Ξέρετε τις καλιακούδες; Είναι μεγαλόσωμα μαύρα πουλιά με άγρια, αντιπαθητική φωνή. Αναζητούν την τροφή τους στα φρεσκοοργωμένα και σπαρμένα χωράφια. Οι χωρικοί όμως τα διώχνουν με κάθε τρόπο γιατί τους κάνουν μεγάλη ζημιά.
Κάποτε λοιπόν ήταν μια καλιακούδα που παιδευόταν να βρει τροφή στα χωράφια. Δεν ήταν εύκολο. Οι χωρικοί της έστηναν παγίδες και σκιάχτρα. Ήταν πάντα φοβισμένη κι έμενε συνήθως μισοπεινασμένη.
Μια μέρα, καθώς πετούσε, βρέθηκε πάνω από έναν περιστερώνα. Ένα μικρό χαριτωμένο σπιτάκι όπου μπαινόβγαιναν δεκάδες περιστέρια, λευκά, γκρίζα, γκριζογάλανα. Ήταν ήρεμα κι ευτυχισμένα γιατί ο κύριός τους αδιάκοπα τα φρόντιζε. Κάθε μέρα τους πρόσφερε άφθονο καλαμπόκι κι άλλους σπόρους και διατηρούσε καθαρό το σπιτάκι τους. Χωρίς να κοπιάζουν απολάμβαναν χορτάτα και ασφαλή τη ζωή τους.
Πόσο ζήλεψε η καλιακούδα! Πόσο θα ήθελε να μπει στην παρέα τους και να ξενοιάσει μια και καλή από την αγωνία της για την καθημερινή τροφή της! Όταν όμως κοίταξε το κατάμαυρο φτέρωμά της, κατάλαβε πως δεν θα την δέχονταν με κανέναν τρόπο κοντά τους. Πέταξε μακριά απογοητευμένη, αλλά δεν έβγαλε από το μυαλό της την εικόνα των περιστεριών.
Λίγες μέρες αργότερα όμως, μια καταπληκτική ευκαιρία της παρουσιάστηκε. Βρέθηκε στην αυλή ενός σπιτιού που το ασβέστωναν. Ο κάτασπρος ασβέστης μέσα στο δοχείο της θύμισε τα άσπρα φτερά των περιστεριών. Μια λαμπρή ιδέα άστραψε στο μυαλουδάκι της! Περίμενε με υπομονή να απομακρυνθεί ο τεχνίτης που έβαφε και, χωρίς καθυστέρηση και δεύτερη σκέψη, βούτηξε στο δοχείο. Oχ! Κόντεψε να σκάσει, δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Έντρομη κατάλαβε πως κινδύνευε να μείνει εκεί, μες στον ασβέστη, και να τελειώσει τη ζωή της, αλλά έβαλε όλο της το πείσμα και τη δύναμη και κατάφερε να πετάξει και να βγει. Πήρε βαθιές ανάσες ώσπου να συνέλθει, τίναξε τα φτερά της και … δεν πίστευε στα μάτια της! Είχε γίνει κατάλευκή! Ήταν ολόιδια με τα περιστέρια!
Δεν καθυστέρησε καθόλου. Πέταξε ενθουσιασμένη και πολύ γρήγορα βρέθηκε στον περιστερώνα να μπαινοβγαίνει στις μικρές πορτούλες του μαζί με τ’ άλλα περιστέρια και να τσιμπολογάει τα σποράκια που απλόχερα τα τάιζε ο κύριός τους. «Αχ! Αυτή είναι ζωή! Τι καλοπέραση! Τι ευτυχία!». Τα περιστέρια ούτε που την κατάλαβαν ούτε που την ξεχώρισαν.
Για λίγον καιρό όλα κυλούσαν ήρεμα. Η καλιακούδα μας γέμιζε εύκολα το στομάχι της και δεν έβγαζε άχνα από το στόμα της, γιατί ήξερε πολύ καλά πως η άγρια φωνή της θα την πρόδιδε. Κάποια στιγμή όμως ξεχάστηκε. Είχε τόση ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον! «Τι όμορφα που είναι!», ξεστόμισε, αλλά η άγρια αντιπαθητική κρωξιά της έκανε όλα τα περιστέρια να τρομάξουν και να μαζευτούν γύρω της. Άρχισαν να την κοιτούν περίεργα και γρήγορα κατάλαβαν πως ήταν διαφορετική: «Μα τι πουλί είν’ αυτό; Πώς βρέθηκε ανάμεσά μας; Πώς δεν το προσέξαμε νωρίτερα;», αναρωτιούνταν. «Σίγουρα δεν είναι περιστέρι! Είναι κατάσκοπος! Θα μας κάνει κακό! Εμπρός να το διώξουμε!». Με θυμό όρμησαν επάνω της, την τσιμπούσαν όλα μαζί, την έσπρωχναν. Την ανάγκασαν να φύγει κακήν κακώς από τον περιστερώνα.
Τι να κάνει η καλιακούδα μας! Ταπεινωμένη έφυγε μακριά. Πού να πάει τώρα; Ξαναγύρισε στα χωράφια και στις αδελφές της, τις άλλες καλιακούδες. Αλλά … δυστυχώς την περίμενε κι άλλη πίκρα κι απογοήτευση. Εκείνες βλέποντάς την άσπρη δεν την αναγνώρισαν. Νόμισαν πως ήταν ένα ξένο πουλί. Πέταξαν δίπλα της κι άρχισαν κι αυτές να την τσιμπούν και να την διώχνουν. Μάταια προσπαθούσε να τις εξηγήσει τι είχε συμβεί. Πως μπορεί το φτέρωμά της να ήταν άσπρο, αλλά αυτή ήταν η φίλη τους, η συγγενής τους, η αδελφή τους… Δεν ήθελαν ν’ακούσουν τίποτα. Την ανάγκασαν να φύγει μακριά.
Έτσι η καλιακούδα μας, μόνη και χιλιοπικραμένη, πέταξε προς το βουνό, όπου την περίμενε μια ζωή ακόμα πιο δύσκολη κι επικίνδυνη. Έχασε και τους σπόρους των χωραφιών, έχασε και τις φίλες της και τώρα πια κινδύνευε πολύ από τα δυνατά πουλιά, το γεράκι και τον αετό που έκαναν απειλητικούς γύρους πάνω απ’το κεφάλι της. Μετανιωμένη έλεγε και ξανάλεγε:
«Δεν μού ‘φθαναν τα λίγα, ζητούσα πιο πολλά.
Τώρα γυρίζω μόνη, με άδεια την κοιλιά».
Η ιστορία της καλιακούδας μας δυο σοφές συμβουλές μας δίνει:
Δεν πρέπει να κυνηγάμε τα πολλά με κάθε τρόπο, με κάθε τίμημα. Ας αρκούμαστε μ΄ ευγνωμοσύνη στα λιγότερα, αυτά που μας χάρισε ο Θεός. Κι ας φεύγουμε μακριά απ’ την πλεονεξία που θα μας ρίξει σίγουρα στη δυστυχία.
Αλλά και να μην αρνούμαστε τη γενιά μας, τις ρίζες μας, την οικογένειά μας. Γιατί οι ξένοι πολύ εύκολα μας γυρίζουν την πλάτη και μας φέρονται με σκληρότητα. Η οικογένειά μας, οι δικοί μας άνθρωποι είναι το καταφύγιό μας.