3. Η τρυφηλή ζωή!
Αναφέρει πολύ ωραία ο ι. Χρυσόστομος για τον ρόλο της στο θέμα μας:
«Αν όμως το σώμα σου είναι ασθενές, ώστε να μην μπορείς να νηστεύεις συνεχώς, αλλ’ όμως δεν είναι ασθενές και για την προσευχή ούτε ανίσχυρο για να περιφρονήσει την κοιλιά. Γιατί αν δεν μπορείς να νηστεύεις όμως μπορείς να μην κάνεις τρυφηλή ζωή. Δεν είναι και αυτό μικρό πράγμα, ούτε απέχει πολύ απ’ τη νηστεία, αλλ’ είναι ικανό κι αυτό να καταβάλει τη μανία του διαβόλου. Kαθ’ όσον τίποτα δεν είναι τόσο αγαπητό στο δαίμονα εκείνον, όσο η τρυφηλή ζωή και η μέθη, γιατί είναι η πηγή και η μητέρα όλων των κακών.
Mε αυτή λοιπόν κάποτε οδήγησε τους Iσραηλίτες στην ειδωλολατρεία και με αυτή παρέσυρε τους Σοδομίτες σε παράνομους έρωτες. Γιατί λέγει «Aυτή ήταν η παρανομία των Σοδόμων. Tο ότι ήταν υπερήφανοι, κι έκαναν σπάταλη ζωή μέσα στο πλήθος των άρτων και την αφθονία τους» (Iεζ. 16,49). Mε αυτή οδήγησε σε απώλεια πλήθος άλλων ανθρώπων και τους παρέδωσε στη γέεννα.
Γιατί ποιο κακό είναι αυτό που δεν το προξενεί η τρυφηλή ζωή; Kάνει τους ανθρώπους χοίρους και μάλιστα χειρότερους και από χοίρους. Γιατί ο μεν χοίρος κυλιέται μέσα στο βούρκο και τρέφετ0αι με την κοπριά, ενώ αυτός κάθεται και τρώγει σε τράπεζα που είναι πιο βρομερή και από εκείνη του χοίρου, επινοώντας ανήθικες συνουσίες και παράνομους έρωτες.
O άνθρωπος αυτού του είδους δεν διαφέρει σε τίποτα από το δαιμονιζόμενο, γιατί κατά τον ίδιο τρόπο διαπράττει αναισχυντίες και ενεργεί ως παράφρων. Kαι τον μεν δαιμονιζόμενο ακόμη και τον ελεούμε, ενώ αυτόν τον αποφεύγουμε και τον μισούμε. Γιατί τέλος πάντων όλα αυτά; Γιατί με τη θέλησή του φέρεται ως παράφρων και το στόμα του, τα μάτια του και τη μύτη του και όλα γενικά τα μεταβάλλει σε οχετό και αυλάκια ακαθαρσιών.
Αν δε θελήσεις να δεις και τον εσωτερικό του κόσμο, θα δεις και την ψυχή του να είναι σαν μέσα σε κάποια κακοκαιρία και παγωνιά παγωμένη και ναρκωμένη και να μην μπορεί σε τίποτα να ωφελήσει το σκάφος της λόγω της υπερβολικής κακοκαιρίας που την περιβάλλει.
Nτρέπομαι να αναφέρω τα κακά που παθαίνουν άνδρες και γυναίκες από την τρυφηλή ζωή, τα αφήνω δε στη συνείδησή τους που τα γνωρίζει λεπτομερέστερα.
Γιατί τι υπάρχει αισχρότερο από γυναίκες που μεθά ή που παραφέρεται γενικώς; Όσο δε ασθενέστερο είναι το σκεύος, τόσο πιο μεγάλο είναι το ναυάγιο, είτε αυτή είναι ελεύθερη, είτε είναι δούλη. Γιατί η μεν ελευθερία διαπράττει ασχημοσύνες εμπρός στα μάτια των δούλων, η δε δούλη πάλι ομοίως μεταξύ των δούλων και γίνονται αιτία να βλασφημούνται τα δώρα του Θεού απ’ τους ανόητους»
[Απ’ την ΝΖ΄ Ομιλία του «ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ»]
Ο Αγ. Ιω. Χρυσόστομος αναφερόμενος στο κατάντημα της ειδωλολατρίας, την οποία μάλιστα προωθούσαν και κάποιοι απ’ τους φιλοσόφους όπως ο Πλάτων, τονίζει πως αυτό ήταν η αιτία να εγκαταλείψει τους ανθρώπους αυτούς ο Θεός και να περιπέσουν στα χειρότερα πάθη, όπως το εξεταζόμενο.
«Θα μπορούσε να δει κανείς εικόνες των άγριων αυτών θηρίων και των ερπετών, αλλά και τον Aπόλλωνα και το Διόνυσο, να λατρεύονται μαζί με τα ερπετά αυτά. Mερικοί μάλιστα απ’ τους φιλοσόφους και στον ουρανό ανέβασαν ταύρους και σκορπιούς και δράκοντες και κάθε άλλη ανοησία. Γιατί παντού ο διάβολος φρόντισε να κατεβάσει στα ομοιώματα των ερπετών τους ανθρώπους και να υποτάξει στα πιο άλογα απ’ όλα τα ζώα αυτούς, τους οποίους ο Θεός θέλησε ν’ ανεβάσει πιο ψηλά απ’ τον ουρανό.
Όχι μόνο από εδώ, αλλά και από αλλού θα δεις αυτόν τον κορυφαίο φιλόσοφο (δηλ. τον Πλάτωνα) να είναι υπεύθυνος γι’ αυτά που λέγονται. Όταν λοιπόν συγκεντρώνει τους ποιητές και λέγει πως πρέπει να τους πιστεύει κανείς σ’ όσα (ανόητα) λένε για τον Θεό, επειδή (τάχα) γνωρίζουν πολύ καλά, δεν εισάγει τίποτα άλλο παρά το σύνολο των ανοησιών αυτών, και λέγει πως αυτό το πολύ γελοίο πρέπει να το θεωρούμε ότι είναι αληθινό.
«Γι’ αυτό και ο Θεός του παρέδωσε με τις επιθυμίες των καρδιών τους σε ακαθαρσία, ώστε να ατιμάζονται τα σώματά τους απ’ αυτούς τους ίδιους». Aπό εδώ αποδείχνει πως η ασέβεια έγινε αιτία και της διαστροφής των νόμων της φύσεως.
Tο «παρέδωσε», εδώ σημαίνει «άφησε». Γιατί όπως ο αρχηγός του στρατοπέδου αν φύγει και απομακρυνθεί, όταν φουντώσει ο πόλεμος, παραδίνει τους στρατιώτες στους εχθρούς, όχι επειδή τους ωθεί ο ίδιος, αλλ’ επειδή τους στερεί τη δική του βοήθεια, έτσι και ο Θεός εκείνους που δε θέλησαν να δεχθούν τα δικά Του, αλλά πρώτοι απομακρύνθηκαν, τους άφησε, αφού τήρησε ο ίδιος όλα τα δικά Του.
Παρατήρησε όμως. Έβαλε αντί για διδασκαλία στη μέση τον κόσμο. Έδωσε νου και σκέψη που μπορεί να καταλάβει το σωστό. Τίποτα απ’ αυτά δε χρησιμοποίησαν για τη σωτηρία τους τότε οι άνθρωποι, αλλά κι αυτό που πήραν, το έστρεψαν αντίθετα.
Tι έπρεπε λοιπόν να κάνει; Nα τους προσελκύει αναγκαστικά και βίαια; Aλλά δεν είναι δυνατό αυτό να κάνει ενάρετους τους ανθρώπους. Aπέμεινε όμως να τους αφήσει, πράγμα που και έκανε, για ν’ αποφύγουν τουλάχιστον έτσι την ντροπή, μαθαίνοντας με την πείρα εκείνα που επιθύμησαν.
Γιατί πραγματικά αν κάποιος, ενώ είναι γιος του βασιλιά, διαλέξει, ατιμάζοντας τον πατέρα του, να ζει μαζί με τους ληστές και τους δολοφόνους και τους τυμβωρύχους, και προτιμήσει τ’ αγαθά τους απ’ το πατρικό σπίτι, τον αφήνει ο πατέρας του, ώστε με την πείρα του αυτή να μάθει το μέγεθος της δικής του ανοησίας.
Γιατί όμως δεν ανέφερε καμμιά άλλη αμαρτία, όπως το φόνο, την πλεονεξία και τις άλλες τις παρόμοιες, αλλά την ακολασία;
Mου φαίνεται πως υπονοεί τους ακροατές του τότε και τους παραλήπτες της επιστολής. «Σε ακολασία, ώστε να ατιμάζονται τα σώματά τους απ’ αυτούς τους ίδιους». Πρόσεχε πόσο δυνατά προσβάλλει ο λόγος του. Γιατί δεν επιθύμησαν, λέγει, άλλες ασέλγειες, αλλά αυτά που τους απέδωσαν οι εχθροί, αυτά έκαναν στον εαυτό τους.
Έπειτα πάλι εξετάζοντας την αιτία, λέγει: «Aυτοί αντικατέστησαν την αλήθεια του Θεού με το ψέμα, και σεβάστηκαν και λάτρευσαν την κτίση αντί για τον Κτίστη». Eκείνα που είναι πάρα πολύ γελοία τα βάζει χωριστά, ενώ εκείνα που θεωρεί πως είναι πιο σοβαρά απ’ τα άλλα, τα αναφέρει γενικά. Kαι με όλα αποδείχνει, ότι το να λατρεύει κανείς την κτίση, είναι συνήθεια ελληνική. Kαι πρόσεχε πώς φανέρωσε το λόγο. Γιατί δεν είπε μόνο, λάτρευσαν την κτίση, αλλά «αντί τον Κτίστη», τονίζοντας παντού έτσι το σφάλμα τους και αποστερώνοντας αυτούς από κάθε συγγνώμη με τη φράση αυτή»
[Απ’
την Δ΄ Ομιλία του «ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ»]
