ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2024

Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος, γεννημένος τὸ 330μ.Χ. στὴ Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου ἀπὸ γονεῖς εὐγενεῖς μὲ δυνατὸ χριστιανικὸ φρόνημα, ἔμελλε νὰ γίνει Μέγας πνευματικὸς διδάσκαλος καὶ κορυφαῖος θεολόγος καὶ Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἡ χριστιανική του ἀνατροφὴ καὶ ἡ πνευματική του πορεία τὸν ὁδήγησαν στὴν Θεῖα θεωρεῖα τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου, καὶ στὴν αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή, παράλληλα μὲ τὸ ποιμαντικό, παιδαγωγικὸ καὶ φιλανθρωπικό του ἔργο. 
Ὁ πατέρας του Βασίλειος ἦταν καθηγητὴς ρητορικῆς στὴ Νεοκαισάρεια καὶ ἡ μητέρα του Ἐμμέλεια ἀπόγονος οἰκογένειας Ρωμαίων ἀξιωματούχων. Στὴν οἰκογένεια ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Βασίλειο ὑπῆρχαν ἄλλα ὀκτὼ παιδιά. Μεταξὺ αὐτῶν, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὁ Ὅσιος Ναυκράτιος ἀσκητὴς καὶ θαυματουργός, ἡ Ὁσία Μακρίνα καὶ ὁ Ἅγιος Πέτρος, Ἐπίσκοπος Σεβαστείας. 
Τὰ πρῶτα γράμματα, τοῦ τὰ δίδαξε ὁ πατέρας του. Συνέχισε τὶς σπουδές του στὴν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας, στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ στὴν Ἀθήνα. Ἐκεῖ σπούδασε γεωμετρία, ἀστρονομία, φιλοσοφία, ἰατρική, ρητορικὴ καὶ γραμματική. Οἱ σπουδές του διήρκησαν τεσσεράμισι χρόνια. Ἡ ἀσκητική του ζωὴ ξεκίνησε ἤδη ἀπὸ τὰ χρόνια ὅπου φοιτοῦσε στὴν Ἀθήνα. Ὁ σοφὸς δάσκαλος τοῦ Εὔβουλος ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὴν αὐστηρὴ νηστεία, τοῦ Ἄγίού, καὶ μετὰ τὴν παραίνεση του, λέγεται ὅτι ἔγινε Χριστιανός. 

Συμφοιτητές του ἦταν καὶ δύο νέοι ποὺ ἔμελλε νὰ διαδραματίσουν σπουδαῖο ρόλο στὴν ἱστορία. Ὁ ἕνας, φωτεινὸ ὁ Ἅγιος καὶ Μέγας Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ὁ Θεολόγος Γρηγόριος καὶ ὁ ἄλλος μελανὸ στὸν ἀντίποδα, προδότης τοῦ Ἰησοῦ, εἰδωλολάτρης καὶ διώκτης τῶν Χριστιανῶν, ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης. Κατὰ τὴν διάρκεια αὐτῶν τῶν ἐτῶν, ὁ Ἅγιος Βασίλειος καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀνέπτυξαν μεγάλη καὶ ἰσχυρὴ φιλία. Ταυτόχρονα μὲ τὶς σπουδές τους, εἶχαν ἱεραποστολικὴ δράση. Διοργάνωναν χριστιανικὲς συγκεντρώσεις, στὶς ὁποῖες ἀνέλυαν θρησκευτικὰ ζητήματα. Ἵδρυσαν ἐπίσης καὶ τὸν πρῶτο φοιτητικὸ χριστιανικὸ σύλλογο. 

Ἐπέστρεψε στὴν Καισαρεία τὸ καλοκαίρι τοῦ 356μ.Χ. καὶ συνεχίζοντας τὴν παράδοση τοῦ πατέρα του, ἔγινε καθηγητὴς τῆς ρητορικῆς. Τὸ 358 μ.Χ. ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ ἀδερφοῦ τοῦ μοναχοῦ Ναυκρατίου, καθὼς καὶ μὲ τὴν παρότρυνση τῆς ἀδερφῆς τοῦ Μακρίνας, βαπτίζεται Χριστιανός, καὶ ἀποφασίζει νὰ ἀφιερώσει τὸν ἑαυτό του στὴν ἀσκητικὴ πολιτεία. Ἀποσύρθηκε λοιπὸν σὲ ἕνα κτῆμα τῆς οἰκογενείας του στὸν Πόντο. Χαρακτηριστικὸ τῆς μεγαλοψυχίας του εἶναι, ὅτι μετὰ τὴν βάπτιση τοῦ δώρισε στοὺς φτωχοὺς καὶ στὴν ἐκκλησία τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς περιουσίας του. Τὸ φθινόπωρο τοῦ ἴδιου ἔτους ξεκινᾶ ἕνα ὁδοιπορικὸ σὲ γνωστὰ κέντρα ἀσκητισμοῦ τῆς Ἀνατολῆς, Αἴγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία καὶ Μεσοποταμία, ἐπιθυμῶντας νὰ συναντήσει πολλοὺς ἀσκητὲς καὶ μοναχοὺς γιὰ νὰ γνωρίσει τὸν τρόπο ζωῆς τους. Ὅταν γύρισε στὸ Πόντο ἀπὸ τὸ ταξίδι αὐτό, μοίρασε καὶ τὴν ὑπόλοιπη περιουσία του καὶ ἀποσύρθηκε στὸ κτῆμα του ἐπιθυμῶντας νὰ ζήσει πλέον ὡς μοναχός. Ἐκεῖ ἔγραψε τους: «Κανονισμοὺς διὰ τὸν Μοναχικὸν βίον», κανόνες ποὺ ρυθμίζουν τὴν ζωὴ στὰ μοναστήρια μέχρι τὶς μέρες μας. Μὲ τὴν ὑψηλή του κατάρτιση στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη καὶ τὸν ἀσκητικό, θαυμαστό του βίο, ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ἐξαπλώθηκε μὲ τὸν καιρὸ σὲ ὅλη τὴν Καππαδοκία. Ἔτσι καὶ ὁ Μητροπολίτης τῆς Καισαρείας Εὐσέβιος πραγματοποιῶντας τὴν Θεία Βούληση ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τῶν χριστιανῶν τῆς περιοχῆς, χειροτόνησε τὸ 364 μ.Χ. τὸν Ἅγιο Βασίλειο πρεσβύτερο. Τὸ 370 μ.Χ., μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Εὐσεβίου καὶ σὲ ἡλικία 41 ἐτῶν, τὸν διαδέχθηκε ὁ Ἅγιος Βασίλειος στὴν ἐπισκοπικὴ ἕδρα, μὲ τὴ συνδρομὴ τοῦ Εὐσεβίου ἐπισκόπου Σαμοσάτων καὶ τοῦ Γρηγορίου ἐπισκόπου Ναζιανζοῦ. Ἐπίσκοπος πλέον, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἀντιμετώπισε τὴν προσπάθεια τοῦ Αὐτοκράτορα Οὐάλη νὰ ἐπιβάλει τὸν Ὁμοιανισμὸ (ρεῦμα τοῦ Ἀρειανισμοῦ), ἐπικοινωνῶντας μέσῳ ἐπιστολῶν μὲ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας καὶ τὸν Πάπα Ρώμης Δάμασο. Στὸν τόπο του ,στὴν περιφέρεια τῆς δικῆς του ποιμαντικῆς εὐθύνης εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἔντονη παρουσία τοῦ ἀρειανικοῦ στοιχείου καὶ ἄλλων κακοδοξιῶν. Ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του φαίνονται οἱ προσπάθειες ποὺ κατέβαλε γιὰ τὴν καταπολέμηση τῆς σιμωνίας τῶν ἐπισκόπων, γιὰ τὴν ἀνάδειξη ἄξιων κληρικῶν στὸ ἱερατεῖο, καθὼς καὶ γιὰ τὴν πιστὴ ἐφαρμογὴ τῶν ἱερῶν κανόνων ἀπὸ ὅλους τους πιστοὺς καὶ φανερώνεται ἐπίσης ἡ ποιμαντικὴ φροντίδα στὰ ἀποκομμένα καὶ περιθωριοποιημένα μέλη τῆς Ἐκκλησίας. 

Στὴν οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία ὁ Μέγας Βασίλειος οὐσιαστικὰ ἀναλαμβάνει τὰ πνευματικὰ ἡνία ἀπὸ τὸ Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος γηραιὸς πλέον, ἀποσύρεται ἀπὸ τὴν ἐνεργὸ δράση. Ἐργάζεται συνεχῶς γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῶν ὀρθόδοξων χριστιανικῶν ἀρχῶν καὶ ὑπερασπίζεται μὲ σθένος τὸ δογματικὸ προσανατολισμὸ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νίκαιας. 

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος, βοηθοῦσε πάντοτε τοὺς ἀδικημένους καὶ κουρασμένους, τοὺς πεινασμένους καὶ τοὺς ἀρρώστους, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ γένος, τὴ φυλὴ καὶ τὸ θρήσκευμα. Ἔτσι τὸ ὅραμά του τὸ ἔκανε πραγματικότητα ἱδρύοντας ἕνα πρότυπο καὶ γιὰ τὶς μέρες μας κοινωνικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ σύστημα, τὴ «Βασιλειάδα». Ἕνα ἵδρυμα ποὺ λειτουργοῦσε νοσοκομεῖο, ὀρφανοτροφεῖο, γηροκομεῖο καὶ ξενῶνας γιὰ τὴν φροντίδα καὶ ἰατρικὴ περίθαλψη τῶν φτωχῶν ἀρρώστων καὶ ξένων. Τὶς ὑπηρεσίες του τὶς πρόσφερε τὸ ἵδρυμα δωρεὰν σὲ ὅποιον τὶς εἶχε ἀνάγκη. Τὸ προσωπικὸ τοῦ ἱδρύματος αὐτοῦ ἦταν ἐθελοντὲς ποὺ προσφέρανε τὴν ἐργασία γιὰ τὸ καλὸ τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου. Ἦταν ἕνα πρότυπο καὶ σὲ ἄλλες ἐπισκοπὲς καὶ στοὺς πλουσίους ἕνα μάθημα νὰ διαθέτουν τὸν πλοῦτο τους μὲ ἕνα ἀληθινὰ χριστιανικὸ τρόπο. Πραγματικὰ εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ ἡ ἔμπνευση ποὺ εἶχε ὁ Ἅγιος Βασίλειος ,τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. νὰ ἱδρύσει καὶ νὰ λειτουργήσει ἕνα τέτοιο ἵδρυμα - πρότυπο. 

Καταπονημένος ἀπὸ τὴν μεγάλη δράση ποὺ ἀνέπτυξε σὲ τόσους πολλοὺς τομεῖς ,ἐναντίον τῶν διαφόρων κακοδοξιῶν καὶ εἰδικὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρειανισμοῦ, μὴ διστάζοντας πολλὲς φορὲς νὰ ἀντιταχθεῖ μὲ τὴν ἑκάστοτε πολιτικὴ ἐξουσία, μὲ ὅπλα του τὴν πίστη καὶ τὴν προσευχή, μὲ τὰ κηρύγματα καὶ τοὺς λόγους του, μὲ τὰ πολλὰ ἀσκητικὰ καὶ παιδαγωγικὰ συγγράμματα, καθὼς καὶ τὴν ἀσκητικὴ ζωή του ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας παραδίδει τὸ πνεῦμα στὸ Θεὸ τὴν 1η Ἰανουαρίου τοῦ 379 μ.Χ. σὲ ἡλικία 49 ἐτῶν. Ὁ θάνατός του βυθίζει στὸ πένθος ὄχι μόνο τὸ ποίμνιό του ἀλλὰ καὶ ὅλο τὸ χριστιανικὸ κόσμο τῆς Ἀνατολῆς. Στὴν κηδεία του συμμετέχει καὶ ἕνα πλῆθος ἀνομοιογενὲς ἀπὸ ἄποψη θρησκευτικῆς καὶ ἐθνικῆς διαφοροποιήσεως. Τὸ ὑψηλῆς σημασίας θεολογικὸ καὶ δογματικό του ἔργο καθὼς καὶ ἡ λειτουργικὴ καὶ πρωτότυπη ἀνθρωπιστική του δράση, εἶναι ἡ μεγάλη παρακαταθήκη ποὺ μᾶς ἄφησε. Ἡ μνήμη του τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία τὴν 1ην Ἰανουαρίου. Ἀπὸ τὸ 1081μ.Χ. ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως - Νέας Ρώμης Ἰωάννης Μαυρόπους (ὁ ἀπὸ Εὐχαΐτων) θέσπισε ἕναν κοινὸ ἑορτασμὸ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου καὶ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, στὶς 30 Ἰανουαρίου, ὡς προστατῶν τῶν γραμμάτων καὶ τῆς παιδείας. 

Μὲ σοφία, στὸ ἀπολυτίκιο τοῦ ἀναφέρεται ἡ φράση «... τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας...». Καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, στὸν Ἐπιτάφιο γιὰ τὸν καλὸ καὶ Μέγα φίλο του Ἅγιο Βασίλειο, ἀποδίδει σ' αὐτόν, μὲ τὴν ποιητικὴ καὶ βαθιὰ στοχαστικὴ ματιά του, τὸ χαρακτηρισμὸ «παιδαγωγὸς τῆς νεότητος» 

Ὁ Μ. Βασίλειος, ἐκτὸς τῶν ἄλλων θαυμάσιων καὶ Θείας ἐμπνεύσεως ἔργων του, ἔγραψε καὶ τὴν ἐκτενῆ καὶ κατανυκτικὴ Θεία Λειτουργία, πού, μετὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς συντομότερης Θείας Λειτουργίας τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τελεῖται 10 φορὲς τὸ χρόνο: 
τὴν 1η Ἰανουαρίου (ὅπου γιορτάζεται καὶ ἡ μνήμη του), 
τὶς πρῶτες πέντε Κυριακὲς τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, 
τὶς παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Θεοφανείων, 
τὴν Μ. Πέμπτη καὶ τὸ Μ. Σάββατο. 

Λίγα θαυμαστὰ γεγονότα ἀπὸ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου 

Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης 
Ὅταν ὁ Ἰουλιανὸς ὁ παραβάτης, ὁ ἀσεβῇς καὶ διώκτης τῶν Χριστιανῶν, θέλησε νὰ πάει στὴν Περσία νὰ πολεμήσει πέρασε κοντὰ ἀπὸ τὴν Καισαρεία. Ὁ Ἅγιος Βασίλειος γνωρίζοντας τὸν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ὅπου ἦταν συμφοιτητὲς πῆγε μαζὶ μὲ τὸν λαὸ νὰ τὸν τιμήσει. Ὁ Ἰουλιανὸς ἀπαίτησε νὰ τοῦ δωρίσει, ἀφοῦ ὁ Ἅγιος δὲν εἶχε τίποτε ἄλλο, τρεῖς ἀπὸ τοὺς κριθαρένιους ἄρτους του. Ὁ Ἅγιος τὸ ἔκανε καὶ ὁ Ἰουλιανὸς διέταξε τοὺς ὑπηρέτες νὰ ἀνταμείψουν τὴ δωρεὰ καὶ νὰ δώσουν χόρτο ἀπὸ τὸ λειβάδι. Ὁ Ἅγιος Βασίλειος βλέποντας τὴν καταφρόνηση τοῦ βασιλιᾶ του εἶπε «ἐμεῖς, βασιλιᾶ ὅτι μᾶς ζήτησες ἀπὸ κεῖνο ποὺ τρῶμε σου τὸ προσφέραμε κι ἐσύ μας ἀντάμειψες ἀπὸ κεῖνο ποὺ τρῶς». Τότε ὁ Ἰουλιανὸς θύμωσε πάρα πολὺ καὶ ἀπείλησε, ὅτι ὅταν θὰ ἐπιστρέψει ἀπὸ τὴν Περσία νικητής, θὰ κάψει τὴν πόλη καὶ τὸν λαὸ θὰ τοὺς πάρει δούλους. Ὅσο γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Ἅγιο Βασίλειο θὰ τὸν ἀνταμείψει ὅπως πρέπει. 

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὅταν πῆγε στὴν πόλη ζήτησε ἀπὸ τὸ λαὸ νὰ μαζέψουν ὅτι πολύτιμο εἶχαν καὶ νὰ τὸ ἀποθηκεύσουν κάπου ἕως ὅτου ἐπιστρέψει ὁ φιλοχρήματος Ἰουλιανὸς γιὰ νὰ τοῦ τὸ προσφέρουν. Ἴσως κι ἔτσι κατευνάσουν τὴν ὀργή του. 

Ὅταν ἔμαθε ὅτι ἐπιστρέφει ὁ ἄφρων βασιλιᾶς, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ζήτησε ἀπὸ τοὺς πολῖτες νὰ προσευχηθοῦν καὶ νὰ νηστεύσουν τρεῖς μέρες. Μετὰ ὅλοι μαζὶ ἀνέβηκαν στὸ δίδυμον ὅρος τῆς Καισαρείας ὅπου στὴ μιὰ ἀπὸ τὶς δύο κορυφὲς ἦταν ὁ ναὸς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἐκεῖ προσευχόμενος ὁ Ἅγιος εἶδε σὲ ὀπτασία, μιὰ μεγάλη οὐράνια στρατιά, νὰ κυκλώνει τὸ ὅρος καὶ στὴ μέση νὰ κάθεται σὲ θρόνο μιὰ γυναῖκα (ἡ Παναγία) καὶ νὰ δοξάζεται, ἡ ὁποία γυναῖκα εἶπε στοὺς ἀγγέλους νὰ τῆς φέρουν τὸν Μερκούριο γιὰ νὰ φονεύσει τὸν Ἰουλιανό, τὸν ἐχθρὸ τοῦ υἱοῦ της. Ἔπειτα εἶδε τὸν Μάρτυρα Μερκούριο νὰ φθάνει ὁπλισμένος μπροστὰ στὴν βασίλισσα τῶν Ἀγγέλων κι ὅταν ἐκείνη τὸν πρόσταξε αὐτὸς νὰ φεύγει γρήγορα. Κατόπιν προσκάλεσε τὸν Ἅγιο Βασίλειο καὶ τοῦ ἔδωσε ἕνα βιβλίο ποὺ ἦταν γραμμένη ὅλη ἡ δημιουργία τῆς κτίσεως κι ἔπειτα τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν ἀρχὴ τοῦ βιβλίου ἦταν ἡ ἐπιγραφὴ «Εἶπε» καὶ στὸ τέλος τοῦ βιβλίου ἐκεῖ ποὺ ἔγραφε γιὰ τὴν πλάση τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἡ ἐπιγραφὴ «Τέλος». Μόλις εἶδε τὴν ὀπτασία αὐτὴ ὁ Ἅγιος ξύπνησε. 

Τὸ νόημα τῆς ὀπτασίας τοῦ βιβλίου, ἦταν ὅτι ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἔγραψε, ὄντως, ἑρμηνεία στὴν Ἑξαήμερον τοῦ Μωϋσέως στὴν ὁποία διηγεῖται, πὼς ὁ Θεὸς ἐποίησε τὸν οὐρανό, τὴν γῆ, τὸν ἥλιο, τὴν σελήνη, τὴ θάλασσα, τὰ ζῶα καὶ ὅλα τὰ αἰσθητὰ κτίσματα. Ὅταν ὅμως, ἔμελλε νὰ γράψει καὶ γιὰ τὴν ἕβδομη ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, τότε ὁ Μέγας αὐτὸς Ἅγιος ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ στὴ γῆ καὶ πῆγε στοὺς οὐρανοὺς νὰ συναντήσει τὸν Κύριον τοῦ ποὺ μὲ δύναμη ἀγάπησε καὶ ποὺ γι' Αὐτὸν μέσα σὲ πολὺ σύντομο διάστημα ποὺ ἔζησε ἔπραξε τόσα πολλὰ καὶ τόσο μεγάλα. Τὸ ἔργο του συμπλήρωσε κατόπιν ὁ ἀδελφός του ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Νύσσης, ποὺ ἔγραψε γιὰ τὴν ἕβδομη ἡμέρα τῆς πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου. 

Ὅταν ὁ Ἅγιος εἶδε τὴν ὀπτασία, πῆγε στὴν πόλη μὲ μερικοὺς κληρικούς, στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Μερκουρίου, ὅπου μὴ βρίσκοντας τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου καὶ τὰ ὅπλα του ποὺ φυλάσσονταν στὸν Ναὸ ἕναν αἰῶνα ἀφ' ὅτου μαρτύρησε ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Βαλεριανοῦ καὶ Βαλερίου, κατάλαβε τί εἶχε συμβεῖ κι ἔτρεξε ἀμέσως στὸ λαὸ νὰ τοὺς εἰδοποιήσει ὅτι ὁ ἄφρων Ἰουλιανὸς φονεύθηκε. 

Βλέποντας τὸ θαῦμα οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὴν παρρησία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου δὲν θέλησαν νὰ πάρουν πίσω τὴν περιουσία ποὺ εἶχαν ἀποθηκεύσει γιὰ τὸν τύραννο Ἰουλιανό. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἀφοῦ τοὺς ἐπαίνεσε γιὰ τὴν πράξη τους, τὸ ἕνα τρίτο του ποσοῦ τους τὸ ἔδωσε καὶ τὰ ὑπόλοιπο ποσὸ τὸ διέθεσε γιὰ νὰ κτίσουν πτωχοτροφεία, ξενοδοχεῖα, νοσοκομεῖα, γηροτροφεία καὶ ὀρφανοτροφεῖα. 

Οὐάλης 
Μετὰ τὸν Ἰουλιανὸ τὸν παραβάτη, βασίλευσε ὁ θεοσεβὴς Ἰοβιανὸς μόνο γιὰ ἕνα χρόνο καὶ κατόπιν τὴ βασιλεία παρέλαβαν ὁ Οὐαλεντιανὸς καὶ ὁ ἀδελφὸς τοῦ Οὐάλης ποὺ ἦταν αἱρετικός, ὀπαδὸς τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ διώκτης τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Ὁ Οὐάλης ἀφοῦ πῆρε μὲ τὸ μέρος του ὅλους τοὺς ἐπισκόπους, θέλησε νὰ κάμψει καὶ τὸν Μέγα Βασίλειο ποὺ ἔμαθε ὅτι ἦταν ἀνένδοτος. Ἔστειλε δύο δικούς του ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μὲ ἀπειλὲς προσπάθησαν νὰ ἀποδεχθεῖ ὁ Ἅγιος τὶς αἱρετικὲς καὶ βλάσφημες δοξασίες τοῦ Ἀρείου. Ὁ ἕνας, μάλιστα ὁ ἄρχοντας Μόδεστος ἀφοῦ γύρισε ἄπραγος στὸν βασιλιᾶ του εἶπε ὅτι, εὐκολότερο εἶναι νὰ μαλακώσει κανεὶς τὸ σίδηρο παρὰ τὴν γνώμη τοῦ Βασιλείου. Ἀκούγοντας αὐτὰ ὁ βασιλιᾶς Οὐάλης θέλησε νὰ πάει ὁ ἴδιος στὸν Μέγα Βασίλειο. Αὐτὸ καὶ ἔκανε. Ἦταν ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων, ὅταν ἔφθασε ὁ βασιλιᾶς στὸν Ναό. Ἐκεῖ εἶδε τὴν τάξη καὶ τὴν ἡσυχία τῶν Χριστιανῶν ποὺ παρακολουθοῦσαν, τὸν Ἅγιο Βασίλειο νὰ τοὺς διδάσκει, σεμνός, ἀπέριττος, μὲ λόγο δυνατό, γεμᾶτο σοφία καὶ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ βασιλιᾶς ἔδειξε νὰ μετανιώνει κι ἀφοῦ μίλησε μὲ τὸν Ἅγιο, ἔφυγε. 

Οἱ Ἀρειανοὶ Ἀρχιερεῖς, ὅμως καὶ πάλι μετέβαλαν τὴ γνώμη τοῦ βασιλιᾶ καὶ τὸν ἔπεισαν νὰ ἐξορίσει τὸν Ἅγιο. Ὅρισε τότε ὁ βασιλιᾶς νὰ συντάξουν ἕνα κείμενο μὲ τὴν ἀπόφαση τῆς ἐξορίας τοῦ Ἁγίου. 'Ὀμως, βλέποντας ὅτι τὸ χέρι ἐκείνου ποὺ θὰ ἔγραφε τὴν ἀπόφαση τῆς ἐξορίας, ξεράθηκε καὶ τὸ ἴδιο του τὸ παιδὶ ἀρρώστησε βαριά, κάλεσε τὸν Ἅγιο νὰ προσευχηθεῖ. Καὶ κεῖνος μόνο ποὺ εἶδε τὸ παιδὶ τὸ ἴασε. Καὶ τὸν Μόδεστο, ἀκόμη γιάτρευσε ποὺ καὶ κεῖνος κινδύνευε νὰ πεθάνει. Αὐτὰ εἶδε ὁ βασιλιᾶς καὶ γύρισε στὸ θρόνο του. 

Ὁ βασιλιᾶς Οὐάλης ἀργότερα, θέλησε νὰ χωρίσει τὴν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας σὲ δύο ἐπαρχίες, μὲ ἕδρα τὴν Καισάρεια στὴ μία καὶ τὰ Τύανα στὴν ἄλλη. Οἱ ἐπίσκοποι αἱρετικοὶ ὅπως ἦταν βρῆκαν εὐκαιρία, γιατί συνέχεια φιλονικοῦσαν μὲ τὸν Ἅγιο Βασίλειο νὰ χωρίσουν καὶ τὶς Μητροπόλεις σὲ δύο, ὁρίζοντας δικό τους Μητροπολίτη στὰ Τύανα. Τότε ὁ Ἅγιος μὲ ταπείνωση τοὺς εἶπε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει ὑποχρέωση νὰ ἀκολουθεῖ τὴν βασιλεία, ἀλλὰ ἡ βασιλεία τὴν Ἐκκλησία, οὔτε εἶναι πρέπον νὰ χωρίζουν οἱ Μητροπολῖτες, οἱ μιμητὲς τοῦ Χριστοῦ ἐπειδὴ χώρισαν οἱ ἔπαρχοι. Δὲν τὸν ἄκουσαν ὅμως οἱ ἐπίσκοποι καὶ ὅρισαν Μητροπολίτη Τυάνων κάποιον Ἄνθιμον. Κι ὄχι μόνο αὐτὸ ἀλλὰ ἔκλεψαν καὶ κάποια κτήματα τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ὀρέστου ποὺ ἦταν στὴ δικαιοδοσία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου. Ὁ Ἅγιος ὡς μιμητὴς Χριστοῦ, εἰρήνευσε καὶ ἀρκέσθηκε στὴν ἐπαρχία τῆς Καισαρείας. Βλέποντας ὁ Θεὸς τὴν ὑπομονή του, σύντομα τιμώρησε τὸν Μητροπολίτη Τυάνων Ἄνθιμον καὶ ἑνώθηκαν καὶ πάλι οἱ ἐπαρχίες. Τότε εἶναι καθὼς λένε ὅτι χειροτόνησε ὁ Ἅγιος Βασίλειος τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο Ἐπίσκοπο στὰ Σάσιμα. 

Ἀργότερα πάλι, μὲ περίσσιο θράσος οἱ Ἀρειανοὶ ἐπίσκοποι καὶ μὲ τὴν ἄδεια τοῦ βασιλιᾶ Οὐάλη ἐκδίωξαν τὸν Ὀρθόδοξο Ἀρχιερέα τῆς Νίκαιας καὶ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς πόλης καὶ κατέλαβαν τὸν Μητροπολιτικὸ Ναό. Τότε ἔδρασε γι' ἄλλη μιὰ φορὰ ὁ Μέγας αὐτὸς Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἀφοῦ πῆρε τὴν ἄδεια τοῦ βασιλιᾶ νὰ διευθετήσει ὅπως αὐτὸς ἤθελε μὲ τὸν τρόπο του, ἀρκεῖ νὰ εἶναι δίκαιος καὶ γιὰ τὰ δύο μέρη, ἔφθασε στὴ Νίκαια καὶ εἶπε νὰ σφραγίσουν τὸν Ναὸ καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ Ἀρειανοὶ καὶ ἀφοῦ προσευχηθοῦν πρῶτα οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Ἀρείου, ἐὰν ἀνοίξουν οἱ πύλες νὰ πάρουν αὐτοὶ τὸν Ναό, ἐὰν ὅμως ὄχι νὰ προσευχηθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ ἐὰν ἀνοίξουν οἱ πύλες νὰ τοὺς δοθεῖ καὶ πάλι ὁ Ναὸς ἐὰν ὄχι νὰ πάει στοὺς Ἀρειανούς. Συμφώνησαν ὅλοι καὶ περισσότερο οἱ Ἀρειανοὶ ἀφοῦ πλεονεκτοῦσαν στὴ περίπτωση ποὺ δὲν ἄνοιγαν οἱ πύλες. Ἔτσι κι ἔγινε. Προσευχήθηκαν πρῶτα οἱ Ἀρειανοί, γιὰ τρεῖς ἡμέρες. Πῶς νὰ τοὺς ἀκούσει ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὅταν αὐτοὶ τὸν ὑβρίζουν; Οἱ πύλες καὶ βέβαια ἔμειναν κλειστές. Μετὰ προσευχήθηκαν οἱ Ὀρθόδοξοι μὲ τὸν Ἅγιο Βασίλειο στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Διομήδους, ποὺ ἦταν κοντὰ στὸν Μητροπολιτικὸ Ναό. Κατόπιν ὁ Ἅγιος Βασίλειος μὲ ὅλο τὸ πλῆθος τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πῆγαν στὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ καὶ ὅταν ἀκούσθηκε ὁ Μέγας Βασίλειος νὰ λέει «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων», ἔσπασαν οἱ μοχλοὶ καὶ οἱ κλειδαριὲς καὶ οἱ πύλες ἄνοιξαν. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ θαῦμα ὁ Ναὸς ἐπανῆλθε στοὺς Ὀρθοδόξους καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς τοῦ Ἀρείου ἔγιναν Ὀρθόδοξοι. 

Ὀσιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος 
Μαθαίνοντας ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος, τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τοῦ ἀποκαλύψει ποιός εἶναι ὁ Ἅγιος. Εἶδε τότε στήλη πυρὸς ποὺ ἔφθανε μέχρι τὸν οὐρανὸ καὶ ἄκουσε μιὰ φωνὴ νὰ λέει «Ἐφραίμ, Ἐφραίμ, καθὼς τὴν πυρίνην ταύτην στήλην, τοιοῦτος εἶναι ὁ Μέγας Βασίλειος». Τότε γρήγορα ἔφυγε ἀπὸ τὴν ἔρημο παίρνοντας μαζί του ἕνα διερμηνέα ποὺ νὰ μιλάει τὴν Ἑλληνικὴ καὶ Συριακὴ γλῶσσα καὶ πῆγε νὰ βρεῖ τὸν Ἅγιο Βασίλειο. Ἔφθασε τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων, ὅταν τὴν ὥρα ἐκείνη λειτουργοῦσε ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ βλέποντας ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ τὰ λαμπρὰ καὶ πολύτιμα ἄμφια τὰ ὁποῖα φοροῦσε ὁ Ἅγιος Βασίλειος, θέλησε νὰ φύγει γιατί νόμιζε ὅτι μάταια πῆγε. Τότε ἔστειλε, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἕνα διάκονο νὰ βρεῖ στὴ δυτικὴ πύλη τὸν Ὅσιο Ἐφραὶμ καὶ νὰ τὸν φέρει στὸ ἱερό. Ὁ Ὅσιος δὲν θέλησε νὰ πάει λέγοντας στὸν διάκονο, ὅτι μᾶλλον πλανήθηκε ὁ Ἀρχιερέας, γιατί αὐτοὶ εἶναι ξένοι. Ἔστειλε πάλι τὸν διάκονο ὁ Ἅγιος Βασίλειος λέγοντας τοῦ νὰ τοῦ πεῖ «Κύριε Ἐφραίμ, ἐλθὲ εἰς τὸ Ἅγιον Βῆμα, διότι σὲ καλεῖ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος». Κατάλαβε ἔτσι ὁ Ὅσιος ὅτι στήλη πυρὸς ἦταν ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ πῆγε στὸ Ἅγιο Βῆμα καὶ ἀφοῦ τὸν ἀσπάσθηκε συνομίλησε μαζί του γιὰ πνευματικὰ θέματα καὶ θεῖα νοήματα. 

Μιὰ χάρη σου ζητῶ, Ἅγιε Δέσποτα τοῦ εἶπε μέσῳ τοῦ διερμηνέα του ὁ Ὅσιος ἐφραίμ, νὰ προσευχηθεῖς στὸν Κύριο μᾶς νὰ μοῦ χαρίσει τὸ Πανάγιο Πνεῦμα τὴν δύναμη νὰ μιλήσω Ἑλληνικά. Προσευχήθηκε ὁ Ἅγιος Βασίλειος μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Ἐφραὶμ καὶ νὰ τὸ θαῦμα. Ὁ Ὅσιος πραγματικὰ μίλησε Ἑλληνικά. Κατόπιν ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἐχειροτόνησε τὸν Ὅσιο Ἐφραὶμ Ἱερέα καὶ τὸν διερμηνέα του Διάκονο. 

Μιμητὴς Χριστοῦ 
Ὅταν κάποτε παρατήρησε τὸν τοπικὸ ἄρχοντα γιὰ μία ἀδικία ποὺ ἔκανε σὲ μιὰ χήρα γυναῖκα, κι ἀφοῦ ὁ ἄρχοντας δὲν συμμορφώθηκε, ἀναγκάσθηκε ὁ Ἅγιος νὰ τοῦ πεῖ, ὅτι ὅπως ἔμενε ἀσυγκίνητος στὶς ἐκκλήσεις αὐτῆς τῆς ἀδικημένης γυναίκας ἔτσι κάποιοι θὰ μένουν ἀσυγκίνητοι ὅταν αὐτὸς ὁ ἴδιος θὰ ἔχει τὴν ἀνάγκη τους. Ἔτσι ἔγινε ὅταν ὁ βασιλιᾶς του ἔδειξε τὴν ὀργή του, ὁδηγῶντας τὸν σιδηροδέσμιο οἱ στρατιῶτες του στὶς πόλεις γιὰ νὰ πληρώσει τὶς ἀδικίες ποὺ εἶχε κάνει. Τότε κατάλαβε τὴν πρόρρηση τοῦ ἁγίου καὶ παρακάλεσε τὸν Ἅγιο Βασίλειο καὶ τὸν Θεὸ νὰ τὸν λυπηθεῖ. Ὁ ἀμνησίκακος Ἅγιος προσευχόμενος στὸν Θεὸ καὶ μόνο μὲ τὴν εὐχή του ἠρέμησε τὸ βασιλιᾶ καὶ μετὰ ἀπὸ ἕξι μέρες ἀφ' ὅτου ὁ δυστυχῇς ἄρχοντας παρακάλεσε τὸν Ἅγιο Βασίλειο ἔφθασε γράμμα ἀπὸ τὸ βασιλιᾶ ὅπου τὸν ἐλευθέρωνε. Μ' αὐτὸ τὸν τρόπο συνετίσθηκε ὁ ἄρχοντας κι ἀναγνώρισε τὴν καλωσύνη τοῦ Ἁγίου τὸν ὁποῖο κι εὐχαρίσθησε. Καὶ στὴ γυναῖκα ποὺ εἶχε ἀδικήσει ἔδωσε διπλάσιο τὸ ποσό. 

Πρὸς τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας πορείας του, καθὼς μετέβαινε στὴν Ἐκκλησία, μία ἁμαρτωλὴ γυναῖκα ἔπεσε στὰ πόδια του ρίχνοντας ἕνα γράμμα στὸ ὁποῖο ἔγραψε τὶς ἁμαρτίες της, γιατί ντρεπόταν ἡ ἴδια νὰ τὶς ξεστομίσει καὶ κλαίγοντας παρακαλοῦσε τὸν Ἅγιο νὰ τὸ διαβάσει καὶ νὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες της. Ὁ Ἅγιος τὴν παρηγόρησε, καὶ εἶπε ὅτι μόνο ὁ Κύριος συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες μας. Φιλεύσπλαχνος, ὅπως ἦταν, κρατοῦσε τὸ γράμμα σ' ὅλη τὴ διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας. Στὸ τέλος κάλεσε τὴ γυναῖκα καὶ τῆς ἐπέστρεψε τὸ γράμμα. Ἐκείνη μόλις τὸ ἄνοιξε δὲν βρῆκε τίποτε γραμμένο, παρὰ μόνο ἕνα σημεῖο ὅπου ἀναφέρει ἕνα θανάσιμο ἁμάρτημά της. Κλαίγοντας πάλι τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὴν λυπηθεῖ καὶ νὰ προσευχηθεῖ καὶ πάλι στὸ Θεὸ νὰ τὴ συγχωρήσει. Ὁ Ἅγιος Βασίλειος τότε τῆς εἶπε νὰ πάει ἀμέσως στὴν ἔρημο νὰ βρεῖ τὸν Ὅσιο Ἐφραὶμ καὶ νὰ δεηθεῖ αὐτός, στὸν Θεὸ γιὰ τὸ ἁμάρτημα της. Ἡ γυναῖκα χωρὶς νὰ χρονοτριβήσει μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἁγίου πῆγε ἀμέσως στὴν ἔρημο. Ἐκεῖ βρῆκε τὸν Ὅσιο Ἐφραὶμ κι ἀφοῦ τοῦ διηγήθηκε τὴν ἱστορία της, τὸν παρακάλεσε θερμά. 

Ὁ Ὅσιος ὅμως τῆς ἀρνήθηκε, λέγοντας τῆς νὰ πάει στὸν Ἅγιο Βασίλειο ὅπου οἱ δικές του δεήσεις ἔσβησαν τὶς ἁμαρτίες τῆς ἔτσι αὐτὸς πάλι μπορεῖ νὰ δεηθεῖ στὸν Κύριο καὶ γιὰ τὴ μία ἁμαρτία ποὺ ἔμεινε. Νὰ τὸ κάνει σύντομα ὅμως γιατί ὁ Ἅγιος σὲ λίγο πεθαίνει. Ἐκείνη μόλις τὸ ἄκουσε ἔφυγε τρέχοντας νὰ προλάβει ζωντανὸ τὸν Ἅγιο. Ὅταν ἔφθασε, ὅμως ἡ δύστυχη βρῆκε τὸ φέρετρο τοῦ καὶ πλῆθος κόσμου πάνω του. Ἔκλαιγε καὶ φώναζε, ρίχνοντας τὸ γράμμα στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου εἶπε σὲ ὅλους τὴν ἱστορία. Κλαίγοντας ἔλεγε ὅτι ὁ Ἅγιος μποροῦσε νὰ δεηθεῖ καὶ γι' αὐτὴ τὴν ἁμαρτία ἀλλὰ τὴν ἔστειλε σὲ ἄλλον. Ἕνας Ἱερέας τότε θέλησε νὰ δεῖ στὸ γράμμα γιὰ ποιά ἁμαρτία μιλοῦσε ἡ γυναῖκα. Καὶ τότε νὰ τὸ θαῦμα. Δὲν ὑπῆρχε στὸ γράμμα τίποτε γραμμένο. 

Κατὰ τὴν τελευταία μέρα πάλι τῆς ζωῆς του ὁ Ἅγιος καὶ Μέγας Βασίλειος ἔκανε Χριστιανὸ τὸν Ἑβραῖο γιατρὸ καὶ φίλο τοῦ Ἰωσὴφ καθὼς καὶ ὅλη του τὴν οἰκογένεια μὲ θαυμαστὸ τρόπο. Ἀφοῦ ὁ γιατρός τον ἐπισκέφθηκε, ρώτησε ὁ Ἅγιος νὰ τοῦ πεῖ πόσες ὧρες του μένουν. Αὐτὸς πιάνοντας τὸν σφυγμό του, τοῦ εἶπε ὅτι μένουν λίγες ὧρες, κι ὅτι στὴ δύση τοῦ ἡλίου θὰ πεθάνει. Ὁ Ἅγιος τότε τοῦ εἶπε ὅτι ἂν ζήσει μέχρι τὴν ἑπόμενη ἡμέρα τί θὰ κάνει. Ὁ Ἰωσήφ του εἶπε ὅτι ἂν συμβεῖ κάτι τέτοιο νὰ πεθάνει ὁ ἴδιος. Καλὰ τὸ λὲς τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος νὰ πεθάνεις τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ ζήσεις ἐν Χριστῷ. Δέχθηκε ὁ Ἰωσὴφ γιατί ἦταν ἀδύνατο μὲ τοὺς φυσικοὺς νόμους νὰ συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ὅταν ἔφυγε ὁ Ἑβραῖος, προσευχήθηκε ὁ Ἅγιος Βασίλειος στὸν Θεὸ νὰ τοῦ παρατείνει τὴ ζωὴ καὶ γιὰ νὰ δώσει τὴν πραγματικὴ ζωὴ στὸ φίλο τοῦ Ἰωσὴφ καὶ στὴν οἰκογένεια τοῦ καὶ γιὰ νὰ προλάβει νὰ ἔρθει ἐκείνη ἡ δυστυχισμένη γυναῖκα, ποὺ ἔστειλε στὴν ἔρημο στὸν Ὅσιο Ἐφραίμ. Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴ δέηση τοῦ ἀγαπημένου δούλου του. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα τὸ πρωΐ ζήτησε νὰ τοῦ φέρουν τὸν Ἑβραῖο γιατρό. Ἐκεῖνος ἀμέσως πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Ἁγίου νομίζοντας ὅτι θὰ τὸν βρεῖ νεκρό. Βλέποντας ὅμως ὅτι ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἦταν ζωντανὸς χωρὶς κἂν σφυγμὸ καὶ ζωὴ στὶς φλέβες του ἔπεσε στὰ πόδια του κι ἀναγνώρισε τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ Σωτῆρα Ἰησοῦ Χριστό. Σὲ λίγο ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος βάπτισε τὸν Ἰωσὴφ μὲ τὸ ὄνομα Ἰωάννη καὶ ὅλη του τὴν οἰκογένεια. 

Γύρω στὶς δέκα ρώτησε πάλι ὁ Ἅγιος τὸν φίλο του «Κύριε Ἰωάννη πότε θὰ πεθάνω;» κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε «ὅταν ὁρίσεις ἐσὺ Δέσποτα» 

Ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου 
Κατανοῶντας ὁ Ἅγιος Βασίλειος τὰ προβλήματα ποὺ εἶχαν δημιουργηθεῖ καὶ στὸν κλῆρο καὶ στὸ λαό, νὰ παρακολουθήσουν τὴν μακρὰ Θεία Λειτουργία καὶ τὶς εὐχὲς πρὸς τὸν Θεό, στὴν ὅλη ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου, παρακάλεσε τὸν Κύριο μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ νὰ τοῦ φανερώσει τὸν τρόπο νὰ βοηθήσει τοὺς πιστούς. Ὁ τρόπος, θαυμαστός, ὅπως μόνο σὲ ἕναν Μεγάλο διδάσκαλο, Πατέρα καὶ Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας θὰ ταίριαζε. Σὲ ὀπτασία, λοιπόν, εἶδε ὁ Ἅγιος, ὁ σοφότατος Βασίλειος, τὸν Κύριο μὲ τοὺς Ἀποστόλους, νὰ τελεῖ τὴν Θεία Μυσταγωγία, λέγοντας τὶς εὐχὲς ὄχι ὅπως ἀκριβῶς εἶναι γραμμένες στὴ Θεία λειτουργία τοῦ ἀδελφοθέου Ἰακώβου, ἀλλὰ συντετμημένες μὲ τέτοιο τρόπο, ὅπως τὶς συνέθεσε κατόπιν ὁ Ἅγιος στὴ Θεία Λειτουργία του. 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α'. 
Εἰς πᾶσαν την γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, 
ὡς δεξαμένην τὸν λόγον σου 
δι ου θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, 
τὴν φῦσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, 
τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας, 
Βασίλειον ἰεράτευμα, Πάτερ ὅσιε, 
Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, 
δωρῆσθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.