ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

ΑΥΤΟΠΤΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ ΤΟΥ 1453

 

Ιστορικά

Παναγιώτη Γ. Αντωνόπουλου- Παναγιώτη Κ. Μαγκάφα

ΑΥΤΟΠΤΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ ΤΟΥ 1453

Τέσσαρες αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις

    Η απόφαση του Μωάμεθ του Β’ να πολιορκήσει την Άνοιξη του 1453 την Κωνσταντινούπολη οδήγησε χιλιάδες ανθρώπους από διάφορες φυλές και γένη να ζήσουν το ιστορικό αυτό γεγονός πολεμώντας μέσα και έξω από τα τείχη της πόλης των πόλεων (2). Είναι γνωστό πως στο στρατό του σουλτάνου εκτός των Οθωμανών υπηρετούσαν Σέρβοι, Ούγγροι, Αλβανοί, ακόμη και Ρώσοι και Έλληνες, οι περισσότεροι χριστιανοί στο θρήσκευμα. Αντίστοιχα οι υπερασπιστές της Πόλεως δεν ήσαν μόνο Βυζαντινοί, αλλά και ένας αριθμός Δυτικών, Ιταλών περισσότερο, και κάποιων Βαλκάνιων, Σέρβων και Ούγγρων κυρίως.

Στο άρθρο αυτό καταβάλλεται προσπάθεια να εξετασθεί συγκριτικά ένας κατά την κρίση μας ενδεικτικός αριθμός γραπτών μαρτυριών ανθρώπων που έζησαν και κατέγραψαν οι ίδιοι τα γεγονότα της πολιορκίας και της αλώσεως (3). Βασικός στόχος υπήρξε η ανάδειξη των ιδιαιτέρων οπτικών των μαρτυριών αυτών, της διαφορετικότητας τους και των αναπάντεχων ταυτίσεων, τουλάχιστον όσων δεν οφείλονται σε τυχαίους παράγοντες ή κοινώς παραδεκτά γεγονότα.

Αυτόπτες της αλώσεως

   Δύο Βυζαντινοί, ο Γεννάδιος (Γεώργιος) Σχολάριος (1405 -1472) και ο Γεώργιος Σφραντζής (1401-1477), ήσαν οι ίδιοι παρόντες στα γεγονότα και έγραψαν για την άλωση (4). Και οι δύο μας είναι αρκετά γνωστοί. Ο πρώτος ως ηγέτης των ανθενωτικών της εποχής του και μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο άλλος ως σπουδαίος Βυζαντινός αξιωματούχος. Από την πλευρά των λαών της Βαλκανικής και της ανατολικής Ευρώπης τα γεγονότα έζησαν από κοντά ο Μιχαήλ Κωνσταντίνοβιτς από την Οστρόβιτσα της Σερβίας, ο οποίος και έγραψε μια σύντομη αφήγηση για την άλωση της Πόλης, και ο Ρώσος Νέστορας Ισκενδέρης. Και οι δύο συνέβη να υπηρετούν στο στρατό του σουλτάνου.

Περισσότεροι αριθμητικά είναι οι Δυτικοί αυτόπτες μάρτύρες που κατέγραψαν τα γεγονότα της αλώσεως. Ο Βενετός ευπατρίδης Νικολό Μπάρμπαρο (Nicolo Barbaro) έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, ως ναυτικός ιατρός σε μια βενετική γαλέρα, λίγο πριν αρχίσει η πολιορκία της από τους Οθωμανούς. Στο Ημερολόγιό του καταγράφει καθημερινά και με μεγάλη χρονολογική ακρίβεια σχεδόν όλες τις εξελίξεις. Ιταλός ήταν και ο Γενουάτης potest à της αυτόνομης πόλης του Γαλατά στο Πέραν. Ο Angelo Giovanni Lomellino λίγες ημέρες μετά την άλωση της Πόλεως συνέταξε μιαν έκθεση προς την γενουατική κυβέρνηση, απ’ όπου αντλούμε πληροφορίες για την παράδοση του Γαλατά στους Οθωμανούς, αλλά και για την πτώση της Πόλεως. Επίσης Γενουάτης στην καταγωγή ήταν ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος της Μυτιλήνης Λεονάρδος, ο οποίος γεννήθηκε το 1395/6 στη Χίο. Στις 16 Αυγούστουτου 1453 ο Λεονάρδος απηύθυνε στα λατινικά μιαν επιστολή στον Πάπα Νικόλαο V, όπου με τρόπο ψυχρό αλλά λεπτομερή καταγράφει τα γενόμενα στην Κωνσταντινούπολη. Με αφορμή την άλωση έγραψε τέσσαρες επιστολές στα λατινικά και ο Καρδινάλιος Ισίδωρος, δύο προς τον Πάπα Νικόλαο V, μία προς τον συμπατριώτη του Καρδινάλιο Βησσαρίωνα και μία προς το χριστεπώνυμον πλήρωμα. Ο Ισίδωρος, Βυζαντινός και ο ίδιος, είχε έρθει στην Κωνσταντινούπολη περί τα τέλη Οκτωβρίου του 1452 προκειμένου να παραστεί ως παπικός λεγάτος στην ενωτική λειτουργία που θα ελάμβανε χώρα στις 12 Δεκεμβρίου στην Αγία Σοφία. Ήσσονος σημασίας ιστορικές αφηγήσεις μας έχουν αφήσει πέντε ακόμη Δυτικοί, μάρτυρες οι ίδιοι των γεγονότων, ο ηγούμενος της Μονής των Φραγκισκανών μοναχών στην Κωνσταντινούπολη, ο Φλωρεντινός στρατιωτικός Telaldi, οι Γενουάτες Modaldo και Cristoforo Richerio, καθώς και ο λόγιος της Μπρέσια Umbertino Pusculus.

Πολύ λίγο χρήσιμες μας είναι οι μαρτυρίες των Οθωμανών. Τόσο ο Ασίκ Πασαζαντέ, όσο και οι Τουρσούν Μπέη και Νεσρή, στις αφηγήσεις τους παρουσιάζουν επιγραμματικά την πολιορκία και την άλωση. Βρίσκουν περισσότερο ενδιαφέρον στην περιγραφή του πολιτικού κλίματος στην αυλή του σουλτάνου και των ραδιουργιών διαφόρων Οθωμανών αξιωματούχων.

Από τις μαρτυρίες αυτοπτών που κατεγράφησαν έως αυτού του σημείου κάποιες παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον ιστορικό της πολιορκίας. Έτσι, η…επί τη αλώσει της Πόλεως και τη παραιτήσει της αρχιερωσύνης επιστολή του Σχολαρίου, που προσεγγίζει τα γεγονότα με θεολογίζουσα διάθεση, το σύντομο και γενικόλογο έργο του Μιχαήλ Κωνσταντίνοβιτς, η απολογητική αναφορά του Angelo Giovanni Lomellino και οι πολύ σύντομες, αν και γραμμένες με σοβαρότητα, επιστολές του Καρδιναλίου Ισιδώρου δεν θα μας απασχολήσουν εδώ. Αντίθετα θα εξετάσουμε το Χρονικόν του Σφραντζή, που ως μαρτυρία ανθρώπου ο οποίος έζησε τα γεγονότα δίπλα στον τελευταίο αυτοκράτορα είναι πολύτιμο, το έργο του Νέστορος Ισκενδέρη, που μας δίνει μια πιο αντιπροσωπευτική εικόνα των ανθρώπων που βρέθηκαν ακούσια με το μέρος των επιτιθεμένων, το ημερολόγιο του Νικολό Μπάρμπαρο, που αποτελεί την εκτενέστερη και πλέον αντικειμενική δυτική μαρτυρία της πολιορκίας, και βεβαίως την επιστολή του ιδιόρρυθμου Λεονάρδου του Χίου, που είναι πολύτιμη διότι μας δίδει την οπτική γωνία ενός σκληρού παπικού αρχιερέα αρκετά ψυχρού προς το σχισματικό Βυζάντιο.

Το Ρωσικό Χρονικό

   Το σλαβικό χρονικό, που έγινε γνωστό ως Ρωσικό Χρονικό, αποδόθηκε σε κάποιον Νέστορα Ισκενδέρη (Nestor Iskander ή Iskender), του οποίου η ύπαρξη ως ιστορικού προσώπου αμφισβητήθηκε έντονα. Στον κολοφώνα του παλαιοτέρου χειρογράφου του Ρωσικού Χρονικού, στον κωδ. αρ. 773 της Λαύρας του Αγίου Σεργίου στη Ρωσία, που χρονολογείται στις αρχές του ΙΣΤ’ αιώνα, υπάρχει μικρό βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα. Αν το σημείωμα αυτό ισχύει, τότε ο συγγραφέας του λεγομένου Ρωσικού Χρονικού ήταν κάποιος χριστιανός ρωσικής πιθανόν καταγωγής, που κατά δήλωσή του τον είχαν απαγάγει σε μικρή ηλικία οι Οθωμανοί και τον εξισλάμισαν παρά τη θέλησή του (5).

Ο Νέστορας Ισκενδέρης υπηρέτησε στο στράτευμα του σουλτάνου ως μωαμεθανός και έλαβε μέρος σε πολλές εκστρατείες και στην πολιορκία της Πόλης. Έννοια του ήταν να αποφεύγει να λαμβάνει μέρος στις φονικές μάχες μεταχειριζόμενος διάφορα τεχνάσματα. Σκοπός του ήταν να αποφύγει το θάνατο και να βρει μελλοντικά την ευκαιρία να γίνει και πάλι χριστιανός. Φαίνεται πως την επιδίωξή του αυτή κάποτε την έκανε πράξη και διέφυγε προς τη Ρωσία, όπου και κυκλοφορήθηκε η αφήγησή του. Ο Ισκενδέρης, όπως ο ίδιος λέει, κρυφοσημείωνε από το σουλτανικό στρατόπεδο τα τεκταινόμενα περί την Πόλη και μετά την άλωση είχε την ευκαιρία να εμπλουτίσει τις σημειώσεις του και με πληροφορίες από πρώην υπερασπιστές της που είχαν επιβιώσει.

Το Ρωσικό Χρονικό του Νέστορα Ισκενδέρη είναι ένα αρκετά εκτενές κέιμενο. Σκοπός του είναι να καταγράψει τα της πολιορκίας και της αλώσεως (6). Στην αρχή μας παρουσιάζει την ιστορία της ίδρυσης της Κωνσταντινουπόλεως από τον Μέγα Κωνσταντίνο και στη συνέχεια αρχίζει η λεπτομερής περιγραφή της πολιορκίας και κυρίως των μαχών και των εφόδων. Περιγράφονται τα τραγικά γεγονότα της αλώσεως και οι λεηλασίες που ακολούθησαν, κατόπιν η είσοδος του Μωάμεθ στην Πόλη, η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε ισλαμικό τέμενος και η τύχη του νεκρού του τελευταίου αυτοκράτορα. Η αφήγηση κλείνει με την παράθεση χρησμών για την ανάκτηση της Πόλεως και το διωγμό των Οθωμανών και με το σύντομο βιογραφικό σημείωμα του Ισκενδέρη.

Το κείμενο έχει γραφεί στη ρωσική γλώσσα της εποχής του και πρέπει να υπέστη λόγια επεξεργασία περί το 1480. Ελληνικές και τουρκικές λέξεις ή φράσεις απαντούν ωστόσο στο κείμενο, που έχει γραφεί γενικότερα σε ύφος απλοϊκό. Ο Ισκενδέρης μας παρουσιάζει τα γεγονότα τοποθετημένα σε χρονολογική σειρά, που όμως δεν φαίνεται να είναι ικανοποιητικά ακριβής. Από το βιογραφικό σημείωμα στο τέλος του έργου του φαίνεται πως κρατούσε κάθε μέρα σημειώσεις στις οποίες αργότερα έδωσε τη μορφή ενιαίου κειμένου.

Ο ίδιος ο Ισκενδέρης φαίνεται πως είναι πιστός χριστιανός και έχει φόβον Θεού. Στο πολλές φορές αινιγματικό κείμενό του παραθέτει συνεχώς από την αρχή χρησμούς και θρύλους. Ο Μέγας Κωνσταντίνος στην ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως βλέπει έναν αετό να συμπλέκεται με ένα φίδι και οι σοφοί της αυτοκρατορίας του εξηγούν το σημείο. Ακόμη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας αναφέρονται δύο αρνητικά για τους Βυζαντινούς σημεία. Στις 24 Μάίου μεγάλη πύρινη φλόγα βγαίνει από τα παράθυρα του τρούλου της Αγίας Σοφίας και ανεβαίνει για να χαθεί στους ουρανούς. Και την τελευταία νύχτα ζοφερό σκοτάδι σκεπάζει την Πόλη και για πολύ ώρα βρέχει μεγάλες κατακόκκινες στάλες βροχής. Ακόμη στο τέλος του κειμένου γίνεται ικανή αναφορά στους χρησμούς για το ξανθό γένος, που θα απαλλάξει την Πόλη από τους άπιστους.

Η αφήγηση του Ισκενδέρη είναι πολύ ζωντανή. Οι περιγραφές των συγκρούσεων θυμίζουν σε πολλά σημεία τις στερεότυπα επαναλαμβανόμενες ομηρικές περιγραφές μαχών, ενώ παρουσιάζονται ήρωες και των δύο πλευρών. Ιδιαίτερο θαυμασμό είναι εμφανές πως τρέφει ο συγγραφέας για τον Ιουστινιάνη. Ενώ ως φανταστικοί πρωταγωνιστές των εντός της Πόλεως διαδραματιζομένων φαίνονται στο κείμενο ένας Πατριάρχης καθώς και μία αυτοκράτειρα. Κατά τα άλλα η δραματική περιγραφή του Ισκενδέρη εμπλουτίζεται από ολόκληρες προσευχές και θρήνους του αυτοκράτορα, των αξιωματούχων, του Πατριάρχη και του κλήρου, της αυτοκράτειρας και των γυναικών της αυλής, των κατοίκων της Πόλεως, που παρουσιάζονται αντιθετικά με τις προσευχές των Οθωμανών. Επιπλέον συναισθηματικά φορτισμένη είναι η περιγραφή της εισόδου του σουλτάνου στην Αγία Σοφία και η εύρεση της κεφαλής του νεκρού αυτοκράτορα.

Ο Ισκενδέρης αναφέρει και περιγράφει στο έργο του τις πολιορκητικές μηχανές των Οθωμανών και κυρίως την ουγγρική μπομπάρδα. Αναφέρεται συγκεκριμένα σε κανόνια. Υπονοεί πως αντίστοιχα μικρότερα κανόνια διέθεταν και οι Βυζαντινοί. Όμως προς έκπληξη του αναγνώστη δεν αναφέρει τίποτε για τη διάβαση των πλοίων του σουλτάνου μέσω του Γαλατά από το Βόσπορο στον Κεράτιο. Σαφώς το Ρωσικό Χρονικό δεν μπορεί να αποτελέσει πηγή αξιόπιστη για τα εντός της Πόλεως. Αποτελεί όμως πηγή εν πολλοίς πολύτιμη για το οθωμανικό στρατόπεδο, με τις τόσες λεπτομέρειες που μας παραδίδει για τις θέσεις του στρατεύματος, τον οπλισμό, τις εφόδους και το κλίμα που επικρατούσε στις τάξεις των επιτιθεμένων (7).

Το Χρονικόν του Σφραντζή

    Ο Γεώργιος Σφραντζής (8) γεννήθηκε στην Πόλη στις 30 Απριλίου του 1401. Διετέλεσε γραμματεύς του Μανουήλ Β’ και έπειτα σύμβουλος του Κωνσταντίνου Δράγαση-Παλαιολόγου, με τον οποίο υπήρξε και φίλος. Από το έργο του φαίνεται πως δεν ευνοούσε την Ένωση των Εκκλησιών, ωστόσο υποστήριξε πιστά την πολιτική των αυτοκρατόρων των οποίων υπήρξε σύμβουλος. Μετά την άλωση αιχμαλωτίσθηκε μαζί με την οικογένειά του από τους Οθωμανούς και με δυσκολία απελευθερώθηκε. Κατέφυγε στην Πελοπόννησο και μετά το 1460 αναχώρησε με το δεσπότη Θωμά Παλαιολόγο για την Κέρκυρα. Εκεί μένει και το 1468 κήρεται μοναχός Γρηγόριος. Πεθαίνει μετά το 1477, οπότε και τελειώνει η αφήγηση του χρονικού του. Το ιστορικό έργο του καλύπτει τα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου και τα χρόνια αμέσως μετά την άλωση (9). Το χρονικό του Γεωργίου Σφραντζή μας παραδόθηκε σε δύο μορφές, το Chronikon Minus και το Chronikon Majus. Στο Chronikon Minus ο Σφραντζής αφηγείται ουσιαστικά με συντομία τη ζωή του, δηλαδή το χρονικό διάστημα από το 1413 ως το 1477. To Chronikon Majus, πολύ μεγαλύτερο σε έκταση από το Minus, είναι ουσιαστικά το ιστορικό του οίκου των Παλαιολόγων. Η έρευνα απέδειξε ότι το Majus είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό προϊόν νόθευσης κυρίως από το μητροπολίτη Μονεμβασίας Μακάριο Μελισσηνό (μέσα ΙΣΤ’-αρχές ΙΖ’αι.), αλλά και από άλλους (10). Έτσι μετά βεβαιότητος μπορούμε να αποδώσουμε στο Σφραντζή μόνο το χρονικό Minus.

Στο Minus τα ιστορικά της αλώσεως περιγράφονται πολύ συνοπτικά και σε γλώσσα πολύ κοντά στη δημώδη ελληνική της εποχής. Το ύφος είναι εύκολο και χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις. Ο Σφραντζής αναφέρεται αρχικά στις προετοιμασίες του σουλτάνου και στην έναρξη της πολιορκίας και απαριθμεί τις δυνάμεις των αντιπάλων. Έπειτα αναφέρεται απευθείας στα γεγονότα της αλώσεως και του θανάτου του αυτοκράτορα, καθώς ακροθιγώς και στις προσωπικές του περιπέτειες. Ακολουθεί ένα εκτενέστερο τμήμα της αφήγησης, όπου ο Σφραντζής ερευνά τα αίτια της αλώσεως και στοιχειοθετεί κατηγορείες κατά παλαιών συμμάχων της αυτοκρατορίας. Τις των Χριστιανών ή τάχα του βασιλέως της Τραπεζούντος ή των Βλάχων ή των Ιβήρων απέστειλαν ένα οβολόν ή ένα άνθρωπον εις βοήθειαν ή φανερώς ή κρυφίως; διερωτάται κάπου (11) χαρακτηριστικά. Τέλος ο Σφραντζής αναφέρεται στις απέλπιδες προσπάθειες του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου από την ημέρα που ανέβηκε στο θρόνο προκειμένου να αποτραπεί το χειρότερο.

Φαίνεται πως ο Σφραντζής, παρά τις υψηλές ευθύνες που συνεπαγόταν η θέση του, έβρισκε το χρόνο να κρατά σημειώσεις κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, τις οποίες πιθανόν έχασε όταν αιχμαλωτίσθηκε. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι το έργο του δεν διακρίνεται από εξαιρετική χρονολογική ακρίβεια. Ως αυλικός έχει και αυτός τις προσωπικές προκαταλήψεις του και τρέφει εμφανώς αντιπάθειες, όπως για παράδειγμα για το πρόσωπο του Μέγα Δούκα Λουκά Νοταρά. Ο Σφραντζής επιμένει ιδιαίτερα στην καταγραφή του ρόλου και της πολιτικής του τελευταίου αυτοκράτορα, ενώ γενικά το κείμενό του χαρακτηρίζεται από απόλυτο σεβασμό στη μνήμη του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, αλλά και από παράπονο για την κατάληξη των γεγονότων. Κατά τα λοιπά η αφήγησή του μπορεί να χαρακτηρισθεί τίμια, αρκετά ζωντανή και πειστική.

Το Ημερολόγιο του Νικολό Μπάρμπαρο

    Ο Νικολό Μπάρμπαρο κατέγραψε τα ιστορικά της αλώσεως στο Ημερολόγιό του, το οποίο μας παραδίδεται επεξεργασμένο από τον ίδιο μετά την άλωση υπό τον τίτλο Giornale dell ‘ assedio di Costantinopoli ‘ (12). To κείμενο, που είναι αρκετά εκτενές, είναι γραμμένο στη βενετική διάλεκτο της εποχής (13). Στο έργο απαντούν συχνά και λέξεις ελληνικές ή τουρκικές. Το γλωσσικό ύφος είναι απλό και οι εικόνες αρκετά ζωντανές. Ο Νικολό Μπάρμπαρο κρατούσε λεπτομερείς σημειώσεις σχεδόν μέρα παρά μέρα και έτσι είναι αρκετά ακριβής στις ημερομηνίες που μας παραδίδει. Στο κείμενό του τα αφορώντα στην πολιορκία αρχίζουν με τις προετοιμασίες των δύο μερών και συ νεχίζονται με την περιγραφή της έναρξης των πρώτων αψιμαχιών, των μαχών και των εφόδων. Η άλωση δίδεται επιγραμματικά, ενώ αναφέρονται αρκετά για τις μετά την άλωση βιαιότητες και την προσπάθεια των Δυτικών και δη των Βενετών να διαφύγουν. Το Ημερολόγιο κλείνει με ένα σημείωμα του συγγραφέα με στοιχειώδεις πληροφορίες για τον ίδιο και για το έργο του (14) και δύο παραγράφους με πληροφορίες για κάποια γεγονότα μετά την άλωση, όπως την τραγική κατάληξη ενός gran baron greco – μάλλον του Λουκά Νοταρά.

Ο Μπάρμπαρο φωτίζει ιδιαίτερα στην περιγραφή του τα όσα διαδραματίστηκαν στη θάλασσα. Περιγράφει με λεπτομέρεια τις κινήσεις των αντιπάλων στόλων, την άλυσο (cadena) που έφραζε την είσοδο του Κερατίου, τη διαπεραίωση τμήματος του οθωμανικού στόλου από το Βόσπορο στον Κεράτιο. Ακόμη αναφέρεται εκτενώς στα κανόνια του στρατού του σουλτάνου, στους συνεχείς βομβαρδισμούς της Πόλης και, όπως είναι φυσικό, στη μεγάλη και εντυπωσιακή μπομπάρδα (bombarda grossa) ιδιαιτέρως. Μεγάλο μέρος στης αφήγησής του αφιερώνει ο Μπάρμπαρο στους Δυτικούς υπερασπιστές της Πόλεως, στην έλευση του άρχοντα Ιουστινιάνη (Zuan Zustignan Zenovexe), στις θέσεις που ανέλαβαν να υπερασπισθούν οι Βενετοί ευγενείς, στο φόβο που ένοιωθαν όλοι οι Δυτικοί για τα πλοία τους (una gran paura la nostra armada), αλλά και αντιμετωπίζοντας τους άγριους γενίτσαρους (janissari), καθώς επίσης και στις προσπάθειες των Δυτικών να διαφύγουν μετά την άλωση.

Σε αρκετά σημεία φαίνεται η αντιπάθεια του Μπάρμπαρο για τους Γενουάτες. Χα ρακτηριστικά τους αποκαλεί i Zenovexi de Pera, nemigi de la fede cristiana και i maledetti Zenovexi de Pera rebeli de la fede cristiana. Ενδιαφέρουσες είναι και οι προσφωνήσεις των δύο πρωταγωνιστών της πολιορκίας. Ο σουλτάνος αποκαλείται με κάποια ειρωνία signor Turco ή απαξιωτικά perfido Turco και Turco pagan, ενώ ο Βυζαντινός αυτοκράτορας serenissimo imperador Constantin. Και ο Μπάρμπαρο, όπως και όλες οι πηγές για την άλωση, αναφέρεται σε μεγάλο αριθμό προφητειών (profetie), αλλά και σε ένα θαυμαστό σημείο της σελήνης (mirabel segnal in zielo), καθώς βεβαίως και στις προσευχές και των δύο πλευρών: Μα lor pagani tuto el zorno e tuta la notte non fexe mai altro che pregar el suo Macometo και e nui cristiani, tuto el di e la note, pregavemo Dio con la sua mare Madona santa Maria e tuti santi e sante che xe in cielo.

Η επιστολή του Λεονάρδου της Χίου

    Πολύτιμη ως μαρτυρία είναι και η επιστολή του Λεονάρδου του Χίου (1395/6-1459) (15). Είναι ένα αρκετά μεγάλο και μεστό κείμενο, γραμμένο με πυκνότητα και δομή στη λατινική γλώσσα που χρησιμοποιούσε η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία τότε. Στην επιστολή ο Λεονάρδος απευθύνεται στον Πάπα Νικόλαο V (ad beatissimum dominum nostrum Nicolaum papam quintum). Αρχικά εξηγεί τους λόγους που τον ώθησαν να συγγραφεί αυτή την επιστολή. Ακολούθως παραθέτει κάποια επικριτικά σχόλια για τους βασικότερους πρωταγωνιστές των γεγονότων με βάση τη συμπεριφορά τους στο ζήτημα της Ενώσεως των Εκκλησιών (unione Graecorum), για το οποίο άλλωστε είχε και ο ίδιος βρεθεί κατά τις κρίσιμες εκείνες στιγμές στην Κωνσταντινούπολη. Το τμήμα της επιστολής όπου περιγράφονται με πλήθος λεπτομέρειες τα γεγονότα είναι και το μεγαλύτερο. Η επιστολή κλείνει με την περιγραφή της άλωσης, των λεηλασιών και των πράξεων ιεροσυλίας, την αναφορά στο τραγικό τέλος της οικογένειας του Λουκά Νοταρά και την κατάληξη της πόλεως του Πέραν.

Η επιστολή του Λεονάρδου διαφέρει σαφώς σε αρκετά σημεία από τις άλλες μαρτυρίες αυτοπτών, που εξετάσαμε ως τώρα (16). Ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος της Μυτιλήνης (17) δεν ενδιαφέρεται τόσο για τον ακριβή χρόνο που έλαβε χώρα το κάθε περιστατικό που καταγράφει. Αναφέρει όμως κάποιες ημερομηνίες σημαντικές για τη λειτουργία της αφήγησής του. Ο αναγνώστης δεν συναντά στο κείμενό του τις αναφορές των άλλων σε θρύλους, μύθους ή δεισιδαιμονικές εξηγήσεις ουρανίων σημείων. Αναφέρεται μόνον ένα ουράνιο φαινόμενο, που οι αντιμαχόμενοι το εξέλαβαν ως σημείο. Δεν υπάρχουν συνεχείς και εκτενείς περιγραφές των προσευχών και λιτανειών στην Πόλη. Μόνο μία αναφορά με θαυμασμό στην ευσέβεια των Οθωμανών: Nos tantam religionem admirati και στο παράξενο είδος της προσευχής τους.

Ο Λεονάρδος μας παραδίδει μεγάλο αριθμό ονομάτων μαχητών και από τις δύο πλευρές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Theodorus Caristino, Theophilus Graecus Palaeologo, Chirluca από τους Βυζαντινούς, οι Mauritius Cataneus, Catarinus Contareno, Hieronymus Italianus, Leonardus de Langasco από τους Δυτικούς, οι Zaganus, Calilbasciae, Thuracan από τους Οθωμανούς. Στην επιστολή περιγράφονται με λεπτομέρεια όλα σχεδόν τα γεγονότα, χωρίς να παρατίθενται περιττές, στερεότυπες εκτενείς περιγραφές μαχών ή εφόδων.

Όπως και ο Μπάρμπαρο, έτσι και ο Λεονάρδος αφιερώνει ικανό μέρος της αφήγησής του στα διαδραματιζόμενα στη θάλασσα. Και βεβαίως δεν του διαφεύγει η άλυσος του Κερατίου και οι επιτυχείς επιχειρήσεις των πλοίων των αμυνόμενων ή η διαπεραίωση των πλοίων του σουλτάνου στον Κεράτιο. Παράλληλα αναφέρεται στους βομβαρδισμούς της Πόλης και στην μεγάλη μπομπάρδα, στα λαγούμια που έσκαβαν επιτιθέμενοι και αμυνόμενοι κάτω από τα τείχη της Πόλεως, στις θέσεις που είχαν υπ’ ευθύνη τους οι διάφοροι ευγενείς και, όπως όλοι, στον ηρωισμό του Ιουστινιάνη (Johannes Longus de Justinianorum).

Στο ίδιο κείμενο ο Λεονάρδος δεν διστάζει να επιρρίψει ευθύνες στον Ισίδωρο, τον Γεννάδιο, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και τα μέλη της συγκλήτου για την αποτυχία της Ενώσεως των Εκκλησιών. Αναφέρεται με δέος και θαυμασμό στην πολεμική μηχανή και ανδρεία των Οθωμανών και δη των γενιτσάρων (genizari). Παρουσιάζει τους Γενουάτες του Πέραν ως δειλούς. Ψέγει τον Ιουστινιάνη, γιατί επέλεξε έναν κοινό θάνατο λίγο μετά την άλωση, αντί να παραμείνει στη θέση του και να πεθάνει ως ήρωας, και εντέλει αποδίδει κάθε αρνητική εξέλιξη στην ανικανότητα των Βυζαντινών και την οργή του Θεού για τις αμαρτίες τους (Deus misit Mehemet… Christianorum capitalem hostem).

Συμπεράσματα

    Κάθε μία περίπτωση εκ των τεσσάρων αυτοπτών των οποίων οι περιπτώσεις εν συντομία εξετάσθηκαν αντιπροσωπεύει με τρόπο αυθεντικό ένα διαφορετικό κόσμο. Ο Ισκενδέρης γράφει ως απλός άνθρωπος σχεδόν αιχμάλωτος των Οθωμανών. Βλέπει να εξελίσσεται εμπρός του ένα ιστορικό γεγονός ιδιαίτερης σημασίας και αισθάνεται την υποχρέωση να το καταγράψει. Η περιγραφή του δείχνει έλλειψη δόλου και καθαρή ματιά, αλλά και απλοϊκή δεισιδαιμονία. Ο Σφραντζής, αυλικός και έμπειρος πολιτικός, με αίσθημα πικρίας προσπαθεί να εντοπίσει στην πολιτική και τη διπλωματία τα αίτια της αλώσεως. Νοσταλγεί το νεκρό αυτοκράτορα του και την αυτοκρατορία του και σε μια προσπάθεια να βρει πειστικές στον ίδιο εξηγήσεις γίνεται ενίοτε σκληρός με τους ανθρώπους. Η οπτική του Νικολό Μπάρμπαρο είναι αυτή του Βενετού που αγαπά και ζει τη θάλασσα. Αντιπαθεί τους Γενουάτες και συμπονά τους Βυζαντινούς. Αντιλαμβάνεται την πολιορκία ως μάχη των χριστιανών εναντίον των απίστων. Μοιάζει κατά τούτο με τον Ισκενδέρη, ότι δεν είχε κατά νου του να γράψει ιστορία. Ίσως για το λόγο αυτόν κατέγραψαν και οι δύο τα όσα είδαν σε ημερολόγιο.

Ο Λεονάρδος, περίπτωση εντελώς ξεχωριστή, είναι ένας κληρικός καριέρας. Χρόνια ολόκληρα εντρύφησε στη δυτική θεολογική σκέψη κυρίως μέσα από πραγματείες και ομιλίες στα λατινικά. Το γεγονός αυτό τον κάνει να νοιώθει το Βυζάντιο ξένο και σίγουρα υποδεέστερο της Δύσης, όχι μόνο οικονομικά ή στρατιωτικά, αλλά και πολιτισμικά, πνευματικά. Ζει την πολιορκία ως κακό που δεν στάθηκε δυνατό να αποφύγει. Παρατηρεί με αρκετή ψυχραιμία τα όσα διαδραματίζονται. Ορθολογιστής καθαρά δεν αναφέρεται σε προφητείες ή χρησμούς. Δεν αναλίσκεται στην καταγραφή δακρύβρεχτων προσευχών, αλλά των γεγονότων ως έχουν, χωρίς να διστάζει να ασκεί αυστηρή κριτική, όπου το κρίνει σκόπιμο.

Λυδία λίθο της διαφορετικότητος της οπτικής κάθε πηγής αποτελεί η αντιμετώπιση του ακανθώδους ζητήματος της Ενώσεως των Εκκλησιών. Ο Σφραντζής, καθαρά αντίθετος στην προοπτική της Ενώσεως, προσγράφει πάντως στα θετικά του Κωνσταντίνου IB ‘ την φιλενωτική πολιτική του. Φαίνεται να την αντιμετωπίζει εκών άκων ως αναγκαιότητα για τη σωτηρία της Πόλεως στους έσχατους αυτούς καιρούς και δεν κατηγορεί ουδέ κατ’ελάχιστο τον αυτοκράτορά του. Ο Ισκενδέρης ζώντας εν μέσω απίστων το διπλό δράμα της αιχμαλωσίας του και της πολιορκίας δεν αναφέρεται ούτε στιγμή στην έριδα. Την αγνοεί ίσως. Ο Μπάρμπαρο δεν φαίνεται να επηρεάζεται από την ύπαρξη των δύο παρατάξεων, ενωτικών-ανθενωτικών. Φαίνεται απίθανο να μη γνώριζε την εσωτερική διαμάχη των Βυζαντινών, αλλά δεν αναφέρεται σε αυτήν. Και για αυτόν, όπως και για τον Ισκενδέρη, το διακύβευμα είναι άλλο, σπουδαιότερο και μεγαλύτερο: η Κωνσταντινούπολις. Μόνος ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος αναφέρεται λεπτομερώς ιδίως στην αρχή της επιστολής του στο ζήτημα. Το θεωρεί μείζον τόσο, ώστε ο αναγνώστης να νοιώθει διεξερχόμενος το έργο πως τα εξιστορούμενα γεγονότα διαδραματίζονται με φόντο την άρνηση των Βυζαντινών να αποδεχθούν την Ένωση των Εκκλησιών. Η ψυχρότητά του, το μένος του κατά του Βυζαντίου εξηγούνται από τη σημασία που ο ίδιος και η δυτική Εκκλησία προσέδιδαν στο ζήτημα αυτό.

Παρά τη διαφορετικότητα των πηγών, βρίσκει κανείς σ’αυτές και αρκετά κοινά στοιχεία, όπως λόγου χάριν την επιμονή και των τεσσάρων πηγών να αναφέρονται στους Βυζαντινούς χρησιμοποιώντας το εθνικό ουσιαστικό Έλληνες (Griexi, Graeci). Η αντιμετώπιση του Ιουστινιάνη παρουσιάζει επίσης ενδιαφέρον. Σφραντζής και Λεονάρδος, που και οι δύο αντιμετωπίζουν τα γεγονότα ως έμπειροι περί τα πολιτικά, προβαίνουν σε σχεδόν πανομοιότυπα αρνητικά σχόλια -αν και ο Λεονάρδος είναι και πάλι πιο έντονος- για το τέλος που επέλεξε να έχει ο Ιουστινιάνης. Ο Ισκενδέρης όμως, όπως και ο Μπάρμπαρο, αντιμετωπίζουν τον Ιουστινιάνη με μεγάλο θαυμασμό και δεν σχολιάζουν καθόλου το αν έπρεπε να μείνει ή όχι επί των επάλξεων έως το τέλος.

Αντίστοιχη είναι και η περίπτωση των διαφορετικών εκδοχών για το τέλος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και την τύχη μετέπειτα του νεκρού του, όπως και οι διάφορες αναφορές στο τέλος του Νοταρά και της οικογένειάς του. Ο Σφραντζής βεβαιώνει πως ο αυτοκράτωρ σκοτώθηκε την ώρα της αλώσεως (18). Ο Λεονάρδος λέει πως ο Κωνσταντίνος έπεσε μαχόμενος στην πύλη του Αγίου Ρωμανού (19). Ο Μπάρμπαρο παρουσιάζει δύο εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη η τύχη του αυτοκράτορος παραμένει άγνωστη. Σύμφωνα με τη δεύτερη ο νεκρός του εντοπίσθηκε στην porta του Αγίου Ρωμανού (20). Ο Ισκενδέρης τέλος αναφέρει ότι ο αυτοκράτωρ σκοτώθηκε μαχόμενος (21) και η κεφαλή του παραδόθηκε στο σουλτάνο από ένα Σέρβο. Ο Ισκενδέρης μεταφέρει ακόμη φήμες σύμφωνα με τις οποίες το σώμα του αυτοκράτορος ενταφιάσθηκε κάπου στο Γαλατά.

Βλέπει έτσι κανείς, όχι μόνο τη διαφορά της οπτικής τεσσάρων ανθρώπων, που έτυχε να ζήσουν οι ίδιοι τα γεγονότα της αλώσεως και που προέρχονταν από κόσμους διαφορετικής κουλτούρας και παραδόσεων, αλλά και τα σημεία όπου οι οπτικές όλων τους ή κάποιων εξ αυτών συγκλίνουν αναπάντεχα. Αυτό ακριβώς είναι ένα από τα στοιχεία που διακρίνουν τα σπουδαία ιστορικά γεγονότα από τα λιγότερο σημαντικά, ότι δηλαδή επιδέχονται πολλών και διαφορετικών ερμηνειών και προσεγγίσεων, όπως ακριβώς συνέβη και συμβαίνει και με την περίπτωση της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως.

 

 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) Η παρούσα ανακοίνωση παρουσιάσθηκε στο Συνέδριο υπό τον τίτλο ’λωση και αυτόπτες μάρτυρες. Ο νέος τίτλος της ανακοίνωσης επελέγη και χρησιμοποιείται εδώ ως ορθότερος.

(2) Για τα περί την άλωση γεγονότα καθώς και για τους πρωταγωνιστές της πολιορκίας υπάρχει ευρεία βιβλιογραφία, ενδεικτικώς εδώ τα βασικά: D. M. Nicol, Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου , 1261-1453, μτφρ. Στ. Κομνηνός, Αθήνα, Παπαδήμας, 2001, σελ. 577-615, Ευαγ. Χρυσός (Επιστ. Επιμελ.), Η άλωση της Πόλης, Αθήνα, Ακρίτας, 1994, S. Runciman, The Fall of Constantinople 1453, University Press – Cambridge, 1965, G. Ostrogorsky, Η ιστορία του Βυζαντινού Κράτους , τομ. Γ΄, μτρφ. Ι. Παναγόπουλος, Αθήνα, Βασιλόπουλος, 1993, σελ. 254-277, Ε. Ζαχαριάδου, «Η πολιορκία και η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους , τομ. Θ΄, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών 1979, σελ. 207-213, ακόμη «1453-1953: Η πεντακοσιοστή επέτειος από της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως», Αναμνηστικός Τόμος L ‘ Hell é nisme contemporain , Αθήνα 29 Μαίου 1953.

(3) Ιδέ και Β. Ν. Τωμαδάκη, Πώς είδον οι σύγχρονοι ιστορικοί την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως, ΕΕΒΣ, 37(1969/70), σελ. 475-482.

(4) Συνοπτική αλλά ολοκληρωμένη βιιγραφική και εργογραφική παρουσίαση όσων έγραψαν για την άλωση και των κειμένων τους στο δίτομο έργο του A. Pertusi (Επιμ.), La Caduta di Constantinipoli , Le testimonianze dei contemporanei (τομ. Ι), L ‘ eco nel mondo (τομ. Ι I), Fondazione Lorenzo Valla – Arnoldo Mondadori Editore , 1976 (εις το εξής: Pertusi, La Caduta ).

(5) Για την πατρότητα του λεγομένου Ρωσικού Χρονικού και τις πιθανές μεταγενέστερες προσθήκες στο αρχικό κείμενο ιδέ κατά βάσιν G. P. BeFcenko, Κ voprosu ο sostave istoriceskoj Povesti ο vzjatii Car ‘ grada, Sbornik statej k sorokaleliju ucenoj dejatel ‘ nosti Akadem. A. S. Orlova, Leningrad, 1934, σελ. 507-513, και Μ. N. Speranskij, Povesti skazanija o vzijatii Car ‘ grada Turkami (1453) v russkoj pis ‘ raennosti XVI – XVI 1 vekov, Trudy Otdela drevnorusskij Literatury, 10 (1954), σελ. 136-165, και 12 (1956), σελ. 188-225. Σύντομη ανάπτυξη των απόψεων για το λεγόμενο Ρωσικό Χρονικό και από τον Pertusi, La Caduta, τομ. I, σελ. 261-266, όπου και βιβλιογραφία. Ακόμη ελλ. απόδοση του Χρονικού με εισαγωγή και σχόλια από τον Μ. Αλεξανδρόπουλο, Η πολιορκία και η άλωση της Πόλης από τους Τούρκους το 1453, Το Ρωσικό Χρονικό του Νέστορα Ισκενδέρη, Αθήνα, Κέδρος, 1978.

(6) Παρά το γεγονός ότι το έργο μεταφράστηκε σε αρκετές ευρωπαϊκές γλώσσες βασική παραμένει για πολλούς η έκδοση του αρχιμανδρίτη Λεωνίδα, Povest ‘ o Car ‘ grada (ego osnovanji I vziatji Turkami v 1453 godu) Nestora – lskandera XV veka, Pamiatniki drevnej pis ‘ mennosti I iskusstva, 11 (1886). Εδώ θα ανα φέρουμε ακόμα μια μόνο πρόσφατη πολύ καλή προσπάθεια : Nestor-Iskander, The Tale of Constantinople: of its origin and capture by the Turks in the year 1453, by Nestor-Iskander, from the early sixteenth century manuscript of the Troitse-Sergieva Lavra, no. 773, translated and annotated by W. K. Hanak and M. Philip- pides, New Rochelle, A. D. Caratzas, 1998.

(7) Για την αξία του Ρωσικού Χρονικού ως πηγής ιδέ και D. Afinogenov, Το γεγονός της άλωσης μέσα στα ρωσικά χρονικά, Η άλωση της Πόλης, Ευαγ. Χρυσός (Επιστ. Επιμ.), Αθήνα, Ακρίτας, 1994, σελ. 221-246.

(8) Και όχι Φραντζής, V. Laurent, Σφραντζής et non Φραντζής, ΒΖ, 44 (1951), σελ. 373-378, και P. S. Nasturel, ‘ T é moignages roumains sur les formes Sphantz è s et Phrantz è s ‘, REB 19, (1961), σελ. 441-443, αλλά και γενικά για το ζήτημα του ονόματος Δ. Ζακυθηνού, «Σφραντής ο Φιαλίτης», ΕΕΒΣ, 23 (1953), σελ. 657-662, και Γ. Τσάρα, «Σφραντζής Φιαλίτης ή Φραντζής», Βυζαντινά 9 (1977), σελ. 129-139.

(9) Για τον Γεώργιο Σφραντζή έχει υπάρξει μεγάλο ενδιαφέρον και πλήθος αρθρογραφίας. Πλήρης παρουσίαση του βίου και του έργου του σπουδαίου Βυζαντινού αξιωματούχου στο Η. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία, Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, τομ. Β’, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2001 3, μτφρ. Κ. Συνέλλη, σελ. 351-358, όπου και καταγραφή της σχετικής βιβλιογραφίας και αρθρογραφίας μέχρι πρόσφατα. Ακόμη σημαντική η αναφορά στον Σφραντζή στο άρθρο του Γ. Θ. Πρίντζιπα, Οι ιστορικοί της αλώσεως, Η άλωση της Πόλης, Ευαγ. Χρυσός (Επιστ. Επιμ.), Αθήνα, Ακρίτας, 1994, σελ. 64-76.

(10) Βασικά I. Β. Papadopoulos, Phrantzes est – il reellement Γ auteur de la grande chronique qui porte seo nom ?, Bulletin de I ‘ Institut Archeologique Bulgare, 19 (1935), σελ. 179-186, N. Β. Τωμαδάκης, Δούκα-Κριτοβούλου-Σφραντζή-Χαλκοκονδύλη, Περί αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως (1453), εκδ. β’, Αθήναι, 1969, σελ. 143-169. Ακόμα V. Grecu, Georgios Sphrantzes Leben und Werk. Makarios Melissenos und sein Werk., BS, 26 (1965), σελ. 62-73, και R.- J. Loenertz, Auteur du Chronieon Majus attribue a Georges Phrantzes, Miscellanea Giovanni Mercati III, σειρά Studi e Testi, 123, Vatican City, 1946, σελ. 273-311.

(11) Georgii Sphantzae, Chronicon, en Rich. Maisano (ed.), CFHB, vol. XXIX, series Italica, Consilio Academiae Nationalis Lynceorum Romae, Romae, 1990, παρ. 36,8, σελ. 140 (για νεοελλ. απόδ. ιδέ υπος. 12)

(12) Η κλασσική έκδοση του Μπάρμπαρο, E. Cornet, Giornale dell’assedio di Constantinopoli 1453 di Nicolò Barbaro P. V. corredato di note e documenti, Vienna 1856 και αγγλ. Μτφρ. Nicolò Barbaro, Diary of the Siege of Constantinople, trans. J. R. Jones, Jericho – New York, 1969. Τελευταία Γεώργιος Φραντζής-Νίκολο Μπαρμπάρο, Η Πόλις εάλω Το χρονικό της πολιορκίας και της άλωσης της Κπόλεως, απόδ. Γ. Κουσουνέλος, Β. Α. Λάππα, Αθήνα, Νέα Σύνορα-Α. Α. Λιβάνη, 1993.

(13) Ιδέ A. Stussi, Testi veneziani del Duecento e dei primi del Trecento, Pisa, 1965, σελ. 12-83.

(14)) Δυστυχώς οι μόνες πληροφορίες που διαθέτουμε για τον Μπάρμπαρο είναι αυτές που μας παραδίδονται στο τέλος του Ημερολογίου του. Από τη φτωχή βιβλιογραφία παραπέμπουμε εδώ στη μικρή αλλά πλήρη αναφορά του Pertusi, La Caduta, τομ. 1, σελ. 5-7, όπου αναφορά στην χειρόγραφη παράδοση του Ημερολογίου, τις εκδόσεις, τη βιβλιογραφία και το βενετικό γλωσσικό ιδίωμα του έργου (στις σελ. 8-38 του ιδίου παρατίθεται και το κείμενο). Ακόμη βλ. Μ. McCormi, Barbaro, Nicolo, The Oxford Dictionary of Byzantium, vol. I, Επιμ. A. Kazhdan, New York-Oxford, 1991, σελ. 253, όπου και επανάληψη της περιορισμένης βιβλιογραφίας, και Ανωνύμου, Barbaro Nicolo, Dizionario biografico degli ltaliani, vol. VI, Roma, 1954, σελ. 114-115.

(15) Από τις νεώτερες εκδόσεις, εκτός της μάλλον κακής από τον Ph. Dethier στα Monumenta Hungariae Hislorica, XXII, σελ. 553-616, υπάρχει και αυτή του Pertusi, στο La Caduta, τομ. I, σελ. 120-171, συνο – δευόμενη και από ιταλική μετάφραση. Αγγ. μτφρ. από τον J. R. Melville Jones, The Siege of Constantinople 1453: Seven Contemporary Accounts, Amsterdam, 1972, σελ. 11-41.

(16) Από την περιορισμένη για το έργο του Λεονάρδου βιβλιογραφία ιδέ κυρίως I. Β. Παπαδοπούλου, Η περί της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως ιστορία Λεονάρδου του Χίου, ΕΕΒΣ, 15(1939), σελ. 85-95, καθώς και το ενδιαφέρον άρθρο του G. Moravcsik, Bericht des Leonardus Chiensis iiber den Fall von Konstantinopel in einer vulgargriechischen Quelle, BZ, 44 (1951), σελ. 428-436. Επίσης γενικά το κεφ. The Siege and Fall of Constantinople (1453), εν Κ. M. Setton, The Papacy and the Levant (1294-1571), τομ. II, Philadelphia, 1978 2.

(17) Περί του βίου του Λεονάρδου εκτός του Pertusi, ό. π., σελ. 120-121, ιδέ και Μ. McCormi, Leonard of Chios, εν Oxford Dictionary of Byzantium, vol. II, Επιμ. A. Kazhdan, New York-Oxford, 1991, σελ. 1212.

(18) Georgii Sphrantzae, Chronieon, ed. Rich.Maisano, CFHB, vol. XXIX, series Italica, Consilio Academiae Nationalis Lynceorum, Romae, 1990, παρ. 35, 9, σελ. 134.

(19) Pertusi, La Caduta , vol. I, παρ. 43, σελ. 164-165

(20) E. Cornet, Giornale dell’ assedio di Constantinopoli 1453 di Nicolò Barbaro P. V. corredato di note e documenti, Vienna, col. 847- 851.

(21) Pertusi, La Caduta , vol. I, 267 κεξ., παρ. 36-37.

 

 

Παναγιώτη Γ. Αντωνόπουλου- Παναγιώτη Κ. Μαγκάφα,
Constantinopla. 550 anos de su caida,
Κωνσταντινούπολη. 550 χρόνια από την άλωση, Γρανάδα 2006, σελ. 41-51

Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος (apostoliki-diakonia.gr)

entaksis.gr