Του π. Δημητρίου Μπόκου
Ὁ
Χριστὸς περιόδευε στὴν Ἱεριχώ. Ὁ Ζακχαῖος, ἀρχιτελώνης τῆς πόλης,
ἔχοντας συσσωρεύσει πολὺ πλοῦτο ἀπὸ ἀδικία, αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη νὰ δεῖ
τὸν Χριστό. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό, ἐπειδὴ ἦταν κοντός, ἀνέβηκε σὲ μιὰ
συκομουριά, δέντρο συνηθισμένο στὰ μέρη ἐκεῖνα. Ὁ Χριστὸς σταμάτησε
μπροστά του, ἔριξε τὸ βλέμμα του πάνω του καὶ τοῦ εἶπε: «Ζακχαῖε, κατέβα
γρήγορα, γιατὶ σκοπεύω σήμερα νὰ φιλοξενηθῶ στὸ σπίτι σου» (Κυριακὴ ΙΕ΄
Λουκᾶ).
Πόσο
τυχερὸς ὁ Ζακχαῖος! Ὁ Χριστὸς ἔβλεπε ὅλο τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὸν
περικύκλωναν, ἀλλὰ τὸ βλέμμα του στάθηκε μόνο στὸν Ζακχαῖο. Γιατὶ
διέκρινε στὴν καρδιά του κάτι καλό. Ὁ Ζακχαῖος τὴν ὥρα ἐκείνη βρισκόταν
σὲ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ δὲν ὑπάρχει τίποτε κρυφό.
Ἔχει θρόνο του τὸν οὐρανὸ ὁ Θεός, ἀλλὰ βλέπει τὰ πάντα πάνω στὴ γῆ. «Ἐξ
οὐρανοῦ ἐπέβλεψεν ὁ Κύριος, εἶδε πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων». Ἀπὸ τὸ
μεγαλόπρεπο οὐράνιο κατοικητήριό του ἐπιβλέπει «ἐπὶ πάντας τοὺς
κατοικοῦντας τὴν γῆν» (Ψαλμ. 32, 13-14).
Λέμε
ὅτι ὁ ἥλιος φωτίζει τὰ πάντα καὶ ὅμως οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι
«μυριοπλασίως ἡλίου φωτεινότεροι, ἐπιβλέποντες πάσας ὁδοὺς ἀνθρώπων καὶ
κατανοοῦντες εἰς ἀπόκρυφα μέρη». Ὅ,τι κι ἂν κάνουν οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμη
καὶ στὰ πιὸ ἀπόκρυφα μέρη, εἶναι γνωστὸ στὸν Θεό. Καὶ ὄχι μόνο οἱ
πράξεις, ἀλλὰ καὶ οἱ κρυφοί τους λογισμοί. Ὁ Θεὸς «γινώσκει τοὺς
διαλογισμοὺς τῶν ἀνθρώπων». Εἶναι ὁ «ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς».
Γνωρίζει τὶς σκέψεις καὶ τὶς ἐπιθυμίες, ἐρευνᾶ τὰ βάθη τοῦ ἀνθρώπου.
«Ἐξετάζει τὸν δίκαιον καὶ τὸν ἀσεβῆ». Τὰ ἔργα ὅλων τῶν ἀνθρώπων εἶναι
μπροστά του. «Οὐκ ἔστι κρυβῆναι ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ». Κανένα
διανόημα, καμμιὰ ἀνθρώπινη σκέψη δὲν τοῦ διαφεύγει, «οὐκ ἐκρύβη ἀπ’
αὐτοῦ οὐδὲ εἷς λόγος» (Σοφ. Σειρ. 23, 19. 39, 19. 42, 20. Ψαλμ. 7, 10.
10, 5. 93, 11. Α΄ Κορ. 3, 20. Θρῆνοι Ἱερ. 3, 61.).
Τὸ
παντέφορο βλέμμα τοῦ Κυρίου δὲν πέφτει μόνο πάνω στὸν μετανοημένο
Ζακχαῖο. Πέφτει πάνω στὸν πένητα γεμάτο εὐσπλαχνία. Ὁ Κύριος δὲν
ἀποστρέφει τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὸν θλιβόμενο. Ἐπιβλέπει ἐπὶ τὸν ταπεινὸ
καὶ δὲν περιφρονεῖ τὴ δέησή του. Ὑπόσχεται σὲ ὅσους ἀγαποῦν τὸ ὄνομά του
καὶ τηροῦν τὶς ἐντολές του: «Ἐπιβλέψω ἐφ’ ὑμᾶς καὶ αὐξανῶ ὑμᾶς καὶ
πληθυνῶ ὑμᾶς» καὶ θὰ ἐκπληρώσω ὅλες τὶς ὑποσχέσεις μου πρὸς ἐσᾶς. Οἱ
ὀφθαλμοί του στρέφονται εὐμενεῖς σὲ ὅσους τὸν σέβονται, «ἐπὶ τοὺς
ἐλπίζοντας ἐπὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ». Σκύβει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἐπιβλέπει «ἐπὶ
τὴν γῆν», γιὰ νὰ ἀκούσει τὸν στεναγμὸ «τῶν πεπεδημένων», νὰ ἐλευθερώσει
«τοὺς υἱοὺς τῶν τεθανατωμένων» (Ψαλμ. 32, 18. 101, 18-21).
Ἀλλὰ
συμβαίνει καὶ τὸ ἀντίθετο. Νὰ ρίξει μὲ τέτοιο τρόπο τὸ βλέμμα του, ποὺ
νὰ σείονται τὰ ὄρη, νὰ λειώνουν σὰν κερὶ τὰ βουνά, ἔντρομη νὰ σαλεύει ἡ
γῆ. Ὅταν οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων γίνονται «μεγάλαι σφόδρα». Ἔτσι ἔγινε
στὰ Σόδομα, τὸ ἴδιο καὶ στὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα.
Ὅπως ὁ Ζακχαῖος, θὰ βρεθοῦμε κάποτε ἐνώπιόν του ὅλοι μας. Τί βλέμμα ἄραγε θὰ ρίξει τότε πάνω μας ὁ Κύριος;
Πρὸ τῆς ὥρας
ἐκείνης λοιπόν, ἂς μετανοεῖ ὁ καθένας μας καθημερινά, ζητώντας μὲ
ταπείνωση: «Κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐπίβλεψον ἐπ’ ἐμέ».