Ὁ
αρχιεπίσκοπος Σπυρίδωνας, ποὺ μὲ ἀγαποῦσε, μὲ καλοῦσε καμμιὰ φορὰ γιὰ
νὰ φάω μαζί του. Μιὰ μέρα ἦταν ἐκεῖ κάποιος φοβερὸς καπνιστής, ποὺ ἢξερε
ὅτι ἐγὼ ἐλέγχω τὸ κάπνισμα. Καὶ γιὰ νὰ μὲ ξεφτελίση μπροστὰ στὸν
Σπυρίδωνα, ποὺ κάπνιζε κι ἐκεῖνος, λέει: Τί φρονεῖς Αὐγουστῖνε περὶ τοῦ
καπνίσματος;
Εγὼ γιὰ νὰ μὴν ταράξω τὸ περιβάλλον καὶ τσακωθῶ, δὲν μιλοῦσα. Αὐτὸς ὅμως
ἦταν ἀναιδὴς καὶ ἐπέμενε. Ὁ Σπυρίδων ὅμως χαμογελοῦσε καὶ μοῦ λέει:
«Λέγε βρὲ Αὐγουστῖνε, τί ἔχεις νὰ πῆς»; Καὶ τοῦ απαντῶ: «Ἐγὼ δὲν θα πῶ
κάτι δικό μου, θὰ σᾶς απαντηση ο Πλάτων, ποὺ λέει: «Ὅσο λιγοτέρων
πραγμάτων ἔχουμε ἀνάγκη, τόσο περισσότερο πλησιάζουμε τὸν Θεό». Σοφὰ
λόγια. Ἁνεδέες γὰρ ἐστὶ τὸ Θεῖον.
Ὁ Διογένης ποὺ ἦταν ἀσκητής ἦταν σύμβολο αὐτῆς τῆς μεγάλης ἀληθείας. Ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν στὴν Κόρινθο πῆγε καὶ τὸν εἶδε.
Τί θὲς παιδί μου, τοῦ εἶπε; Καὶ εἶδε τότε κάποιους νὰ παίρνουν νερὸ μέ
τὸ κύπελο. Εἶδε καὶ τὸ παιδὶ ἑνός βοσκοῦ, νὰ παίρνη νερὸ μὲ τὶς χοῦφτες
καὶ εἶπε: Αὐτὸ τὸ παιδί, εἶνε σοφό. Καὶ κατήργησε τὰ ποτήρια καὶ τὰ
δοχεῖα.
Τοῦ ρώτησε ὁ Ἀλέξανδρος: Θὲς τίποτε; Ναὶ ἀπαντᾶ ὁ Διογένης, κάτι θέλω. Νὰ πᾶς παραπέρα γιατὶ μὲ ἐμποδίζεις τὸν ἥλιο. Καὶ τὸν ἔδιωξε. Τότε εἶπε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος: Ἤθελα ἄν δὲν ἢμουν Ἀλέξανδρος, νὰ εἶμαι Διογένης.
Τώρα ζοῦν στὴν πολυτέλεια καὶ στὴν σπατάλη. Τὰ χρήματα ποὺ ξοδεύουν οἱ
ἄνθρωποι γιὰ τὰ περιττὰ ἔφταναν νὰ συντηρήσουν διπλάσιο καὶ τριπλάσιο
πληθυσμό. Καὶ ἡ Ἑλλάς μποροῦσε νὰ συντηρήσει 30.000.000 πληθυσμό.
Ἠ λιτότης εἶνε μεγάλη ἀρετή. Καὶ ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς
λέγει: Ἄν σοῦ φτάνουν 100 δράμια ψωμὶ γιὰ νὰ φᾶς, τὰ 10 παραπάνω ποὺ θὰ
φᾶς, δὲν εἶνε δικά σου. Εἶνε τῆς χήρας τοῦ ὀρφανοῦ καὶ μὴν τὰ σπαταλᾶτε.
Ἄν δὲν γινόταν ὅλες αὐτὲς οἱ σπατάλες, τριπλάσιο πληθυσμὸ θὰ ἔτρεφε ἡ Ἑλλάς. Ἀκαλλιέργητος εἶνε ἡ γῆ μας.
Στὴν Πρέσπα τὸ ἐκλεκτότερο προϊόν εἶνε οἱ γίγαντες, ποὺ εἶνε καλύτερο
ἀπὸ ψάρι καὶ ἀπὸ κρέας. Ἀλλὰ ἡ Πρέσπα μένει ἀνεκμετάλλευτη, γιατὶ δὲν
ὑπάρχουν χέρια.
Κλέβω κλέβεις κλέβει, κλέβωμε κλέβετε κλέβουν
Αὐτοὶ οἱ γύφτοι ποὺ εἶνε
ἐξυπνότατοι, ἐνῶ δουλεύουν στις Πρεσπες κάποιοι δὲν τοὺς ταΐζουν. Καὶ
αὐτοὶ τί κάνουν; Ὅταν κοιμοῦνται ὅλοι, πᾶνε στὰ κοτέτσια καὶ ψήνουν τὶς
κότες τους.
Ἦρθαν μιὰ μέρα στὴν Μητρόπολι καὶ μὲ παραπονέθηκαν.
Γιὰ ὅτι κακὸ κάνουν οἱ γύφτοι, ὁ Αὐγουστῖνος εἶνε ὑπεύθυνος. Ἔτσι σκέπτονται οἱ ἄνθρωποι.
Ἦρθαν λοιπὸν σὲ μένα γιὰ νὰ παραπονεθοῦν καὶ τοὺς λέω:
Ἀφοῦ δουλεύουν ὅλη μέρα, γιατὶ δὲν τοὺς ταΐζετε.
Ἔπειτα τοὺς λέω, τί φωνάζετε; Ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα κλέβουν ἑκατομμύρια καὶ ἄν κλέψαν αὐτὴ μιὰ κόττα, χάθηκε ὁ κόσμος;
Στὴν Ἑλλάδα ὅπως εἶπε κάποιος Ἀγγλος, δὲν ξέρουν γράμματα οἱ ἄνθρωποι, ἕνα ὅμως ρῆμα τὸ ξέρουν πολὺ καλά, σ᾿ ὅλες τὶς πτώσεις.
Κλέβω κλέβεις κλέβει, κλέβωμε κλέβετε κλέβουν.
Ἐὰν δὲν κλέβουν, λένε: Εἴθε νὰ κλέψω.
Ἄλλοι λένε: Ὅταν μὲ δωθῆ εὐκαιρία, θὰ κλέψω.
Ἄλλοι λένε, ἔκλεπτον ἤ ἔχω κλέψει ἤ θὰ κλέψω.
Ὅλες τὶς πτώσεις αὐτοῦ τοῦ ρήματος τὶς ξέρουν ἀπ᾿ ἔξω καὶ
ἀνακατωτά οἱ Ἕλληνες. Κατήντησε ἡ Ἑλλάδα μας, βασίλειο κλεπτῶν.
Παραβαίνουμε τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ τό: «Οὐ κλέψεις».
Στὴν Ἐλβετία πῆγε ἕνας Ἕλληνας καὶ ὅπως ξέρετε, ἔχουν στοὺς
μεγάλους δρόμους δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ δένδρα ὁπωροφόρα, μηλιές, ἀχλαδιές
κ.τ.λ. Καὶ τοὺς καρποὺς ἀπὸ τὰ δημόσια αὐτὰ δένδρα, δὲν τοὺς τρῶνε οἱ
ἴδιοι. Τοὺς δίνουν στὰ νοσοκομεῖα, στὰ γηροκομεῖα, στὰ ὁρφανοτροφεῖα καὶ
στὰ φιλανθρωπικὰ ἰδρύματα. Πῆγε λοιπὸν στὴν Ἐλβετία ἕνας ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα
καὶ κράπ, κόβει ἕνα φροῦτο καὶ τὸ τρώει. Τὸν ἀρπάζει τότε ἡ ἀστυνομία
καὶ τὸν πάει στὸ τμῆμα. Ἀπὸ ποῦ εἶσαι, τοῦ λένε; Γκρέκος ἀπαντᾶ.
Καταλαβαίνουμε τοῦ λένε.
Αὐτὸ ποὺ γίνεται στὴν Ἐλβετία μὲ τὰ ὁπωροφόρα δένδρα, ἄν γίνει
στὴν Ἑλλάδα θὰ τὰ ριμάξουν καὶ δὲν θὰ ἀφήσουν τίποτε, ὁ κλέψας τοῦ
κλέψαντος θὰ γίνη.
Ἐφ᾿ ὅσον ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν μᾶς σωζει οὔτε ἡ δημοκρατία, οὔτε ἡ βασιλεία, οὔτε τίποτε.
(Τα λόγια αυτά ελέχθηκαν από τον Μητροπολίτη Φλωρινης π. Αυγουστινο Καντιωτη στα στελέχη τῶν εκκλησιαστικῶν Κατασκήνωσεων της Πρωτης στην Φλώρινα, στις 19-8-1993, στην περίοδο των κοριτσων)