Ὁ ἀφορισμός αὐτός βεβαίως ἰσχύει καί γιά ὅλους ὅσοι καλυπτόμενοι πίσω ἀπό αὐτόν τόν ἀντίθεο καί ἀφύσικο νόμο θελήσουν νά συνάψουν ἀνώμαλες, ἀφύσικες καί ἀντίθεες σχέσεις. Τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀγωνίζονται κατά τήν δύναμί των νά τηροῦν τό Νόμο τοῦ Θεοῦ καί μετανοοῦν γιά τά τυχόν λάθη των. Ἄν ὅμως ἐκ τοῦ ἀντιθέτου νομιμοποιήσωμε τήν ἁμαρτία καί μάλιστα στή χειρότερή της μορφή, δηλαδή τήν ὁμοφυλοφιλία, τότε καταργοῦμε τό Νόμο τοῦ Θεοῦ, γινόμεθα αἱρετικοί καί βεβαίως χωριζόμεθα ἀπό τήν Ἐκκλησία. Αὐτό ἰσχύει καί γιά τούς Ἐπισκόπους καί κληρικούς οἱ ὁποῖοι θά ἀποδεχθοῦν στήν Ἐκκλησία αὐτήν τήν κατάστασι. Θέτουν δηλαδή καί αὐτοί τούς ἑαυτούς των ἐκτός Ἐκκλησίας.
Τό δικαίωμα αὐτό τοῦ δεσμεῖν καί λύειν ἔχει δοθῆ στούς ἱερεῖς καί Πνευματικούς διά τῆς χειροτονίας καί χειροθεσίας των καί προσέτι κατοχυρώνεται καί διά τοῦ ΙΔ΄Ἱεροῦ Κανόνος τοῦ Θεοφίλου Ἀλεξανδρείας καί ἀκόμη διά τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν, οἱ ὁποῖες στό σημεῖο αὐτό ἐντέλλονται διά τούς ἱερεῖς τά ἑξῆς:«Πρεσβύτερος εὐλογεῖ, οὐκ εὐλογεῖται, εὐλογίας δέχεται παρά Ἐπισκόπου καί συμπρεσβυτέρου, ὡσαύτως ἐπιδίδωσιν συμπρεσβυτέρῳ· χειροθετεῖ, οὐ χειροτονεῖ, οὐ καθαιρεῖ, ἀφορίζει δέ τούς ὑποβεβηκότας, ἐάν ᾦσιν ὑπεύθυνοι τῇ τοιαύτῃ τιμωρίᾳ» (Ἀποστ. Διαταγαί 8,28 –ΒΕΠΕΣ 2,162).
ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ