Κυριακὴ τῶν Βαΐων (Ἰω. 12,1-18)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιωτου
«Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰω. 12,13)
* * *
Ζοῦμε σ᾽ αὐτὴ τὴν ἐποχή. Εἴμαστε
ἆραγε δυστυχεῖς ἢ εὐτυχεῖς; Εὐτυχισμένος ἢ δυστυχισμένος γίνεται ὁ
ἄνθρωπος ὄχι γιατὶ ζῇ σὲ μιὰ ὡρισμένη χρονικὴ περίοδο τῆς ἀνθρωπότητος,
ἀλλὰ ἀναλόγως τῆς στάσεως ποὺ παίρνει ἀπέναντι στὴν πίστι μας. Πιστεύεις
στὸ Χριστό; πιστεύεις ἑκατὸ τοῖς ἑκατό; Τότε εἶσαι εὐτυχής, ἔστω καὶ ἂν
ζῇς στὴ χειρότερη ἐποχή. Δὲν πιστεύεις στὸ Χριστό; εἶσαι δυστυχής,
ἔστω καὶ ἂν κολυμπᾷς στὸ χρυσάφι, ἔστω καὶ ἂν ζῇς στὴν καλύτερη ἐποχή. Ἡ
εὐτυχία ἢ ἡ δυστυχία δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ ἐξωτερικὲς συνθῆκες· τὸ
πρόβλημα εἶνε κατ᾽ ἐξοχὴν ἐσωτερικό, κρίνεται μέσα στὴν καρδιά.
Ἀφήνω λοιπὸν τὴ σημερινὴ ἐποχὴ καὶ θέλω μὲ τὰ φτερὰ τῆς
φαντασίας νὰ πετάξουμε στὰ παλιὰ τὰ χρόνια. Διαβαίνουμε τοὺς αἰῶνες καὶ
φτάνουμε σ᾽ ἕνα ἔτος, ποὺ εἶνε τὸ σπουδαιότερο ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἔτη ὅλων τῶν
αἰώνων· εἶνε τὸ 33 μ.Χ.. Τί συνέβη τότε; Ἐλᾶτε, ὅσοι ἔχετε καρδιὰ καὶ
πίστι, ἐλᾶτε τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ νὰ δῆτε· «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ
…Υἱὸς τῆς Παρθένου» (ὄρθρ., ἀντίφ. ιε΄).
Φτάσαμε λοιπὸν στὰ Ἰεροσόλυμα. Ξένοι ἐμεῖς. Ποῦ νὰ πᾶμε; Εἶνε
ἀρχὲς Ἀπριλίου καὶ οἱ Ἑβραῖοι ἑτοιμάζονται νὰ ἑορτάσουν τὴ μεγάλη ἑορτή
τους, τὸ πάσχα. Κίνησι παρατηρεῖται. Ἔρχεται, ἔρχεται!… ἀκούγεται
παντοῦ. Ποιός ἔρχεται; ῥωτᾶμε κ᾽ ἐμεῖς· κάποιος νικητής, βασιλιᾶς,
στρατηγός; ποιός; Ἔρχεται, φωνάζουν ὅλοι, ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος!
Ἀμέσως τὰ μαγαζιὰ κλείνουν, οἱ γυναῖκες ἀφήνουν τὸ νοικοκυριό,
τὰ σχολεῖα σταματοῦν, τὰ παιδιὰ πετοῦν τὰ τετράδια, καὶ ἕνας λαὸς
σύσσωμος, ἀνθρωπο-πλημμύρα ἄνευ προηγουμένου, ξεχύνεται ἔξω ἀπὸ τὴν
πόλι. Ὅλοι κοιτάζουν νὰ διακρίνουν αὐτὸν ποὺ ἔρχεται. Κι ὅταν τὸν
ἀντικρύζουν νὰ πλησιάζῃ, τὰ πλήθη ἀρχίζουν νὰ φωνάζουν «Ὡσαννά…»,
«ὡσαννά…» (Ἰω. 12,13). Τί σημαίνει αὐτὸ τὸ «ὡσαννά»; Εἶνε ἑβραϊκό,
σημαίνει ὅ,τι τὸ δικό μας «ζήτω». Ζητωκραυγάζουν, καὶ οἱ φωνές τους
φτάνουν ὣς τὸν οὐρανό.
Μὰ ποιός εἶνε τέλος πάντων αὐτός; Τὸν παρατηροῦν τὰ παιδιὰ καὶ
οἱ μεγάλοι, οἱ ἐπίσημοι καὶ οἱ ξένοι. Καὶ τί βλέπουν; Δὲν ἔχει τίποτα
ἀπὸ τὰ μεγαλεῖα τῶν ἰσχυρῶν τοῦ κόσμου τούτου. Κορώνα στὸ κεφάλι δὲν
φορεῖ, σπαθὶ στὸ πλάι του δὲν κρέμεται, μεταξωτὰ καὶ πορφύρες δὲν εἶνε
ντυμένος· δὲν ὑπάρχει στρατὸς παραταγμένος, δὲν ἠχοῦν σάλπιγγες, δὲν
κυματίζουν σημαῖες καὶ μπαϊράκια. Ἀλλὰ τί; Κάθεται πάνω σ᾽ ἕνα
πουλαράκι, ἕνα γαϊδουράκι, καὶ τὸν περιστοιχίζουν δώδεκα ξυπόλητοι
ψαρᾶδες.
Τέτοια ὑποδοχή; Καὶ ἄλλους ὑποδέχθηκαν νωρίτερα τὰ Ἰεροσόλυμα
(τὸ Σαούλ, τὸ Δαυΐδ, τὸν Ἕλληνα Ἀλέξανδρο τὸν Μακεδόνα κ. ἄ.)· ἀλλ᾽
αὐτὴ τὴ φορὰ ἡ ὑποδοχὴ ξεπέρασε κάθε ἄλλη, σὲ ἕνα ἑκατομμύριο
ὑπολογίζεται τὸ πλῆθος κατὰ τὸν ἱστορικὸ Ἰώσηπο. Πρωτοφανὴς συναγερμός.
Καὶ τοῦ ἄξιζε! Γιατί; Κρίνετε μόνοι σας. Ποιός ἄλλος εἶπε στὸν
ἄνεμο καὶ στὴ φουρτουνιασμένη θάλασσα «Σιώπα» καὶ τὸν ὑπάκουσαν (Μάρκ.
4,39); Ποιός ἄλλος εἶπε σὲ τυφλὸ «Ἀνάβλεψον» κι αὐτὸς εἶδε τὸ φῶς του;
(Λουκ. 18,42). Ποιός ἄλλος εἶπε σὲ τριανταοχτὼ ἐτῶν παράλυτο «Ἔγειρε
…καὶ περιπάτει» κι αὐτὸς ἀμέσως «ἐγένετο ὑγιής»; (Ἰω. 5,8-9). Ποιός
ἔλεγε στὸν λεγεῶνα «Ἔξελθε», καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα ἔτρεμαν τὴν
προσταγή του; (Μάρκ. 5,8-9,13). Ποιός τέλος πῆγε στὸν τάφο, εἶπε
«Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (Ἰω. 11,43) καὶ ὁ νεκρὸς ζωντάνεψε; Ἕνας ὑπῆρξε ὁ
Νικητὴς τῶν αἰώνων, ὁ Νικητὴς μὲ νῦ κεφαλαῖο· διότι ὅλοι οἱ ἄλλοι, ἀπὸ
τὸν μέγα Ἀλέξανδρο μέχρι τὸ Ναπολέοντα καὶ ὁποιονδήποτε ἄλλο, ὅλοι
νικήθηκαν ἀπὸ τὸ θάνατο· ἐνῷ ὁ Χριστὸς πάλεψε μὲ τὸ χάρο καὶ νίκησε τὸ
θάνατο. Γι᾽ αὐτὸ λοιπὸν τοῦ ἔγινε σήμερα αὐτὴ ἡ μεγάλη ὑποδοχὴ μὲ τὸ
«Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ
Ἰσραήλ» (Ἰω. 12,13).
Καὶ ὁ Χριστός; ἔμεινε εὐχαριστημένος ἀπὸ μιὰ τέτοια ὑποδοχή; Ὤ!
ἐκεῖνος δὲν εἶνε ὅπως ἐμεῖς, ποὺ μὲ ἐπαίνους καὶ χειροκροτήματα
καμαρώνουμε. Ὁ Χριστὸς εἶνε καρδιογνώστης, γνωρίζει τὶς διαθέσεις τῶν
ἀνθρώπων. Ἂν ἦταν ἄλλος στὴ θέσι του, θὰ θεωροῦσε τὴν ὑποδοχὴ αὐτὴ ὡς
τὸ εὐτυχέστερο γεγονὸς τῆς ζωῆς του. Τί λέει ὅμως τὸ Εὐαγγέλιο· ὁ
Χριστὸς «ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσε» (Λουκ. 19,41). Κλαίει λοιπὸν ὁ Χριστός,
τὴν ὥρα ποὺ πρὸς τιμήν του γίνεται τέτοιος συναγερμός;
Γιατί κλαίει ὁ Χριστός; Ἔκλαψε, γιατὶ ἤξερε, ὅτι αὐτὸς ὁ
ἐνθουσιασμὸς τοῦ λαοῦ τὴν ἅγια ἡμέρα τῶν Βαΐων, εἶνε προσωρινός. Ὁ λαὸς
εἶνε ἄστατος, εὐμετάβολος. Ὑπάρχει ἐνθουσιασμὸς καὶ ἐνθουσιασμός,
ὑπάρχει φωτιὰ καὶ φωτιά. Ἅμα ἀνάψῃς φωτιὰ μὲ ξερὰ ξύλα ἐλιᾶς, ἡ φωτιὰ
βαστάει· ἅμα ἀνάψῃς μὲ φρύγανα, φουντώνει ἀμέσως, ἀλλὰ καὶ ἀμέσως
σβήνει. Ὁ ἐνθουσιασμὸς αὐτὸς εἶνε φωτιὰ ἀπὸ φρύγανα, ποὺ πολὺ σύντομα
θὰ πέσῃ. Αὐτοὶ ποὺ φωνάζουν τώρα «ὡσαννά», σὲ τέσσερις μέρες, τὴ
Μεγάλη Παρασκευή, οἱ ἴδιοι θὰ φωνάζουν «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν»
(Ἰω, 19,6. Λουκ. 23,21). Νά λοιπὸν γιατί ὁ Χριστὸς τὴν ὥρα αὐτὴ ἔκλαυσε
καὶ μετὰ εἶπε ἐκεῖνα τὰ λόγια· «Ἰερουσαλὴμ Ἰερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα
τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! ποσάκις
ἠθέλησα ἐπισυνάξαι τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ὄρνις τὴν ἑαυτῆς νοσσιὰν ὑπὸ
τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε!» (Λουκ. 13,34. Ματθ. 23,37).
Aὐτὰ μὲ λίγα λόγια εἶνε, ἀγαπητοί μου, τὰ γεγονότα τῆς σημερινῆς ἑορτῆς.
* * *
Ἔρχεται! ἀκούστηκε τότε στὰ
καλντερίμια τῆς Ἰερουσαλήμ, καὶ ἡ φωνὴ αὐτὴ συνήγειρε τὰ πλήθη νὰ βγοῦν
ἀπὸ τὴν ἁγία πόλι καὶ νὰ ὑποδεχθοῦν τὸν Ναζωραῖο ἐρχόμενον ἐπὶ τὸ
ἑκούσιον πάθος. Καὶ σήμερα ἡ φωνὴ αὐτὴ ἀκούγεται πάλι σὲ ὅλους τοὺς
ὀρθοδόξους λαοὺς καὶ στὴν πατρίδα μας. Ἀπόψε τὸ βράδυ ὅσοι ἔχουν πίστι
καὶ ἀγάπη στὸν Κύριο, θ᾽ ἀκούσουν στοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας· Ἔρχεται,
ἔρχεται ὁ βασιλεὺς τοῦ κόσμου, ἔρχεται ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας· «Ἰδοὺ ὁ
Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός…» (μεσονυκτ. τροπάρ.). Μικροὶ –
μεγάλοι, ὅλος ὁ λαός, θὰ προϋπαντήσουμε τὸν Βασιλέα τοῦ κόσμου. Θὰ
γεμίσουν οἱ ἐκκλησιὲς σὲ ὅλη τὴν πατρίδα μας· στὴ Μακεδονία, στὴ
Θεσσαλία, στὴ ῾Ρούμελη, στὸ Μοριὰ καὶ στὰ νησιά μας· σὲ ὅλα τὰ ἅγια
μέρη, ἀπὸ τὴ Θρᾴκη καὶ τὰ ὄρη τὰ ὑψηλὰ μέχρι κάτω στὴν Κρήτη καὶ στὴν
Κύπρο, ὅπου ὑπάρχει ἐκκλησία ὀρθόδοξη, θὰ βγοῦν ὅλοι, θὰ γεμίσουν τὶς
ἐκκλησιὲς καὶ μετὰ βαΐων θὰ ποῦν τὸ «ὡσαννά».
Μένει εὐχαριστημένος ἆραγε ὁ Χριστός; Μήπως αὐτὰ τὰ «ὡσαννά»,
ποὺ θ᾽ ἀκουστοῦν γιὰ λίγο στὶς ἐκκλησίες, ὕστερα παύσουν καὶ σὲ λίγο
γίνουν «σταυρωθήτω»; Δὲν ἀρκεῖ τὰ «ὡσαννά» ν᾽ ἀκούγωνται μόνο μέσα
στοὺς ναούς· πρέπει νὰ συνεχίζωνται καὶ ἔξω ἀπὸ τοὺς ναούς· στοὺς
δρόμους, στὶς πλατεῖες, στοὺς στρατῶνες, στὰ δικαστήρια, στὴν ἀγορά,
παντοῦ… Πάσα γῆ ἁγιασθήτω! Τὸ «ὡσαννὰ» νὰ εἶνε διαρκές, παντοτεινό.
Θέλετε ν᾽ ἀκούσετε ἕνα τέτοιο «ὡσαννά»; ὄχι ἑβραίικο ἀλλὰ
ῥωμαίικο – ὀρθόδοξο, ὄχι μόνο στὸ ναὸ ἀλλὰ καὶ ἔξω; Ἀκοῦστε. Τὸ 1822
οἱ Τοῦρκοι πῆγαν στὴ Χίο. Ἔπιασαν τὸ νησί, πῆγαν παντοῦ καὶ κάψανε.
Συνέλαβαν δέκα χιλιάδες γυναικόπαιδα καὶ τὰ κατέβασαν στὴν παραλία. Ἐκεῖ
ὁ πασᾶς πῆρε τὸν Ἐσταυρωμένο, τὸν ἔβαλε χάμω καὶ τοὺς εἶπε· Οἱ ἄντρες
σας χάθηκαν, μείνατε σεῖς αἰχμάλωτοι. Τώρα λοιπόν, ἂν θέλετε νὰ σᾶς
ἀφήσω στὴ ζωή, πατῆστε τὸ σταυρό. Σᾶς δίνω διορία μιὰ ὥρα… Πέρασε ἡ
ὥρα, γράφει ἕνας ξένος ἱστορικός, ὁ Φραγκίσκος Πουκεβίλ, περιηγητὴς καὶ
διπλωματικὸς πράκτωρ τῆς Γαλλίας (1770-1838)· πέρασε ἡ ὥρα! κι οὔτε
ἕνα παιδάκι, οὔτε μιὰ γριά, οὔτε μιὰ γυναίκα, δὲν βρέθηκε νὰ πατήσῃ τὸ
σταυρό. Δὲν ἀρνούμεθα τὸν Ἐσταυρωμένο! φώναζαν. Καὶ σὲ λίγο δὲν
ὑπῆρχαν στὴ ζωή· κοκκίνισε ἡ θάλασσα ἀπὸ τὴ σφαγή. Μὲ τὸ αἷμα τους
εἶπαν· «Ὡσαννά», ζήτω ὁ Σταυρός, ἡ Παναγία, οἱ ἅγιοι· ζήτω ὁ Χριστός!
Αὐτὰ τὰ «ὡσαννὰ» τῶν προγόνων μας νὰ μείνουν ἔμβλημα τῆς φυλῆς
μας, γιὰ νὰ πᾶμε μπροστὰ καὶ νά ᾽νε πάντα ἡ πατρίδα μας ἄστρο φωτεινὸ
στὸν κόσμο τοῦτον. «Ὡσαννά» καὶ χθές, καὶ σήμερα, καὶ αὔριο! Καὶ ὅσο
ἀνατέλλουν τὰ ἄστρα καὶ κυλᾶνε οἱ ποταμοί, τὰ «ὡσαννά» νὰ ἠχοῦν ἀπ᾽ τὴν
καρδιά μας.
«Ὡσαννά», λοιπόν, «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 22-4-1973 πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 2-3-2024.