Γι' αυτούς που ισχυρίζονται ότι η μαγεία είναι απλά ''πρακτική φιλοσοφία'' και ''εναλλακτική πνευματικότητα''
Από το Συναξάρι του Μεγάλου Βασιλείου
Στὰ χρόνια τοῦ Μεγάλου Βασιλείου (329–379) στὴν Καισάρεια ζοῦσε κάποιος ἄρχοντας, ποὺ ὀνομάζονταν Προτέριος. Ἦταν πλούσιος καὶ θεοσεβής. Αὐτὸς εἶχε μιὰ μονάκριβη κόρη, ὡραιοτάτη στὴν ἐξωτερική της ἐμφάνιση. Ὁ πανοῦργος ἐχθρὸς τῆς ἁγνότητος καὶ καθαρότητος, ὁ διάβολος, ἄναψε τὴν κακὴ ἐπιθυμία σὲ ἕναν δοῦλο τοῦ ἄρχοντος, νὰ τὴν καταστήσει σύζυγό του. Μὴ μπορώντας νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ἐπιθυμία του μὲ ἄλλο τρόπο, κατέφυγε σ᾽ ἕναν περιώνυμο μάγο, εἰδωλολάτρη καὶ ὑπηρέτη τοῦ διαβόλου. Γεμάτος πάθος καὶ ἐπιθυμία διατύπωσε τὸ αἴτημά του· «Ἐὰν καταφέρεις νὰ μεταστρέψεις τὴν καρδιὰ τῆς θυγατέρας τοῦ κυρίου μου, ὥστε νὰ μὲ ἀγαπήσει καὶ νὰ μὲ πάρει ὡς σύζυγό της, τότε θὰ γίνω δοῦλος σου καὶ θὰ σοῦ δώσω ὅ,τι θέλεις».
Ὁ διαβολοκίνητος μάγος, δὲν ἄφησε τὴν εὐκαιρία νὰ τοῦ ξεφύγει, καὶ χαρούμενος τοῦ ἀπάντησε: «Ἐὰν ἀρνηθεῖς ἐγγράφως τὸ Χριστό, θὰ ἱκανοποιήσω τὴν ἐπιθυμία σου». Ὁ ἐλεεινὸς ἐκεῖνος δοῦλος μὲ πολὺ λαχτάρα ἀπάντησε: «Ἀρνοῦμαι τὸ Χριστὸ καὶ μὲ λόγια (προφορικὰ) καὶ γραπτῶς, ἀρκεῖ μόνο νὰ γίνει τὸ θέλημά μου».
Ἀφοῦ ὁ μάγος πῆρε τὴ διαβεβαίωση, ποὺ ἤθελε γιὰ νὰ ξεκινήσει τὴ συνεργασία του μὲ τὸν διάβολο, τοῦ ἔδωσε ἕνα γράμμα καὶ τοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ πάει νὰ τὸ τοποθετήσει τὰ μεσάνυχτα στὸ μνημεῖο ἑνὸς εἰδωλολάτρη. Ἐκεῖ ἀφοῦ ἐπικαλεσθεῖ τὸν δαίμονα νὰ ὑψώσει τὸ γράμμα στὸν ἀέρα. «Τότε, τοῦ εἶπε, θὰ ἔρθουν οἱ δαίμονες καὶ θὰ σὲ ἁρπάξουν καὶ θὰ σὲ ὁδηγήσουν στὸν ἄρχοντά τους. Ἐκεῖ θὰ γίνει αὐτό, ποὺ ἐπιθυμεῖς».
Τὸ περιεχόμενο τοῦ γράμματος αὐτοῦ εἶχε περίπου ὡς ἑξῆς: «Σοῦ στέλνω αὐτὸν τὸν νέο, ποὺ πληγώθηκε ἀπὸ ἔρωτα. Σὲ παρακαλῶ νὰ ἱκανοποιήσεις τὸ θέλημά του, γιὰ νὰ εἶμαι ἔτσι ὑπερήφανος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ ἔρχονται σ᾽ ἐμένα».
Αὐτὸ τὸ γράμμα, τὸ παρέδωσε ὁ μάγος στὸν νέο. Ἐκεῖνος ἐκτελώντας τὴν ἐντολή του, πῆγε καὶ στάθηκε πάνω στὸ μνημεῖο ἑνὸς εἰδωλολάτρη. Κάλεσε τοὺς δαίμονες καὶ πέταξε ψηλὰ τὴν ἐπιστολή. Ἀμέσως φάνηκαν μπροστά του οἱ δαίμονες καὶ τοῦ εἶπαν: «Ἂν θέλης νὰ γίνη ἡ ἐπιθυμία σου, ἀκολούθησέ μας». Ἐκεῖνος ἀκολούθησε καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐκεῖ ποὺ κάθονταν ὁ μιαρὸς διάβολος, πάνω σὲ ψηλὸ κάθισμα, περιτριγυριζόμενος ἀπ᾽ τὰ δαιμόνια. Ἀφοῦ διάβασε τὸ γράμμα, ποὺ τοῦ ἔστειλε ὁ μάγος, ρώτησε τὸν νέο· «πιστεύεις σ᾽ ἐμένα;». Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε· «Ναὶ πιστεύω». Ξανὰ ὁ διάβολος τὸν ρωτᾶ: «Ἀρνεῖσαι τὸν Χριστό;». «Ναὶ τὸν ἀρνοῦμαι», ἀπάντησε ὁ νέος. Κι ὁ πανοῦργος διάβολος συνέχισε μονολογώντας· «Ἀχάριστοι εἶστε ἐσεῖς οἱ χριστιανοί. Ὅταν σᾶς παρουσιάζεται ἀνάγκη ἔρχεστε πρὸς ἐμένα, ὅταν δὲ γίνει αὐτό, ποὺ θέλετε, μὲ ἀρνεῖστε καὶ πᾶτε πάλι στὸν Χριστό. Κι αὐτὸς, ἐπειδὴ εἶναι φιλάνθρωπος, σᾶς δέχεται» καὶ ἀπευθυνόμενος στὸ νέο προσθέτει: «Ἀλλὰ νὰ ἀρνηθῆς γραπτῶς τὴν πίστη σου καὶ τὸ βάπτισμα. Γράψε ὅτι δέχεσαι νὰ κολαστεῖς, αἰώνια μαζί μου στὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως, καὶ τότε θὰ σὲ ἱκανοποιήσω». Τότε ὁ δυστυχὴς ἐκεῖνος νέος, καθὼς ἦταν τυφλωμένος ἀπ᾽ τὸν ἔρωτά του, ἔδωσε γραπτὴ τὴν ἄρνηση τῆς πίστεώς του, ὅπως τοῦ ζήτησε ὁ δαίμονας. Μετὰ ἀπ᾽ τὴν πράξη του αὐτή, μὲ τὴν ὁποία δήλωσε ὑποταγὴ στὸν διάβολο, γύρισε στὸ σπίτι τοῦ ἀφέντη του.
Ὁ διάβολος, ἀμέσως, ἔστειλε τοὺς ὑπηρέτες του νὰ παρασύρουν τὴν κόρη τοῦ ἄρχοντα Προτέριου, στὴν ἐπιθυμία τοῦ ἀσεβοῦς νέου. Ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες, ἡ ἀθώα καὶ ἀνύποπτη κόρη τοῦ ἄρχοντα μέχρι τότε, ἄρχισε νὰ ζητᾶ ἐπίμονα ἀπ᾽ τὸν πατέρα της: «Ἢ δῶστε μου ὡς σύζυγο τὸν τάδε δοῦλο, ἢ διαφορετικὰ θὰ θανατωθῶ».
Οἱ δύστυχοι γονεῖς τῆς δαιμονόπληκτης πλέον κοπέλας, βλέποντας ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ τὴν ἐπιμονή της, ἀπ᾽ τὴν ἄλλη τὶς ἀπόπειρες αὐτοκτονίας της (μὲ ἀπαγχονισμὸ) καὶ ἀφοῦ ἄκουσαν καὶ τὶς συμβουλὲς τῶν φίλων τους ἀποφάσισαν μὲ θρήνους καὶ ὀδυρμοὺς νὰ τῆς δώσουν τὴν ἄδεια ἱκανοποιήσεως τῆς ἐπιθυμίας της.
Πράγματι, ἔκαμαν τοὺς γάμους.
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως, ποὺ ἔγινε ὁ γάμος, ὁ νέος δὲν ξαναπάτησε τὸ πόδι του στὴν ἐκκλησία, οὔτε κοινωνοῦσε τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ἀλλὰ δὲν ἔκανε πλέον καὶ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Τὰ συμπτώματα αὐτά, ποὺ τὰ παρετήρησαν πρῶτοι οἱ γείτονες, τὰ ἐπεσήμαναν στὴ σύζυγό του, λέγοντάς της ὅτι· «ὁ σύζυγός σου δὲν εἶναι χριστιανός».
Ἔπειτα ἀπὸ λίγο καιρὸ ἡ γυναίκα αὐτὴ ἐξέφρασε τοὺς φόβους της πρὸς τὸν ἄνδρα της, ἀφοῦ τὸν ἔβλεπε ὅτι ἂν καὶ εἶχαν περάσει τόσες Κυριακὲς καὶ ἄλλες ἑορτὲς ἐκεῖνος δὲν ἐκκλησιάζονταν, δὲν κοινωνοῦσε, δὲν ἔκανε τὸν Σταυρό του. Καὶ προσέθεσε: «Ἐγὼ νόμιζα ὅτι εἶσαι χριστιανὸς καὶ γι᾽ αὐτὸ σὲ παντρεύτηκα. Ἂν λοιπὸν δὲν δεχθεῖς νὰ πᾶμε στὴν Ἐκκλησία, θὰ σὲ χωρίσω».
Ὅταν ὁ ἄνδρας της εἶδε ὅτι δὲν μπορεῖ πλέον νὰ ἀποκρύψει αὐτό, ποὺ εἶχε κάνει γιὰ νὰ τὴν κερδίσει τῆς εἶπε· «Ἐγὼ γιὰ τὴν ἀγάπη σου ἀρνήθηκα, ἐγγράφως, τὸν Χριστό. Γι᾽ αὐτὸ δὲν μπορῶ πλέον νὰ μπῶ στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ κοινωνήσω».
Ἡ ὁμολογία αὐτὴ τὴν συγκλόνισε καὶ ξέσπασε σὲ ἀσταμάτητους θρήνους, γιὰ τὴ συμφορά, ποὺ τὴν βρῆκε. Ἔσπευσε τότε στὸν Ἅγιο Βασίλειο καὶ μὲ δάκρυα διηγήθηκε τὸ πρόβλημά της. Ὁ Ἅγιος κάλεσε τὸν νέο, ὁ ὁποῖος μετανοημένος πιά, γιατὶ ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἔχανε κι αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἀρνήθηκε τὸν Χριστό, ἐξωμολογήθηκε ὁλόκληρη τὴν ἀλήθεια. Ὁ νέος διαβεβαίωσε τὸν Ἅγιο γιὰ τὴν μετάνοιά του, ἀλλὰ τόνισε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἐπανορθώσει, ἀφοῦ ἀρνήθηκε ἐγγράφως τὴν πίστη του.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος τοῦ ἔδωσε θάρρος, τονίζοντας ὅτι ἂν ἡ μετάνοιά του εἶναι εἰλικρινής, τότε καὶ αὐτὸ τὸ χαρτί, ποὺ ὑπέγραψε καὶ κρατοῦσε ὁ διάβολος, καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἀχρηστευθεῖ. Συντετριμένος ὁ νέος εἶπε στὸν Ἅγιο: «Στὸ λαιμό σου κρέμεται ἡ ψυχή μου, Ἅγιε Δέσποτα, καὶ θὰ κάνω ὅ,τι μὲ διατάξεις». Τότε ὁ Ἅγιος, ἔκλεισε τὸν νέο σ᾽ ἕνα κελλὶ καὶ τοῦ εἶπε: «Μεῖνε ἐδῶ καὶ προσευχήσου. Θὰ νηστέψεις τρεῖς ἡμέρες καὶ κατόπιν θὰ ἔρθω νὰ σὲ δῶ».
Ἐνῶ ὁ νέος ἄρχισε τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἀποδέσμευσή του ἀπ᾽ τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, ὁ Ἅγιος προσευχόταν νηστεύοντας γιὰ τὴ σωτηρία του. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἐπισκέφθηκε τὸν ἀγωνιζόμενο νέο καὶ τὸν ρώτησε πῶς περνοῦσε. Κάθιδρως ὁ νέος τοῦ ἀπήντησε: «Σὲ μεγάλη ἀνάγκη, εὑρίσκομαι Ἅγιε τοῦ Θεοῦ. Δὲν μπορῶ νὰ ὑποφέρω τὶς φωνὲς καὶ τοὺς δαρμοὺς τῶν δαιμόνων. Κρατοῦν τὴν γραπτὴ ὁμολογία μου, μὲ πολεμοῦν καὶ λένε· Ὅσο κι ἂν κοπιάζεις, δὲν θὰ μπορέσης νὰ ἐλευθερωθῆς, γιατὶ ἐμεῖς κρατᾶμε τὸ ἰδιόχειρο γράμμα σου».
Ὁ Ἅγιος ἐνισχύοντάς τον στὸν ἀγώνα του τοῦ εἶπε· «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου, μόνον πίστεψε καὶ θὰ σωθεῖς». Κι ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε ψωμὶ καὶ νερὸ τὸν ἔκλεισε πάλι μέσα στὸ κελλί του. Ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ Ἅγιος γιὰ δεύτερη φορά, γιὰ νὰ διαπιστώσει τὴν πρόοδο τοῦ ἀγώνα, ἀλλὰ καὶ τὴν κατάσταση στὴν ὁποίαν βρίσκονταν τώρα. Στὸ σχετικὸ ἐρώτημα τοῦ Ἁγίου, ὁ νέος πιὸ ἤρεμος ἀπάντησε· «Μὲ τὶς εὐχές σου Ἅγιε εἶμαι καλά. Γιατὶ τώρα δὲν βλέπω πιὰ μὲ τὰ μάτια μου τοὺς δαίμονες. Ἀκούω μόνο ἀπὸ μακρυὰ τὶς φωνὲς καὶ τὶς ἀπειλές τους».
Γιὰ δεύτερη φορὰ ὁ Ἅγιος τοῦ ἄφησε τροφή, προσευχήθηκε γι᾽ αὐτόν, ἔκλεισε τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ καὶ ἔφυγε. Πέρασαν ἀκόμα 40 ἡμέρες ἀγῶνος, νηστείας καὶ προσευχῶν. Ξανὰ ὁ Ἅγιος ἔρχεται νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν ἀγωνιζόμενο νέο. Ζητᾶ καὶ πάλι νὰ πληροφορηθεῖ γιὰ τὴν κατάστασή του. Κι ἐκεῖνος χαρούμενος τώρα τὸν πληροφορεῖ· «Μὲ τὶς εὐχές σου, Ἅγιε Δέσποτα, εἶμαι πολύ καλά. Τώρα δὲν βλέπω οὔτε τὴν σκιὰ τῶν κακῶν δαιμόνων, οὔτε ἀκούω τὶς ἀπαίσιες φωνές τους. Μάλιστα δὲ αὐτὴ τὴ νύχτα εἶδα ὅραμα, ὅτι πάλεψες γιὰ μένα μὲ τὸ διάβολο καὶ τὸν νίκησες». Αὐτὸ τὸ περίμενε ὁ Ἅγιος. Χαρούμενος πιὰ γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα ἔδωσε ἐντολὴ νὰ συγκεντρωθεῖ κλῆρος καὶ λαὸς σὲ εὐχαριστήριο ὁλονύκτια ἀκολουθία στὸν Ἱ. Ναὸ τοῦ Κυρίου.
Τὴν τρίτη ὥρα τῆς νύχτας μπῆκε γιὰ νὰ ἀρχίσει τὴ Θεία Λειτουργία. Τὴν ὥρα δὲ ποὺ λειτουργοῦσε, ἦρθαν ἐκεῖ οἱ δαίμονες γιὰ νὰ ἁρπάξουν τὸν νέο, ποὺ ἦταν μέσα στὸν Ἱ. Ναό. Ὁ νέος τρομοκρατήθηκε. Ἔτρεξε καὶ πιάστηκε ἀπ᾽ τὸν Ἅγιο φωνάζοντας: «Ἐλέησέ με, δοῦλε τοῦ Θεοῦ, ἐλέησέ με. Νὰ ἦρθαν οἱ δαίμονες καὶ θέλουν νὰ μὲ ἁρπάξουν». Ὁ Ἅγιος τότε ὀργισμένος ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς δαίμονες λέγοντάς τους: «Ἀναίσχυντοι καὶ βρωμεροί, δὲν σᾶς φτάνει ἡ δική σας ἀπώλεια, ἀλλὰ ἤρθατε καὶ μέσα στὸν Ἱερὸ Ναό, γιὰ νὰ ἁρπάξετε κι αὐτόν;». Ἕνας ἀπ᾽ τοὺς δαίμονες ἀπαντώντας στὸν Ἅγιο εἶπε: «Μὲ ἀδικεῖς Βασίλειε. Ἐγὼ δὲν πῆγα πρὸς αὐτόν, ἀλλὰ αὐτὸς μὲ τὴ θέλησή του, ἦρθε σ᾽ ἐμένα καὶ ἀρνήθηκε τὴν πίστη του. Νὰ κρατῶ τὴν γραπτὴ ὁμολογία του».
Ὕστερα ἀπ᾽ αὐτὸν τὸν διάλογο μὲ τὸν δαίμονα, ὁ Ἅγιος κατάλαβε ὅτι οἱ δαίμονες δὲν πρόκειται νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν ἀγώνα, ἂν δὲν τοὺς πάρει τὸ γραπτὸ κείμενο, μὲ τὴν ὑπογραφή τοῦ νέου, ποὺ κρατοῦσαν καὶ μὲ τὸ ὁποῖο τὸν ἐκβίαζαν. Ἀπευθύνεται τότε πρὸς τὸ λαό, ποὺ εἶχε κατακλύσει τὸν Ἱερὸ Ναὸ καὶ τὸν καλεῖ «μετὰ δακρύων» νὰ ἀναφωνήσουν τό, «Κύριε ἐλέησον». Καὶ τὸ κείμενο τοῦ Ἱεροῦ συναξαριστῆ τελειώνει ὡς ἑξῆς· «Ἱσταμένου δὲ τοῦ λαοῦ, ὡς ὁ Ἅγιος ἐπρόσταξε καὶ ἀναφωνοῦντος ἐπὶ ὥρας πολλὰς «Κύριε ἐλέησον», ἰδοὺ τὸ ἔγγραφον τοῦ νέου ἐκείνου, ἐπὶ τοῦ ἀέρος φερόμενον, ἦλθε καὶ ἐτέθη ἐπὶ τῶν χειρῶν τοῦ Ἁγίου. Δεχθεὶς δὲ τοῦτο ὁ Ἅγιος καὶ εὐχαριστήσας τὸν Θεόν, εἶπε πρὸς τὸν νέον· «Ἀναγνωρίζεις τὸ ἰδιόγραφον γράμμα σου;». Ὁ νέος ἀπήντησε· «Ναί, Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, τοῦτο εἶναι».
Τὸτε ὁ Ἅγιος ἔσχισεν αὐτὸ εἰς λεπτὰ τεμάχια καὶ συνεπλήρωσε τὴν Θείαν Λειτουργίαν. Μετὰ δὲ ταῦτα, ἀφοῦ ἐνουθέτησεν αὐτὸν καὶ ἤλειψε διὰ θείου Μύρου, τὸν παρέδωσεν εἰς τὴν ἰδίαν αὐτοῦ γυναῖκα καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ δοξάζων καὶ εὐλογῶν τὸν Πανοικτίρμονα Θεόν».