ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Σάββατο 4 Μαΐου 2024

Θα λαμψη και παλι ὁ Ἥλιος

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΟΥΜεγάλη Παρασκευὴ βράδυ

«Αἱ γενεαὶ νῦν πᾶσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου προσφέρουσι, Χριστέ μου» (ἐγκ. γ΄ στ. Μ. Σαβ.)

Πρὶν γίνῃ ἡ ἐκφορὰ τοῦ ἐπιταφίου, θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ προσέξετε λίγες λέξεις.

Ὅπως ἔχω συνήθεια κάθε χρόνο, ἑρμηνεύω πρακτικῶς, ὄχι θεολογικῶς καὶ θεωρητικῶς, ἕνα ἀπὸ τὰ ἑκατὸ ἐγκώμια, ποὺ εἶνε ἀ­ριστουργήματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποιήσεως. Φέτος γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἐπανέρχομαι καὶ λέγω λίγα λόγια ἐπάνω στὸ πρῶτο ἐγκώμιο τῆς τρίτης στάσεως· «Αἱ γενεαὶ νῦν πᾶσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου, προσφέρουσι, Χριστέ μου» (ἐγκ. γ΄ στ. Μ. Σαβ.).

* * *

Ὁ Ὅμηρος, ὁ ἀρχαῖος ποιητής μας, σὲ κάποια στροφὴ τῶν ποιημάτων του κάνει μία ἐμπνευσμένη παρομοίωσι. Λέει, ὅτι ἡ ἀνθρωπότης στὸ σύνολό της μοιάζει μὲ ἕνα δέντρο, δέντρο πελώριο. Ὅπως τὸ δέντρο ἔχει ῥίζα, κορμό, κλαδιὰ καὶ φύλλα ἀναρίθμητα, κατὰ πα­ρόμοιο τρόπο καὶ ἡ ἀνθρωπότης ἔχει τὴ ῥίζα της, τὸν κορμό της, τὰ κλαδιά της, ἀλλὰ ἔ­χει καὶ τὰ φύλλα της. Καὶ ἡ μὲν ῥίζα καὶ ὁ κορμὸς ζοῦν καὶ χωρὶς τὰ ἄλλα· τὰ κλαδιὰ καὶ τὰ φύλλα ὅμως δὲν ζοῦν χωρὶς τὴ ῥίζα καὶ τὸν κορμό.
Ὑπάρχουν παραδείγματα αἰωνοβίων δέν­τρων. Στὴν Ἀθήνα ἔλεγαν γιὰ τὴν ἐλιὰ τοῦ Πλάτωνος. Στὴν Ἄπω Ἀνατολὴ μιλοῦσαν γιὰ πελώριες δρῦς ποὺ ζοῦν δύο καὶ τρεῖς χιλιάδες χρόνια. Στὴν Παλαιστίνη δὲ ὑπάρχει ἀκόμα ἡ ἐλιὰ τῆς Γεθσημανῆ, κάτω ἀπὸ τὰ κλαδιὰ τῆς ὁποίας προσευχήθηκε ὁ Κύριος.
Τὸ δέντρο λοιπὸν σὲ ὡρισμένες περιπτώσεις ἔχει ζωὴ πολλῶν ἐτῶν. Τὰ φύλλα ὅμως; Τὰ φύλλα εἶνε προσωρινά. Τὰ φύλλα φυτρώνουν πάνω στὰ κλαδιὰ καί, στὰ περισσότερα δέν­τρα, μετὰ ἀπὸ λίγο, τὸ φθινόπωρο, κιτρινίζουν, μαραίρονται, καὶ μὲ τὸ φύσημα τοῦ ἀ­νέμου πέφτουν στὸ ἔδαφος, λειώνουν, γίνον­ται λίπασμα τῆς γῆς. Ἀλλ᾿ ὤ τοῦ θαύματος τῆς φύσεως ἢ μᾶλλον τοῦ Θεοῦ Δημιουργοῦ, ὤ τῶν θαυμάτων τῆς θείας δημιουργίας! τὴν ἄνοιξι, ἐπάνω στὰ γυμνὰ κλαδιά, φυτρώνουν ἑκατοντάδες – χιλιάδες νέα φύλλα. Ἔ, ἔτσι μοιάζουν καὶ τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ ἀνθρωπότης μένει. Πόσων ἐτῶν εἶνε ὁ κόσμος; Ἂς ἀφήσουμε τοὺς ἐπιστήμονες νὰ τὸ ἐρευνοῦν αὐτό. Ἐμεῖς «κατὰ τὰς Γραφάς» παραδεχόμεθα, ὅτι ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου δὲν εἶνε περισσότερο ἀπὸ δέκα χιλιάδες χρόνια· σὲ τόσο μετρᾷ ὣς τώρα τὸ διάστημα ἡ Ἐκ­κλησία «ἀπὸ κτίσεως κόσμου» (βλ. ἐτήσια Δίπτυχα τῆς Ἐκ­κλησίας τῆς Ἑλλάδος, Πασχάλιον, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας). Ἀλλ᾿ ἐνῷ ἡ ἀνθρωπότης ὡς σύνολο, ὡς σῶμα καὶ κορμός, ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχῃ, τὰ φύλλα –καὶ τὰ φύλλα εἶνε οἱ ἄνθρωποι– ἔρχονται καὶ παρέρχονται ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν. Καὶ κάθε γενεὰ ὑπολογίζεται κατὰ μέσον ὅρον σὲ εἰκοσι­πέντε (25) χρόνια. Συνεπῶς, ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε ὁ Κύριος –ὑ­πολογίστε–, ἔχουν περάσει ὀγδόντα (80) περίπου γενεές.
«Αἱ γενεαὶ νῦν πᾶσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου προσφέρουσι, Χριστέ μου». Κάθε γενεὰ ἔχει τὸν πόνο της, τὰ δάκρυά της, τοὺς ἥρωές της, τὰ μεγάλα ἢ τὰ μικρὰ ὁράματά της, τὰ ἐπιφα­νῆ ἐκεῖνα πρόσωπα, ποὺ τὴν συνταράσσουν. Πόσο ὅμως αὐτὰ διατηροῦνται στὴ μνήμη; Μία μόνο γενεὰ ἢ δύο τὸ πολὺ γενεές. Μετά; Μετὰ σβήνουν τὰ πρόσωπα αὐτὰ σὰν τὰ πυρο­τεχνήματα. Ἀμφιβάλλετε, ὅτι αὐτὴ εἶνε ἡ ἀ­λή­θεια; Σᾶς ἐρωτῶ· πρὶν ἑκατὸ χρόνια ποιές ἦταν οἱ προσωπικότητες ποὺ συγκλόνιζαν ἐ­δῶ τὰ Βαλκάνια; Ἂν πήγαινες εἴτε στὴ Σόφια τῆς Βουλγαρίας εἴτε στὸ Βελιγράδι τῆς Σερβίας εἴτε στὸ Βουκουρέστι τῆς Ῥουμανίας εἴ­τε στὴ δική μας Ἀθήνα εἴτε στὴν Κωνσταντινούπολι, ἐκεῖνοι ἦταν τότε τὰ ὀνόματα τὰ πασί­γνωστα, ποὺ τ᾿ ἀνέφεραν παντοῦ καθημερι­νῶς. Ποῦ εἶνε λοιπὸν αὐτοὶ τώρα; Πᾶνε, λησμονήθηκαν. Ὑπάρχει κανεὶς ποὺ τοὺς θυμᾶ­ται; Πρέπει ν᾿ ἀνοίξουμε τὴν Ἱστορία γιὰ νὰ βροῦμε τὰ πρόσωπα ἐκεῖνα τὰ διάσημα, ποὺ προσέφεραν τότε μικρὲς ἢ μεγάλες ὑπηρεσί­ες στὴν ἀνθρωπότητα. Τώρα ὁ χρόνος, ὁ πανδαμάτωρ χρόνος ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι, τὰ ἔ­σβησε. «Πάντα ῥεῖ καὶ οὐδὲν μένει» (Ἡράκλειτος).
Οἱ ἄνθρωποι, σὰν τὰ φύλλα ποὺ πέφτουν, περνοῦν, φεύγουν, καὶ ἔρχονται ἄλλοι. Ἡ μία γενεὰ διαδέχεται τὴν ἄλλη. Ἐκεῖνο, ποὺ εἰς πεῖσμα τῆς φθορᾶς παραμένει, εἶνε ἡ ῥίζα. Ἡ δὲ ῥίζα τῆς ἀνθρωπότητος εἶνε ὁ Κύριος ἡ­μῶν Ἰησοῦς Χριστός. «Αἱ γενεαὶ νῦν πᾶσαι» ὑ­μνοῦν τὴν ταφὴ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ θὰ τὸν ὑ­μνοῦν πάντοτε. Ἐφ᾿ ὅσον θ᾿ ἀναβλύζουν οἱ πη­γές, θὰ τρέχουν οἱ ποταμοί, θ᾿ ἀνθίζουν οἱ κάμποι, θὰ μαρμαίρουν οἱ ἀστέρες, θὰ λάμπῃ ἥλιος, καὶ σήμερα καὶ αὔριο καὶ μεθαύριο καὶ πάντοτε τὸ ὄνομά Του θὰ δοξάζεται. Σὰν φύλ­λα φθινοπωρινὰ θὰ παρέρχωνται ὅλοι· κι αὐ­τοί, ποὺ τώρα δημιουργοῦν θόρυβο γύρω ἀ­πὸ τὸ ὄνομά τους, θὰ σβήσουν καὶ θὰ μποῦν στὸ μουσεῖο τῆς ἱστορίας. Ἕνας μόνο δὲν θὰ μπῇ στὸ μουσεῖο τῆς ἱστορίας, ὁ Χριστός. Διότι δὲν πέθανε, ἀλλὰ ζῇ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰ­ώνων, εἰς πεῖσμα ὅλων τῶν δαιμόνων, πάσης ἀποχρώσεως καὶ κατευθύνσεως.
Σήμερα, ναὶ τὸ γνωρίζω, ὅτι ἀπὸ πλευρᾶς πίστεως ζοῦμε σὲ ἄσχημη ἐποχή. Ζοῦμε στὸν αἰῶνα τοῦ διαβόλου, ὅπως εἶπε ἕνας Ἄγγλος ἱστορικός. Γίνεται τεράστια προσπάθεια νὰ σβηστῇ μέσα ἀπὸ τὶς καρδιὲς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰ­ησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου. Ὁ δικός μας Ἀ­λέξανδρος Παπαδιαμάντης παρομοιάζει τὸ κλῖμα τῆς ἐποχῆς αὐτῆς μὲ ἔκλειψι ἡλίου. Ὅ­ταν γίνεται ἔκλειψις, τὸ φῶς μειώνεται. Μερικοὶ νομίζουν, ὅτι ὁ ἥλιος ἔσβησε τελείως· ἀλλὰ δὲν περνοῦν πολλὰ λεπτὰ καὶ ὁ ἥλιος λαμπρὸς προβάλλει καὶ πάλι, λέει ὁ Παπαδιαμάντης, καὶ φωτίζει τὰ πάντα.
Ἔκλειψι ἔχουμε, σκότος βαθὺ ἀπὸ «ὥρας ἕκτης ἕως ὥρας ἐνάτης» (Μᾶρκ. 15,33). Ἀλλὰ θαρσεῖ­τε, ἀδελφοί! Καὶ στὴν πλέον διεφθαρμένη καὶ ἄπιστη γενεά, κ᾿ ἐκεῖ ὅπου ἐπικρατεῖ ἀ­θε­ΐα καὶ ὑλισμός, μέσα στὰ ὑπόγεια καὶ τὶς ὀ­πὲς τῆς γῆς ὑπάρχουν ψυχές, καὶ μάλιστα χιλιάδες, ποὺ ὑμνοῦν καὶ λατρεύουν τὸν ἐ­σταυ­ρω­μένο Λυτρωτή μας. Καὶ νὰ εἶστε βέβαιοι ὅ­τι, ἐὰν τὸ καλέσῃ ἀνάγκη, νέοι ὁμολογηταὶ καὶ μάρτυρες θὰ παρουσιαστοῦν. Αὐτὸ ποὺ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας δὲν γράφτηκε ἁ­πλῶς ἀπὸ μία ποιητικὴ ἔξαρσι, ἀλλὰ εἶνε γεγονός· «Αἱ γενεαὶ νῦν πᾶσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου προσφέρουσι, Χριστέ μου».
Ἰδιαιτέρως δὲ οἱ γενεὲς τῶν Ἑλλήνων ὑ­πῆρξαν πάντοτε λάτρεις καὶ ὑμνῳδοὶ τοῦ μεγαλείου τοῦ Ἐσταυρωμένου. Καὶ ἂν μὲ ρωτήσετε, πότε, σὲ ποιά περίοδο τὸν ὕμνησαν περισσότερο, θὰ σᾶς πῶ, ὅτι ἡ γενεὰ ποὺ ὄντως ὕμνησε τὸν Ἐσταυρωμένο, μιὰ γενεὰ μὲ ὅραμα κ᾽ εὐγνωμοσύνη μεγάλη γιὰ τὸ Χριστὸ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη, εἶνε ἡ γενεὰ τοῦ ᾿21. Μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι τότε, ἦταν πιστοί. Τώρα περνᾶμε μία κρίσι παγκοσμίως. Ἀλ­λά, ὅπως εἶπα, θὰ περάσῃ ἡ κρίσι αὐτὴ καὶ ὁ Ἐσταυρωμένος θὰ ἐξακολουθῇ νὰ εἶνε ὁ ἄ­ξονας γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο θὰ στρέφεται ἡ ζωὴ ὅλου τοῦ κόσμου.

* * *

Αὐτὰ τὰ λίγα, ἀδελφοί μου, ἤθελα νὰ πῶ ἐ­πάνω στὸ ἐγκώμιο «Αἱ γενεαὶ νῦν πᾶσαι ὕ­μνον τῇ ταφῇ σου προσφέρουσι, Χριστέ μου».
Καὶ τώρα θὰ σᾶς παρακαλέσω, κατὰ τὴν πε­ριφορὰ τοῦ ἐπιταφίου ν᾿ ἀκολουθήσουμε ὅπως ἁρμόζει. Σήμερα εἶνε ἡμέρα ποὺ θυμόμαστε τοὺς νεκρούς μας. Δάκρυα ἔρχονται στὰ μάτια μας, ὅταν σκεφτοῦμε τοὺς νεκρούς μας, τὴ μητέρα τὸν πατέρα τὰ ἄλλα προσ­φιλῆ μας πρόσωπα. Παλαιότερα τὴ μέρα αὐτὴ πήγαιναν στοὺς τάφους καὶ προσέφεραν ἄνθη. Γιατί τὸ λέω αὐτό; Ἀπόψε, ἀγαπητοί μου, ἂν τὸ πιστεύουμε, κηδεύεται – ποιός; Ἡ μάνα μας; Ὄχι. Ὁ πατέρας μας; Ὄχι. Ποιός κηδεύε­ται; Ἐκεῖνος, ποὺ εἶνε μύριες φορὲς ἀνώτερος ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα μας. Πῶς θὰ τὸν κηδεύσουμε; μὲ ἀστεῖα καὶ γέλια; Σᾶς ἐρωτῶ· στὴν κηδεία ἀγαπημένων προσώπων γελάει κανείς; Ὄχι. Ὅλοι παρακολουθοῦν σκε­πτικοί. Καὶ σήμερα λοιπόν, τώρα ποὺ θὰ γίνῃ ἡ ἐκφορὰ τοῦ ἐπιταφίου, παρακαλῶ κανείς νὰ μὴ μιλᾷ καὶ νὰ μὴ γελᾷ. Σιωπὴ νὰ ἐπικρατῇ, ὥστε ἂν κάποιος ἄλλος μᾶς δῇ νὰ πῇ· Πρά­γματι αὐτοὶ σήμερα ἔχουν κηδεία, πράγματι αὐτοὶ πενθοῦν. Παρακαλῶ ὅλους, τὰ στόματα κλειστά, ὅπως ἂν συνωδεύαμε τὴν κηδεία τοῦ πατέρα μας τῆς μητέρας μας ἢ ἄλλων προσφιλῶν μας προσώπων.
Ὅλοι ὅσοι ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησία ζητοῦμε νὰ νιώσουμε κατάνυξι. Μὴ χαλάσουμε αὐτὴ τὴν ἀτμόσφαιρα. Ἀπὸ ὅλους μας ἐξαρτᾶται. Ἂς λατρεύουμε λοιπὸν τὸν Κύριο «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» (Ἰω. 4,24) πάντοτε, ἀλλὰ ἰ­διαιτέρως τώρα, γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑ­περυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 16-4-1982 τὸ βράδυ μὲ ἄλλο τίτλο. Καταγραφὴ καὶ μικρὰ σύντμησις 21-4-2006 τὸ βράδυ.

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=109624#more-109624