ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2023

Αποκάλυψη Αγγέλου περί της ψυχής του ανθρώπου μετά θάνατον

 

Πατερικά

Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος

 Καθὼς ὁ ἀββᾶς Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος βάδιζε μέσα στὴν ἀχανῆ ἔρημο, τὸν ἀκολούθησε ἕνας ῎Αγγελος. ῎Εστρεψε νὰ δεῖ, κ᾿ ἐκεῖνος τὸν χαιρέτησε πολὺ σεβαστικά:

– Ελγησον, γιε Γροντα!

῾Ο ἀββᾶς Μακάριος τὸν πέρασε γιὰ κάποιον ἀπὸ τοὺς Μοναχοὺς τῆς ἐρήμου καὶ τοῦ εἶπε, ἀνταποδίδοντας τὸν χαιρετισμό:


– Ο Κριος ν σ᾿ ελογσει κα ν σ συγχωρσει, τκνο μου.

Περπάτησαν ἔτσι μαζὶ κάμποσο διάστημα. Καὶ ὁ ἅγιος Γέροντας, βλέποντας τὴν ὅλη παρουσία, ποὺ ἄστραφτε ἀπὸ φῶς καὶ ὡραιότητα, τοῦ λέει κάποια στιγμή:
– Τκνον μου, σ βλπω κα πορ, θαυμζοντας τ μορφ σου πο στραποβολε κα τν ραιτητ σου τν παρμοιαστη. Καί πειδ, ς νθρωπος, δν τυχε ποτ ν δ τσην μορφιά σ νθρωπο το κσμου, ρχζω κα ναρωτιμαι μπως δν εσαι νθρωπος; Σε ξορκζω, λοιπν, στ νομα το Θεο, ν μο πες τν λθεια.

Τότε ὁ ῎Αγγελος ἔβαλε μετάνοια στὸν ἅγιο Μοναχό, καὶ τοῦ λέει:
– Ελγησον, γιε πτερ. Οπως καλ τ δικρινες, γ δν εμαι νθρωπος, λλ εμαι Αγγελος· καί ρθα ν σ διδξω τά γνωστα μυστρια πο δν ξρεις καί χεις τσην πιθυμα ν μθεις. ᾿Αφο, λοιπν, γι᾿ ατ ρθα, ρτησε με γι ,τι θλεις ν μθεις κ᾿ γ θ σο ποκριθ.

Καὶ ὁ ἅγιος Μοναχός, μὲ τὴ σειρά του, ἔβαλε κι αὐτὸς μετάνοια στὸν ἅγιον ῎Αγγελο, ἔστρεψε τὰ χέρια καὶ τό βλέμμα πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε:
– Σ᾿ εχαριστ, πανγαθε Κριε, πο μ λυπθηκες κα μο στειλες δηγ κα διδσκαλο, γι ν μ διδξει σα δν ξρω κ᾿ πιθυμ ν μθω π τ᾿ πκρυφα κα ρρητα μυστρια τς πστεως!

Καὶ μὲ μιὰ πολὺ εὐγενικὴ προθυμία ὁ ῎Αγγελος λέει στὸν ἀββᾶ Μακάριο:
– Ελα, λοιπν, γιε Γροντα κα πτερ· ρχισε τς ρωτσεις σου.
– Π
ς μου, σ παρακαλ, γιε Αγγελε: ο νθρωποι πο ναπαονται κα μετ τ θνατ τους φεγουν π τοτο τν κσμο, κε στν λλο, τν αἰώνιο, ναγνωρζουν ραγε νας τν λλο;
– 
Ακουσε, γιε πτερ, ποκρνεται Αγγελος. Οπως κριβς συμβανει σέ ατό τν κσμο, που κοιμονται τ βρδυ κα ξυπνονε τ πρω, κα ταν σηκνονται ναγνωρζουν ατος πο εχαν συναντσει τν προηγομενη μρα, κα συνομιλον μαζ τους,  τρνε κα πνουν καί εφρανονται ντμα, ρωτντας νας τν λλον γι διφορα θματ τους, τσι γνεται κα στν λλον κσμο·  νας βλπει κα ναγνωρζει τ συννθρωπ του, εφρανεται μ τ συντροφι του κα συνομιλε μαζ του, πως κριβς συμβανει κ᾿ δ κτω, πο ταν βγανει κανες ξω π᾿ τ σπτι του πει στν γορ, καί κε βλπει φτωχος ρχοντες κα ρωτει, «ποις εναι ατς» κα «ποις εναι κενος», κα ρωτντας μαθανει κα γνωρζει κα κενους πο δν εχε τχει ποτ ν συναντσει, τσι κριβς συμβανει κ᾿ κε ψηλ μ τος δικαους· πογραμμζω τος δικαους, γιατ ατ τ προνμιο δν τ ᾿χουν ο μαρτωλο.

Προχωρώντας, ὁ ἀββᾶς Μακάριος ξαναρωτάει τὸν ῎Αγγελο:
– ᾿Απάντησέ μου καὶ σὲ τοῦτο, σὲ παρακαλῶ: μετ τν τσο δσκολο χωρισμ της ψυχής από το σώμα τί γίνεται; Και, αφού ο χωρισμός έχει γίνει και η ψυχή έχει πάρει το δρόμο της, γιατί κάνουμε τόσα μνημόσυνα για τους κεκοιμημένους;

Ο ‘Αγγελος πήρε βαθειά ανάσα και άρχισε την απόκρισή του:
– ΄Ακουσε, άγιε πάτερ μου. Μετά το χωρισμό της ψυχής από το σώμα, έρχονται οι άγιοι «Αγγελοι και την τρίτη μέρα την παίρνουν και την πηγαίνουν στον ουρανό, για να προκυνήσει τον Κύριο μας, τον Ιησού Χριστό.

Πρέπει, όμως, να σου πω εδώ πώς σε τούτο το διάστημα, δηλαδή από τη γη ώς τον ουρανό, υπάρχει μια μεγάλη Σκάλα, με πολλά σκαλιά και σε κάθε σκαλί, βλέπει κανείς ένα τάγμα δαιμόνων, που λέγονται τελώνια. Αυτά τα τελώνια και πονηρά πνεύματα, μόλις αντικρύσουν την ψυχή, κουβαλούν αμέσως τα πολλά και γεμάτα με τις αμαρτίες χειρόγραφα κι αυτά τα χειρόγραφα τα δείχνουν στους Αγγέλους λέγοντας: 
– »τήν τάδε χρονιά, τη δείνα ώρα και τις τόσες του μηνός, η ψυχή αυτή έκαμε τούτο κ’ εκείνο, δηλαδή έκλεψε, είπε ψέματα, πόρνεψε, διέπραξε το δείνα έγκλημα, έπεσε σε μοιχεία»
και ό,τι τέλος πάντων αμάρτημα έκαμε, κ’ είναι λεπτομερώς από τους δαίμονες γραμμένο
.

Τότε και οι άγιοι ΄Αγγελοι παίρνουν άλλες περγαμηνές και άλλα χειρόγραφα, όπου είναι γραμμένες όλες οι αγαθοεργίες της ψυχής εκείνης: ελεημοσύνες, προσευχές, λειτουργίες, νηστείες και ό,τι άλλο καλό είχε κάνει στην επίγεια ζωή της.

Ζυγίζουν τότε και αντισταθμίζουν οι ΄Αγγελοι και οι Δαίμονες τα έργα της ψυχής: και αν βρεθούν περισσότερα τ’ αγαθά, τότε παίρνουν την ψυχή πάλι οι ΄Αγγελοι και την ανεβάζουν στο επόμενο σκαλί, ψηλότερα.

Όταν, όμως, βλέπουν οι δαίμονες πώς ξέφυγε η ψυχή από τα χέρια τους και αρχίζει να ανεβαίνει σε ψηλότερο σκαλί, τρίζουν τα δόντια τους απ’ το θυμό σαν τα λυσσασμένα σκυλιά και ρίχνονται καταπάνω στους Αγγέλους να την αρπάξουν, έστω και την τελευταία στιγμή από τα χέρια τους.

Σ’ αυτό το μεταξύ, φοβισμένη και κατατρομαγμένη ή ψυχή απ’ όλα αυτά, πάει να κρυφτεί κάτω από τα φτερά των ‘Αγγέλων, για να γλυτώσει.

Καί εκεί γίνεται μια μεγάλη λογομαχία και πάλη ανάμεσα στους Αγγέλους και στους Δαίμονες, ώσπου να ελευθερωθεί πέρα για πέρα εκείνη ή ταλαίπωρη ψυχή από τα λυσσασμένα νύχια των Δαιμόνων.

Ανεβαίνουν τελικά οι ΄Αγγελοι με την ψυχή και προχωρούν προς το επόμενο σκαλί.

Μα κι εκεί βρίσκουν άλλο τελώνιο, πιό άγριο και πιο φοβερό. Κ’ εδώ οι Δαίμονες κάνουν μεγάλη φασαρία και ταραχή απερίγραπτη, για το ποιος θα κερδίσει την κατατρομαγμένη ψυχή. Αρχίζουν οι Δαίμονες πάλι να κραυγάζουν άγρια και να ελέγχουν την ψυχή, ρωτώντας επιδεικτικά:
– Πού πάς ν’ ανέβεις εκεί ψηλά; Δεν είσ’ εσύ που έπεσες στην πορνεία και καταμόλυνες το μυστήριο του αγίου Βαπτίσματος; Δεν είσ’ εσύ που βρώμισες με τις πράξεις σου το αγγελικό σχήμα; Και τώρα γιά που κίνησες να πας, αφού δεν σου αξίζει ο τόπος εκείνος; Γύρνα πίσω! Έλα πάλι κάτω! Πάρε το δρόμο και κατέβα στον σκοτεινό τον «Αδη! Πήγαινε στο πύρ το εξώτερον και στα σκουλήκια που άγρυπνα ροκανίζουν τα θύματά τους!..

Και τότε, αν ή ψυχή εκείνη με τα έργα της είναι άξια για την αιώνια καταδίκη, την παίρνουν οι πονηροί και ανάλγητοι Δαίμονες και την κατεβάζουν στα καταχθόνια της γης, σε τόπο φοβερό και κατασκότεινο. Καί, αλλοίμονο πιά στην ταλαίπωρη εκείνη ψυχή! Ούαι και αλλοίμονο στην ψυχή εκείνη, που θα καταριέται την ώρα που γεννήθηκε… Τότε είναι να σε πιάνει λύπηση να βλέπεις τις ψυχές που είναι καταδικασμένες για κείνον τον τόπο και να τις βλέπεις, άγιε πάτερ, να έχουν τόσο μεγάλη ανάγκη και να μην έχουν νa πιαστον π πουθεν Θλψη περγραπτη κα βσταχτος πνος, σκωτος!

Αν, στσο, ψυχ βρεθε καθαρ κα δχως μαρτες, ττε νεβανει συντροφι μ τος Αγγλους στν οραν κ᾿ ασθνεται πολ μεγλη χαρ: κθε τσο συναντει κα λλους ᾿Αγγλουςπο κρατον, πως ο Δικονοι στν ᾿Εκκλησα, λαμπδες ναμμνες κα θυμιματα μυροβλα, κα τν κατασπζονται μ γπη.

Μετ πνε στ δεσποτικ θρνο· κε προκυνει τν Κριο κα Θε μας, τν ᾿Ιησο Χριστ. Κα ττε ντικρζει τος χορος τν γων ᾿Αποστλων, τν γων Μαρτρων, τν γων Πατρων, τ ννα τγματα τν αγων ᾿Αγγλων, μ τν ρρητη κενη λαμπρτητα, κα κοει τν γγελικ κενη μελωδα καί εφρανεται π τ περγραπτο κλλος κα τν σλληπτη ραιτητα!

Ο Αββάς Μακάριος ρωτάει πάλι, σε λίγο:
– Αγιε Αγγελε, σ ρτησα κτι κα γι τ μνημσυνα: πς κα γιατ γνονται; ᾿Απντησ μου, σ παρακαλ.
– Ακουσ με, λοιπν, γιε πτερ μου. Τ μνημσυνα πο νομζονται «τρτα», γνονται πως χουμε ξαναπε σπου ν περσουν ο τρες μρες π τν κομηση· γιατ, ββαια, σαμε ν περσουν τρες μρες, ψυχ δν νεβανει ν προσκυνσει τ δεσπτη Χριστ. Ετσι, λοιπν, γνονται ατ τ μνημσυνα σν να δρο πρς τν Χριστ γι κενη τν ψυχ πο πει ν Τν προσκυνσει.

Μετ τν προσκνηση στν δεσπτη Χριστ, ο Αγγελοι παρνουν πλι τν ψυχ κα τν κατεβζουν στ γ. ᾿Εδ πι τν περπατνε στ διφορα μρη κα τος τπους που ζησε τν πγεια ζω της κα τς θυμζουν τς καλς κα τς κακς πρξεις της, λγοντας:
– Θυμσου πς δ κλεψες· κε πεσες στ μρτημα τς πορνεας· δ πεσες στν καταλαλι· κε σκτωσες· δ γινες πορκος· κε βλαστμησες· δ καταχρστηκες μ προγκους τκους· κε μθυσες· δ λογομχησες μαρτωλ· κε σκανδλισες τος δελφος σου κ᾿ να σωρ λλα, πο κθε ψυχ μπορε ν διπραξε.

Υστερα, πλι, τν περννε π τος λλους τπους, που πραξε γαθ ργα, λγοντς της:
– Θυμσου πς δ κανες λεημοσνη· κε νστεψες· δ δειξες πραγματικ μετνοια, μ δκρυα κα συντριβ· κε κανες λειτουργες· δ κανες παρακλσεις· κε κανες γρυπνες· δ προσευχς· κε γοντισες καί κανες μετνοιες· δ δειξες σταθερτητα στν ρετ κα ντσταση στν πειρασμ· κε δειξες γκρτεια κα λα τά λλα καλ ργα πο κανε ψυχ.

Αὐτὸς ὁ περίπατος, σὲ ὅλα τὰ μέρη ποὺ ἔζησε ἡ ψυχή, κρατάει ἐννιὰ μέρες. Τν νατη μρα ψυχ νεβανει πλι ν προσκυνσει τ δεσπτη Χριστ. Γι᾿ ατ κα τν μρα κενη δηλ. ς κενη τν μρα γνονται κα τ «νατα» πως τ νομζουμε, μνημσυνα, τὰ ὁποῖα γίνονται καὶ στέλνονται σὰν δῶρο καὶ σὰν ἐνθύμηση στὸν Κύριο, γιὰ τὴν ψυχὴ ποὺ ἔρχεται, νὰ τὴν ὑποδεχθεῖ μὲ ἱλαρὸ βλέμμα καί εὐμενῆ διάθεση.

Ο παρακλσεις πο γνονται μ τ μνημσυνα, εναι γραμμνο πς γνονται «πρς φλειαν». Κα λγονται συχν πς φελον τν ψυχ το κεκοιμημνου ο λεημοσνες, ο λειτουργες, τ μνημσυνα. ᾿Ενοτε βοηθον τσο πολ, πο μπορον ν᾿ παλλξουν τν ψυχ κμη κα π τν κλαση!

Ατ, μως, δν φελον τν πολ κσμο ν τ ξρει, γι᾿ ατ κα ο λεπτομρειες σ᾿ ατ τ θμα δν εναι γι λους, καθς συγκροεται μ τ γνωστ λθεια πς «ν τ Αδ οκ στι μετνοια»…

Υστερ᾿ π τ δετερη ατ προσκνηση στν δεσπτη Χριστ, ο Αγγελοι παρνουν τν ψυχ κα τν ξαναφρνουν στν κσμο.

Στ συνχεια, τς δεχνουν τν Παρδεισο, τν πραντον λαινα μ τος κλπους το ᾿Αβραμ, τς
σκηνς που ναπαονται ο δκαιοι… Κι ταν ψυχ βλπει τν περγραπτη κενη χαρ στ πρσωπα τν δικαων, ασθνεται κ᾿ κενη μι βαθει κι πραντη χαρ κα παραμυθα, κα παρακαλε τος ᾿Αγγλους ν τν φσουν κε, μαζ μ τος γους κα τος δικαους!

Μετ τν πηγανουν ν δε τν κλαση, μ τς ποικλες τιμωρες τν μαρτωλν, λγοντας:
– Ατς κε πο βλπεις εναι πρινος ποταμς· ατς κε, κομητος σμς τν σκουληκιν· τοτο δ, τ σκτος τ ξτερον· ατ κε, τ σκτος τ στερον· ατς δ εναι βρυγμς τν δντων κα λα τ᾿ λλα κολαστρια τν μαρτωλν…

Ο ββς Μακριος κουγε προσεχτικ τι λεγε Αγγελος, ποος σ μι στιγμ στρφει πρς τν γιο Μοναχ κα το λει:
– Ξρεις, γιε πτερ, τι δν πρχει σκληρτερη κα φοβερτερη τιμωρα στν κλαση π κενη πο ζον ο πρνοι κα ο κλφτες. ᾿Ιδιατερα, μλιστα, ταν ατο πο πεσαν στν πορνεα τυχανει ν εναι Μοναχς Μοναχ, Ιερες Πρεσβυτρα…

Οταν πι ψυχ γνωρσει λ᾿ ατ πο τς δεχνουν ο Αγγελοι, κα φο συμπληρωθον ο σαρντα μρες, τν νεβζουν πλι ν προσκυνσει τ δεσπτη Χριστ· γι᾿ ατ κα ς τς σαρντα γνονται τ «τεσσαρακοστ» λεγμενα μνημσυνα τν κεκοιμημνων. Ατ μρα εναι πολ σημαντικ, γιατ ατ τ μρα θά ποφασσει φιλνθρωπος Θες γι τ πο πρπει ν πει πι ψυχ το νθρπου, νλογα μ τ ργα κα τς πρξεις της. Κα που πει τρα ψυχ, κατ τ θλημα το Κυρου, κε θ μενει ς τν μρα τς Δευτρας Παρουσας, πτε θ᾿ ναστηθε κα τ σμα κα θ᾿ πολασει τος καλος κακος καρπος τν ργων του.

᾿Ακούγοντας αὐτὰ τὰ λόγια ὁ ἅγιος Γέροντας, στέναξε βαθιά, δάκρυσε πικρὰ καὶ εἶπε:
– Οα κα λλομονο στ μαρη μρα κενη, που γεννθηκε νθρωπος κενος, μαρτωλς…
– Να, το λει Αγγελος· να, τμιε Γροντα, εναι σωστ ατ, γι τν κθε μαρτωλ. ᾿Αλλ γι
τν γαθ κα τν δκαιο πρπει ν πες: «Ετυχισμνη κα μακρια μρα κα ρα πο γεννθηκε»!

Ττε Γροντας ξεθαρρετηκε κα κνει λλο να σχετικ ρτημα:
– Σ παρακαλ, γιε Αγγελε, ν μο ξεδιαλνεις κα τοτη τν πορα μου: μπορε ν ασθανθε κποτε νεση μαρτωλς, ν τελεισει τιμωρα του;
Οχι, γιε πτερ μου, ποκρνεται Αγγελος. Οτε ορνια βασιλεα τν δικαων χει τελειωμ, οτε τιμωρα κα κλαση τν μαρτωλν. Αν κποιος παιρνε κθε χλια χρνια να σπυρ π τν μμο τς θλασσας κα τ βαζε κπου λλο, θ πρχε λπδα σως κποτε ν τελεισει· μ κλαση τν μαρτωλν τλος δν χει!

῾Ο ἅγιος Γέροντας ἐπιμένει καὶ συνεχίζει τὶς ἐρωτήσεις:
– Αγιε Αγγελε, πς μου σ παρακαλ: ποιο π τος Αγους μας εναι πι φιλεσπλαγχνοι γι τν νθρωπο, ν τος ξρει κα ν τος κετεει ταλαπωρος νθρωπος, γι ν πρεσβεουν στ Θε κα ν Τν παρακαλον γι᾿ ατν;

λοι ο γιοι, ποκρνεται Αγγελος, εναι φιλνθρωποι κα σπλαγχνικο γι λους σας, κα σς βλπουν μ γπη κ᾿ εμνεια. Ωστσο, π μρους τν νθρπων γνωμοσνη κα χαριστα τος θυμνει κα τος ξοργζει.

᾿Ακμη, πρπει ν σο π, γιε Γροντα, πς κα ο γιοι Αγγελοι χουν πολλ γπη καί εσπλαγχνα γι τν νθρωποπειδ ξαιτας κα χρη στ σωτηρα τν νθρπων εδαν κι ατο κα γνρισαν τ μεγλα παρδοξα το Θεο.

᾿Εκτς π᾿ ατος, μως,  Κυρα κα Δσποιν μας, Θεοτκος, φροντζει πι πολ π᾿ λους τ νθρπινο γνος. Θ πρεπε, γιε πτερ μου,  κθε νθρωπος ν χει συνεχς στ στμα του τ νομα τς Θεοτκου, μ᾿ εχαριστα καί εγνωμοσνη. Μ διβολος τν ξεγλασε κα τν ριξε στ βραθρα τς χαριστας, τσο πο ν ξεχν πς, ν πρχει κσμος σμερα κα στκεται πως στκεται, ατ σγουρα φελεται στς πρεσβεες κα τς κεσες τς Θεοτκου!

Δυστυχς, ο νθρωποι δειξαν περιφρνηση κα καταφρνησαν τν Θε κα τος Αγους Του, πργμα πο εχε σν συνπεια ββαια κα Θες κα ο Αγιοι ν τος δεξουν, μ τ σειρ τους, καταφρνηση…

῾Ο ῞Αγιος Γέροντας, βλέποντας τὴν πρόθυμη συγκατάβαση τοῦ ᾿Αγγέλου ν᾿ ἀπαντάει σὲ ὅλα τὰ ἐρωτήματα, θέλησε νὰ ἐπιμείνει στὴ διάκριση ἀνάμεσα στὶς ἁμαρτίες καὶ ρώτησε:
– Σ παρακαλ, γιε Αγγελε, πς μου ν θλεις: ποι εναι μεγαλτερη π λες τς μαρτες πο μπορε ν κνει νθρωπος;
– 
Αγιε Γροντα, το ποκρνεται Αγγελος, κθε μαρτα πο θ κνει νθρωπος, τν χωρζει π τ Θε· φανεται, μως, πς μερικς μαρτες, πως π.χ. μνησικακα κα βλασφημα, στκονται πνω πνω κα κυριαρχον· γιατ, ββαια, κα μνες τους ατς μπορον ν κατεβσουν τν νθρωπο στ βασλεια το Αδη, στ καταχθνια, κτω π᾿ τ γ κα κτω π᾿ τ θλασσα.

῾Ο Γέροντας ἔδειξε σὰ νὰ μὴν ἱκανοποιήθηκε. Θέλησε νὰ κάμει σχεδὸν τὸ ἴδιο ἐρώτημα, μὲ ἄλλη μορφή:
– Πς μου, γιε Αγγελε: ποι μρτημα μισε Θες πνω π᾿ λα τ᾿ λλα;
– Τ
ν κενοδοξα, το παντ Αγγελος. Ξρεις πς μοναχ της ατ μαρτα δγησε τν κσμο στν πτση κα τν πλεια, μι κι ξαιτας της πρωτπλαστος ᾿Αδμ ξορστηκε π᾿ τν Παρδεισο· ξαιτας της ρχιδαμονας γκρεμστηκε π᾿ τν περοπτη θση πο εχε νμεσα στος ᾿Αγγλους, κ᾿ ξαιτας της Φαρισαος χασε τος κπους λων τν ρετν κα τν καλν ργων του. Κι ατ, γιατ ν πσει νθρωπος στ πθος κα τ μρτημα τς κενοδοξας, εναι πολ δσκολο ν σηκωθε.

Τότε ὁ Γέροντας βάζει ἄλλο ἐρώτημα, πάλι γιὰ τὴν τιμωρία τῶν ἁμαρτωλῶν:
– Ποιο νθρωποι μαρτωλο τιμωρονται περισσότερο π τος λλους στν κλαση;
– 
Σο επα, το παντ Αγγελος: πι πολ π᾿ λους κολζονται πρνος κα βλσφημος.

Ωστσο, πρπει ν προσθσω πς κτω π᾿ λα τ καταχθνια κα λες τς κολσεις πρχει κα μιά λλη φοβερ κα τρομερ, πο τν νομζουν φνεια: κε τιμωρονται ν ποφρουν ο μαρτωλο κληρικο, μαζ μ τος καλγερους κα τς καλγριες πο πεσαν στν πορνεα.

Γι᾿ ατ, γιε Γροντα, εναι γραμμνο πς τ τγμα τν ᾿Αγγλων πο πεσε κ᾿ γινε δαιμονικ, ατ θά νακαινιστε κα θά ναπληρωθε, κα θά νλθει σ μεγλη δξα κα τιμ, πό τος καλος κα γους κληρικος κα μοναχος·

ν, ββαια, πως σο επα, ο κακο κα πονηρο κα μαρτωλο μοναχο πφτουν σ σχατη τιμα κα ξαποστλλονται στν κλαση, πως κριβς κα ο κληρικο πο παραβανουν τος θεους νμους: σοι δχονται τν παρανομα κα τος παρανμους πειδ τος γεμζουν τς ερατικς τσπες μ δρα κα χαρσματα πολλαπλ, κα σοι καταφρονον κα παραλεπουν τς κκλησιαστικς κολουθες τους γι χρη τν κοσμικν λλων κοινωνικν φροντδων το βου, γι τ ποα κα θ δσουν κποτε λγο στ Θε

Κα τ ν π κα γι τος ερες κενους πο μεθνε; Οα κα λλομον τους, γι τ πσο φοβερ κλαση τος περιμνει!

Πές μου, ξαναρωτάει ὁ Γέροντας,
– τ γνεται μ᾿ κενους πο δν λογαριζουν κα δν τιμον τ μρα τς Κυριακς;

Καὶ ὁ ῎Αγγελος ἀποκρίνεται:
 Οα κα λλομονο κα σ᾿ ατος, γιε Γροντα, γιατ τος περιμνει φρικτ κλαση κα τιμωρα. Οποιος δν λογαριζει κα καταφρονε τν Κυριακ, εναι σν ν καταφρονε τν διο τν Κριο· γι᾿ ατ κα Κριος θ τν καταφρονσει, γιατ  μρα τς Κυριακς εναι μρα το Κυρου: ποιος τν τιμ, τν τιμ κα Κριος κα τν προστατεει.

Κατ τν διο πλι τρπο: ποιος τιμ κα σβεται κα γιορτζει τς μνμες τν Αγων, δχεται μεγλη βοθεια στ βο του π τος Αγους, γιατ κενοι χουν μεγλη παρρησα κα θρρος ν ζητσουν π τ Θε κτι, καί ᾿Εκενος τος τ δνει. Ετσι, μσω τς κεσας κα τς πρεσβεας τν Αγων ο φιλγιοι νθρωποι πολαμβνουν κ μρους το Θεο πολλ εεργετματα κα χαρσματα.

Ωστσο, ς τ μολογσουμε, γιε Γροντα: ο περισστεροι νθρωποι χουνε διξει π μσα τους τ φβο το Θεο, κι τσι οτε τν Θε χουν πι φλο τους, οτε κα κποιον π τος Αγους, παρ χουν προσκολληθε στ βιοτικ κα κοσμικ πργματα, πο φθερονται κα χνονται. ᾿Αλλομον τους!

Ν ξρεις, γιε Γροντα, πς κθε νθρωπος πο δν τιμ κα δν σβεται τν για μρα τς Κυριακς, τε εναι ερας, ετε μοναχς, ετε ποιοσδποτε πλς λαϊκς νθρωπος το κσμουδν πρκειται ν δε τ πρσωπο το Θεο, μτε κι χει κποια λπδα σωτηρας

Κύλησαν λίγες στιγμὲς μ᾿ ἕνα βάρος πολυσήμαντης σιωπῆς. Τὶς σκέψεις καὶ τοὺς λογισμοὺς τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου διέκοψε ὁ ἅγιος ῎Αγγελος:
– Αν χεις κα κτι λλο ν ρωτσεις, γιε Γροντα, ρτησε με, γιατ τρα ρθε ρα νά νεβ πλι στν οραν, κοντ στν Κρι μου.

Τότε, βαριαναστέναξε ὁ ἀββᾶς καὶ ψιθύρισε, χύνοντας πικρὰ δάκρυα: «ἀλλοίμονο καὶ τρισαλλοίμονο σ᾿ ἐμᾶς! ῾Ο καλὸς καὶ ἅγιος δοῦλος τοῦ Κυρίου μου, ὄντας ῎Αγγελος, ἀσώματος καὶ ἀναμάρτητος, βιάζεται νὰ πάει ψηλὰ καὶ νὰ δώσει τὴ δοξολογία καὶ τὸν αἶνο του στὸν Κύριο, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ σωματικοί, ὑλόφρονες καὶ ἁμαρτωλοὶ δὲν φροντίζουμε γιὰ τὴν ψυχή μας καὶ καταφρονοῦμε ὅλα ἐκεῖνα ποὺ μποροῦν νὰ φέρουν τὴ σωτηρία μας…».

Κι ὕστερα, φωναχτά, ρώτησε τὸν ῎Αγγελο:
– Πς μου, σ παρακαλ, γιε Αγγελε, ποι προσευχ ταιριζει πι πολ στος Μοναχος;
– Αν κποιος ξρει γρμματα, το παντ Αγγελος, μπορε ν λει τος Ψαλμος το Δαβδ· ν, μως, εναι γρμματος, μπορε ν προσεχεται μ τ «Κριε ᾿Ιησο Χριστ, Υἱὲ το Θεο, λησν με τν μαρτωλ». Ατ προσευχ θαρρ πς εναι πι δυνατ, μ κα πι εκολη, γι᾿ ατ κα πολλο Μοναχο, ν κα ξρουν γρμματα, γκατλειψαν λες τς λλες προσευχς κα κρατντας μνο ατ τν προσευχ, δχως σταματημ, σωσαν τν ψυχ τους. Ατ, τν τσο πλ, μ κα τσο ποτελεσματικ προσευχ, μπορον ν τν κρατσουν κα ν τ λνε συνεχς κα ο νοι κα ο γροντες, κα ο ντρες κα ο γυνακες, κα ο καλγεροι κα ο καλογρις, κα ο γραμματισμνοι κα ο γρμματοι, κα ο πολ μπειροι μ κα ο πειροι κα μθητοι. Οποιος θλει ν σσει τν ψυχ του, μπορε ν τν κρατσει ατ τν προσευχ στ χελη του κα στν καρδι του, μρα κα νχτα, ετε στ κελλ του βρσκεται ετε στ δρμο, ετε εναι ρθιος κι ργζεται, ετε κθεται κα ναπαεται. ᾿Ακμη κα ν βρσκεται στ δρμο ταξιδεει κνει κποιο ργο, ς χει μ πθο κα προθυμα στ χελη κα στν καρδι τοτη τν προσευχ, πο εναι καν ν δσει τ σωτηρα τς ψυχς, σ᾿ ποιον τν πιθυμε πολ θερμ.

῾Ο Γέροντας ἔδειχνε πολὺ εὐχαριστημένος. ᾿Αλλὰ δὲν ἤθελε νὰ σταματήσει καὶ τὶς ἐρωτήσεις. Λέει, λοιπόν, στὸν ῎Αγγελο:
– ᾿Επειδ, γιε Αγγελε, ρθες ν μ διδξεις, μνα τν μαρτωλ, πς μου σ παρακαλ κα τοτο: ν κποιος νθρωπος μαρτωλς τχει ν βρε κατλληλη περσταση κα ν διδξει ναν λλο μαρτωλ, κα μ᾿ ατ τν τρπο το δεξει τν καλ δρμο κα τν βγλει π τν μαρτα, ατ τ πργμα θ το δσει κποιο πνευματικ κρδος κα φελος;

῾Ο ῎Αγγελος, τοῦ ἀπαντᾶ.
– Οποιος διδξει κποιον λλο μαρτωλ κα καταφρει ν τν βγλει π τ δρμο τς μαρτας, βζοντς τον στ δρμο τς ρετς, ατς χι μνο θ βγλει τν ψυχ το λλου π᾿ τν Κλαση, μ κα τ δικ του θ σσει, μι πο θ «καλψει πλθος μαρτιν», καθς λει κα Αγα Γραφ.

Οπως κριβς καί νας λλος, πο συμβουλεει πρς τ κακ κποιον νθρωπο, χι μονχα κενον δηγε στν πλεια, μ κα τν αυτ του κα τν ψυχ του παραδνει στ διβολο. Ετσι, λοιπν, μπορε κανες ν πε τι δν πρχει μαρτα χειρτερη π᾿ τ ν συμβουλεει κποιος ναν νθρωπο πρς τ κακ κα τν πλεια·

πως, κριβς, δν πρχει καλτερο ργο π᾿ τ ν συμβουλεει κανες πρς τ καλ κα τ σωτηρα ναν νθρωπο.

Καὶ τελειώνοντας αὐτὰ τὰ λόγια ὁ ῎Αγγελος, ἔκλινε σεβαστικὰ τὸ κεφάλι του πρὸς τὸν ἅγιο Γέροντα, λέγοντάς του:
– Εὐλόγησέ με καὶ συγχώρεσέ, ἅγιε πάτερ μου!

Τότε ὁ Γέροντας, προσπέφτοντας στὸν ἅγιο ῎Αγγελο, τὸν προσκύνησε καὶ τοῦ λέει:
– Πορεου ν ερν, γιε Αγγελε! Κ᾿ κε πο θ βρσκεσαι κοντ στν Αγα Τριδα, πρσβευε κα γι τ σωτηρα τς ψυχς μου, σ παρακαλ.

῎Ετσι, ὁ ἅγιος ῎Αγγελος ἄνοιξε τὰ φτερά του καὶ πέταξε πάλι πρὸς τὸν οὐρανό· ἐνῶ ὁ ἀββᾶς Μακάριος, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὸ Θεό, ἐπέστρεψε πάλι στὸ κελλί του. Κι ἐκεῖ ἀφηγήθηκε ὅλα ὅσα εἶδε καὶ ἄκουσε στὸν πιστὸ ἀδελφὸ καὶ συνασκητή του, δοξάζοντας κ᾿ εὐλογώντας τὸ ἅγιον ὄνομα τοῦ
Θεοῦ.

 


Περιοδικό Άγιος Κυπριανός. Αριθμός 330, Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2006, σελ. 260-262 / Αριθμός 331, Μάρτιος – Απρίλιος 2006, σελ. 278-279 /  Αριθμός 332, Μάιος – Ιούνιος 2006, σελ. 293-295- Π. Β. Πάσχος. Ο γέροντας και άλλες αποκαλυπτικές ιστορίες, σελ. 76-89, εκδ. Ακρίτας.- https://greekdownloads.wordpress.com