ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024

Ουκ εάλω η Ορθόδοξη Ελλάς. (Σκέψεις προς Ιερέα)

Ουκ εάλω η Ορθόδοξη Ελλάς.

(Σκέψεις προς Ιερέα)

Τους είδες στην Βουλή, παππά μου. Τους άκουσες να μπουρδολογούν και να μιξοκλαίνε οι ψεύτες, οι ηθοποιοί. Ψήφισαν οι «δημοκράτες». Χλωροφόρμιο με μιας η αίθουσα της Ελληνικής Βουλής μύρισε. Βουτιά πίσω, σε βάραθρο αιώνων. Νέκρα και σιγή.

Ήταν βράδυ. Θα γύρισες να κοιτάξεις τα σπλάγχνα σου, που με την Χάρη του Θεού ζητάς να αναστήσεις, τα σταύρωσες και αναρωτήθηκες σε τί κοινωνία, Θεέ μου, θα μεγαλώσουν; Θα τα αφήσεις να γίνουν ραγιάδες – νενέκηδες μιας ανώμαλης ατζέντας; Μη γένοιτο, ευχήθηκες και ησύχασες κοιτώντας το καντήλι στα εικονίσματα.

Άγρια σκυλιά και προβατόσχημοι λύκοι χίμηξαν λυσσασμένα στο μαντρί σου, παππά μου. Έστερξες να δεις τους προεστώτες να τρέχουν, να…, να... Μα, όχι. Κάτι ψέλλισαν, κάτι σου απέκρυψαν, άρωμα αγαπολογίας, αυτονόητα μισόλογα, φλυαρίες, μισές αλήθειες. Κρύφτηκαν οι λαγοί πίσω από τον κενό λόγο – σύνθημα που δόθηκε: «Εγώ θα το λύσω;». Ανακινήθηκαν αδιάφορα και σπασμωδικά οι γερασμένοι ώμοι. Να τινάξουν λες την ευθύνη, που σαν σκόνη έλαχε επάνω τους να καθίσει.

Σου μίλησαν χθες για απροϋπόθετη αγάπη και υπακοή. Εισπράττουμε σήμερα όλοι μας τα επίχειρα. Αύριο διπλά και τριπλά θα κλάψουμε. Εκκλησιαστικός αχταρμάς προμηνύεται. Κρίνανε με τα μέτρα τους. Σε κατηγόρησαν για εμπάθεια, για εγωισμό και Φαρισαϊσμό. Σε ειρωνεύτηκαν: «Εσύ είσαι ο σωστός, και όλοι οι άλλοι λάθος;». Δεν είδα όμως κανένα «Φαρισαίο» από εμάς που κατηγόρησαν, να καλοπερνάει και  να στέκεται στο απυρόβλητο, αγκάλα και συναγελαζόμενος με την εξουσία μέχρι και σήμερα. Μάλλον το αντίθετο. Είδα τον «Φαρισαίο» τους να υβρίζεται, να εκβιάζεται, να συκοφαντείται, να διώκεται και να φιμώνεται. Να απειλείται με καθαίρεση. Ωραίους «Φαρισαίους» επινόησαν.

Παππά μου, 200 χρόνια περάσαν από το ένδοξο 21΄ και οι γκραβούρες των Αγωνιστών ακόμα στέκουν εκεί αγριωπές να κοιτάζουν με θυμό, για να σκιάζουν και σήμερα τους εχθρούς της Πίστεως και της Πατρίδας μας. Θυμό μα και παράπονο μαζί. Αφουγκράζομαι. Θαρρώ ότι μου απευθύνονται: «Ωρέ, για σάς σήμερα δώσαμε ψυχή και σώμα; Εμείς δεν είχαμε οικογένειες να αναστήσουμε; Σάμπως υπολογίσαμε περιουσίες; Δεν είχαμε λέτε Χριστό εμείς; Δεν είχαμε αγάπη μέσα μας για τον συνάνθρωπό μας; Δεν προσευχόμασταν γονατιστοί στα εικονίσματα; Δεν κοινωνούσαμε Σώμα και Αίμα Χριστού; Δεν κληθήκαμε σάμπως να πάρουμε γενναίες αποφάσεις; Κόντρα στα προνόμια δεν πήγαμε; Όλα τα δώσαμε για την Πατρίδα και την Αγία Πίστη μας, χωρίς φόβο και αναστολές… Εσείς τι κάνετε;». Κι αναρωτήθηκα ο δόλιος: σήμερα δεν φθάνει να με συγκινήσει ένας Παπαφλέσσας, ένας Διάκος, ένα Γρηγόριος Πατριάρχης, ένας πατρο-Κοσμάς; Τόσοι ιερωμένοι, που μάτωσαν το ράσο τους; Που θυσίασαν τα πάντα για εμένα τον παππά του 21ου αιώνα; Με συγκινούν, με ελέγχουν και με λυπάμαι για την σιωπή μου.

Δεν θα τους κοινωνήσω, λέω. Μα κάποιος που υποθετικά επιζητεί να κοινωνεί Σώμα και Αίμα Χριστού, θα Τον έφτυνε ποτέ έτσι για ένα ξέχειλο από χρυσά «άσπρα» κορβανά; Θα τον πρόδιδε ως ο Ιούδας, μάλιστα δημοσίως και με το περίβλημα νόμου; Θα νομοθετούσε την αμαρτία ανερυθριάστως και θα χειροκροτούσε την διαστροφή;

Δεν θα τον βάλω στην Εκκλησία, λέω. Μα ρωτάς αν ο ίδιος βολεύεται να τον κοιτούν αυστηρά οι ιστορημένοι Άγιοι, Μάρτυρες, Ομολογητές, Όσιοι και Δίκαιοι στους τοίχους των Εκκλησιών; Νομίζεις ότι δεν νοιώθει την ανατριχίλα στην ραχοκοκαλιά του; Γι’ αυτό δεν κορδώνεται αγέρωχα μη και τον καταλάβουν ότι σκιάζεται; Δεν αναρωτιέσαι γιατί έρχονται λίγο προ του «Δι΄ευχών», κάθε τέσσερα χρόνια; Ή «Όπου γάμος και χαρά…»;

Λέω, καλή μετάνοια. Αυτό θα το ευχηθώ ολόψυχα σε εμένα πρώτα που καθ΄ εκάστην πέφτω, μα που δεν δημοσιοποιώ, ούτε δικαιολογώ, ούτε διαφημίζω την πτώση μου. Θα το ευχηθώ ολόκαρδα σε εσένα τον συνάνθρωπό μου, ανά πάσα στιγμή του έτους. Περισσότερο δε στην περίοδο του Τριώδιου, που κοντοζυγώνει. Όλοι αμαρτωλοί είμαστε. Πανέμορφη ευχή. Όμως; Για την περίπτωση που κάνει κάποιος νόμο ενός Ορθόδοξου Κράτους τον κολοφώνα (το αποκορύφωμα) της κακίας; Αρκεί; Όταν δεν υπάρχει χρονικά και τοπικά ανάλογο  βδέλυγμα σε ορθόδοξη πατρίδα, αρκεί αυτή η ευχή για να συνέλθει ο επισήμως διαστροφέας και καθαιρέτης κάθε ηθικής και φυσιολογίας; Δεν τρέχει και τίποτε σοβαρό;

Το «είστε ανεπιθύμητοι» μπορεί να το πει και ο λαϊκός, με παρρησία και σταθερότητα μάλιστα. Ούτε θα γίνει ομοτράπεζός του, ούτε κομματοκύνας τους, από δαύτους που αυγάτεψαν στις μέρες μας. Θα τους περιφρονήσει και θα τους ελέγξει δημόσια στις δημόσιές τους εμφανίσεις.

Δεν ξεσηκώνεται ο λαϊκός όμως, αν δεν δει πρώτα μπαρουτοκαπνισμένο τον παππά του. Δεν θα σηκωθεί ο λαϊκός έστω και αν ακούσει δακρύβρεχτα κηρύγματα από άμβωνος, άνευ όμως πράξεως. Μάλιστα δε όταν υπονοείται από τον ομιλούντα και μετάθεση ευθύνης… στον λαό. Γιατί; Διότι άμβωνες, που ο αείμνηστος Καντιώτης με το πριόνι του πριν χρόνια αφαίρεσε τους ξύλινους λέοντες και τους αντικατέστησε, κατά την ρήση του, με ξύλινους λαγωούς, δεν ξεσηκώνουν πλέον, είναι εκκωφαντικά βουβοί.

Γυρνώ τον χρόνο στα περασμένα. Τότε που στάθηκα στην Άγια Τράπεζα από πίσω, κρατώντας στα τρεμάμενα, ανάξια και γυμνά μου χέρια για πρώτη φορά το Σώμα Του. Ήχησε τότε δυνατά στα αυτιά μου το φοβερό και άγιο «Λάβε τὴν παρακαταθήκην ταύτην, καὶ φύλαξον αὐτήν, ἕως τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτε παρ' αὐτοῦ μέλλεις ἀπαιτεῖσθαι αὐτήν». Με την Χάρη σου Κύριε, ψέλλισα. Δεν θα αφήσω τα Άγια στα σκυλιά. Έδωσα υπόσχεση ιερή. Υποχρέωση αγία. Θα μου απαιτηθεί, λέει, η παρακαταθήκη από τον Δωρεοδότη Χριστό, από κανέναν άλλον.

Μου δόθηκε το ιερατικό αξίωμα. Δεν μπορούν να με πείσουν ότι είμαι ένας υπάλληλος που οφείλει υποταγή. Δεν μπορούν να με παρασύρουν οι μικρόνοες, που εμπαίζουν την εκ Θεού δοσμένη σε εμέ πνευματική εξουσία. Την διακωμωδούν μεν από εσώτερο φόβο, δεν θέλουν να πιστέψουν, ενδόμυχα όμως τρέμουν.

Άλλη λοιπόν, η θέση μου. Είναι θέση ποιμένα που θα ξεχωρίσει τώρα τα πρόβατα από τα ερίφια, μη και τα δεύτερα μαγαρίσουν τα πρώτα. Θα αναθεματίσω το ψέμα που χύνεται από τις φαρμακερές αυτές υπάρξεις. Το θράσος τους να λέγονται Χριστιανοί, οι καταφανώς σήμερα πολέμιοι του Χριστιανισμού. Θα τους παραδώσω από ιερή αγανάκτηση και οργή στα πόδια του Χριστού και της Παναγίας. Μήπως και έρθουν σε συναίσθηση, και γλιτώσουν τον αφορισμό της Κρίσεως, όπως το αψευδές στόμα του Χριστού ορίζει στο Άγιο Ευαγγέλιο. Αυτό δείχνει την εν πολλοίς ξεχασμένη εκκλησιαστική αγάπη, εκκλησιαστική πρόνοια, εκκλησιαστικό φρόνημα προς τους πολεμίους της Ορθοδοξίας. Δεν είναι αγάπη να συγκαλύπτεις, να αφήνεις θολό τοπίο επειδή έτσι σε βολεύει. Να επινοείς σοφιστείες. Δεν υπάρχει χρόνος για, «ναι μεν αλλά». Δεν υπάρχει τόπος για δειλούς.

Ως καλός γιατρός θα πάρω το νυστέρι μου και θα κόψω το σάπιο μέλος, θα ξεχωρίσω την γάγγραινα, μη και μιανθούν ψυχές κρεμάμενες στο πετραχήλι μου. Παρακαταθήκη είναι να φυλάξεις Αγία, Εφημέριε. Δεν είναι παίξε – γέλασε. Ποιος είναι Αυτός, που θα σου την ζητήσει άφθορη και αλώβητη; Σε Ποιον θα δώσεις λόγο τελικά, αναλογίζεσαι; Αλλάζει ο Χριστός; Αλλάζει το Ευαγγέλιο Του; Επειδή τάχατες πλεόνασε η αμαρτία; Επειδή ο κολοφώνας της γίνηκε νόμος, θα κάνεις τώρα δόγμα ξεχειλώνοντας έτι και έτι το «κατ΄ οικονομίαν»; Μη γένοιτο!

Αυτά τα αυτονόητα μα απαραίτητα, το λίγα μα με πολύ πόνο  και αγάπη γραμμένα από ΕΦΗΜΕΡΙΟ ΠΡΟΣ ΕΦΗΜΕΡΙΟ. Την ευχή σου.

 

Ο συνεφημέριος σου

παπα-Παύλος από Κύθηρα

 

υ.γ. «… τέλος διά τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν, οἱ ὁποῖες στό σημεῖο αὐτό ἐντέλλονται διά τούς ἱερεῖς τά ἑξῆς«Πρεσβύτερος εὐλογεῖ, οὐκ εὐλογεῖται, εὐλογίας δέχεται παρά Ἐπισκόπου καί συμπρεσβυτέρου, ὡσαύτως ἐπιδίδωσιν συμπρεσβυτέρῳ· χειροθετεῖ, οὐ χειροτονεῖ, οὐ καθαιρεῖ, ἀφορίζει δέ τούς ὑποβεβηκότας, ἐάν ᾦσιν ὑπεύθυνοι τῇ τοιαύτῃ τιμωρίᾳ» (Ἀποστ. Διαταγαί 8,28 –ΒΕΠΕΣ 2,162).