ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τρίτη 2 Ιουλίου 2024

ΠΟΝΟΣ! Ένας εχθρός ή ένας σύμμαχος;

῾῾Αν κάποτε ξυπνήσεις ένα πρωί και δεν πονάς,

αυτό σημαίνει ότι πέθανες και δεν το έχεις αντιληφθεί”.

Κινέζικο απόφθεγμα

 

Πόνος! Μία πανανθρώπινη εμπειρία. Κάθε άνθρωπος υψηλόβαθμος ή χαμηλόβαθμος, πλούσιος ή φτωχός, γέρος ή νέος, κάποια στιγμή έρχεται αντιμέτωπος με τον πόνο. Με τον πόνο που είναι τελικά μία συμφορά (;) ή μήπως κάποια προειδοποιήση, ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά; Μήπως πολύ περαιτέρω αυτός ο πόνος είναι το σύνθημα για ανάληψη δράσης;

 

Ποιό πράγμα όμως ορίζει τον πόνο;

Να φέρουμε ένα παράδειγμα. Θέτουμε το χέρι μας εκ λάθους πάνω σε μία θερμάστρα την ώρα που είναι πυρακτωμένη. Η τραχιά αίσθηση του καψίματος, θα μας υπενθυμίσει άμεσα και κατηγορηματικά, ότι πρέπει να το τραβήξουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται. Αν εν προκειμένω δεν υπήρχε πόνος, θα ερχόταν ο θάνατος. Στην εν λόγω περίπτωση, ο πόνος τελεί ως ραντάρ έγκαιρης προειδοποίησης, για επικείμενη προσβολή. Με λίγα λόγια αποτελεί σύμμαχο του ανθρώπου.

Όμως έχουμε και άλλες περιπτώσεις, κατά τις οποίες, ο πόνος εξασθενεί την αντοχή μας, καθότι έχει χαρακτήρα δυσάρεστο, βασανιστικό, αφόρητο, εχθρικό, οπότε παλεύουμε να απαλλαγούμε απ' αυτόν άμεσα. Υπάρχει η αίσθηση ότι χωρίς πόνο, μπορεί κάποιος και αντιμετωπίζει καλύτερα τα προβλήματα της ζωής. Αισθάνεται πιο δυνατός, τόσο σωματικά, όσο και διανοητικά. Ισχύει όμως αυτό;

Στους πρωτόγονους ανθρώπους, ο πόνος προκαλούσε δέος σε τέτοιο σημείο, ώστε τον θεωρούσαν σαν μία υπερφυσική δοκιμασία, μέσα στην οποία τους υπέβαλαν τα πνεύματα του κακού.

 

Ας προσεγγίσουμε όμως κάπως βαθύτερα την έννοια του πόνου.

Τι είναι πόνος; Πόνος είναι οι ωδίνες, αλλά και οι οδύνες. Πιο απλά, είναι ο σωματικός πόνος, αλλά και ο ψυχικός τοιούτος. Στην κατηγορία του σωματικού πόνου, εντάσσεται ο κόπος, ο μόχθος, η επίπονη εργασία, το δυσάρεστο σωματικό αίσθημα, που προκαλείται από τραύμα ή οργανική ανωμαλία, οι πόνοι του τοκετού...

Στην ετέρα όχθη του ψυχικού πόνου, κείτεται η λύπη, η θλίψη, το άλγος, τα βάσανα, ο καημός, η μεγάλη και βασανιστική στενοχώρια, η πλήξη, η μελαγχολία και ο ευρύτερος ψυχικός πόνος· ο οξύς, ο έντονος, ο επίμονος, ο ανυπόφορος,... ο εξαγνιστικός.

Και οι δύο πρότεροι πόνοι, σωματικός και ψυχικός, ευθύνονται για την επερχόμενη δυστυχία, καθότι τσακίζουν το ηθικό του παθόντος, καλύπτοντας τα πάντα με μία αφόρητη θλίψη και ανία.

 

Αλλά και πάλι παραμένει κάτι ανερμήνευτο‧ τι είναι πόνος;

Πόνος είναι ο πρόλογος του βιβλίου της ανθρώπινης ζωής, που άρχεται μετά την πτώση των πρωτοπλάστων. Πόνος είναι η συνεχής υπόμνηση στον άνθρωπο από πλευράς Θεού, της πρότερης “α – πονιάς”, της ανεμελιάς, της ευτυχίας και απόλυτης γαλήνης του Παραδείσου. Πόνος είναι ο σκόλοπας, μέσω του οποίου αναγκάζεται να προσεδαφιστεί ο υπερόπτης άνθρωπος, ανακοπτόμενος από νέες αυτονομιστικές τάσεις και λοιπές ανταρσίες. Ας ακούσουμε την ιδιότυπη γνώμη του Οκταβίου Φεγιέ (1821-1890) πάνω στο θέμα που εξετάζουμε: “η ανθρώπινη ευτυχία, όταν ανέλθει σε ένα ορισμένο ύψος, τραβάει τον κεραυνό”. Αυτός ο κεραυνός λοιπόν “καρβούνιασε” τους πρωτοπλάστους μέσα στον Παράδεισο, γιατί νωρίτερα ξήλωσαν το αλεξικέραυνο του Θεού. Έκτοτε τα πάντα διενεργούνται με βάση τον πόνο, καταγραφόμενα παραλλήλως στο βιβλίο της ανθρώπινης ιστορίας. Οπότε και αυτή η ευτυχία δομείται πάνω στο θεμέλιο του πόνου, για να εκτιμάται ανάλογα.

Μέσα σε αυτόν τον πόνο ενετάχθη και η επί γης ζωή του Χριστού. Πόνου σωματικού, πρωτόγνωρου, αλλά και σκληράς ψυχικής δοκιμασίας. Ενός πόνου που είχε ως αφετηρία το “οὗτος τάς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καί περί ἡμῶν ὀδυνᾶται” (Ησ. 53,4) και κατάληξη το “Διψῶ” (Ιω. 19,29). Αυτός ο πόνος της “δίψας” κατεδείκνυε το άνυδρο του πνευματικού εδάφους της κοινωνίας. Την αδυναμία της ανθρωπότητος να πονέσει έμπροσθεν του αποτρόπαιου εγκλήματος της θείας σταυρώσεως.

Όμως ας διεισδύσουμε στα άδυτα του πόνου, έχοντας ως οδηγό μας την ίδια την αγία Γραφή, αλλά και τους βίους των αγίων.

Ο Μωυσής πόνεσε, όταν αντίκρυσε τον λαό του πεσμένο στην ειδωλολατρία‧ την ώρα που “διαπραγματευόταν” με τον Θεό το μέλλον αυτού του λαού‧ την ώρα που είχαν καταλήξει, ο Θεός και ο Μωυσής, στην έκδοση των δέκα εντολών. Προκειμένου δε να μη τον καταστρέψει ο Θεός τον λαό και πονέσει ακόμη πιο πολύ ο Μωυσής, ζήτησε από τον Θεό να θυσιασθεί ο ίδιος για να σωθεί ο λαός (Εξ. 32,31). Τι συνέβη αργότερα; Έχοντας υπ' όψιν του ο Μωυσής “τον πρότερο ανέντιμο βίο” του λαού που ηγείτο και πάλι ανησύχησε, μήπως όταν ο εν λόγω έφτανε στη γη της επαγγελίας, “την ρέουσα μέλι και γάλα”, λησμονούσε τον Θεό. Έτσι κοντά σε όλες του τις παραγγελίες και νουθεσίες τόνιζε: “Όταν ο Θεός σε φέρει στον τόπο που όρισε στους προγόνους σου και κυριεύεις πόλεις που δεν έκτισες, αποθήκες αγαθών που δεν γέμισες, πηγάδια που δεν άνοιξες, αμπέλια και ελαιώνες που δεν φύτεψες, αφού χορτάσεις, πρόσεχε μήπως λησμονήσεις τον Κύριο” (Δευτ. 6,10).

Κι όμως, αυτό που φοβήθηκε ο Μωυσής, αυτό και έγινε. Οι Εβραίοι, όταν έφθασαν εκεί και χόρτασαν από τα παραδεισένια αγαθά της Χαναάν, λησμόνησαν τον αληθινό ευεργέτη. Τον μοναδικό Θεό. Ο ανέργαστος πλούτος στον οποίο οδηγήθηκαν τους κατέστρεψε. Ο κεραυνός της “ευτυχίας” τους, τους καρβούνιασε, γιατί απενεργοποίησαν το αλεξικέραυνο του Θεού. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στην πατρίδα μας σήμερα. Ο ανέργαστος πλούτος, μέσα στον οποίο βουλιάξαμε οι νεώτεροι, διέγραψε το “ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας” και ξεμείναμε στα “πολλά ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά”. Αλλά κάτι λησμονήσαμε όλοι μας‧ “Ἄφρον, ταύτη τῆ νυκτί ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ τήν ψυχήν σου, ἅ δέ ἠτοίμασας τίνι ἔσται;” (Λουκ. 12,20).

Επειδή όμως το ευαγγέλιο τελεί αναχρονιστικό και “ζαλίζει τον κόσμο με αυτόν τον Χριστό”, κατά την ρήση “επιφανούς” ανδρός των ημερών μας, ας αφήσουμε να μιλήσει “ο κόσμος” δια στόματος ενός καλλιτέχνη‧ του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Σε συνέντευξη του παρελθόντος, ανέφερε ότι “εξαντλήθηκαν τα αποθέματα του πόνου, στον λαό μας και επιβάλλεται να τα αναπληρώσουμε, γιατί αλλιώς θα “πονέσουμε” παράφορα”.

Φυσικός ο λόγος του τραγουδιστού, καθότι οι πονεμένοι από τους πολέμους, πείνες, χηρίες, παιδομαζώματα και έτερα δεινά εξέλειψαν, κληροδοτώντας στους απογόνους έναν ανέργαστο υλικό πλούτο, χωρίς όμως να φροντίσουν να παραδώσουν και τον πνευματικό πλούτο· την παράδοσή μας. Οπότε στη φάση αυτή που βιώνουμε σήμερα, επιβάλλεται η στέρηση των υλικών αγαθών, του άρτου και του θεάματος, που επιζητεί εναγωνίως ο σύγχρονος όχλος, ώστε μέσα στην δυστυχία του να αναζητήσει την ελπίδα του στον Θεό! Πολύ περαιτέρω επιβάλλεται το στέρεμα ενός άλλου “πόνου”. Αυτού της τρελλής αναζήτησης του πλούτου και της εμπερίεκτης πολύπλευρης αμαρτίας και της σημερινής αναφυόμενης διαστροφής.

 

Κατά τα άλλα “Ο πόνος ευκλείας πατήρ εστί”, κατά την αρχαία ρήση. Δηλαδή ο κόπος, η εργασία, είναι πατέρας του μεγαλείου και της ευημερίας του ανθρώπου. Σύμφωνα δε με τον Ισοκράτη, πρέπει να γυμνάζουμε τους εαυτούς μας με εκούσιους πόνους, για να μπορέσουμε να υποφέρουμε και τους ακούσιους. Γιατί κατά τον Μ. Βασίλειο‧ “πόνοι γεννῶσι δόξαν, κάματοι δέ προξενοῦσι στεφάνους”. Και ολοκληρώνει ο Χρυσόστομος‧ “ἐάν μή πειρασμός, οὐδέ στέφανοι, ἐάν μή παλαίσματα οὐδέ βραβεῖα”.

Ύστερα από αυτά που ειπώθηκαν, ας προσπαθήσουμε, τον εχθρό που ακούει στο όνομα πόνος, να τον προσεταιρισθούμε, μετατρέποντάς τον σε σύμμαχο. Η έχθρα άλλωστε δεν βοηθά σε τίποτα, μόνο δεινά επισωρεύει. Μόνο ερείπια κατεργάζεται. Αυτό επιτάσσει και ο Μένανδρος, υποστηρίζοντας ότι εφόσον είμαστε θνητοί, πρέπει και η έχθρα μας να καταστεί και αυτή θνητή.

Κάπως έτσι, όταν κάποια στιγμή προσεγγίσει ένα λυπηρό συμβάν στην ζωή μας, καλό είναι να το εκλάβουμε ως μία στρατιωτική έφοδο.

Όμως ας προβούμε σε μία υποτυπώδη επεξήγηση του εν λόγω όρου, για όσους δεν γνωρίζουν. Έφοδος είναι η επιθεώρηση και κατά κύριο λόγο η νυχτερινή, των σκοπών στρατοπέδου τινός, από αξιωματικό, σε τακτά χρονικά διαστήματα. Σκοπός της ο έλεγχος της ορθής φύλαξης του στρατοπέδου και η δέουσα ετοιμότης των σκοπών.

Επιστρέφοντας λοιπόν στο θέμα μας, αφού κάνουμε αναγνώριση της εφόδου του πόνου, θα διασφαλίσουμε και την γνησιότητα του συνθήματος. Αυτό δε είναι: “Έτσι θέλησε ο Θεός”. Αν δε τηρήσουμε όλους τους κανόνες ασφαλείας, τότε το παρασύνθημα πρέπει να είναι: “Αυτός γνωρίζει!”

Κι όμως στο θέμα με το οποίο ασχολούμαστε, καλό είναι, να μην υποταχθούμε απλά στην τυποποίηση της καλόβουλης υπομονής και υπακοής. Αλλά πρέπει να προσπαθήσουμε μία βαθύτερη ανίχνευση της εφόδου του πόνου, ώστε να συλλάβουμε τελικά το κρυφό νόημά της. Ο Χριστός ήδη από γης, είχε τονίσει ότι “ἐν τῶ κόσμω τούτω θλίψιν ἕξετε, ἀλλά θαρσεῖτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον” (Ιω.16,33). Μήπως λοιπόν βάσει του προτέρου, καλείται και προκαλείται η ψυχή μας, μέσω της θλίψης, στο ξέσπασμα ενός λυγμού, που θα μας οδηγήσει στη σύνθεση ενός θεϊκού λυρισμού; Μήπως αυτός ο πόνος μας ηλεκτρίζει με στόχο να μας δραστηριοποιήσει, ξεβαλτώνοντάς μας από την πνευματική νωχέλεια και εν γένει ακηδία; Μήπως πονεμένοι και εμείς θα νιώσουμε καλύτερα τους πονεμένους γείτονές μας;

Τελικά ο πόνος αποτελεί το σύνθημα της ανάληψης δράσης. Πριν όμως την έναρξη οποιασδήποτε “πολεμικής” επιχείρησης, απαιτείται σχεδιασμός. Εν προκειμένω ο σχεδιασμός, συνίσταται στην επιτέλεση θερμής προσευχής. Μιας προσευχής, που σαν κύριο θέμα, εμπεριέχει το κλάμα, τα δάκρυα, τα αναφιλητά... Πολλές φορές οι γιατροί αγωνίζονται να οδηγήσουν τον ασθενή στο κλάμα, σαν αντίβαρο της πάθησής του, αλλά δεν μπορούν να το επιτύχουν.

Κι όμως αν αναγνώσουμε τους ψαλμούς του Δαυΐδ, θα διακρίνουμε εκεί ολοκάθαρα ένα θρήνο και μία γνήσια ανάταση στο Θεό. Το ψαλτήρι ολόκληρο αποτελεί ένα πόνο. Ο Δαυΐδ, ειδικά σε ώρες τοιούτου ψυχικού πόνου, ξεσπούσε σε κλάμα και, μουσκεύοντας το προσκέφαλό του, έβρισκε μία ανείπωτη παρηγοριά. Μία ψυχοσωματική ίαση!

Οι προφήτες επίσης, έκλαιγαν με αναφιλητά, περιμένοντας μέρες ολάκερες να ακούσουν τη φωνή του Θεού. Την άκουγαν όμως μετά από το “κατέβασμα” ποταμών δακρύων.

Εμείς οι σύγχρονοι, τι πρέπει να κάνουμε την στιγμή που μισούμε το κλάμα; Την στιγμή που επιλέγουμε μόνο την ευχάριστη πλευρά της ζωής, απωθώντας άσπλαχνα την θλίψη; Την απάντηση θα μας την δώσει το ακόλουθο αφήγημα.

 

Κάποιος κουρασμένος οδοιπόρος ξεκουράζεται κάτω από τον ίσκιο των δένδρων, δίπλα στην άκρη μιας λίμνης. Χαζεύοντας τους ολόλευκους κύκνους που λούζονταν και τα αμέτρητα βατράχια που κολυμπούσαν ταράζοντας με τις φωνές τους την γαλήνη, ρίχνει μία πέτρα, για να διασκεδάσει την ανία του, μέσα στη λίμνη. Οι κύκνοι τότε άνοιξαν τα λευκά φτερά και πέταξαν ψηλά, οι βάτραχοι όμως χώθηκαν βαθειά στη λάσπη. Έτσι κάπως, ένα αόρατο χέρι ρίχνει την πέτρα του πόνου στη λίμνη του βίου και όσοι έχουν ψυχή λευκή και δυνατή βρίσκουν την ευκαιρία να πετάξουν με την σκέψη τους, όπως οι κύκνοι, σε σφαίρες ανώτερες, θεϊκές. Όσοι όμως έχουν κατώτερη ψυχή βυθίζονται πιο πολύ στη λάσπη της απελπισίας, όπως οι πριν κοάζοντες βάτραχοι.

Ας μιμηθούμε λοιπόν τους κύκνους, μέλποντας το δικό μας κύκνειο άσμα, αυτό της μετανοίας μας προς τον πονεμένο Θεό. Όσοι ποθούν να παραμείνουν κοάζοντες βάτραχοι ας συνεχίσουν να βουτούν στο βούρκο ολονέν και βαθύτερα.

Αυτό ακριβώς έκαναν, στις μέρες μας, έτεροι κοάζοντες βάτραχοι, θεσμοθετώντας τη βαλτίλα.

 

Αρίσταρχος 

https://www.pmeletios.com