κατά των αιρετικών ομάδων.

Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι η οπτική γωνία που χρησιμοποιεί η Ευρωπαϊκή Ένωση για το θέμα των αιρέσεων είναι η νομική-κοινωνική και όχι η θεολο­γική που έχει τον κύριο λόγο για την εξέταση του θέματος. Βέβαια η ευρωπαϊκή θρησκευτική πραγματικότητα είναι διαφορετική και ίσως κάπως δικαιολογημένα υπάρχει αυτή η θεώρηση των πραγμάτων. Ωστόσο όμως η πρόταξη των αρχών αυτών πολλές φορές δημιουργεί σύγχυση και δεν βοηθά στην επίλυση τού προβλήματος. Η απόφαση της 22 Μαΐου 1984, του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου για «Νέες οργανώσεις, οι οποίες εργάζονται μέσα σε πλαίσια προ­στασίας της θρησκευτικής ελευθερίας» είναι αρκετά σημαντική για να κατανοήσουμε την ανησυχία μας. Η εναλλακτική και συμπληρωματική χρήση «Νέες θρησκευτι­κές κινήσεις» είναι ακόμα πιο χαρακτηριστική.

Στην παρουσίαση από την επιτροπή, των μεθόδων εργασίας και συμπεριφοράς των αιρέσεων, φαίνεται ξεκά­θαρα ότι ο παράγοντας θρησκεία δεν παίζει ρόλο ή τουλά­χιστον δεν λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν. Σαν προβληματικοί τρόποι συμπεριφοράς διατυπώθηκαν ορισμένοι όπως22:

– Η οικονομική εκμετάλλευση των μελών μιας αίρεσης για βοήθεια δήθεν αυτών.

– Επιθετική συμπεριφορά μελών.

– Φυσική και ψυχική παρενέργεια για τα μέλη.

– Τραυματισμός εργασιακών και κοινωνικών νομικών προδιαγραφών για τα μέλη.

– Καμία η μικρή οικονομική βοήθεια.

– Αποκοπή του προσώπου από το οικογενειακό, κοινω­νικό και επαγγελματικό πεδίο.

– Χρησιμοποίηση ψυχοτεχνικών μεθόδων για την ψυχική υποταγή.

– Αποκοπή από το κοινωνικό περιβάλλον.

– Καταπάτηση κρατικών δομών και θεσμών.

Συνοψίζοντας μπορούμε να αναφέρουμε ότι ο τρόπος που παρουσιάζεται ο όρος sect στην Ευρώπη σήμερα δεν καλύπτει πλήρως την ορθόδοξη προοπτική αφού από την μια ερμηνεύει το πρόβλημα κοινωνιολογικά και από την άλλη στην προβληματική συμπεριφορά αυτών δεν αναφέ­ρει την προσπάθεια φθοράς της θρησκείας και των εκπρο­σώπων της, καθώς και την υποτίμηση της θρησκευτικότητας των ανθρώπων. Η δικανική-κοινωνική ερμηνεία είναι ανεπαρκής για ένα ακόμα λόγο, ότι δεν κατανοεί το γεγονός της αλλοίωσης του προσώπου και της θέσης του μέσα στα πλαίσια της προοπτικής του Ευαγγελίου, διαχωρίζοντας έτσι τον άνθρωπο από πρόσωπο σε άτομο με ότι συνέπειες έχει αυτό. Επίσης δεν κατανοεί την προσπάθεια διάσπασης της ενότητας των ανθρώπων όπως αυτή εκφράζεται μέσα από το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.

Η Ορθόδοξη προοπτική αντιμετώπισης των αιρέσεων

Μέσα σ’ αυτό το πνεύμα σύγχυσης που επικρατεί, η ορθόδοξη πρόταση για την αντιμετώπιση των αιρέσεων και την κατανόησή τους είναι πλέον σημαντική. Εδώ θα πρέ­πει να διευκρινίσουμε ότι δεν είμαστε ενάντιοι στην προ­σπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αντιμετωπίσει τις αιρέσεις, απλά εκφράζουμε την ανησυχία μας για τον τρόπο με τον οποίο εξετάζεται το θέμα, καθώς και τα κριτήρια που χρησιμοποιεί για την αντιμετώπισή τους. Η ουδέτερη νομική θέση πολλές φορές δεν προστατεύει την ιδιοπροσωπεία των ατόμων ενός έθνους αλλά δημιουργεί την ανοχή και την προδιάθεση για μία πολιτική κατά των αιρέσεων, αρκετά ασαφή και επικίνδυνη. Η ορθοδοξία σεβόμενη τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής κοινότητας εκφράζει την άποψη ότι ο άνθρωπος, ως σώμα και ψυχή, ως κατ’ εικόνα δημιουργία του Θεού, πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με την κοινωνία και όχι η κοινωνία σε σχέση μ’ αυτόν. Ο άνθρωπος ως πρόσωπο κατέχει την κύρια θέση στην Ευρωπαϊκή ολο­κλήρωση έναντι των θεσμών και όχι τη δευτερεύουσα23. Η ορθοδοξία και η ορθόδοξη εκκλησία με τον ευχαριστιακό τους χαρακτήρα είναι σε θέση να οικοδομήσει το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και να του δώσει την νέα διάσταση του Ευαγ­γελικού λόγου αφού το πνεύμα της ορθοδοξίας είναι ανανεωτικό, εκσυγχρονιστικό, καινοποιητικό, πνεύμα δυνά­μεως και σοφίας. Ο σεβασμός στην αξιοπρέπεια του προσώπου, η αμόλυντη πίστη, η μεγαλοπρεπής λατρεία της, η απαράμιλλη πατερική διδαχή της, το ασκητικό ήθος της, η πιστότητα της παράδοσης, ο σεβασμός της κτίσης, η κοινωνία των προσώπων, η αίσθηση της πτώσης και της μετάνοιας, η έννοια του θανάτου, η ελπίδα της ανάστασης είναι τα κύρια μέσα έκφρασης του αγώνα της εκκλησίας και της ορθοδοξίας κατά των αιρέσεων. Η διακήρυξη της ομολογίας «συ ει ο Υιός του Θεού του ζώντος» είναι η καλύτερη πρόταση για την αντιμετώπισή τους23α. 

Η δεύτερη πρόταση της ορθοδοξίας για την αντιμε­τώπιση των αιρέσεων είναι ο τονισμός της αγάπης και της ελευθερίας ως τρόπων υπέρβασης της απολυτοποίησης της αλήθειας από τις αιρέσεις. Ο Θεός που είναι ο «ων» (Έξ. 3, 14) «αγάπη εστίν» (1 Ιω. 4, 8). Με την αγάπη δεν σχετικό-ποιείται το απόλυτο, αλλά σχετίζεται, γίνεται το εν σχέση – υπάρχον. Έτσι και η ύπαρξη βιώνεται ως συνύπαρξη και η επιβίωση πραγματώνεται ως συμβίωση. Ο Θεός από αγάπη ενανθρωπίζεται για να θεωθεί ο άνθρωπος με ελευθερία και όχι να πιστέψει καταναγκαστικά σε μία λύτρωση που επικαλούνται οι αιρέσεις. «Αγαπώ άρα υπάρ­χω», αυτό είναι το αρχιμήδειο στήριγμα της εκκλησιαστικής οντολογίας24.

Προϋπόθεση της αγάπης είναι η ελευθερία. Αγάπη χωρίς ελευθερία, είναι αγάπη ανελεύθερη, ψευδώνυμη, ασήμαντη κι ανύπαρκτη και πρόκειται για μορφή εγωισμού. Αυτό ακριβώς είναι η αίρεση, η άρνηση δηλαδή στον κάθε ένα να αγαπήσει ελεύθερος και να εκφράσει αυτό σε σχέ­ση και κοινωνία με το άλλο. Μέσα από αυτή την αγάπη όλα τα όντα αλληλοπεριχωρούνται και δεν δρουν αποσπα­σματικά, μοναχικά. Η αίρεση χτυπά τον άνθρωπο στο πιο ευαίσθητο σημείο του, στην δυνατότητα που έχει να ενωθεί με τον Θεό και να επικοινωνήσει με τον συνάνθρωπό του.

Αποτέλεσμα αυτής της σχέσης αγάπης και ελευθερίας, ως δυνατότητα έκφρασης και καταξίωσης του ανθρώπου ως πρόσωπο, είναι το γεγονός ότι αυτός γίνεται Υιός κατά χάριν.

Στον αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά, η χάρις του Θεού, η άκτιστος ενέργειά Του, η αληθινή και προσωπική του Αγάπη, διαπέρνα την άβυσσο του ψεύδους και του εγω­κεντρισμού (αίρεσης) και σαγηνεύει τον άνθρωπο κάνοντας τον Υιόν κατά χάριν25.

Το τρίτο και βασικό στοιχείο που προτείνει η ορθοδοξία είναι η ενότητα του άνθρωπου και της κτίσης ολόκληρης που χαρίζεται ως δωρεά του Θεού μέσα από το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Αν η αίρεση διχάζει, η ορθοδοξία ενώνει μέσα στα πλαίσια της Θ. Ευχαριστίας. Μέσα σ’ αυτή τη διάσταση η ένωση- κοινωνία είναι ένωση των ουσιών των όντων, με αυτουργό της τον Θεό. Η εκκλησιαστική-ευχαριστιακή κοινωνία των όντων και του Θεού, επομέ­νως, κάνει την Εκκλησία εικόνα του Θεού, οντολογικό γεγονός κοινωνικής ενότητας, η ευχαριστιακή κοινωνία, ως οντολογικό γεγονός, είναι συνέπεια και εικόνα της μόνης αληθινής οντολογίας, αυτής την οποία συνιστά η «εν τη Τριάδα νοούμενη ενότης»26.

Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί μέσα σε αυτά τα πλαίσια ο άνθρωπος βρίσκει την πλήρη έκφρασή του, και την πραγμάτωσή της. Η ενότητα που προσφέρει η αίρεση έχει κοσμικές αρχές και προσπαθεί να βρει την έκφρασή της μέσα σε ένα ενδοκοσμικό πλαίσιο το οποίο εγκλωβίζει τον άνθρωπο και τον απομακρύνει από την αλήθεια που είναι ο Χριστός. Ο Μητρ. Περγάμου Ιωάννης (Ζηζιούλας) παραπέμποντας στον άγιο Ειρηναίο Λουγδούνου (Κατά Αιρέσεων 11, 20,5) αναφέρει: «Η ζωή της ευχαριστίας είναι ζωή τού Θεού τού Ίδιου, αλλά δεν είναι ζωή η οποία ρέει μηχανικά από το εσωτερικό της υπάρξεως (αίρεση π.χ.). Είναι η ζωή της κοινωνίας με τον Θεό και πραγματοποιείται ανάμεσα στα μέλη της ευχαρι­στιακής κοινότητας»27.

Η ορθόδοξη άποψη και δυναμική είναι αυτή που μπορεί να προσφέρει μία αξιόπιστη λύση ως προς το πρόβλημα των αιρέσεων. Σεβόμενη τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με βάση το γνήσιο και ανόθευτο λόγο τού Κυρίου ημών Ι. Χριστού προτάσσει τον άνθρωπο πάνω από κάθε κοινωνικό σχήμα και τον καταξιώνει ως πρόσωπο δίνοντάς του την δυνατότητα να μετέχει στην κοινωνία με τον Θεό, μία κοινωνία που φέρει τον χαρακτήρα της γνήσιας Αλήθειας η οποία δεν απολυτοποιείται (αίρεση) αλλά βιώνεται και γίνεται οδηγός ζωής. Μόνο μέσα σ’ αυτή την προοπτική υπερβαίνει ο άνθρωπος την κακοδοξία και τον εγωισμό και ζει την αληθινή ζωή «εν τω Θεώ και δια τού Θεού».

 


1. π. Ι. Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος. Αστήρ. Θ. Αθήνα.

2. Κ. Nientiedt, Phanomen Sekten, 1977. σ. 544.

3. Λεξικό ανωμάλων ρημάτων της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, Α. Γεωργοπαπαδάκου, Θεσσαλονίκη 1964 και Λεξικό της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας Γ. Παπανδρεοπούλου, Αθήνα 1986.

4. Α. Παπαδοπούλου, Σύγχρονες αιρέσεις «θρησκευτικά» κινήματα, Ν. Εποχή, β’ έκδοση Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1996. Στην σελ. 23 παραθέτει την πατερική άποψη για το θέμα της αίρεσης και τού αιρετικού: «παράνομος εστίν ο τον νόμον τον εκ Θεού μετ’ οικείας κακονοίας κατέχων, και μεθ’ αιρέσεων εναντίας πιστεύων Θεω νομίζων» (άγ. Ιω. της Κλίμακας, PG 88, 633b.).

5. Ν. Ματσούκα, Ορθοδοξία και αίρεση κατά τους πρώτους εκκλη­σιαστικούς χρόνους, Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1981, και Αρχ. Θεοφ. Λεμοντζή, Η χρήση της Αγίας Γραφής εναντίον των αιρέσεων από τον Άγιο Επιφάνιο Κύπρου, Διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 43-50. «Ο Αγιος Επιφάνιος λοιπόν χρησιμοποιεί τον όρο τόσο για να υποδηλώνει όλες εκείνες τις ομάδες οι οποίες αρνήθηκαν να δεχτούν την αποστολική αλήθεια και υπερασπίστηκαν τις δικές τους αντιλήψεις, που ήταν ανθρώπινα δημιουργήματα και που πολέμησαν σφοδρά την εκκλησία». Σελ. 49.

6. Ι. Καρμίρη, Αίρεσις (Θ.Η.Ε) τόμος 1 1087.

7. Β. Wilson, Religion in Sociological Perspective, London, Oxford Univer­sity, Press (1982).

8. «Sect» in The Encyclopedia of Religion, von M. Eliade, vol. 13,154 Sowie R. Hummel, Die sogenanten Jugendreligionen als religioses una gesellschaftliches, Phanomen EssGespr 19 (1985), 64, H. Hemminger, Was ist eine Sekte,Mainz-Stuttgart 1995.

9. Όπως ύπ. 2

10. Μ. Berman: Die Wiederverzauberungder Welt. Am EndeDewNewtonschen Zeitalters Reinbek, Rowohlt, 1985.

11. Κωτσιοπούλου, «Η συνθήκη του Schenken, εκτιμήσεις και παρατηρήσεις», περιοδικό Γρ. Παλαμάς, τεύχος 768, Μάιος – Αύγουστος 1997, σελ. 464.

12. Ε. Troeltsch, Die Soziallehren der Christlichen Kirchen ynd Gruppen. Neudruck Aalen 1977.

13. H.Kalb, Richard Potz and Br Schinkele «BG uber die Einrichtung einer Bundesstelle fur Sektenfragen, Oar 1999, s. 367.

14. Β. Wilson, όπως ύπ. 7.

15. G. Therborn, The ideology of power and the power of ideology, London. New Left Books (1980V

16. Fr. Usarsky, Die Stigmatisierung derNeuen Spirituellen Bewegungen in der Bundesrepublik Deutschland, Koln 1988.

17. A. Rauscher, Neue Religiosital und Sakulare KuJtur. Graz 1988.

18. L. Lehmhofer, «Ein breites Spektrum . . . », Sekten und der Markt der Weltanschauungen, HerKon, 1998, s. 137 «schleichenden Verschiebung von einem dogmatischen zu einem ethisen Sektenbegriff».

19. Όπως υπ. 13, σ. 370-1.

20. Όπως ύπ. 13 σ. 425-9. ABIC 172 vom 12.7.1984. 41.

21. Όπως ύπ. 13, σ. 425-9, 428.

22. Οπως ύπ. 13, σ. 425-9. 429

23. Μ. Αρχ. Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστοδούλου, Ο ρόλος της Ορθοδοξίας στην Ενωμένη Ευρώπη.

23α. π. Αντ. Αλεβιζόπουλου, Η ποιμαντική αντιμετώπιση των αιρέ­σεων και της παραθρησκείας. Αθήνα 1995.

24. Μ. Μπέγζου, Ανατολική ηθική και δυτική τεχνική, έκδ. Γρηγόρης, Αθήνα 1993. σελ. 60 και Γ.

25.1. Bouga, Ανατολική ηθική και δυτική τεχνική, έκδ. Γρηγόρης, Αθήνα 1993, σελ. 60 και Γ.

26. π. Ν. Λουδοβίκου. Η ευχαριστιακή Οντολογία έκδ. Δομός. Αθήνα 1992

27. J. Zizioulas, Being as Communion (St. Vladimir’s Seminary Press, N.Y. 1985V

 

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ – ΔΙΜΗΝΙΑΙΟΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΝ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ – Οργανον της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης – Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών – Θεσσαλονίκη Ετος 87 Τεύχος 801 – Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2004

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com

https://www.entaksis.gr