Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου
Χριστός γεννάται, δοξάσατε·
Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε
Λόγος εις τα Θεοφάνια, δηλαδή τη Γέννηση του Σωτήρος
Χριστός γεννάται, δοξάσατε· Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε· Χριστός επί γης, υψώθητε. «Άσατε τω Κυρίω, πάσα η γη»· και, ιν’ αμφότερα συνελών είπω, Ευφραινέσθωσαν οι ουρανοί, και αγαλλιάσθω η γη, διά τον επουράνιον, ειτα επίγειον. Χριστός εν σαρκί, τρόμω και χαρά αγαλλιάσθε. Τρόμω, διά την αμαρτίαν χαρά, διά την ελπίδα. Χριστός εκ Παρθένον· γυναίκες παρθενεύετε, ίνα Χριστού γένησθε μητέρες. Τις ου προσκυνεί τον απ’ αρχής; Τις ου δοξάζει τον τελευταίον;
Ο Χριστός γεννάται, ας τον δοξάσετε· ο Χριστός έρχεται από τους ουρανούς, προϋπαντήστε τον· ο Χριστός βρίσκεται στη γη, υψωθείτε. «Δοξολογήστε τον Κύριο, όλη η γη· και, για να τα πω και τα δύο με μία λέξη, ας ευφρανθούν οι ουρανοί και ας νιώσει αγαλλίαση η γη για τον ουράνιο ο οποίος έγινε επίγειος. Ο Χριστός σαρκώθηκε, νιώστε αγαλλίαση από χαρά και τρόμο. Από τρόμο εξαιτίας της αμαρτίας· από χαρά εξαιτίας της ελπίδας. Ο Χριστός γεννήθηκε από την Παρθένο. Γυναίκες· παραμένετε παρθένοι για να γίνετε μητέρες του Χριστού. Ποιός δεν αποδίδει λατρεία σ’ εκείνον που υπήρχε απ’ την αρχή; Ποιός δεν δοξολογεί εκείνον που εμφανίστηκε τώρα τελευταία;
Πάλι διαλύεται το σκοτάδι, πάλι εμφανίζεται το φως. Πάλιν η Αίγυπτος τιμωρείται με σκότος· πάλιν ο ισραηλιτικός λαός φωτίζεται με στήλην πυρός. Ο λαός, ο οποίος κάθεται στο σκοτάδι ας δει το λαμπρό φως της κατανοήσεως των θείων μυστηρίων. «Τα παλαιά έχουν περάσει· όλα έχουν γίνει νέα». Το γράμμα υποχωρεί ενώ το πνεύμα αναδεικνύεται. Οι σκιές απομακρύνονται και έρχεται στη θέση τους η αλήθεια. Ο τύπος του Μελχισεδέκ εκπληρώνεται. Ο αμήτωρ γίνεται απάτωρ. Ήταν αμήτωρ προηγουμένως και τώρα γίνεται απάτωρ. Οι φυσικοί νόμοι καταλύονται. Ο ουράνιος κόσμος πρέπει να συμπληρωθεί. Ο Χριστός διατάζει, ας μην αντιστεκόμαστε. «Όλοι οι λαοί χειροκροτείστε» επειδή γεννήθηκε σε μας παιδί, μας δόθηκε υιός, στους ώμους του οποίου βρίσκεται η εξουσία (διότι εξυψώνεται μαζί με το σταυρό) και ονομάζεται «αγγελιαφόρος μεγάλης θελήσεως» (της θελήσεως του Πατέρα). Ο Ιωάννης θα βροντοφωνήσει: «ετοιμάστε το δρόμο του Κυρίου»! Και εγώ θα διαλαλήσω τη σημασία της ημέρας: Ο άσαρκος παίρνει σάρκα. Ο Λόγος ενώνεται με την ύλη. Ο αόρατος γίνεται ορατός. Εκείνος τον οποίον δεν μπορούσε να αγγίσει κανείς, μπορεί να ψηλαφηθεί. Ο άχρονος αποκτά αρχή. Ο Υιός του Θεού γίνεται Υιός ανθρώπου, «ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος ήταν χθες, είναι σήμερα και θα παραμείνει ο ίδιος στους αιώνας».
Οι Ιουδαίοι ας σκανδαλίζωνται. Οι Έλληνες ας ειρωνεύονται και οι αιρετικοί ας κουράζωνται με τας φλυαρίας των. Θα τον πιστεύσουν, όταν θα τον ιδούν να ανέρχεται εις τον ουρανόν. Καί να όχι τότε, οπωσδήποτε όταν θα τον ιδούν να έρχεται από τούς ουρανούς και να κάθεται ως κριτής.
Αυτά όμως αργότερα. Σήμερα η πανήγυρις είναι τα Θεοφάνια, δηλαδή η Γέννηση. Διότι λέγονται και τα δύο, επειδή για ένα και το αυτό πράγμα υπάρχουν δύο ονόματα. Διότι ο Θεός φανερώθηκε στους ανθρώπους με τη γέννηση. Και υπήρχε μεν πριν, και υπήρχε πάντοτε, προερχόμενος από αυτόν που πάντοτε υπήρχε, πάνω από κάθε αιτία και λογική (επειδή δεν υπήρχε λόγος ανώτερος από το Λόγο), αλλά μετά πήρε σώμα για χάρη μας, για να μας χαρίσει την ευτυχισμένη ύπαρξη, εκείνος ο οποίος μας έδωσε την ύπαρξη, ή, καλύτερα, για να μας επαναφέρει με τη σάρκωσή του στην ευτυχισμένη ύπαρξη από την οποίαν είχαμε απομακρυνθεί εξαιτίας της κακίας μας. Και στην μεν εμφάνιση δίνεται το όνομα Θεοφάνια, στη γέννηση, Γενέθλια.
Αυτό είναι για μας το νόημα της πανηγύρεως και αυτό εορτάζουμε σήμερα: Τον ερχομό του Θεού στους ανθρώπους, για να έλθουμε να μείνουμε κοντά στο Θεό, ή για να επανέλθουμε (διότι έτσι νομίζω ότι είναι σωστότερο να λεχθεί), για να ενδυθούμε τον νέον άνθρωπο, αφού εγκαταλείψουμε τον παλαιό. Και όπως έχουμε πεθάνει μαζί με τον Αδάμ, έτσι ας ζήσουμε μαζί με τον Χριστό. Ας γεννηθούμε μαζί του, ας συσταυρωθούμε και ας ταφούμε μαζί του, για ν’ αναστηθούμε με την ανάστασή του. Διότι πρέπει να υπομείνω την αντίστροφη πορεία, η οποία οδηγεί στο αγαθό. Και όπως από τα πιο ευχάριστα ήλθαν τα δυσάρεστα, έτσι και από τα δυσάρεστα να επανέλθουν τα πιο ευχάριστα. «Διότι εκεί που αυξήθηκε σημαντικά η αμαρτία, εκεί δόθηκε πλουσιοπάροχα και η χάρη». Και αν η γεύση έφερε την καταδίκη, δεν δικαίωσε, περισσότερο το πάθος του Χριστού; Ας εορτάσουμε επομένως όχι με δημόσιες πανηγύρεις, αλλά με τρόπο θεϊκό. Όχι με τρόπο κοσμικό, αλλά με τρόπο υπερκόσμιο. Όχι τα δικά μας, αλλά περισσότερο τα του Κυρίου. Όχι τα σχετικά με την ασθένεια, αλλά τα σχετικά με τη θεραπεία. Όχι τα της δημιουργίας, αλλά τα της αναδημιουργίας.
Πως θα γίνη δε αυτό; Μη στολίσωμεν τα προπύλαια· μη δημιουργήσωμεν χορούς, μη στολίσωμεν τους δρόμους, μη χορτάσωμεν τα μάτια μας, μη τέρψωμεν την ακοήν μας με μελωδίας, μην κάνωμεν θηλυπρεπή την όσφρησίν μας, μη διαφθείρωμεν την γεύσιν μας, μην επιτρέψωμεν εις την αφήν να ευχαριστηθή, εις τας ευκόλους αυτάς εισόδους της αμαρτίας, ας μη δείξωμεν αδυναμίαν εις ένδυμα μαλακόν και πλούσιον, τού οποίου το κυριώτερον χαρακτηριστικόν είναι το ότι είναι άχρηστον, ας μη φορτωθώμεν με πολυτίμους λίθους και με αστραφτερό χρυσάφι, ας μη μεταχειρισθούμε βαψίματα, τα οποία κάνουν ψεύτικον το φυσικόν κάλλος και τα οποία έχουν εφευρεθή δια να καταστρέφουν την εικόνα. Ας μην παραδιδώμεθα εις γλέντια και οινοποσίας, με τας οποίας γνωρίζω ότι είναι συνυφασμένα και σαρκικά όργια, επειδή τα κακά μαθήματα προέρχονται από τους κακούς διδασκάλους, ή καλύτερα, επειδή από κακόν σπόρον κακός βλαστός θα φυτρώση. Ας μην ετοιμάσωμεν παλαιά στρώματα δια να προσφέρωμεν εις την γαστέρα μας πρόσκαιρους ηδονάς. Ας μη δοκιμάσωμεν τα κρασιά τα οποία αναδίδουν μυρωδιά από άνθη, τα περίτεχνα κατασκευάσματα των μαγείρων, την πολυτέλειαν των αρωμάτων. Ας μη μας προσφέρουν η γη και η θάλασσα την πολύτιμον κοπριάν των. Διότι έτσι ξέρω εγώ να αποκαλώ την πολυτέλειαν. Ας μη προσπαθούμεν να ξεπεράση ο ένας τον άλλον εις την ακολασίαν.
Διότι ακολασία δι’ εμέ είναι κάθε τι περιττόν και περισσότερον από ό,τι χρειαζόμεθα. Και αυτά να συμβαίνουν όταν άλλοι, οι οποίοι προέρχονται από τον ίδιον πηλόν με μας και από την ιδίαν ένωσιν, πεινούν και έχουν ανάγκην. Αλλά αυτά μεν ας τα αφήσωμεν εις τους Έλληνας και εις τους ελληνικούς κομπασμούς και εις τας ελληνικάς πανηγύρεις. Αυτοί αποκαλούν θεούς, όντα τα οποία ευφραίνονται από την τσίκναν των σφαγίων κατά τας θυσίας, και εν συνεχεία λατρεύουν τους θεούς αυτούς με φαγοπότια, επειδή είναι πονηροί δημιουργοί και ιερείς και πιστοί πονηρών δαιμόνων.
Εμείς δε οι οποίοι προσκυνούμε τον Λόγο, ακόμη και αν θα πρέπει να απολαύσουμε κάτι, ας το απολαύσουμε με τη λογική και το θείο νόμο και με αφηγήσεις αναφερόμενες και σε άλλες αλλά και στη σημερινή πανηγύρι, για να είναι αρμόζουσα η απόλαυση και να μην απομακρύνεται από εκείνον που μας έχει συγκεντρώσει για να πανηγυρίσουμε.
Ή μήπως θέλετε (επειδή εγώ είμαι σήμερα εκείνος ο οποίος θα σάς κάνη το τραπέζι) να ομιλήσω εγώ εις σας, τούς καλούς φιλοξενουμένους, όσον ημπορώ καλύτερα και πρόθυμα, διά να γνωρίσετε πώς ημπορεί ο ξένος να θρέψη τούς εντοπίους, ο κάτοικος του αγρού τούς κατοίκους της πόλεως, εκείνος ο οποίος απέχει από απολαύσεις εκείνους οι οποίοι απολαμβάνουν, και ο πτωχός και χωρίς ιδικήν του στέγην εκείνους οι οποίοι διακρίνονται διά τον πλούτον των;
Θα αρχίσω δε με τα εξής: Καθαρίστε για χάρη μου και το νου και την ακοή και τη διάνοια, όσοι ασχολείστε με αυτά τα πράγματα (επειδή ο λόγος αναφέρεται στο Θεό και είναι θείος), για να αναχωρήσετε αφού θα έχετε ασχοληθεί πραγματικά με εκείνα τα οποία δεν τελειώνουν ποτέ. Θα είναι δε ο λόγος μου πλήρης αλλά συγχρόνως πολύ σύντομος, ώστε, ούτε να σας λυπήσει με τις ελλείψεις του, ούτε και να γίνει ανιαρός εξαιτίας του κορεσμού, που τυχόν θα σας έφερνε.
Ο Θεός υπήρχε μεν πάντοτε και υπάρχει, ή, καλύτερα, υπάρχει πάντοτε. Διότι το «υπήρχε» και «θα υπάρχει», είναι τμήματα του χρόνου και της φθαρτής φύσεώς μας. Ο όρος όμως «ο υπάρχων» εκφράζει το αιώνιο, και με αυτόν αυτοτιτλοφορείται όταν εμφανίζεται στον Μωϋσή πάνω στο όρος. Διότι έχει συγκεντρώσει και διατηρεί όλη την «ύπαρξη», η οποία ούτε άρχισε ποτέ, ούτε και θα λήξει ποτέ, σαν κάποιος απέραντος και απεριόριστος ωκεανός ουσίας, ο οποίος ξεπερνά κάθε έννοια και του χρόνου και της φύσεως, και ο οποίος μπορεί να σκιαγραφηθεί κάπως μόνο με το νου. Και από αυτόν πάλι μόνο πολύ αμυδρά και περιορισμένα, όχι από την ουσία του, αλλά από εκείνα τα οποία βρίσκονται γύρω του, για να σχηματισθεί από την συγκέντρωση των διαφόρων εξωτερικών φαινομένων μία κάποια εικόνα της αλήθειας, η οποία χάνεται προτού προλάβουμε να την κρατήσουμε, και εξαφανίζεται προτού μπορέσουμε να την συλλάβουμε με το νου. Η εικόνα δε αυτή λάμπει στο νου μας, και μάλιστα μόνον όταν αυτός είναι καθαρός, όπως η αστραπή που διαρκεί ελάχιστα. Νομίζω δε (ότι γίνεται αυτό) από την μια μεριά μεν για να προσελκύει με εκείνο που μπορεί να γίνει κατανοητό (διότι το τελείως ακατανόητο απογοητεύει και εξουδετερώνει κάθε διάθεση προσεγγίσεως), από την άλλη δε για να προκαλεί το θαυμασμό με το ακατανόητο· με το θαυμασμό να δημιουργεί περισσότερο πόθο, με τον πόθο να καθαρίζει, και με την κάθαρση να κάνει το νου μας θεόμορφο. Αφού γίνουμε δε τέτοιοι, τολμώ να το πω, να συναναστρεφόμαστε με το θείο σαν συγγενείς. Ο Θεός να ενώνεται και να επιτρέπει να τον γνωρίσουν θεοί, και μάλιστα τόσο πολύ, όσο γνωρίζει κιόλας εκείνους τους οποίους γνωρίζει. Είναι λοιπόν άπειρο το θείο και δυσκολονόητο. Το μόνο δε το οποίον είναι κατανοητό απ’ αυτό είναι το ότι είναι άπειρο, έστω και αν θα νομίζει κάποιος ότι είναι απλής φύσεως ή ολοκληρωτικά ακατανόητο, ή τελείως κατανοητό. Διότι πώς θα επιθυμήσουμε κάποιον που είναι απλός από τη φύση του; Η απλότητα λοιπόν δεν αποτελεί τη φύση του, όπως και στα σύνθετα τη φύση τους δε αποτελεί μόνο το ότι είναι σύνθετα.
Ἓν ἐκ δύο τῶν ἐναντίων, σαρκὸς καὶ Πνεύματος· ὧν τὸ μὲν ἐθέωσε, τὸ δὲ ἐθεώθη. Ὢ τῆς καινῆς μίξεως! ὢ τῆς παραδόξου κράσεως! ὁ ὢν γίνεται καὶ ὁ ἄκτιστος κτίζεται καὶ ὁ ἀχώρητος χωρεῖται, διὰ μέσης ψυχῆς νοερᾶς μεσιτευούσης Θεότητι καὶ σαρκὸς παχύτητι. Καὶ ὁ πλουτίζων πτωχεύει· πτωχεύει γὰρ τὴν ἐμὴν σάρκαν, ἵν᾿ ἐγὼ πλουτήσω τὴν αὐτοῦ Θεότητα. Καὶ ὁ πλήρης κενοῦται· κενοῦται γὰρ τῆς ἑαυτοῦ δόξης ἐπὶ μικρόν, ἵν᾿ ἐγὼ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως. Τίς ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητος; Τί τὸ περὶ ἐμὲ τοῦτο μυστήριον; Μετέλαβον τῆς εἰκόνος καὶ οὐκ ἐφύλαξα· μεταλαμβάνει τῆς ἐμῆς σαρκός, ἵνα καὶ τὴν εἰκόνα σώσῃ καὶ τὴν σάρκα ἀθανατίσῃ. Δευτέραν κοινωνεῖ κοινωνίαν, πολὺ τῆς προτέρας παραδοξοτέραν· τότε μὲν τοῦ κρείττονος μετέδωκε, νῦν δὲ μεταλαμβάνει τοῦ χείρονος. Τοῦτο τοῦ προτέρου θεοειδέστερον· τοῦτο τοῖς νοῦν ἔχουσιν ὑψηλότερον.
Επειδή δε το άπειρο εξετάζεται από δύο πλευρές, από την αρχή δηλαδή και το τέλος (διότι ό,τι ξεπερνά τα όρια αυτά και δεν περιορίζεται μέσα σ’ αυτά είναι άπειρο), όταν μεν στραφεί ο νους προς το ουράνιο βάθος, επειδή δεν έχει που να σταθεί για να στηρίξει τα εξωτερικά γνωρίσματα με τα οποία αντιλαμβάνεται το Θεό, ονομάζει το άπειρο και το αδιέξοδο που προκύπτει από αυτά άναρχο. Όταν δε στραφεί στα επίγεια και τα μέλλοντα, το ονομάζει αθάνατο και άφθαρτο. Όταν δε εξετάσει τα πάντα, το ονομάζει αιώνιο. Διότι αιώνας δεν είναι ούτε χρόνος, ούτε κάποιο τμήμα του χρόνου (διότι δεν μετριέται). Αλλ’ ό,τι είναι για εμάς ο χρόνος, που μετριέται με την περιφορά του ηλίου, αυτό είναι για τα αιώνια ο αιώνας, ο οποίος επεκτείνεται μαζί με τα όντα, σαν κάποιο χρονικό κίνημα και διάστημα. Σ’ αυτά λοιπόν ας αρκεσθεί η τωρινή, μου φιλοσοφική ενασχόληση με το Θεό. Διότι δεν υπάρχει χρόνος γι’ αυτά, επειδή εκείνο το οποίον έχουμε να εξετάσουμε είναι η οικονομία και όχι η θεολογία. Όταν δε λέω Θεό, εννοώ τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Και η θεότητα ούτε διαχέεται πέρα απ’ αυτά, για να μην παραδεχθούμε πολλούς θεούς, ούτε περιορίζεται σε ένα απ’ αυτά, για να μην κατηγορηθούμε ότι δεχόμαστε πτωχή θεότητα, και να μην μας πουν ούτε ιουδαΐζοντες εξαιτίας της μονοθεΐας, ούτε ειδωλολάτρες εξαιτίας της πολυθεΐας. Διότι και στα δύο υπάρχει το ίδιο κακό, έστω και αν βρίσκεται μέσα σε αντίθετα πράγματα. Έτσι λοιπόν τα Άγια των Αγίων, τα οποία δεν αποκαλύπτονται ούτε στα ίδια τα σεραφείμ, και τα οποία δοξάζονται με τον τρισάγιο ύμνο, συγκεντρώνονται σε μία αρχή και μία θεότητα, πράγμα που έχει εξετάσει κατά τρόπον άριστο και υψηλό και κάποιος άλλος από τους πριν από εμάς.
Επειδή όμως δεν ήταν αυτό αρκετό στην αγαθότητα, το να κινείται μόνο με τη σκέψη της, αλλά έπρεπε να διασκορπισθεί το αγαθό και να εξαπλωθεί, εις τρόπον ώστε να γίνουν περισσότερα τα ευεργετούμενα (διότι αυτό αποτελεί απόδειξη της άπειρης αγαθότητας), κατ’ αρχήν μεν δημιουργεί με τη σκέψη τους αγγέλους και τις ουράνιες δυνάμεις. Και η σκέψη γίνεται έργο που συμπληρώνεται από το Λόγο και ολοκληρώνεται από το Πνεύμα. Και έτσι δημιουργήθηκαν δεύτερες λαμπρότητες, υπηρέτες της πρώτης λαμπρότητας, τις οποίες πρέπει να θεωρήσουμε είτε νοερά πνεύματα, είτε πυρ κατά κάποιο τρόπον άϋλο και ασώματο, είτε ως κάποια άλλη φύση, η οποία να ταιριάζει όσο το δυνατόν περισσότερο προς τα λεχθέντα. Θέλω μεν να πω ότι δεν μπορούν να κινηθούν προς το κακό, και ότι μόνο προς το καλό μπορούν να βαδίσουν, επειδή βρίσκονται γύρω από το Θεό και φωτίζονται πρώτα απ’ αυτόν (διότι ο φωτισμός των επιγείων αποτελεί δεύτερο φωτισμό). Με αναγκάζει όμως να θεωρήσω και να πω, ότι δεν είναι ακίνητοι άλλα μόνο δυσκίνητοι, ο Εωσφόρος, ο οποίος ονομάσθηκε έτσι εξαιτίας της λαμπρότητάς του και ο οποίος έγινε σκοτάδι εξαιτίας της υπερηφάνειας του, και οι δυνάμεις οι οποίες αποστάτησαν από την αρχηγία του, οι οποίες δημιούργησαν το κακό με την απομάκρυνση από το καλό και το προκάλεσαν και σε μας.
Έτσι λοιπόν και για τον λόγο αυτό δημιουργήθηκε απ’ αυτόν ο νοητός κόσμος, ώστε να μπορώ εγώ να εξετάζω τα πράγματα αυτά, καταμετρώντας με τον μικρό λόγο μεγάλα πράγματα. Επειδή δε τα πρώτα ήταν καλά γι’ αυτόν, εννοεί (και δημιουργεί) δεύτερο κόσμο, υλικό και αόρατο (αυτός δε ο κόσμος είναι το οργανωμένο σύστημα και σύνολο του ουρανού και της γης και αυτών που βρίσκονται μεταξύ τους, αξιέπαινο μεν για την τελειότητα κάθε πράγματος χωριστά, αλλά ακόμη αξιέπαινο εξαιτίας του ταιριάσματος και της αρμονίας που δημιουργείται απ’ όλα αυτά, τα οποία ταιριάζουν το ένα με το άλλο και όλα μεταξύ τους, για να συμπληρώσουν ένα αρμονικό σύνολο), για να αποδείξει ότι μπορεί να φέρει στην ύπαρξη όχι μόνον φύση όμοια προς αυτόν αλλά και τελείως διαφορετική από αυτόν. Διότι είναι μεν όμοια προς τη Θεότητα τα πνευματικά όντα, τα οποία γίνονται αντιληπτά μόνο με το νου, αλλά ταυτοχρόνως είναι τελείως διαφορετικά τα όντα τα οποία γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις, και ακόμη περισσότερο διαφορετικά απ’ αυτά είναι εκείνα τα οποία είναι τελείως άψυχα και ακίνητα.
«Αλλά τί μας ενδιαφέρουν αυτά;», θα μπορούσε να πει κάποιος από τους πολύ φιλέορτους και ενθουσιώδεις πιστούς. «Σπιρούνισε το πουλάρι, για να φθάσουμε στο τέρμα». «Μίλησέ μας για την εορτή και για εκείνα για τα οποία έχουμε συγκεντρωθεί σήμερα». Αυτό λοιπόν και θα κάνω, έστω και αν άρχισα κάπως από υψηλοτέρα πράγματα, επειδή με παρακινούσε ο πόθος και με παρέσυρε η ρύμη του λόγου.
Ο νους μεν λοιπόν και η αίσθηση, τα οποία διαχωρίστηκαν με αυτό τον τρόπο το ένα από το άλλο, παρέμειναν το καθένα μέσα στη φύση τους και έφεραν μέσα τους το μεγαλείο του δημιουργού Λόγου, σιωπηλοί εγκωμιαστές και μεγαλόφωνοι κήρυκες του μεγαλουργήματος. Δεν υπήρχε δε ακόμη κράμα και από τα δύο, ούτε κάποια ένωση των αντιθέτων, δείγμα ανώτερης σοφίας και της ποικιλίας των φύσεων, ούτε ήταν γνωστός όλος ο πλούτος της αγαθότητας. Επειδή δε ο δημιουργός Λόγος αυτό ακριβώς το πράγμα ήθελε να δείξει και να παρουσιάσει ένα ον από την ένωση και των δύο (της αόρατης δηλαδή και της ορατής φύσεως), δημιούργησε τον άνθρωπο. Και αφού έλαβε μεν από την ύλη, που υπήρχε ήδη, το σώμα, και αφού έβαλε σ’ αυτό την πνοή του (την οποίαν ο λόγος ορίζει ως νοερά ψυχή και εικόνα του Θεού), τον τοποθέτησε στη γη σαν δεύτερο κόσμο, κατά κάποιο τρόπο, μεγάλο μέσα στη μικρότητά του, σαν άλλον άγγελο, σαν μικτό προσκυνητή, φύλακα της ορατής κτίσεως και ιερουργό της αοράτου, βασιλιά όσων βρίσκονται στη γη και ταυτοχρόνως κυβερνώμενο από τον ουρανό, επίγειο και ουράνιο, προσωρινό και αθάνατο, ορατό και εννοούμενο, βρισκόμενο στο μέσο μεταξύ ταπεινότητας και μεγαλείου· τον ίδιο πνεύμα και σάρκα.
Πνεύμα για χάρη του και σάρκα για να μπορεί να εξυψώνεται. Το μεν ένα για να ζει και να δοξάζει τον ευεργέτη, το δε άλλο για να υποφέρει, να θυμάται και να διαπαιδαγωγείται από το πάθος του, επιδιώκοντας να ανυψωθεί προς το μεγαλείο. Ύπαρξη που διαμένει μεν στη γη, αλλά μεταβαίνει σε άλλο κόσμο, και σαν τέλος του μυστηρίου γίνεται θεός από την επιθυμία του προς αυτόν. Διότι σ’ αυτό, κατά τη γνώμη μου, οδηγεί η μέτρια λάμψη της αλήθειας, η οποία παρουσιάζεται στη γη, στο να δούμε δηλαδή και να αισθανθούμε τη λαμπρότητα του Θεού, η οποία είναι αντάξια προς εκείνον ο οποίος μας συνέθεσε, και ο οποίος θα μας διαλύσει και θα μας συνθέσει πάλι κατά τρόπο ακόμη πιο ένδοξο.
Και τον τοποθέτησε στο παράδεισο (όποιος και αν ήταν ο παράδεισος αυτός), αφού τον τίμησε με το αυτεξούσιο, για να ανήκει το αγαθό σ’ εκείνον ο οποίος θα το επιλέξει όχι λιγότερο απ’ όσο σ’ εκείνον ο οποίος του έδωσε τα σπέρματα του αγαθού, τον έκανε γεωργό αθανάτων φυτών, δηλαδή των θείων εννοιών, και των απλούστερων και των τελειότερων, γυμνό εξαιτίας της απλότητας και της χωρίς πονηρία ζωής, και χωρίς κανένα κάλυμμα και πρόβλημα. Διότι τέτοιος έπρεπε να είναι ο πρώτος άνθρωπος. Και του δίνει το νόμο ως αντικείμενο του αυτεξουσίου. Ο δε νόμος ήταν η εντολή από ποιά φυτά μπορούσε να φάει και ποιά δεν θα έπρεπε να αγγίξει. Σ’ αυτά δε ανήκε το δένδρο της γνώσεως, το οποίον ούτε φυτεύτηκε από την αρχή με κακό σκοπό, ούτε απαγορεύθηκε από φθόνο (ας μη φθάσουν μέχρις εκεί οι γλώσσες των εχθρών του Θεού, και ας μη μιμηθούν τον φίδι!). Αλλά ήταν μεν καλό εάν το δοκίμαζε κανείς στον κατάλληλο καιρό (διότι το δένδρο, κατά την άποψή μου, ήταν η θέα του Θεού, την οποίαν μπορούσαν να πλησιάσουν χωρίς να κινδυνεύουν μόνον εκείνοι που είχαν τελειοποιηθεί με την άσκηση), αλλά δεν ήταν καλό για τούς αδοκίμαστους ακόμη και τους πιο λαίμαργους ως προς την επιθυμία, όπως η σκληρή τροφή δεν είναι ωφέλιμη για εκείνους που είναι ακόμη αδύνατοι και έχουν ανάγκη από γάλα. Αφού δε εξαιτίας του φθόνου του διαβόλου και της παρακινήσεως της γυναίκας, η οποία υπέκυψε σαν πιο αδύνατη και τον παρακίνησε τον προπάτορα σαν η πιο κατάλληλη γι’ αυτό (αλλοίμονο στην αδυναμία μου! γιατί η αδυναμία του προπάτορα είναι και δική μου), λησμόνησε μεν την εντολή, που είχε δοθεί, και νικήθηκε από την προσωρινή γευστική δοκιμή και έτσι εκδιώχτηκε αυτομάτως από το δένδρο της ζωής, από τον παράδεισο και από τον Θεό εξαιτίας της κακίας του, και ντύθηκε με δερμάτινα ενδύματα (πιθανόν με την πιο βαρεία σάρκα, τη φθαρτή και αντίθετη). Και σαν πρώτο αποτέλεσμα αντιλαμβάνεται την καταισχύνη του και κρύβεται από τον Θεό. Κερδίζει, βεβαία, κάτι απ’ αυτό: το ότι γίνεται θνητός και το ότι διακόπτεται η αμαρτία, για να μη γίνει αθάνατο το κακό, και έτσι η τιμωρία αποβαίνει φιλανθρωπία. Διότι εγώ έτσι πιστεύω ότι τιμωρεί ο Θεός.
Αφού δε τιμωρήθηκε προηγουμένως για τα πολλά αμαρτήματα (από τα οποία φύτρωσε η ρίζα της κακίας) από διάφορες αιτίες και σε διαφορετικούς χρόνους, με το λόγο, το νόμο, τους προφήτες, τις ευεργεσίες, τις απειλές, τις τιμωρίες, τις πλημμύρες, τις πυρκαγιές, τους πολέμους, τις νίκες, τις ήττες, τα σημεία από τον ουρανό, τα σημεία από τον αέρα, τη γη και τη θάλασσα, με τις ανέλπιστες μεταβολές ανθρώπων, πόλεων και λαών, πράγματα τα οποία αποσκοπούσαν στο να εξαφανισθεί η κακία, έχει ανάγκη τελικά από κάποιο ισχυρότερο φάρμακο για τις φοβερότερες ασθένειες, τις αδελφοκτονίες δηλαδή, τις μοιχείες, τις επιορκίες, τις ανώμαλες επιθυμίες και το χειρότερο και μεγαλύτερο από όλα τα κακά, την ειδωλολατρία και την μετατόπιση της προσκυνήσεως από τον δημιουργό στο δημιούργημα.
Επειδή δε είχε ανάγκη από μεγαλύτερη βοήθεια, του δίνεται και τέτοια. Ήταν δε ο ίδιος ο Λόγος του Θεού ο προαιώνιος, ο αόρατος, ο μη δυνάμενος να περιορισθεί, ο ασώματος, η αρχή που προέρχεται από την αρχή, το φως που προέρχεται από το φως, η πηγή της αθανασίας και της ζωής, το αντίγραφο του πρωτοτύπου κάλλους, η αναλλοίωτη σφραγίδα, η απαράλλακτη εικόνα, ο όρος και ο Λόγος του Πατέρα. Αυτός εισέρχεται στην ιδίαν εικόνα του, ντύνεται δε σάρκα για χάρη της σάρκας και με ψυχή πνευματική προς χάριν της ψυχής μου, καθορίζοντας έτσι το όμοιο με το όμοιο του. Και γίνεται κατά πάντα, εκτός από την αμαρτία, τέλειος άνθρωπος.
Γεννήθηκε μεν από την Παρθένο, της οποίας και η ψυχή και το σώμα είχε καθαρισθεί προηγουμένως από το Πνεύμα (διότι έπρεπε μεν και να τιμηθεί η γέννηση, αλλά και να προτιμηθεί η παρθενία, παραμείνας δε Θεός μετά την πρόσληψη της ανθρώπινης φύσεως. Γινόμενος ένα από τα δύο αντίθετα, από τη σάρκα δηλαδή και το Πνεύμα, από τα οποία το μεν ένα έκανε το άλλο Θεόν, ενώ το άλλο έγινε Θεός. Ω, πόσο αξιοθαύμαστη είναι η νέα ένωση! Ω, πόσο παράδοξη είναι η σύνθεση! Ο υπάρχων δημιουργείται, ο αδημιούργητος πλάθεται, και ο απεριόριστος περιορίζεται διά μέσου της νοεράς ψυχής, η οποία μεσιτεύει στη θεότητα και διά μέσου της υλικής φύσεως της σάρκας. Εκείνος ο οποίος δίδει τον πλούτο, γίνεται πτωχός· γιατί γίνεται πτωχός κατά το ότι παίρνει τη σάρκα μου, για να γίνω εγώ πλούσιος με τη θεότητά του. Εκείνος ο οποίος είναι γεμάτος αδειάζει· γιατί αδειάζει από τη δόξαν του για λίγο καιρό, για να γευθώ εγώ την πληρότητά του. Ποιός είναι ο πλούτος της αγαθότητας; Ποιό είναι το μυστήριο που με περιβάλλει; Έλαβα την θεία εικόνα και δεν τη φύλαξα. Παίρνει τη σάρκα μου, και για να διατηρήσει την εικόνα, αλλά και για να κάνει αθάνατη τη σάρκα. Έρχεται σε δεύτερη συνάφεια πολύ πιο παράδοξη από την πρώτη, γιατί, τότε μεν έδωσε το καλύτερο, τώρα δε παίρνει το χειρότερο. Αυτό είναι ακόμη πιο ταιριαστό στο Θεό, αυτό είναι, για όσους διαθέτουν κρίση, ακόμη πιο υψηλό.
Τί θα μας πουν γι’ αυτά οι συκοφάντες, οι πικρόχολοι ελεγκτές της θεότητας, οι κατήγοροι εκείνων τα οποία επαινούνται, οι σκοτεινοί εν σχέσει προς το φως, οι αστοιχείωτοι εν σχέσει προς τη σοφία, εκείνοι που για χάρη τους πέθανε ο Χριστός χωρίς να ζητήσει αντάλλαγμα, τα αχάριστα δημιουργήματα, τα πλάσματα του πονηρού; Κατηγορείς το Θεό για την ευεργεσία του; Τον κατηγορείς ως μικρό επειδή ταπεινώθηκε για χάρη σου; Τον κατηγορείς επειδή είναι ο καλός ποιμήν, που δίνει τη ψυχή του για τα πρόβατα, που ήλθε προς το πρόβατο το οποίον είχε χαθεί, επάνω στους λόφους και τα βουνά στα οποία λάτρευες τους θεούς, και αφού το βρήκε το σήκωσε επάνω στους ώμους του, επάνω στους οποίους σήκωσε και το σταυρό, και το επανέφερε στην ουράνια ζωή και το έβαλε μαζί με εκείνα τα οποία είχαν μείνει εκεί; Τον κατηγορείς, επειδή άναψε λυχνάρι, την ιδία τη σάρκα του, και σκούπισε την οικία (καθαρίζοντας τον κόσμο από την αμαρτία) και αναζήτησε τη δραχμή, την εικόνα δηλαδή του Θεού, που είχε καταχωνιασθεί από τα πάθη, και επειδή συγκεντρώνει για την εύρεση της δραχμής τις φιλικές προς αυτόν δυνάμεις, τις οποίας είχε μυήσει και στο μυστήριο της σωτηρίας και τις κάνει μετόχους της χαράς του; Τον κατηγορείς επειδή το λυχνάρι, που ετοιμάζει το δρόμο, και που ετοιμάζει στον Κύριο λαό εκλεκτό και καθαρίζει και προετοιμάζει για το Πνεύμα με το νερό, τον ακολουθεί το υπέρλαμπρο φως, τη φωνή την ακολουθεί ο Λόγος και τον οδηγό του νυμφίου ο νυμφίος;
Γι’ αυτό κατηγορείς το Θεό; Γι’ αυτά τον θεωρείς κατώτερο, επειδή βάζει στη μέση του την ποδιά και πλένει τα πόδια των μαθητών του και δείχνει τον καλύτερο τρόπο να υψωθεί κανείς, δηλαδή την ταπείνωση; Επειδή ταπεινώνεται για χάρη της ψυχής που έχει κυρτώσει προς τα κάτω, για να ανυψώσει μαζί του εκείνο που σκύβει προς τα κάτω από την αμαρτία; Πώς δε δεν τον κατηγορείς για το ότι γευματίζει με τελώνες και στα σπίτια τελωνών, και ότι κάνει μαθητές του τελώνες, για να κερδίσει και αυτός κάτι; Τί δηλαδή; Τη σωτηρία των αμαρτωλών. Σαν να μπορούσε κανείς να κατηγορήσει το γιατρό, επειδή σκύβει με κατανόηση πάνω στις πληγές, και ανέχεται τη δυσωδία, για να δώσει την υγεία σ’ εκείνους που ασθενούν, ή σ’ εκείνον που από ευσπλαχνία σκύβει πάνω από το βόθρο για να βγάλει απ’ εκεί το ζώο που έχει πέσει μέσα, όπως λέγει ο νόμος.
Απεστάλη μεν, αλλά ως άνθρωπος (επειδή ήταν διπλούς στη φύση), επειδή και ένιωσε κούραση και πείνασε και δίψασε και δάκρυσε κατά τους φυσικούς νόμους. Εάν δε εστάλη και ως Θεός, τί σε ενοχλεί αυτό; Τη θέληση του Πατέρα, από τον οποίον προέρχεται, και τον οποίον τιμά ως αρχήν άχρονο, να την θεωρείς ως αποστολή, και να μην πιστεύεις ότι είναι κάτι το αταίριαστο για Θεό. Επειδή λέγεται και ότι έχει παραδοθεί, αλλά έχει γραφτεί επίσης ότι έχει παραδώσει τον εαυτόν του. Και ότι έχει αναστηθεί από τον Πατέρα και έχει αναληφθεί, αλλά και ότι έχει αναστήσει τον εαυτόν του και ότι θα έλθει πάλι. Εκείνα προέρχονται από τη θέληση του Πατέρα, αυτά από τη δύναμή του. Συ δε τα μεν πρώτα τα θεωρείς μειωτικά, τα δε άλλα, τα οποία εξυψώνουν, τα παραβλέπεις. Και το ότι μεν έπαθε, το υπολογίζεις.
Το ότι δε έπαθε με τη θέλησή του, δεν το αναφέρεις. Τί παθαίνει ακόμη και τώρα ο Λόγος! Από άλλους μεν τιμάται ως Θεός και ταυτίζεται με αυτόν, από άλλους δε περιφρονείται, επειδή είναι άνθρωπος, και χωρίζεται από το Θεό. Εναντίον ποιών να οργισθεί περισσότερο; Ή, καλύτερα, ποιούς να συγχωρήσει; Εκείνους που ενώνουν λανθασμένα, ή εκείνους οι οποίοι χωρίζουν; Διότι και εκείνοι έπρεπε να διαχωρίζουν και αυτοί να ενώνουν· οι μεν με τον αριθμό, οι δε με τη θεότητα. Εμποδίζεσαι από τη σάρκα; Αυτό κάνουν και οι Ιουδαίοι. Μήπως τυχόν τον ονομάζεις και Σαμαρείτη; Τη συνέχεια όμως δεν θα την αναφέρω. Δεν πιστεύεις στη Θεότητα; Αυτό δεν συμβαίνει ούτε με τους δαίμονες. Δύστυχε, πόσο πιο άπιστος είσαι ακόμη και από τους δαίμονες, και πόσο πιο αχάριστος από τους Ιουδαίους! Εκείνοι την ονομασία του Υιού την θεώρησαν ως έκφραση ισοτιμίας διότι δεν γνώριζαν ακόμη τον Θεό, ο οποίος τον είχε στείλει. Διότι πίστευαν μόνον αφού πάθαιναν. Συ δε δεν δέχεσαι ούτε την ισότητα, ούτε και αναγνωρίζεις τη Θεότητα. Θα ήταν καλύτερα για σένα να είσαι περιτετμημένος και να βρίσκεσαι υπό την επήρεια του δαίμονα, για να εκφραστώ κατά τρόπον αστείο, παρά να κατέχεσαι από πονηρία και αθεΐα, ενώ είσαι υγιής και απερίτμητος.
Μετά από λίγο θα δεις τον Ιησού να καθαρίζεται στον Ιορδάνη όπως καθαρίζομαι και εγώ, ή, καλύτερα, να εξαγνίζει με την κάθαρσή του τα νερά (διότι δεν είχε ανάγκη καθαρισμού εκείνος ο οποίος σηκώνει την αμαρτία του κόσμου), και να ανοίγουν οι ουρανοί, να μαρτυρεί γι’ αυτόν το όμοιό του Πνεύμα, να δέχεται πειρασμούς και να τους νικά, να υπηρετείται από αγγέλους και να θεραπεύει κάθε ασθένεια και κάθε αδυναμία, να δίνει ζωή στους νεκρούς (πράγμα που είθε να συνέβαινε και σε σένα που έχεις νεκρωθεί από την αμαρτία), να εκδιώκει τους δαίμονες, άλλοτε μεν ο ίδιος, άλλοτε δε διά μέσου των μαθητών του. Και να τρέφει με λίγα ψωμιά χιλιάδες ανθρώπους, να περπατά πάνω στη θάλασσα, να προδίδεται, να σταυρώνεται και να σταυρώνει μαζί την αμαρτία μου. Να προσφέρεται θυσία σαν αμνός και να προσφέρει θυσία σαν ιερέας, να θάπτεται σαν άνθρωπος και να ανασταίνεται σαν Θεός, να ανεβαίνει στη συνέχεια στους ουρανούς για να επιστρέψει με όλη του τη δόξα. Πόσες γιορτές υπάρχουν κάθε ημέρα για μένα από τα μυστήρια του Χριστού! Σκοπός δε μοναδικός όλων αυτών είναι η τελειοποίηση και η αναδημιουργία μου και η επιστροφή μου στην αρχική κατάσταση του Αδάμ.
Τώρα δε δέξου μαζί μου την κυοφορία και σκίρτησε από χαρά, αν όχι όπως ο Ιωάννης από την κοιλία, τουλάχιστον όπως ο Δαβίδ μετά την τοποθέτηση της κιβωτού στη θέση της. Και να σεβαστείς την απογραφή, εξαιτίας της οποίας γράφτηκες στους ουρανούς· και να σεβαστείς τη γέννηση εξαιτίας της οποίας λύθηκες από τα δεσμά της γεννήσεως· και να τιμήσεις τη μικρή Βηθλεέμ, η οποία σε επανέφερε στον παράδεισο και να προσκυνήσεις τη φάτνη, χάρις στην οποία, ενώ δεν είχες την καθοδήγηση του λογικού, τράφηκες από το Λόγο. «Γνώρισε, όπως το βόδι, τον κύριό σου», σου παραγγέλλει ο Ησαΐας, «και όπως ο όνος το παχνί του κυρίου του». Αν είσαι από τους καθαρούς, οι οποίοι σέβονται το νόμο και ασχολούνται με το να επαναλαμβάνουν σαν μηρυκαστικά τους λόγους του και είναι επιδέξιοι στην προσφορά θυσιών, ή αν είσαι από εκείνους οι οποίοι ήσαν κάποτε ακάθαρτοι και δεν είχαν δικαίωμα να φάνε από τα άγια, ούτε να θυσιάσουν, και ανήκαν στη μερίδα των ειδωλολατρών, τρέξε μαζί με τον αστέρα και φέρε δώρα μαζί με τους μάγους, χρυσό σαν σε βασιλέα, λίβανο σαν σε Θεό και σμύρνα σαν σε νεκρό, που πέθανε προς χάρη σου. Δόξασε μαζί με τους ποιμένες, ύμνησε μαζί με τους αγγέλους, γίνε χορός δοξολογίας μαζί με τους αρχαγγέλους. Ας είναι η πανήγυρις κοινή για τις ουράνιες και τις επίγειες δυνάμεις. Διότι πιστεύω ότι και εκείνες αγάλλονται και πανηγυρίζουν μαζί μας σήμερα, εφόσον είναι φίλοι του ανθρώπου και του Θεού, όπως τις παρουσιάζει ο Δαβίδ να ανεβαίνουν μετά το πάθος μαζί με το Χριστό, να τον προϋπαντούν και να παρακινεί η μία την άλλη να ανοίξουν τις πύλες.
Ένα πράγμα να μισήσεις από όσα σχετίζονται με τη γέννηση του Χριστού, το φόνο των νηπίων από τον Ηρώδη ή, καλύτερα, και αυτή να την σεβασθείς ως θυσία συνομήλικη με το Χριστό, η οποία προσφέρεται πριν από τη θυσία του νέου σφαγίου. Αν φεύγει στην Αίγυπτο, φύγε και συ μαζί του. Είναι καλό να φεύγεις μαζί με το Χριστό όταν διώκεται. Αν παραμένει πολύ στην Αίγυπτο και λατρεύεται σωστά εκεί, κάλεσέ τον από την Αίγυπτο. Πέρασε χωρίς μομφή από όλες τις ηλικίες και τις δυνάμεις του Χριστού, ως μαθητής του Χριστού. Καθαρίσου, κάνε περιτομή, αφαίρεσε το κάλυμμα που έχεις από τη δημιουργία. Ύστερα δίδαξε στο ιερό, διώξε απ’ εκεί τους εμπορευόμενους τον οίκο του Θεού, άφησε να σε λιθοβολήσουν, αν θα πρέπει να το πάθεις. Γνωρίζω καλά, ότι θα ξεφύγεις ανάμεσα απ’ αυτούς οι οποίοι σε λιθοβολούν σαν Θεός. Διότι ο Λόγος δεν λιθοβολείται.
Αν σε οδηγήσουν εμπρός στον Ηρώδη, μην του δώσεις απάντηση στα περισσότερα. Θα σεβασθεί τη σιωπή σου περισσότερο απ’ όσο θα σεβασθεί τους πολλούς λόγους των άλλων. Αν σε μαστιγώσουν, ζήτησε να εκτελέσουν ολόκληρη την ποινή. Φρόντισε να γευθείς χολή, πιες ξύδι, ζήτησε εμπτυσμούς, δέξου κτυπήματα και ύβρεις, στεφανώσου με τα αγκάθια του δύσκολου δρόμου του Θεού, ντύσου το κόκκινο ένδυμα, δέξου το καλάμι, άφησε να σε προσκυνήσουν εκείνοι οι οποίοι ειρωνεύονται την αλήθεια. Τέλος, σταυρώσου μαζί με το Χριστό, νεκρώσου μαζί του, κατέβα πρόθυμα μαζί του στον τάφο, για να αναστηθείς και μαζί του, για να δοξασθείς και να βασιλεύσεις μαζί του, βλέποντας, όσο είναι δυνατόν και όπως μπορείς να τον δεις, τον Θεό που προσκυνείται και λατρεύεται ως Τριάδα, και ο οποίος ευχόμαστε να φανερωθεί καθαρά και σε μας τώρα, όσο είναι αυτό δυνατόν για τους αιχμαλώτους στη σάρκα, με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, στον οποίον ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
\Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος ΛΗ΄, «Εις τα Θεοφάνια, δηλαδή τη Γέννηση του Σωτήρος», ΕΠΕ τ. 5ος , σελ.37-71 – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ