ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2024

Ἀρετες των ἡρωων – 5 χαντρες

Ἐπέτειος τῆς ἐθνικῆς παλιγγενεσίας

Του Μητροπολίτου Φλωρινης π. Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου

Ἀρετες των ἡρωων – 5 χαντρες

(ἐκκλησιασμός, νηστεία, προσευχή, ἀγάπη – συγγνώμη, εὐσπλαχνία)

Μεγάλη ἡμέρα σήμερα, ἀγαπητοί μου. Διπλῆ ἑορτή· τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος. Μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεὸς γιὰ μία ἀ­κόμη φορὰ νὰ ἑορτάσου­με τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Παναγίας μας καὶ τὴν ἐπέτειο τῆς ἐ­νάρξεως τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀ­γῶνος τοῦ ἔθνους μας ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό.

Δοξάσουμε τὴν ἁγία Τριάδα γιὰ τὸ μέγα ἔ­λεός της. Διότι ὁ Πατὴρ εὐδόκησε ν᾽ ἀ­πο­­στεί­λῃ τὸν Υἱόν του τὸν μονογενῆ, καὶ ὁ Υἱ­ὸς κατῆλθε ἐδῶ στὴ πολυστένακτη γῆ μας, τὸ δὲ πανάγιο Πνεῦμα συνήργησε ὥστε σὰν σήμερα ὁ Θε­ὸς Λόγος νὰ συλληφθῇ ὡς τέλειος ἄνθρωπος πρα­γματικὰ στὴν καθαρὰ μή­τρα τῆς Παρθένου Μαρίας ἀπὸ τὰ πάναγνα αἵματά της, καὶ ν᾽ ἀρχίσῃ νὰ κυοφορῆται ἐν αὐτῇ, ὥστε νὰ γεννηθῇ μετὰ ἀ­πὸ ἐννέα μῆνες. «Σήμερον», λοιπόν, «τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφά­λαιον (= ἡ ἀρχή) καὶ τοῦ ἀπ᾽ αἰῶνος μυστη­ρίου ἡ φανέρωσις· ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Υἱὸς τῆς Παρθένου γίνεται…» (ἀπολυτ.). Τὸν δοξάζουμε, για­τὶ εὐδόκησε νὰ γεννηθῇ, νὰ ζήσῃ ἀνάμεσά μας ἐπὶ 33 χρόνια, νὰ μᾶς συναναστραφῇ, καὶ νὰ μᾶς λυτρώσῃ διὰ τῆς σταυρικῆς θυσί­ας καὶ τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεώς του ἐκ τῆς δουλείας τοῦ διαβόλου, τῶν παθῶν, τῆς ἁ­μαρ­τίας, τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾅδου. «Εὐαγγελίζου, γῆ, χαρὰν μεγά­λην· αἰνεῖτε, οὐρανοί, Θεοῦ τὴν δόξαν» (μεγαλυνάρ.).
Ἂς εὐχαριστήσουμε ὅμως σήμερα τὸν Κύριο καὶ γιὰ τὸ ἔλεός του στὴν ταλαίπωρη πατρίδα μας. Γιατὶ Ἐκεῖνος ἔδωσε τότε δύναμι στοὺς προπάτορές μας ν᾽ ἀρχίσουν τὸν δύσ­κολο ἀγῶνα τῆς ἐ­θνεγερσίας, ἐναντίον σκληροῦ δυνάστου, ποὺ ἔ­­τρεμαν κι αὐτοὶ οἱ ἡγέτες τῶν κρατῶν τῆς Εὐ­ρώ­πης, καὶ ν᾽ ἀποτινά­ξουν ζυγὸ τεσσάρων αἰώνων.

Οἱ ἀγωνισταὶ ἐκεῖνοι δὲν ἦταν ὑπεράνθρω­ποι· ἁπλοῖ ἄνθρωποι ἦταν, ἀλλὰ ἡ πίστι τους στὸ Θεὸ τοὺς κινοῦσε σὲ ὑπεράνθρωπα τολμήματα· καὶ μ᾽ αὐτὴ τὴν πίστι εἶδαν θαύματα. Ἐσέβοντο καὶ λάτρευαν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, εὐ­λαβοῦντο τὴν Παναγία, τιμοῦσαν τοὺς ἁγίους.
Δὲν ἦταν τέλειοι· ἀ­τελεῖς ἄνθρωποι ἦ­ταν, μὲ πολλὰ πάθη, ἐλαττώματα καὶ ἀδυναμίες· ὀργή, θυμό, ἀμέλεια, φαγο­πότια, κακὲς συνή­θειες ὅ­πως κά­πνι­σμα, ἀ­θυροστομία κ.λπ. Ἡ σκληρὴ ζωὴ τῶν στερήσεων, τῶν κινδύνων καὶ τῶν θυσιῶν, ποὺ ζοῦσαν διαρκῶς, ἐ­σκλήραινε ὁπωσδήποτε τὸ χαρακτῆρα τους, πίεζε τὴν ψυχή τους, τοὺς ἔφερνε σὲ ἐκρήξεις. Ὅλα αὐτὰ βάραιναν σὰν μαῦρος κλοι­ὸς ἐπάνω τους.
Ἐὰν κανεὶς τοὺς κρίνῃ μὲ τὰ μέτρα τοῦ Εὐ­­αγγελίου, ἀσφαλῶς θὰ τοὺς βρῇ ἐλλιπεῖς. Ἐμεῖς μὴν τοὺς ἀδικήσουμε. Αὐτὸ τὸ λάθος κάνουν ὡ­ρισμένοι λεγόμενοι ἐπιστή­­μονες, ἄν­θρωποι τοῦ γραφείου καὶ τῶν ἀ­νέσεων· δὲν τοὺς κατανοοῦν σωστά. Ἡ τελι­κὴ ὅμως κρίσις ἀνήκει στὸ Θεό, ποὺ εἶνε δίκαιος καὶ κρίνει ὅλους μὲ φιλανθρωπία.
Παρὰ τὶς ἀδυναμίες τους οἱ γενναῖοι ἐκεῖ­νοι πρόγονοί μας εἶχαν πίστι στὸ Θεό. Καὶ ἡ πίστι τους δὲν ἦταν μόνο λόγια· ἦταν ἔμπρακτη, εἶχε ἁπτὲς καὶ συγκεκριμένες ἐκδηλώσεις. Γι᾽ αὐτὸ σήμερα ἐκεῖ θέλω νὰ στρέψω τὴν προσοχή σας. Ἀπέναν­τι στὸ μαῦρο κλοιό, στὴ λίστα τῶν ἀδυναμιῶν, ποὺ τοὺς καταλογί­ζουν αὐστηροὶ κριταί, ν᾽ ἀντιτάξουμε πρὸς τιμήν τους κάποιες ἀρετὲς ποὺ ἐξεδήλωναν κι ἀποτελοῦν χάν­τρες σ᾽ ἕνα φωτει­νὸ κομ­­πολόι. Ἀναφέρω λοιπὸν 5 τέτοιες χάντρες.

* * *

Ἐκκλησιασμός. Ἦταν πιστοὶ στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καὶ φιλακόλουθοι· δὲν ἦταν οὔτε ἀ­λειτούργητοι οὔτε ἀλιβάνιστοι. Ἐκκλη­σιάζοντο, ἔκαναν τὸ σταυρό τους, ἄναβαν κερί, ἑ­ώρταζαν τὶς ἑορτὲς τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁ­γί­ων. Ἐπικαλοῦντο τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἔπαιρναν χάρι καὶ εὐλογία γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸν ἀγῶνα τους.
Νηστεία. Στὴ στεριὰ καὶ στὶς θάλασσες δὲν ξε­χνοῦσαν νὰ τιμοῦν τὴν Τετάρτη, τὴν Παρα­σκευὴ καὶ τὶς ἄλλες ἡμέρες ποὺ ὁρίζει ἡ Ἐκ­κλησία νὰ νηστεύῃ ὁ ὀρθόδοξος Χριστιανός. Ὅταν μετὰ ἀ­πὸ μακρὰ πολιορκία κατέλαβαν τὴν Τριπολιτσὰ ἦταν ἡμέρα νηστείας, καὶ πα­ρὰ τὴν ἐξάντλησι ἀ­πὸ τὸν πόλεμο οἱ γενναῖοι ἐκεῖνοι ἄντρες τιθάσευσαν τὴν πεῖνα τους καὶ τίμησαν τὴν ἡμέρα. Τὸ ἴδιο καὶ στὰ καράβια· οὔτε σὲ ταξίδια εἴτε σὲ ναυμαχίες, δὲν ἤ­θελαν νὰ μαγαρίζουν τὶς γολέτ­τες, τὰ μπρίκια καὶ τὰ πυρπολικά τους μαγειρεύ­οντας καὶ τρώγοντας κρέατα.
Προσευχή. Σῴζονται στὰ ἀπομνημονεύματα τῶν ἀγωνιστῶν μαρτυρίες, ὅτι καὶ στὰ σπίτια τους κατ᾽ ἰδίαν καὶ στὶς ἐκκλησιὲς ἀπὸ κοινοῦ δέον­ταν καὶ παρακαλοῦσαν τὸν Κύριο ἱκετεύοντάς τον εἴτε μὲ λόγια καὶ ὕμνους τῆς θείας λατρείας εἴτε μὲ αὐτοσχέδιες προσευ­χὲς ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς ψυχῆς τους.
Ἀγάπη – συγχώρησι. Ἐνῷ ἡ ἐπανάστασι κατὰ τῶν Τούρκων ἄρχισε τὸ 1821, ἐν συνεχείᾳ ἀνέκυ­ψαν διαφωνίες, ἀντιθέσεις καὶ θανάσιμοι ἀντα­γωνισμοὶ τῶν ὁπλαρχηγῶν. Τὸ 1824, κατὰ τὴ δι­άρκεια ἐμφυλίας διαμάχης, σκότωσαν τὸν γυιὸ τοῦ Γέρου τοῦ Μοριᾶ, τὸν Πάνο. Ὁ Κολοκοτρώνης εἶχε ἐπιροή, δύναμι, καὶ ἤξερε ποιός ἦταν ὁ δράστης. Πῆγε λοιπὸν κατόπιν καὶ τὸν βρῆκε. Ἐ­κεῖνος μόλις τὸν εἶδε φοβήθηκε. –Ἔλα ἐδῶ μαζί μου, τοῦ λέει. Τὸν ἔφερε στὸ σπίτι. Ἡ γριὰ μάνα τοῦ Κολοκοτρώνη –ζοῦσε ἀκόμη–, μόλις τὸν εἶδε εἶπε· –Βρὲ παιδί μου, τὸ φονιᾶ τοῦ παιδιοῦ σου μᾶς ἔφερες ἐδῶ; Μὰ τί ᾽νε αὐτὰ ποὺ κάνεις; –Σώπα, μάνα, καὶ στρῶσε τραπέζι νὰ φάῃ καὶ νὰ πιῇ ἕνα ποτήρι κρασί· αὐτό, μάνα, εἶνε τὸ καλύτερο μνημόσυνο τοῦ παιδιοῦ μου!… Πάρτε τώρα σεῖς ζυγαριὰ καὶ ζυγίστε αὐτὴ τὴ στάσι κι αὐτὰ τὰ λόγια. Εἶνε ἢ δὲν εἶνε μίμησις Χριστοῦ;
Εὐσπλαχνία. Μεγάλη ἀξία ἔχει ἡ εὐσπλαχνία. Ἀκόμη μεγαλύτερη ὅμως ἀξία ἀποκτᾷ αὐτὴ ὅταν τὴν βρίσκῃ κανεὶς σὲ ψυχὲς ἀν­θρώπων ἀναγκασμένων ν᾽ ἀναπνέουν μπαρούτι καὶ καπνοὺς τῆς μάχης καὶ ν᾽ ἀ­ναστρέφωνται κάθε στιγμὴ μέσα στὴ φωτιὰ τοῦ πολέμου, τὸν ἀναβρασμό, τὰ χτυπήματα, τὰ βόλια, τὸ αἷμα, τὰ τραύματα, καὶ τοὺς θανάτους. Θέλετε ἕνα δεῖγμα; Ὅταν λυτρώθηκε ὁ τόπος, γιὰ νὰ φοβηθοῦν οἱ ἀνυπότακτοι, ἔφεραν στὸ Ναύπλιο λαιμητόμο, καρμανιόλα, γιὰ ν᾽ ἀποκεφαλίζωνται οἱ καταδικαζόμενοι εἰς θάνατον. Ποιός τώρα θὰ ἀνελάμβανε νὰ γίνῃ δήμιος; Ἕλληνας δὲν βρέθηκε. Διπλασίασαν τὸ μισθό· κανείς. Τὸν τριπλασίασαν· κανείς. Ἔφεραν μετὰ ἕναν Ἰταλὸ ἐπὶ πληρωμῇ, ἀλλ᾽ αὐτὸς δὲν μποροῦ­σε νὰ ζήσῃ στὸ Ναύπλιο· ἡ κοινωνία τὸν εἶχε ἀπομονώσει· στὸ καφφενεῖο, καφφὲ δὲν τοῦ ἔδιναν, ὁ κουρέας δὲν τὸν κούρευε, ὁ φούρναρης ψωμὶ δὲν τοῦ ἔδινε. Ὦ εὐσπλαχνία καὶ εὐγένεια τῶν προγόνων μας!

* * *

Ἀδελφοί μου, τελείωσα. Σᾶς ἔδειξα, σὰν πέν­τε φωτεινὲς χάντρες, μερικὲς ἀρετὲς τῶν ἡρώων ἐκείνων ποὺ χάρισαν στὴν πατρίδα μας τὴν ἐ­λευθερία· πρώτη ὁ ἐκκλησιασμός, δεύτερη ἡ νηστεία, τρίτη ἡ προσευχή, τέταρτη ἡ ἀγάπη – συγγνώμη, πέμπτη ἡ εὐσπλαχνία.
Καὶ τώρα ἐρωτῶ· Ποῦ εἶνε σήμερα αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα τῶν προγόνων μας τοῦ ᾽21; Ἔχουμε σήμερα ἐκείνη τὴν πίστι; Ἐκκλησιαζόμαστε; Νηστεύουμε; Προσευχόμαστε; Ἀγαποῦμε καὶ συγχωροῦμε ἀπὸ τὴν καρδιά μας; Σπλαχνιζόμαστε στὸν πόνο καὶ στὸ θάνατο; Μᾶς πῶς ἀλλάξαμε τό­σο πολύ! Χτίσαμε σπίτια, γεφύρια, ἐργοστάσια, στρώσαμε δρόμους…, ἀλλάξαμε τὴ μορφὴ τῆς γωνιᾶς αὐ­τῆς. Τί μὲ τοῦτο; Ποιό τὸ ὄφελος ἀπὸ τὸ ὅτι προκόψαμε στὸν τεχνικὸ πολιτισμό; Ὡς πρὸς τὸν ψυχικὸ πολιτισμὸ μείναμε πολὺ πίσω. Γιατί ἀλλάξαμε; ποιά ἡ αἰτία ποὺ ἀλλοιώθηκε ὁ θρησκευτικὸς καὶ ἠθικὸς χαρακτήρας μας; ποιός φταίει; Ἐμένα ῥωτᾶτε; ῾Ρωτῆστε τὸ Μακρυ­γιάννη. Σᾶς συμβουλεύω νὰ διαβάσετε τὰ Ἀπομνημονεύματά του. Τὰ λέει ἁπλᾶ, πολὺ ἁ­πλᾶ, σὰν τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό.
Ὁ Μακρυγιάννης ζωγράφισε εἰκοσιτέσσερις εἰκόνες. Σᾶς λέω μιὰ εἰκόνα μόνο, τὴν ὁ­ποία πῆ­γε ἀστυνομία νὰ τοῦ τὴν κατασχέσῃ, ἀλλὰ πρόλαβε αὐτὸς καὶ τὴν ἔκρυψε. Τί ἔδειχνε ἡ εἰκόνα ἐκείνη; Ἔδειχνε μιὰ ὄμορφη κοπέλλα, ποὺ τὴν γέννησε ὁ οὐρανός, στολισμένη στὰ λευκά, μ᾽ ἕνα σταυρὸ μπροστά, μὲ στεφάνι στὸ κεφάλι καὶ κλαδὶ στὸ χέρι, ἐνῷ πάνω στὸν ὦμο της πετοῦ­σαν πουλιά. Κ᾽ ἐκεῖ ποὺ ἡ κόρη αὐτὴ προχωροῦ­σε τραγουδώντας ὄμορφα τραγούδια, ξαφνικὰ ἕνα μαῦρο χέρι μὲ νύχια, σκιὰ τοῦ ᾅδου, ἁπλώθηκε πάνω της, ἔσχισε τὰ σπλάχνα της, ξερρίζωσε τὴν καρδιά της, κι αὐτὴ ἔπεσε κάτω. Συμβολικὴ ἡ εἰ­κόνα τοῦ Μακρυγιάννη. Ποιά εἶνε ἡ ὄ­μορφη κο­πέλλα; Ἡ Ἑλλάδα μας. Καὶ ποιό εἶνε τὸ μαῦρο χέρι ποὺ τῆς ἔβγαλε τὴν καρδιά; Οἱ ξένοι, ποὺ μᾶς ἦρθαν ἀπὸ τὸν Σηκουάνα, ἀπὸ τὴ Μόσχα, ἀ­πὸ τὸ Λονδῖνο, οἱ ἄπιστοι Βαυαροὶ καὶ κάποιοι ντόπιοι – δικοί μας ποὺ σπούδασαν στὸ Παρίσι καὶ στὸ Μόναχο, καὶ αὐτοί, ντόπιοι καὶ ξένοι, ξερρίζωσαν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα τὴν καρδιά της. Καὶ ἡ καρδιὰ τῆς Ἑλλάδος ποιά εἶνε; Εἶνε ἡ Πίστι μας, ἡ Ὀρθοδοξία, ὁ Χριστός μας. Μᾶς τὸν ξερρίζωσαν. Διεφθαρμένοι ἐπιστήμονες, μασόνοι καὶ χιλιασταὶ ἀφαίρεσαν τὴν καρδιά, καὶ ἡ Ἑλλάδα πεθαίνει.
Ἀδέρφια μου, ὁ ἐπίσκοπος ποὺ σαράντα χρόνια δουλεύει στὸ ἔθνος καὶ δὲν σᾶς εἶπε ψέμα, σᾶς καλεῖ σὲ συναγερμό. Ὀφείλουμε νὰ ἐ­πανέλθουμε στὴν πίστι τῶν πατέρων μας. Νέοι Κανάρηδες νὰ γίνουμε, πιστοί, ἄντρες καὶ γυναῖκες· νὰ νηστεύουμε, νὰ προσευχώμαστε, νὰ ἐκκλησιαζώμαστε. Μόνο ἔτσι ἡ Ἑλλάδα θὰ ζήσῃ. Καὶ θὰ ζήσῃ, εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων καὶ τῶν ἐχθρῶν της, γιὰ νὰ ὑμνῇ καὶ δοξάζῃ –καὶ ἡ νέα γενιά– τὸν Χριστό· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑ­περυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν καθεδρικὸ ἱ. ναὸ Ἁγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος τὴν 25-3-1973, Β΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν τὸ ἑσπέρας, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφή, ἀναπλήρωσις καὶ σύντμησις 16-2-2024.

augoustinos-kantiotis