ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Κυριακή 2 Ιουνίου 2024

Ἡ σκοτεινη ἔγινε Φωτεινη

π. Aυγουστiνos_

Πεντηκοστάριο
Τῆς Σαμαρείτιδος (Ἰω. 4,5-42)
1974 Ἡ σκοτεινὴ ἔγινε Φωτεινὴ

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΜΑ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2618

Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος (Ἰω. 4,5-42)
2 Ἰουνίου 2024

Ἐάν, ἀγαπητοί μου, σᾶς ἔλεγε κάποιος, ὅ­τι ἕ­να κοράκι ἔγινε περιστέρι, ποιός θὰ τὸ πίστευε; Ἀλλ᾽ αὐτὸ τὸ καταπληκτικὸ γίνεται στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χρι­στοῦ· τὸ βλέπει κανεὶς στὴν ἱστο­ρία ἀντρῶν καὶ γυναικῶν ποὺ πιστεύουν ἀκράδαντα στὸν Κύριό μας. Ἕνα τέτοιο θαῦμα λοιπὸν διηγεῖ­ται σήμερα τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ἰω. 4,5-42). Μιὰ ψυχή, ποὺ ἦταν μαύρη σὰν τὰ φτε­ρὰ τοῦ κόρακα, γίνεται ἕνα λευκὸ περιστέρι. Ποιό εἶνε τὸ κοράκι αὐτό;

* * *

Εἶνε μιὰ γυναίκα. Κατοικοῦσε στὴ Συχὰρ τῆς Σαμαρείας. Γράμματα δὲν ἤξερε, ἦταν ὅ­μως τετραπέρατη. Αὐτὴ ἐκεῖ στὸ περιβάλλον της ἦταν ἕνα δημόσιο σκάνδαλο. Παν­τρεύτηκε ἕ­ναν ἄντρα· τὸν ἄφησε ἢ τὸν ἔδιωξε, πῆρε δεύ­τερο· ἔδιωξε τὸ δεύτερο, πῆρε τρίτο· ἔ­διωξε τὸν τρίτο, πῆρε τέταρτο· ἔδιωξε τὸν τέ­ταρτο, πῆρε πέμ­πτο· κι αὐ­τὸς ποὺ τώρα συ­ζοῦσε μαζί της ἦ­ταν ἕκτος ἄν­τρας. Παρ᾽ ὅ­λα αὐτὰ δι­ατηροῦσε μέσα της μιὰ σπίθα, κάτι διέσῳζε ἀπὸ μιὰ ἀρ­χικὴ εὐγένεια. Δηλαδή· ἔπεφτε στὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ εἶχε ντροπή. Πῶς τὸ καταλαβαίνουμε; Τὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο.
Ἔξω ἀπὸ τὸν οἰκισμό τους ἦταν ἕ­να πηγάδι ὅ­που πήγαιναν οἱ νοικοκυρὲς νὰ πάρουν νε­ρό. Ὅ­λες, ὅπως ξέρουμε ἀπ᾽ τὰ χωριά μας, πηγαίνουν γιὰ νερὸ ἢ πρωὶ – πρωὶ μὲ τὴ δροσιὰ ἢ τὸ σούρουπο μὲ τὸ ἡ­λιοβασίλεμα. Αὐτὴ πῆ­­γε ἐκεῖ γιὰ νερὸ καταμεσήμερο, τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἥ­λιος ἔ­καιγε τὶς πέτρες· ὁλομόναχη.

Τὴν ὥρα ἐκείνη βλέπει κάποιον ξένο νὰ κά­θεται στὸ πηγάδι. Τί ἦ­ταν αὐ­τός; Δὲν εἶνε ἕνας τυχαῖ­ος. Κουρασμένος ἀπὸ ὁδοιπορία, μὲ σκονισμένα τὰ πόδια, φαινόταν ἄσημος, ἕνας ξένος διαβάτης. Καὶ ὅμως ἦταν βασιλιᾶς, καὶ πάνω ἀπ᾽ ὅλους τοὺς βασι­λιᾶδες τοῦ κόσμου! Μὰ οἱ βασιλιᾶ­δες, θὰ πῆτε, ταξιδεύουν μὲ ἁ­μά­ξια, τοὺς στρώνουν χαλιὰ νὰ πατήσουν, αὐτὸς ὅμως κάθεται ἐκεῖ ἀπέριττος, ἁ­πλός, ταπεινός, σεμνός. Κι ὅμως εἶ­νε ἀ­νώτερος ἀπ᾽ ὅλους τοὺς βασιλιᾶδες τοῦ κόσμου· εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός!

Καὶ τί θέλει τέτοια ὥρα ἐκεῖ; Πῆγε γιὰ μιὰ ψυχή! νά τὸ μεγαλεῖο τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτὴ ἡ γυναίκα, ποὺ ὅλοι τὴν κατέκριναν καὶ τὴν περιφρο­νοῦσαν, ἔγινε ἀντικείμενο τῆς μερίμνης τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐ­τὴν πῆγε ἐκεῖ. Σὰν τὸν κυνηγό, ποὺ στήνει καρτέρι γιὰ τὸ θήρα­μα, ἔτσι ὁ οὐράνιος Κυνηγὸς κοπίασε γιὰ νὰ βρῇ τὴ Σαμαρείτιδα. Ἤξερε ὅτι εἶνε ἁμαρτωλή, ὅτι εἶνε μιὰ κοπριά. Ἀλλὰ πολλὲς φορὲς μέσα σὲ κοπριὲς ὑ­πάρχουν πεσμένα διαμάν­τια· καὶ μέσ᾽ στὴν ἀ­κα­θαρσία τῆς γυναίκας αὐτῆς ἦταν τὸ δια­μάντι –ποιό· ὅτι ἤθελε τὴ σωτηρία της.
Ἡ γυναίκα παραξενεύεται. Ἀπὸ τὰ ῥοῦχα, τὴν προφορά, τὰ λόγια, κατάλαβε ὅτι ὁ ξένος εἶνε Ἰ­ουδαῖος· ἀπὸ ἐκείνους δηλαδὴ μὲ τοὺς ὁ­ποίους οἱ Σαμαρεῖτες δὲν εἶχαν καμμία συνδιαλλαγή, καμ­μιά σχέσι· οὔτε καλημέρα. Ὁ Χριστὸς τῆς ζητάει· –Δός μου νὰ πιῶ. Αὐ­τὴ ἀ­παντᾷ· –Περίεργο· πῶς ἐσύ, ἕνας Ἰουδαῖος, ζητᾷς νερὸ ἀπὸ μιὰ Σαμαρεί­τιδα; Ὁ Χριστὸς ἀπαντᾷ· –Ἂν ἤξερες ποιός εἶμαι, ἐσὺ θὰ ζητοῦ­σες ἀπὸ μένα νὰ σοῦ δώσω τὸ ἀθάνα­το νε­ρό. –Ἔχεις τὸ ἀθάνατο νερό; δός μου το λοι­πόν, σὲ παρακαλῶ, νὰ μὴν ἔρχωμαι ἐδῶ νὰ ἀντλῶ.
Ὁ Χριστὸς τῆς λέει· –Πήγαινε φώναξε τὸν ἄν­τρα σου. –Δὲν ἔ­χω ἄντρα, ἀπαντᾷ αὐτή. –Σωστὰ τὸ εἶπες· πέντε ἄντρες ἔχεις ἀλλάξει, κι αὐτὸς ποὺ ἔ­χεις τώρα ἄντρας σου δὲν εἶ­νε, παράνομα συζῆ­τε… Ἡ γυναίκα τὰ χάνει. Πῶς ξέρει αὐτός, ποὺ ἔρ­χεται ἀπὸ μακριά, τέτοιες λεπτομέρειες τῆς ζωῆς της; Κα­ταλαβαίνει ὅτι μπροστά της ἔχει ἕναν ἄν­θρωπο ἀ­νώτερο, σπουδαῖο, σοφό. Κι ἀφοῦ εἶνε καὶ προφήτης, βρίσκει εὐκαιρία νὰ τοῦ ζητήσῃ νὰ τῆς λύσῃ μιὰ ἀπορία· –Ποῦ πρέπει νὰ λατρεύ­ουμε τὸ Θεό, ἐδῶ σὲ τοῦτο τὸ δικό μας βουνό, ἢ στὰ Ἰερο­σόλυμα ποὺ λέ­τε σεῖς οἱ Ἰουδαῖοι; Ὁ Χριστὸς τῆς ἀπαντᾷ λέγον­τας τὴ μεγάλη ἀλήθεια, ποὺ δὲν ὑ­πάρχει ζυγαριὰ νὰ τὴ ζυγί­σῃς· –«Πνεῦμα ὁ Θεός», λέει, «καὶ τοὺς προσ­κυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύμα­τι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσ­κυνεῖν» (Ἰω. 4,24). Γιὰ νὰ τὸ κά­νουμε αὐτὸ λια­νά, θὰ χρειαζόταν εἰδικὸ κήρυ­γμα. Ἡ πιὸ ὄμορφη ἐκκλη­σιὰ ποὺ λατρεύεται ὁ Θεός, λέει, εἶ­νε ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου· αὐτὸ εἶνε τὸ πνεῦμα τοῦ λόγου τούτου. Στὸ σημεῖο ἐκεῖ­νο ἡ Σα­μαρείτιδα λέει· –Σὲ τέτοια δύσ­­­­κολα ζη­τήματα τὴ λύσι θὰ μᾶς δώσῃ ὁ Μεσσίας ποὺ περιμένουμε. Κ᾽ ἐκεῖ ὁ Χριστὸς λύνει τὸ μυστή­ριο λέγοντάς της· –Ἐγὼ ποὺ σοῦ μιλῶ εἶμαι ὁ Μεσσίας.
Ἀκούγοντας αὐτὴ τὴν ἀποκάλυψι ἡ Σαμαρείτι­δα ἀφήνει ἐκεῖ τὴ στάμνα της καὶ μὲ φτερὰ στὰ πόδια τρέχει μέσα στὴ Συχὰρ καὶ λέει στοὺς συμ­πατριῶτες της· –Ἐλᾶτε νὰ δῆ­τε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα τὰ μυστικά μου· ξέρει τὰ πάν­τα, διδάσκει λόγια ὑπέροχα!… Ἔτσι βγῆκαν ὅλοι, συνάντησαν τὸ Χριστό, τὸν ἄκουσαν καὶ δέχτηκαν τὰ λόγια του. Καὶ στὴ γυναῖκα εἶπαν· –Τώρα πιὰ δὲν πιστεύουμε ἐπειδὴ μᾶς τό ᾽πες ἐσύ· πιστεύουμε ἐ­πει­δὴ οἱ ἴδιοι βεβαιωθήκαμε μὲ τὰ μά­τια καὶ τ᾽ αὐτιά μας, «ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σω­τὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός» (Ἰω. 4,42).

* * *

Αὐτή, ἀγαπητοί μου, μὲ λίγα ἁπλᾶ λόγια εἶνε ἡ ἀλ­λαγὴ τῆς Σαμαρείτιδος· καὶ ἔτσι, ὅπως εἶπα στὴν ἀρ­χή, τὸ κοράκι ἔγινε περιστέρι. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ γνώρισε τὸ Χριστό, πίστεψε· ἐν συνεχείᾳ βαπτίστηκε καὶ ὠνομάστηκε Φωτεινή· καὶ σήμερα τὴν ἑορτάζουμε ὡς ἁγία.
Ὅταν ὁ Χριστὸς ἀνελήφθη στὸν οὐρανὸ ἡ ἁγία Φωτεινή, ὅπως οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ μυρο­φόρες γυναῖκες, πῆρε κι αὐτὴ τὸ ῥαβδί της καὶ ἄρχισε νὰ περιοδεύῃ σὲ πολλὰ μέρη κηρύττον­τας τὸ ὄ­νομά Του. Τέλος ἔφτασε καὶ στὴ Σμύρνη, μιὰ πό­λι ποὺ σὲ κάθε Ἕλληνα φέρνει δάκρυα. Ἐκεῖ κή­ρυξε τὸ εὐαγγέλιο καὶ ἔ­βαψε μὲ τὸ αἷμα της τὰ καλντερίμια· μαρτύρησε αὐτὴ καὶ τὰ παιδιά της.
Σὲ νεώτερα χρόνια οἱ Χριστιανοὶ τῆς Σμύρνης ἔ­χτισαν ἐκεῖ μία ὄμορφη ἐκκλησία τῆς ἁ­γίας Φωτεινῆς μὲ ψηλὸ καμπαναριό. Στὸ ναὸ αὐτὸ σὲ ἡμέ­ρες τραγικὲς λειτούργησε γιὰ τελευταία φορὰ ὁ Χρυσόστομος, ἕνας ἀπὸ τοὺς δι­ακεκριμένους ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐνῷ οἱ Τοῦρκοι ἔ­βαζαν φωτιὰ καὶ ἔκαιγαν τὴν πόλι· στάθηκε ἐκεῖ, ἔδωσε τὶς τελευταῖες του συμβουλὲς καὶ παρηγόρησε τὸ λαό. Ἀρ­γότερα τὸ τέμπλο ἐκείνου τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, ποὺ δι­ασώθηκε ἀπὸ τὴν καταστροφή, μεταφέρθη­κε στὴν Ἑλλάδα καὶ το­ποθετήθηκε στὸν καινούργιο ναὸ τῆς Ἁγί­ας Φωτεινῆς, ποὺ χτίστηκε στὴ Νέα Σμύρνη – Ἀ­θη­νῶν καὶ γιορτάζει σή­μερα. Τέτοια εἶνε ἡ πίστι μας, μὲ τοὺς ἁ­γίους μάρτυρές της, καὶ τέ­τοια ἡ πατρίδα μας, μὲ τοὺς ἥ­ρωές της, ποὺ θυσιάστη­καν γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Ἑλλάδα.

* * *

Ἡ Σαμαρείτιδα, ἀδελφοί μου, μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ κήρυγμά της καλεῖ ὅλους σὲ μετάνοια καὶ ἀλλα­γὴ βίου. Ἡ ἴδια, ὅπως εἴδαμε, ἔζησε ἐπὶ χρόνια μέ­σα στὸ σκότος τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁ­­μαρτίας. Ἀλλ᾽ ὅταν ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸ φρέαρ τῆς Συχάρ, τότε μὲ τὰ λόγια καὶ τὴ χάρι του τὴν κάλεσε σὲ νέα ζωή. Κι αὐτὴ δέχτηκε τὸ λόγο του· καὶ τότε ἡ ζωή της φωτίστηκε ἀπὸ τὴ χάρι καὶ τὴν ἀλήθειά Του. Ὁ Χριστὸς τὴν ἔβγαλε ἀπὸ τὸ σκοτάδι ποὺ ζοῦσε στὸ φῶς τῆς σωτηρίας. Αὐτὸ δείχνει καὶ τὸ ὄνομα Φωτεινή, ποὺ ἔλαβε στὸ ἅγιο βάπτισμα· ἄφησε τὸ σκοτάδι καὶ ἦρθε στὸ Φῶς.
Τόση ἦταν ἡ χαρὰ καὶ ὁ ἐνθουσιασμός της ἀ­πὸ τὴ γνωριμία της μὲ τὸ Χριστό, ὥστε στὸ ἑξῆς αἰ­σθάνθηκε χρέος της νὰ μεταδίδῃ σὲ ὅλους αὐ­­τὸ ποὺ ἡ ἴδια ­γνώρισε καὶ γεύτηκε. Ἄρχισε πρῶ­τα ἀπὸ τοὺς στενοὺς συγγενεῖς, τοὺς οἰκείους της, καὶ προχώρησε σὲ ὅλο καὶ πιὸ εὐρὺ κύκλο. Καὶ διὰ μέσου τοῦ Εὐαγγελίου συνεχίζει νὰ εὐαγ­γελίζεται διαρκῶς ἀπὸ τότε μέχρι καὶ σήμερα.
Ὅπως τότε κάλεσε τοὺς Σαμαρεῖτες συγχωριανούς της καὶ τοὺς Ἑβραίους στὸν Κύριο, καὶ ὅπως μετὰ τὸ βάπτισμά της κήρυξε στοὺς εἰδωλο­λάτρες τῆς Ἀνατολῆς καὶ στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Σμύρνης, ἔτσι καὶ σήμερα, ὡς ἁγία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἰσαπόστολος Φωτεινή, κηρύττει καὶ σ᾽ ἐμᾶς λέγοντας τὸν ἴδιο λόγο· Ἐλᾶτε στὸ Χριστό! Ποιός ἄλλος μπορεῖ νὰ μᾶς σώσῃ; Ὁ Χριστὸς ἔχει τὴ δύ­­ναμι νὰ μετα­βάλλῃ τὸν ἄνθρωπο· μόνο αὐτὸς μπο­ρεῖ νὰ τὸν ἀλλάξῃ· παίρνει τὸ λῃστὴ καὶ τὸν κάνει ἅ­­γιο, παίρνει τὸ φιλάργυρο καὶ τὸν κάνει ἐλεήμο­να, παίρνει τὸν ὑλιστὴ καὶ τὸν κάνει ἰδεολόγο, παίρνει τὸ λύκο καὶ τὸν κάνει ἀρνί· ὁ Χριστὸς κάνει τὰ θαύματα αὐτῶν τῶν μεταμορφώσεων.
Μόνο ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ ἀθάνατο νερό. Ὅλες οἱ θεωρίες καὶ θρησκεῖ­ες τοῦ κόσμου εἶνε λασπονέρια. Ἔλα στὸ Χριστό, νὰ πιῇς νερὸ δροσε­ρὸ κρυστάλλινο. Δὲν εἶνε θεωρία ὁ Χριστιανισμός. Ὄχι, κύριοι· «τὰ ῥήματα» τοῦ Χριστοῦ εἶ­νε «πνεῦμα καὶ ζωή» (Ἰω. 6,63). Διψασμένε καὶ πονεμένε ἄνθρωπε, ἔλα στὸ Χριστὸ νὰ αἰσθανθῇς θεϊκὸ μεγαλεῖο! αὐτὸ φωνάζει ἡ ἁγία Φωτεινή.
–Καλά, θὰ πῆτε, ἡ Σαμαρείτιδα βρῆκε τὸ Χριστὸ ἐκεῖ στὸ πηγάδι· ἐμεῖς ποῦ θὰ τὸν βροῦμε;
Ποῦ θὰ τὸν βροῦμε! Εἶνε κοντά, πολὺ κοντά. Ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός. Ὦ Χριστέ, ἄνοιξε τὰ μάτια μας νὰ σὲ αἰσθανθοῦμε!… Μπὲς στὴν ἐκκλησιὰ ὅταν ὁ παπᾶς λέει «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός…»· πὲς «Πάτερ ἡμῶν…» καὶ «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν…»· ὅταν περνοῦν τὰ ἅγια πὲς «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· κι ὅταν ἀκοῦς τὸν ἀπόστολο καὶ τὸ εὐ­αγγέλιο, ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ εἶνε· κι ὅταν ὁ πα­πᾶς κρατάῃ τὸ δισκοπότηρο, ὁ Χριστὸς εἶνε! Ὤ ἂν εἴχαμε μάτια!… Οἱ παλαιότεροι, μικρὰ ἀθῷα παιδιά, τίμιες γυναῖκες, παρθένα κορίτσια, ἄν­τρες μὲ ὑψηλὰ φρονήματα, –δὲν εἶνε ψέμα– ἔ­βλεπαν τὸ Χριστό, τὴν Παναγία, τοὺς ἀγγέλους! Τώρα ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἄξιοι.
Ἐλπίζω διὰ τοῦ θείου λόγου ὁ λαός μας νὰ ξυ­πνήσῃ μιὰ μέρα. Γι᾽ αὐτὸ προσπαθοῦμε. Καὶ πι­στεύω στὴ δύναμι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὅτι εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων ἡ γωνιὰ αὐτὴ νὰ γίνῃ φάρος Χριστοῦ. Καὶ σεῖς πάντες, παῖδες καὶ νέοι, μι­κροὶ – μεγάλοι, «ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε Αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας» (Δαν. 3, προσευχ. 34-65).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

 

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γερμανοῦ τῆς κοινότητος Ἁγ. Γερμανοῦ – Πρεσπῶν τὴν 12-5-1974. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 16-5-2024.

Ἐλατε στο Χριστο! Ὅλες οι θεωριες & θρησκειες του κοσμου ειναι λασπονερια. Μονο ὁ Χριστος ειναι το ἀθανατο νερο. Διψασμενε & πονεμενε ἄνθρωπε, ἔλα στο Χριστο να αισθανθης θεϊκο μεγαλειο! αυτο φωναζει ἡ ἁγια Φωτεινη