ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2024

ΕΥΓΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΦΥΛΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου αι.

Ιστορικά

MARK MAZOWER

    Η οικοδόμηση φασιστικών αυτοκρατο­ριών σήμανε το αποκορύφωμα της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστι­κής επέκτασης, που είχε αρχίσει στη δεκαετία του 1870. Ο Μουσσολίνι και ο Χίτλερ αποδέχτηκαν τις βασικές γεωπολιτικές αρχές του ιμπεριαλισμού του δέ­κατου ένατου αιώνα, απαλλάσσοντάς τον όμως από το φιλελευθερισμό του.

Πρώτος σταθμός της φασιστικής αυτοκρατορίας υπήρξε η Αιθιοπία, μετά την ιταλική εισβολή στα τέλη του 1935. Οι Ιταλοί, που επείγονταν για μια γρή­γορη νίκη, διεξήγαγαν τις συγκρούσεις με πρωτοφανή ωμότητα: τα τοξικά και χημικά αέρια και οι βομβαρδισμοί μέχρι κορεσμού σκότωσαν τεράστιο αριθμό ανθρώπων, όπως άλλωστε και τα στρατόπεδα κράτησης και συγκέντρωσης, που έφεραν μαζί τους οι Ιταλοί από τις εκστρατείες ειρήνευσης που είχαν κάνει λίγα χρόνια νωρίτερα κατά των νομάδων Σενούσι στη Λιβύη. Πέθαναν γύρω στους 3.000 Ιταλούς, έναντι δεκάδων, ίσως και εκατοντάδων χιλιάδων Αιθιόπων. Τού­το το μακελειό δεν προκάλεσε πολλές επικρίσεις, ούτε όταν συνέβη ούτε αργότε­ρα. Μέσα στην Ιταλία, η νίκη σηματοδότησε το ζενίθ της διακυβέρνησης του Μουσσολίνι, έναν «χρυσούν αιώνα» της «φασιστικής αυτοκρατορίας»49.

Η οικοδόμηση μιας αυτοκρατορίας ήταν στενά συνυφασμένη με φυλετικούς νόμους και διατάγματα που ήταν καινούργια για τον ιταλικό φασισμό. Υπο­λογισμοί φυλετικού «γοήτρου» έκαναν τις αρχές να προσπαθούν να ρυθμί­σουν τις σεξουαλικές και άλλες επαφές ανάμεσα στους Ιταλούς και στους Αιθίοπες, με τρόπους που δεν είχαν δοκιμαστεί στη Λιβύη ή στη Ρόδο. Όπως ακριβώς το απαρτχάιντ των νόμων της Νυρεμβέργης είχε προεικονιστεί στην αποικιοκρατική πολιτική της Γερμανίας πριν από το 1914, έτσι και ο ιταλικός ρατσισμός στην Αφρική έστρωσε το δρόμο για τους φυλετικούς νόμους που επιβλήθηκαν το 1938 μέσα στην ίδια την Ιταλία. Το επαίσχυντο Μανιφέστο των Φυλετικών Επιστημόνων και οι συμπαρομαρτούντες αντισημιτικοί νόμοι δεν ήταν επομένως ένα απλό μαϊμούδισμα του εθνικοσοσιαλισμού αλλά έκ­φραση των προσπαθειών του φασισμού να δημιουργήσει μια πειστική εικόνα του εαυτού του ως αυτοκρατορικής δύναμης51.

Οι θαυμαστές του φασισμού στο εξωτερικό αναθάρρησαν. Εξήντα τέσσερις Γάλλοι ακαδημαϊκοί δημοσίευσαν ένα μανιφέστο που έβαλλε κατά «του πλα­στού εκείνου νομικού οικουμενισμού, ο οποίος εξισώνει το ανώτερο με το κα­τώτερο, το πολιτισμένο με το βάρβαρο». «Γιατί να συνεχίσουμε να λέμε ψέμα­τα;» έγραφε ένας Γάλλος δημοσιογράφος. «Βεβαίως και υπάρχουν διαφορετι­κά επίπεδα μεταξύ των ανθρώπων υπάρχει μια ανθρώπινη ιεραρχία. Να το αρνιόμαστε αποτελεί παραλογισμό· να την παραβλέπουμε προκαλεί αισχρή σύγχυση. Αφήστε την Αιθιοπία, δύο και τρεις Αιθιοπίες, αν μία δεν είναι αρκε­τή… Αυτό είναι το απόλυτο δικαίωμα του ανθρώπινου πολιτισμού όταν έρχε­ται η ώρα να επιβληθεί στη βαρβαρότητα». Μόλις λίγα χρόνια αργότερα, ο στρατάρχης Πεταίν θα περιέγραφε δημόσια τη Γαλλία του Βισύ ως «μια κοι­νωνική ιεραρχία… που απορρίπτει την ψευδή ιδέα της φυσικής ισότητας μετα­ξύ των ανθρώπων»52.

Μεγάλο μέρος της πολιτικής των Ιταλών θύμιζε, φυσικά, τις ναζιστικές από­ψεις περί φυλής και αυτοκρατορίας. Αλλά υπήρχαν και δύο βασικές διαφορές ανάμεσα στα αυτοκρατορικά σχέδια του Χίτλερ και του Μουσσολίνι. Η μία ήταν ότι οι Γερμανοί έπαιρναν την αρχή του φυλετικού αποκλεισμού (και γενι­κότερα το δίκαιο) περισσότερο στα σοβαρά από τους Ιταλούς: οι νόμοι της Νυ­ρεμβέργης λειτούργησαν πιο αποτελεσματικά από τους φυλετικούς νόμους του 1938. Η δεύτερη ήταν ότι ο φασισμός -όπως και οι παλαιότεροι ιμπεριαλισμοί- έβλεπε το εκπολιτιστικό του έργο να εκτυλίσσεται κυρίως εκτός Ευρώπης, ενώ ο εθνικοσοσιαλισμός όχι: και σε αυτό ακριβώς το σημείο -στην εκ νέου μετα­τροπή των Ευρωπαίων σε βαρβάρους και σκλάβους- βρισκόταν αναμφίβολα η μεγαλύτερη προσβολή των ναζί απέναντι στην ευαισθησία της ηπείρου. (Σελ.81-83)

Υγιή σώματα, άρρωστα σώματα

Δέκα εντολές για την επιλογή συζύγου:

  1. Να θυμάσαι πως είσαι Γερμανός/Γερμανίδα.
  2. Αν είσαι από καλή φύτρα, μη μείνεις ανύπαντρος/η.
  3. Κράτησε το σώμα σου καθαρό.
  4. Κράτησε το πνεύμα και την ψυχή σου καθαρά.
  5. Σαν Γερμανός/ίδα, διάλεξε κάποια/ον με γερμανικό ή βόρειο αίμα για σύντροφό σου.
  6. Όταν διαλέγεις σύζυγο, έλεγξε την καταγωγή του.
  7. Η υγεία είναι προϋπόθεση του εξωτερικού κάλλους.
  8. Παντρέψου μόνο από αγάπη.
  9. Μην ψάχνεις συμπαίκτη αλλά σύντροφο σε γάμο.
  10. Να εύχεσαι ν’ αποκτήσεις όσο περισσότερα παιδιά γίνεται.

Από το Hausbuch für eine deutsche Familie (Βερολίνο, χ.χ.)

   Αυτές οι οδηγίες οικιακής αρμονίας βρίσκονταν στις πρώτες σελίδες του Εγ­χειριδίου για τη γερμανική οικογένεια, με το οποίο οι ναζιστικές αρχές εφό­διαζαν συστηματικά κάθε νεαρό ζευγάρι. Ο εξαιρετικός τσελεμεντές του συνο­δευόταν από συμβουλές για τη φροντίδα των παιδιών, το νοικοκυριό, το διαι­τολόγιο και τη φυλετική υγεία. Σε ειδική ενότητα συνοψίζονταν οι νόμοι της Νυρεμβέργης και υπήρχαν βοηθητικά διαγράμματα για την παρακολούθηση οι­κογενειακών γενεαλογικών δέντρων και τη διερεύνηση γενεαλογιών μολυσμένων από επιγαμίες με Εβραίους. Η οικιακή υγεία και ευτυχία -υπενθυμιζόταν στους αναγνώστες- δεν ήταν πλέον θέμα καθαρά ατομικής επιλογής και ικανο­ποίησης. Τον εγωκεντρικό φιλελευθερισμό της Βαϊμάρης είχε αντικαταστήσει η μέριμνα του Εθνικοσοσιαλισμού για την κοινότητα στο σύνολό της. Πριν από τις συνταγές υπήρχε μια χρήσιμη ρήση του Φύρερ: «Αν δεν έχει κανείς τη δύναμη ν’ αγωνιστεί για την ίδια του την υγεία, χάνει το δικαίωμα να ζει σ’ αυτό τον αγωνιστικό κόσμο».

Βιβλία σαν κι αυτό παρουσιάζουν αξίες που δεν είχαν απλώς διεισδύσει στη ζωή των Γερμανών αλλά αποτελούσαν μέρος ενός πολύ ευρύτερου ευρωπαϊκού λόγου για την εθνική και την οικογενειακή υγεία στα χρόνια του Μεσοπολέμου.

Το Τρίτο Ράιχ μπορεί βέβαια να οδήγησε αυτόν το λόγο σε πρωτόφαντα άκρα, τονίζοντας το ρόλο της φυλής μ’ έναν τρόπο που δεν παρατηρήθηκε πουθενά αλλού, όμως η ιδέα ότι η οικογενειακή υγεία αφορούσε την κοινωνία γενικότε­ρα, ότι το έθνος χρειαζόταν φυλετικά εύρωστους απογόνους, ότι το κράτος όφειλε επομένως να παρεμβαίνει στην ιδιωτική ζωή και να δείχνει στους αν­θρώπους πώς να ζουν – όλα αυτά διέτρεχαν απ’ άκρη σ’ άκρη το πολιτικό φά­σμα της μεσοπολεμικής Ευρώπης, εκφράζοντας τις εντάσεις και τις ανησυχίες ενός ανασφαλούς κόσμου, όπου τα έθνη-κράτη συνυπήρχαν μέσα σε μια ατμό­σφαιρα αμοιβαίας αντιπαλότητας, με τους πληθυσμούς τους αποδεκατισμένους από έναν πόλεμο και απειλούμενους από την προοπτική ενός άλλου.

Οι φόβοι για τη δύναμη του έθνους ενισχύονταν από τη σταδιακή μείωση του ποσοστού των γεννήσεων, που είχε αρχίσει πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Η προσοχή πολλών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων έχει στραφεί στην πτωτική τάση των γεννήσεων στις λευκές φυλές τις τελευταίες δεκαετίες», ση­μείωνε ένας Ιταλός δημοσιογράφος το 1937. «Οι περισσότεροι βιολόγοι, οικο­νομολόγοι και πολιτικοί ενστερνίζονται πλήρως την άποψη ότι η δύναμη του Έθνους βρίσκεται στους αριθμούς». Μετά το 1918 το κράτος προσπάθησε να διορθώσει αυτή την τάση ιδρύοντας Υπουργεία Υγείας και προάγοντας τις οι­κογενειακές αξίες. Οι άνθρωποι ενθαρρύνονταν και εξορκίζονταν να κάνουν περισσότερα παιδιά, ενώ η άμβλωση και η αντισύλληψη αποθαρρύνθηκαν ή κηρύχτηκαν παράνομες. Οι συνθήκες ζωής και στέγασης βελτιώθηκαν, όπως και οι δημοτικές εγκαταστάσεις για τις μάζες. Η φυσική αγωγή προωθήθηκε μέσα από το κολύμπι στις νέες δημόσιες πλαζ, τις εκδρομές στην εξοχή ή την ποδηλασία κατά τις παρατεταμένες άδειες μετ’ αποδοχών.

Όμως η ανάπτυξη της κοινωνικής πολιτικής είχε και μια πιο σκοτεινή πλευ­ρά: η διαφύλαξη της «ποιότητας» μαζί με την ποσότητα του ανθρώπινου αποθέ­ματος του έθνους -όπως συνιστούσαν οι γιατροί, οι επιστήμονες και οι διαμορ­φωτές πολιτικής- σήμαινε ότι έπρεπε να μειωθούν οι κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία.

Τέτοιους δεν συνιστούσαν μόνο οι τρώγλες, η φτώχεια και ο υποσιτι­σμός, αλλά και οι σωματικά και ψυχικά άρρωστοι, οι οποίοι κλείνονταν σε ιδρύματα, στειρώνονταν και, σε ακραίες περιπτώσεις, σκοτώνονταν για το γενι­κότερο καλό της κοινωνίας. Οι νεαροί εγκληματίες ή οι σεξουαλικά άσωτοι αντιμετωπίζονταν επίσης ως κίνδυνος για την οικογενειακή σταθερότητα και τη δημόσια τάξη. Μερικές φορές δε, η απειλή για το έθνος οριζόταν ακόμα ευρύτε­ρα σε επίπεδο ολόκληρης τάξης -όπως στη λεγόμενη «κοινωνικά προβληματική ομάδα» που υποτίθεται ότι υπήρχε στη μεσοπολεμική Βρετανία– ή σε επίπεδο φυλής. Το Τρίτο Ράιχ συνδύασε τον βιολογικό αντισημιτισμό μ’ έναν κρατικό μηχανισμό υψηλής αποτελεσματικότητας ώστε να παραγάγει την πιο μοντέρνα εκδοχή του φυλετικού κράτους πρόνοιας στην Ευρώπη.

Όπως γνωρίζουμε σήμερα, η Σουηδία, η Ελβετία και αρκετές άλλες ευρω­παϊκές χώρες συνέχισαν να εφαρμόζουν τη στείρωση και άλλα κατασταλτικά μέτρα κοινωνικής πολιτικής έως σχετικά πρόσφατα. Οι πρακτικές αυτές κά­νουν τη Γερμανία του Χίτλερ να φαντάζει λιγότερο ιδιαίτερη και περισσότερο ενταγμένη στο κύριο ρεύμα της ευρωπαϊκής σκέψης απ’ ό,τι θα περίμενε ποτέ κανείς. Ωστόσο οι ομοιότητες δεν πρέπει να υπερτιμώνται. Η ναζιστική Volksgemeinschaft (ή Εθνολαϊκή Κοινότητα) προωθήθηκε μέσα απ’ αυτό που ένας κοινωνικός σχολιαστής αποκάλεσε «κράτος-εγγύηση ζωής», αλλά φυσικά αυτό το «κράτος-εγγύηση ζωής» πίστευε ταυτόχρονα πως έπρεπε ν’ αφαιρεί τη ζωή των άλλων, απαλλοτριώνοντας τα αγαθά τους και αναδιανέμοντάς τα προς όφελος όσων ανήκαν στο έθνος.

Η εμφάνισή του βρήκε μιμητές (όπως στην Ιταλία) και επικριτές -ιδίως στη Βρετανία-, που καταπολέμησαν την ιδέα ότι ο ρατσισμός είχε κάποια επιστημονική βάση, ή γενικότερα ότι η κοι­νωνική πολιτική έπρεπε να ασκείται με κατασταλτικά μέσα. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έγινε ένας αγώνας για τον προσδιορισμό της σχέσης ανάμεσα στο σύ­νολο της κοινότητας, στον μεμονωμένο πολίτη και στην κοινωνική πολιτική, χάρη στον οποίο στρώθηκε ο δρόμος για τις πολύ διαφορετικές μορφές κρά­τους πρόνοιας που έμελλαν να εμφανιστούν μετά το 1945. Τα φασιστικά κρά­τη πρόνοιας δίδαξαν στους δημοκράτες το μάθημα ότι η παραχώρηση ατομι­κών ελευθεριών δεν αρκούσε για την εξασφάλιση της νομιμοφροσύνης των αν­θρώπων σε μια εποχή μαζικής πολιτικής. Η ήττα του Χίτλερ επέτρεπε στη δη­μοκρατία να ξαναριζώσει στην ευρωπαϊκή ζωή χάρη σε μια νέα αντίληψη για την κοινωνική αλληλεγγύη και την εθνική συνοχή.

(…)

Ωστόσο το κράτος δεν όφειλε απλώς να προάγει το υγιές σώμα- όφειλε επί­σης, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να εξασφαλίζει ότι δεν θα μολυνόταν από τ’ ανθυγιεινά στοιχεία. Όφειλε, με όρους ευγονιστικής σκέψης, να ασχολείται όχι μόνο με την ποσότητα αλλά και με την ποιότητα του ανθρώπινου αποθέματος του έθνους.

Η αρνητική ευγονική -που τη διακατείχε η ιδέα του κοινωνικού εκφυλισμού- ανησυχούσε ιδιαίτερα για την απειλή που συνιστούσαν οι ψυχασθενείς. Από τότε που ο εξάδελφος του Δαρβίνου Φράνσις Γκάλτον είχε προκρίνει τον «αυ­στηρό εξαναγκασμό» για να «ανασχεθεί το ποσοστό γεννήσεων των ακατάλλη­λων ατόμων», οι ευγονιστές είχαν ζητήσει την ανάληψη δράσης από το κράτος για να σταματήσει η αναπαραγωγή των φυλετικά κατώτερων.

Στη Βρετανία η Φιλελεύθερη κυβέρνηση πριν από το 1914 μελέτησε το πρόβλημα των «νοητικώς αδύναμων» – μιας κατηγορίας όπου στοιβάζονταν οι πάντες, από τους κωφάλαλους ως τους «ανίκανους να βιοποριστούν» ή τους «ανίκανους να φροντίσουν τον εαυτό τους ή τις υποθέσεις τους με τη συνήθη επιμέλεια». Ο νεαρός Γουίνστον Τσώρτσιλ περιέγραφε σε ιδιωτική συζήτηση με τον πρωθυ­πουργό Άσκουιθ την υψηλή γεννητικότητα των «νοητικά υστερούντων», σε συνδυασμό με τη «συρρίκνωση των απογόνων όλων των συνετών, ενεργητικών και ανώτερων κατηγοριών», ως «φοβερό κίνδυνο για τη φυλή». Το 1913 ψηφί­στηκε νόμος που προέβλεπε την κράτηση των «νοητικώς ελαττωματικών» σε ειδικά ιδρύματα, ώστε να εμποδίζονται να κάνουν παιδιά30.

Οι φτωχές νέες γυναίκες που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο απειλούσαν τους εδραιωμένους κοινωνικούς κανόνες κινδύνευαν έτσι να συλληφθούν με το πιο σαθρό πρόσχημα -κατόπιν εντολής του πατέρα, του συζύγου, του γιατρού ή του εργοδότη-, και να κρατηθούν για χρόνια μαζί με ανθρώπους που είχαν αυ­θεντικά ψυχικά ή νοητικά προβλήματα. Για παράδειγμα, το εργατόπαιδο από το Μπρίστολ που άκουγε στο όνομα Άρτσι Λητς -γνωστότερο στον κόσμο ως Κάρυ Γκραντ- μονάχα μετά το θάνατο του πατέρα του ανακάλυψε ότι η μητέ­ρα του που, απ’ ό,τι ήξερε, τους είχε εγκαταλείψει τον πατέρα του και αυτόν, ζούσε στην πραγματικότητα σ’ ένα ίδρυμα όπου την είχε βάλει ο πατέρας του για να μπορέσει να ζήσει με την ερωμένη του.

Ωστόσο η κράτηση ανθρώπων σε άσυλα -η βρετανική λύση- ήταν ένας δα­πανηρός τρόπος να παρεμποδίζονται να κάνουν παιδιά. Η στείρωση -φτηνό­τερη εναλλακτική λύση, που όμως συνεπαγόταν άσκηση σωματικής βίας- είχε συζητηθεί ευρέως στη Γερμανία και στη Σκανδιναβία του τέλους του δέκατου ένατου αιώνα, και είχε όντως θεσπιστεί σε αρκετές αμερικανικές Πολιτείες. Εκείνη την περίοδο οι ΗΠΑ βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή της αρνητικής ευ­γονικής και το 1921 2.233 άτομα είχαν στειρωθεί νομίμως εκεί, τα περισσότερα στην Καλιφόρνια. Όμως αρκετοί γιατροί της Γερμανίας της Βαϊμάρης έκαναν επίσης παράνομες εκούσιες στειρώσεις ατιμωρητί31.

Η στείρωση ήταν μια ακριβής απάντηση στο ζήτημα της διαφοροποιημένης γεννητικότητας μεταξύ «ανώτερων» και «κατώτερων» πληθυσμιακών ομάδων, που τόσο ανησυχούσε τους ευγονιστές. Είχε σαν στόχο τούς γοργά αναπαραγόμενους κατωτέρουςόπως και αν ορίζονταν αυτοί-, και έτσι συμπλήρωνε τα θετικά μέτρα πρόνοιας που το κράτος μπορούσε να λάβει για να ενθαρρύ­νει τις πιο «πολύτιμες» γεννήσεις.

Η οικονομική κρίση του 1929 έκανε τη σχε­τική φθηνότητα της στείρωσης ολοένα πιο ελκυστική, και νόμοι που προέβλεπαν την εκούσια στείρωση ψηφίστηκαν μεταξύ 1928 και 1936 στην Ελβετία, τη Δανία, τη Γερμανία, τη Σουηδία, τη Νορβηγία, τη Φινλανδία και την Εσθονία.

Ακόμα και στη φιλελεύθερη Βρετανία ξανάνοιξε η συζήτηση το 1929 με την Έκθεση Γουντ για τη Νοητική Υστέρηση, η οποία διαπίστωσε ανησυχητική αύ­ξηση της νοητικής υστέρησης σε σχέση με τις δύο προηγούμενες δεκαετίες και προειδοποίησε ότι υπήρχε μια «κοινωνικά προβληματική ομάδα» -το μέγεθος της το υπολόγιζε ούτε λίγο ούτε πολύ στα 4.000.000, περίπου το 10% του συνο­λικού πληθυσμού-, που αποτελούσε σοβαρή απειλή για την υγεία του έθνους.

Όταν η Επιτροπή Έρευνας Κοινωνικά Προβληματικών Ομάδων της Εταιρεί­ας Ευγονικής βρήκε ότι οι κακές βιοτικές συνθήκες προκαλούνταν από τη νοη­τική υστέρηση, οι ευγονιστές πρότειναν ως απάντηση τη στείρωση. Όπως και στις μέρες μας, οι φτωχοί -που βαφτίζονταν «κοινωνικά ανεπαρκείς»- κατηγορούνταν ως υπεύθυνοι της φτώχειας τους: οι κάτοικοι των εξαθλιωμένων συνοικιών ήταν οι «κύριοι αρχιτέκτονες της οικιστικής εξαθλίωσης»32.

Οι Βρετανοί ευγονιστές -εκφράζοντας τη χαρακτηριστική ιδεοληψία αυτού του έθνους με τις κοινωνικές τάξεις- αντιμετώπισαν ένα ολόκληρο μέτωπο που αντιστρατευόταν τα σχέδιά τους. Οι επικεφαλής της Εκκλησίας, του ια­τρικού σώματος και των συνδικάτων συνέβαλαν στην ανάσχεση της προτεινόμενης νομοθεσίας περί στειρώσεων, ενώ υπήρξαν επιπλέον νομικές περιπλο­κές. Όλα αυτά αντανακλούσαν τη μάλλον ήπια αίσθηση εθνικής κρίσης που υπήρχε στη χώρα σε σύγκριση με την ηπειρωτική Ευρώπη.

Ενώ όμως η ευγονι­κή έχανε έδαφος στη Βρετανία, κέρδιζε στη Γερμανία, όπου η επιθυμία για εθνική παλιγγενεσία ήταν εξίσου δυνατή με οπουδήποτε αλλού. Μόλις οι Εθνικοσοσιαλιστές πήραν την εξουσία θέσπισαν νόμους περί αναγκαστικής στεί­ρωσης, οι οποίοι αφορούσαν πρώτα τους ψυχασθενείς, στη συνέχεια τους «επικίνδυνους καθ’ έξιν εγκληματίες», τέλος δε και τους παραβατικούς νέους. Το 1937 πάνω από 200.000 άνθρωποι είχαν στειρωθεί, σε σύγκριση με τους λί­γο περισσότερους από 3.000 των ΗΠΑ – ανάμεσά τους πολλοί τσιγγάνοι, οι λε­γόμενοι Μπάσταρδοι της Ρηνανίας (παιδιά δεσμών ανάμεσα σε Γερμανίδες και σε μαύρους Γάλλους στρατιώτες), οι «ηθικώς αδύναμοι», οι «άτακτοι πλανήτες», οι «φυγόπονοι» και οι «ακοινωνικοί»33.

Ως αυτό το σημείο, η Γερμανία του Χίτλερ πραγματοποιούσε σε μαζική κλί­μακα μια πολιτική καταναγκαστικής κοινωνικής μηχανικής, που άλλες κυβερνή­σεις -στη Σουηδία και αλλού- την ακολουθούσαν σε μικρότερο βαθμό. Αλλά οι φιλοδοξίες των ναζί πήγαιναν ακόμη μακρύτερα. Το 1939 το καθεστώς πέρασε από τη στείρωση στους μαζικούς φόνους. Με ειδική άδεια του Χίτλερ, 70.000 έως 93.000 τρόφιμοι ασύλων και κλινικών εκτελέστηκαν με αέρια, προτού η εκ­στρατεία ευθανασίας διακοπεί ύστερα από τη δημόσια αντίθεση που εκδήλωσαν οι ηγέτες της Εκκλησίας. Μετά το 1941, η εκτέλεση των ψυχασθενών συνεχίστη­κε σε μικρότερη κλίμακα, κυρίως με θανατηφόρες ενέσεις, ενώ οι ειδικοί της ευ­θανασίας βρήκαν νέα απασχόληση στη διαχείριση των στρατοπέδων θανάτου της Πολωνίας και στη λειτουργία των κινητών μονάδων αερίων.

Τα μέτρα αυτά αποτελούσαν μέρος μιας νέας προσέγγισης στην κοινωνική πολιτική, η οποία προωθούσε την υγεία της «εθνικής κοινότητας» εξαλείφοντας ταυτόχρονα τους εσωτερικούς βιολογικούς εχθρούς της. Από τη μια μεριά, η πο­λιτική αυτή βοηθούσε τους νιόπαντρους με δάνεια γάμου (που χορηγούνταν φυ­σικά εφόσον η γυναίκα άφηνε τη δουλειά της και εφόσον και οι δύο σύντροφοι ήταν φυλετικά άψογοι) και τους προσέφερε οικογενειακά επιδόματα, δωρεάν διακοπές και παιδικούς σταθμούς. Από την άλλη, μάζευε τους ζητιάνους και τους πήγαινε σε στρατόπεδα ή σε προγράμματα καταναγκαστικής εργασίας. «Η κατασκευή ενός φρενοκομείου κοστίζει 6.000.000 RM. Πόσα σπίτια των 15.000 RM το καθένα θα μπορούσαν να χτιστούν με το ίδιο ποσό;» ρωτούσε τα παιδιά ένα σχολικό βιβλίο μαθηματικών. Το εντυπωσιακό δεν ήταν απλώς η εξτρεμιστική φιλοσοφία του καθεστώτος αλλά ο ζήλος με τον οποίο ο πιο μοντέρνος κρα­τικός μηχανισμός της Ευρώπης θα την έκανε πράξη.

Ήδη πριν από το 1933, το γερμανικό κράτος επεδείκνυε μια ασυνήθιστη αποτελεσματικότητα στην επιβολή καταπιεστικών μέτρων κοινωνικής πολιτι­κής. Ειδικές μονάδες της αστυνομίας ασχολούνταν με τους τσιγγάνους (με τη (Βοήθεια του βαβαρικού Νόμου για την Καταπολέμηση των Τσιγγάνων, των Τα­ξιδιωτών και των Φυγόπονων, του 1926), ενώ οι άνεργοι βαφτίζονταν «φυγό­πονοι αντικοινωνικοί» και υποχρεώνονταν να καταταγούν σε στρατιωτικοποιημένες «συντροφικές ομάδες» ώστε να μην κυκλοφορούν στους δρόμους. Μετά το 1933, όμως, οι δράσεις αυτές συντονίστηκαν κεντρικά και εντάθηκαν, στηρί­χτηκαν δε στα ευρήματα φυλετικών επιστημόνων όπως ο Δρ. Ερνστ Ρύντιν, του οποίου τα «τριάντα χρόνια έρευνας στην ψυχιατρική γενεαλογία» παρείχαν την επιστημονική δικαιολόγηση που χρειάζονταν οι νέοι νόμοι περί στείρωσης. Το κράτος χρηματοδότησε το κορυφαίο στη χώρα Ινστιτούτο Ανθρωπολογίας, Κληρονομικότητας και Ευγονικής «Αυτοκράτωρ Γουλιέλμος», όπου ένα μέλος του προσωπικού, νεαρός ερευνητής τον καιρό του πολέμου, ονόματι Γιόζεφ Μένγκελε, έστελνε μάτια και εσωτερικά ανθρώπινα όργανα από το εργαστήριό του στο Άουσβιτς.

Δημογράφοι και στατιστικολόγοι βοήθησαν να οργανωθούν τεράστιες ανα­διφήσεις στα εγκληματολογικά και ιατρικά αρχεία, ενώ γιατροί, ιατρικοί ερευ­νητές και ψυχολόγοι παρακάθονταν στα Δικαστήρια Κληρονομικής Υγείας που έβγαζαν αποφάσεις για περιπτώσεις στείρωσης. Εγκληματολόγοι-βιολόγοι διεξήγαν έρευνες για τους «εγκληματικούς τύπους», ανίχνευαν τις γενεαλογίες τους και συγκροτούσαν τράπεζες δεδομένων. Οι έρευνες αυτές όχι μόνο δεν θε­ωρήθηκαν αντιεπιστημονικές και βάρβαρες, αλλά ήταν αρκετά νεωτεριστικές ώστε να κινήσουν το ενδιαφέρον κορυφαίων στελεχών της αστυνομίας και νομοθετών σε άλλες χώρες. Μονάχα η έκρηξη του πολέμου το 1939 εμπόδισε τον Σερ Νόρμαν Κένταλ, αρχηγό της αγγλικής Σκότλαντ Γιάρντ, να αποδεχτεί την πρόσκληση των Γερμανών να περιηγηθεί το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου ώστε να μελετήσει τις σύγχρονες μεθόδους αστυνόμευσης και ν’ ακού­σει τη διάλεξη του Άρτουρ Νέμπε, αρχηγού της Αστυνομίας Δίωξης Εγκλήμα­τος, για τις νέες τεχνικές ελέγχου του εγκλήματος.

(…)

Σε μια εποχή αυτοκρατοριών και κοινωνικού δαρβινισμού, οι έννοιες της φυλετικής ιεραρχίας ήταν πανταχού παρούσες και λίγοι ήταν οι Ευρωπαίοι, εί­τε αριστεροί είτε δεξιοί, που δεν πίστευαν σε ιδέες φυλετικής ανωτερότητας με τη μία ή με την άλλη μορφή, ή που δεν δέχονταν ότι αυτές έπρεπε να λαμβάνονται υπόψη στη χάραξη της αποικιοκρατικής πολιτικής. Ο λεγόμενος «επιστη­μονικός φυλετισμός» αντιμετωπιζόταν με κάθε σοβαρότητα και επηρέαζε τις δημόσιες στάσεις.

Ο Σερ Χάρρυ Τζόνστον, για παράδειγμα, ένας Βρετανός σχο­λιαστής αποικιακών θεμάτων, είχε υπερασπιστεί δημόσια τη νέα επιστήμη της ανθρωπολογίας το 1908 με το επιχείρημα ότι θα βοηθούσε τους ηγέτες των αυ­τοκρατοριών ν’ αποφασίσουν αν κάποιες φυλές έπρεπε να διατηρηθούν, να τους επιτραπεί να διασταυρώνονται με άλλες ή να εξαναγκαστούν να εκλείψουν. Οι Γερμανοί ανθρωπολόγοι που διαμόρφωσαν τη φυλετική πολιτική των Ες Ες στην ανατολική Ευρώπη στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εί­χαν ξεκινήσει τη σταδιοδρομία τους με ακαδημαϊκά άρθρα πάνω στην «ανάμει­ξη των φυλών» στις προ του 1914 αποικίες στην Αφρική και την Ασία, όπου τις ανησυχίες τους τις συμμερίζονταν Βρετανοί και Γάλλοι συνάδελφοί τους35.

(…)

Στη Γαλλία, που ήταν οδυνηρά πολωμένη όσο λίγες άλλες χώρες ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά, τόσο ο ρατσισμός όσο και ο αντιρατσισμός ενισχύθηκαν στη δεκαετία του 1930. Την προηγούμενη δεκαετία τα υψηλά επίπεδα εισροής μεταναστών -από την Πολωνία, την Αλγερία και αλλού- είχαν θεωρη­θεί ευπρόσδεκτα, ως ένας τρόπος να τονωθεί η γεννητικότητα· μα στη δεκαετία του 1930 τα αισθήματα εναντίον των μεταναστών δυνάμωσαν, και μεγάλα πλήθη –ανάμεσά τους ο νεαρός Φρανσουά Μιττερράν- απαιτούσαν τον εκτοπισμό των νεοφερμένων. Όπως παλιότερα στις ΗΠΑ και στη Βρετανία, τα φυ­λετικά ζητήματα συνυφάνθηκαν στενά με εκκλήσεις για μέτρα ελέγχου ενάντια στη μετανάστευση των «ξένων». Ταυτόχρονα, μπροσούρες όπως του Ρενέ Μαρσιάλ La Race française (Η γαλλική φυλή), του 1934, έβρισκαν την απάντη­σή τους σε αντιρατσιστικές εφημερίδες όπως η Races et racisme (Φυλές και ρα­τσισμός). Από τότε μάλιστα χρονολογείται η ίδια η έννοια του «ρατσισμού». Ο Λούντβιχ Χίρτσφελντ, που μαζί με τη γυναίκα του Χάννα είχαν εγκαινιάσει την έρευνα για τους τύπους αίματος μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έκανε γραπτή δήλωση για να διαχωρίσει τη θέση του «απ’ αυτούς που συνδέουν τις ομάδες αίματος με το μυστικισμό της φυλής»36.

Στη Βρετανία η επίθεση εναντίον του επιστημονικού ρατσισμού υπήρξε ακόμα σφοδρότερη, αν και δεν είναι σαφές αν αυτό οφειλόταν στην καλύτερη κατανόηση των επιστημονικών ζητημάτων από το κοινό, στα χαμηλότερα επί­πεδα εισροής μεταναστών στο Μεσοπόλεμο, στη σχετικά αδύναμη και νεφελώδη παράδοση της σκέψης γύρω από τον εθνικισμό, ή απλά σε μια μεγαλύτερη ευθεία αντιπάθεια προς ό,τι ήταν του συρμού στη ναζιστική Γερμανία. Πάντως κορυφαίοι ερευνητές των αιτίων της ψυχασθένειας ισοπέδωσαν το μύθο της «κοινωνικά προβληματικής ομάδας» και μαζί του το κύριο έρεισμα της σκλη­ροπυρηνικής ευγονιστικής επιχειρηματολογίας στη Βρετανία. Ταυτόχρονα, μια ομάδα αριστερών επιστημόνων και διανοουμένων έκαναν εκστρατεία ενα­ντίον του επιστημονικού ρατσισμού37.

Χαρακτηριστικά έργα που γράφτηκαν με αυτό το πνεύμα στον αγγλόφωνο κό­σμο ήταν τα Φυλή: Μελέτη μιας σύγχρονης δεισιδαιμονίας, του Ζακ Μπάρζεν, και Ο πιο επικίνδυνος μύθος του ανθρώπου: το ψέμα της φυλής, του Άσλεϋ Μόνταγκιου. Όμως η σφοδρότερη επίθεση ήρθε από ένα βιβλίο με τίτλο Εμείς οι Ευ­ρωπαίοι: επισκόπηση των «φυλετικών» προβλημάτων, που έγινε μπεστ-σέλερ το 1936. Γραμμένο από το βιολόγο Τζούλιαν Χάξλεϋ μαζί με τον γηραιό ανθρωπο­λόγο Α.Κ. Χάντον, ήταν μια λυσσαλέα επίθεση ενάντια σ’ αυτό που οι συγγρα­φείς αποκαλούσαν «ψευδοεπιστήμη» της «φυλετικής βιολογίας». Ο ίδιος ο Χάξ­λεϋ ήταν δηλωμένος οπαδός της ευγονικής και πίστευε πως ο ναζιστικός ρατσι­σμός είχε κάνει πολύ κακό σ’ αυτό το κίνημα. Τόνιζε την αοριστία του όρου «φυ­λή» και αμφισβητούσε ότι υπάρχει το υποτιθέμενο «αίσθημα της φυλετικής ομά­δας» (έννοια αγαπητή όχι μόνο στους ναζί αλλά και σε Βρετανούς φυλετικούς αν­θρωπολόγους όπως ο Σερ Άρθουρ Κηθ). Ο Χάξλεϋ παρατηρούσε με σαρκασμό:

Οι Γερμανοί γείτονές μας έχουν αποδώσει στον εαυτό τους έναν τευτονικό τύπο που είναι λευκός, δολιχοκέφαλος, ψηλός και ανδροπρεπής. Ας φτιάξουμε μια σύνθετη εικόνα ενός τυπικού Τεύτονα όπως τον περιγρά­φουν οι πιο εξέχοντες εκπρόσωποι αυτής της άποψης. Ας τον κάνουμε ξανθό όσο ο Χίτλερ, δολιχοκέφαλο όσο ο Ρόζενμπεργκ, ψηλό όσο ο Γκαίμπελς, λεπτό όσο ο Γκαίρινγκ και αρρενωπό όσο ο Στράιχερ. Πόσο πολύ θα μοιάζει το αποτέλεσμα με το γερμανικό ιδεώδες38;

 

MARK MAZOWER –  Σκοτεινή ήπειρος Ο ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ –  Εκδόσεις Αλεξάνδρεια – Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΡΕΜΕΝΟΣ – (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ) – Τίτλος πρωτοτύπου: Dark Continent: Europe ‘s Twentieth Century – Τέταρτη έκδοση: Νοέμβριος 2004

 ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ

 

Ο Mark Mazower σπούδασε στην Οξφόρδη και στο John Hopkins. Δίδαξε στο Πρίνστον, το Σάσσεξ και το Birckbeck College και σήμερα είναι

ΜΑΖΑΟΥΕΡ ΜΑΡΚ

καθηγητής ιστορίας στο πανεπιστήμιο Columbia. Έργα του είναι: Greece and the Inter-War Economic Crisis (1992, βραβείο Runciman), Inside Hitler’s Greece. The Experience of Occupation, 1941-1944 (1993, βραβείο Fraenkel και Longman), Dark Continent. Europe’s Twentieth Century (1998, βραβεία Bentinck και Acqui), The Balkans. A Short History (2000, βραβείο Wolfson), After the War OverReconstructing the Family, Nation and State in Greece, 1943-1960 (επιμ., 2000), Salonica. City of Ghosts (2004, βραβεία Duff Cooper, John Criticos, Runciman, National Jewish Book), Hitler’s Empire. Nazi Rule in Occupied Europe (2008, βραβείο Los Angeles Times), Networks of Power in Modern Greece. Essays in Honour of John Campbell (επιμ., 2008), No Enchanted Palace. The End of Empire and the Ideological Origins of the United Nations (2009), Governing the World. The History of an Idea (2012) (Κυβερνώντας τον κόσμο, Αλεξάνδρεια), Τριάντα χρόνια ελληνικής ιστορίας. Μια προσωπική αναδρομή (2015), Πατάκης, What You Did Not Tell: A Russian Past and the Journey Home (2017) (Όσα δεν είπες. Ένα ρωσικό παρελθόν και το ταξίδι προς την πατρίδα, Άγρα), The Greek Revolution. 1821 and the Making of Modern Europe (2021) (Η ελληνική επανάσταση).

https://www.entaksis.gr/